Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ,....


.                                                    
  Με τον τίτλο «Κακιά ώρα» στη Σύμη, πάντα εννοούν κάποια ανεξήγητα συμβάντα, που έλαβαν και λαμβάνουν χώρα κυρίως βραδινές ώρες, και υπονοούν παρουσία δαίμονα ή δική του ενέργεια.
  Μπορεί λοιπόν η Κακιά ώρα να είναι ένας δαίμονας που εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή και ορισμένες φορές με τη μορφή κάποιου γνωστού μας ανθρώπου για να μας παραπλανήσει και να μας ενοχλήσει. Μπορεί να είναι φαινόμενα ακουστικά που δεν εξηγούνται λογικά, ή αίσθηση κρύου σε θερμοκρασίες υψηλές, απότομη αλλαγή καιρικών φαινομένων τοπικά που δεν δικαιολογούνται, όπως να φυσά δυνατά ξαφνικός αέρας σε μικρό χώρο συμπαρασύροντας τα πάντα ενώ υπάρχει άπνοια παντού, να κουνιούνται από τον αέρα μόνο τα φύλλα κάποιου δέντρου σε αντίθεση με τα άλλα δένδρα γύρω, εμφάνιση παράξενων όντων, ο εκφοβισμός ζώων κυρίως σκύλων που το βράδυ αρνούνται να πάνε κάπου γιατί δείχνουν να βλέπουν κάτι τρομακτικό το οποίο όμως δε βλέπει ο άνθρωπος κ.λ.π. 
  Ακόμα, η παρουσία τεραστίων σε μέγεθος, ανθρώπων, αντικειμένων, κατασκευών, καθώς και οι ρίψεις βράχων μεγάλων, ή βράχων που κυλούν με συνοδεία βουητού, και φωνές και ουρλιαχτά ανθρώπου ή ζώου, (σκύλου – βοδιού) εντάσσονται μέσα στην ενότητα της Κακιάς ώρας.
  Πάντα η Κακιά ώρα, έρχεται σε αντιδιαστολή  με τη «Καλή ώρα», όπου την επικαλούνται (εύχονται) σε αναμονή χαρούμενων γεγονότων, όπως αρραβώνες, γάμους κ.λ.π. και πιθανόν να λέγεται, για να ξορκίσουν την κακή ώρα από ένα τέτοιο γεγονός.
   Πέραν της ερμηνείας και της εξήγησης που αναφέραμε πιο πάνω για την «Καλή ώρα»,  υπάρχουν μαρτυρίες και αναφορές για διαφορετική σημασία της λέξης σε δημιουργικές ασχολίες μαγειρικής, όπου τούρτες (παραδοσιακή Συμαϊκή τυρόπιτα) και  «Ακούμια» (είδος ντόπιου λουκουμά με ρύζι) όπου σε κάποιες περιπτώσεις, η ζύμη παρ’ ότι ήταν λίγη, συνέχιζαν παραδόξως, να βγάζουν μεγάλες ποσότητες, που δεν τις δικαιολογούσαν τα υλικά, λες και αυγάτιζε από μόνη της. Μόλις όμως κάποια από τις παριστάμενες το παρατηρούσε και το σχολίαζε, αμέσως τελείωνε η ζύμη.
  Αναφορικά με τη σημασία της λέξης «Ώρες», στα παλιά τα χρόνια, αλλά και σήμερα, κάποιοι το επαναλαμβάνουν και το αποδέχονται, ότι παραμονές μεγάλων εορτών, όπως την Πρωτοχρονιά, το Πάσχα, αλλά και όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, λένε χαρακτηριστικά, ότι υπάρχουν «Ώρες».
  Με τη λέξη αυτή, υπονοούν ότι πρέπει να είναι κανείς προσεχτικός, γιατί μπορεί να του συμβούν  κάποια πράγματα που δεν τα περιμένει, και κυρίως, να του τύχουν ατυχήματα και απρόοπτα, που πολλές φορές, δεν εξηγούνται λογικά.
  Ακόμα οι παλιές, έλεγαν σαν παροιμία, « Της Ορθοδοξίας, Τυρινό, και Βαγιανό, μήτε κάττης (γάτα)  στο βουνό». Τι θα πει αυτό;
  Ότι το Σάββατο της Τυρινής, των Βαΐων και της Ορθοδοξίας, δεν πρέπει να πηγαίνεις στο βουνό, και κατ’ επέκταση στο νεκροταφείο, γιατί υπάρχουν «Ώρες».
  Στην Κακιά ώρα, έχουμε και εδώ κάποια μέρη, που η δημιουργία τέτοιων συμβάντων, να παρουσιάζει μεγαλύτερη συχνότητα από άλλες περιοχές, και η εξήγηση που δίνεται, λέγεται με τη φράση «το κάνει το μέρος» ή «το ΄χει το μέρος», για να πουν, ότι κάτι υπάρχει εκεί που το δημιουργεί η τοποθεσία πιο τακτικά.
  Τώρα αυτό το κάτι που υπάρχει και  δημιουργεί τα ανεξήγητα συμβάντα, μπορεί να είναι κάποια παλιά ταφή που δεν τη γνωρίζει κανένας, κάποιο φονικό που έγινε άδικα και ζητά δικαίωση το θύμα, κάποια κατάλοιπα από παλιό κτίσμα που συνέβη κάτι εκεί, κ.λ.π. τις περισσότερες φορές όμως, με την παρέμβαση και τις ενέργειες κάποιου δαίμονα.
  Μάλιστα, στη Σύμη, όταν αναφέρονται σε δαίμονα, δε λένε το όνομά του, πιθανόν γιατί θεωρούν ότι αν ειπωθεί φανερά και ακουστεί, μπορεί ο δαίμονας να παρουσιαστεί, ή να είναι σαν κάλεσμα γι αυτόν.
  Έτσι χρησιμοποιούν άλλα προσωνύμια,  όπως «Πιτζοβοήλης» (παράγεται πιθανόν από τον Πιτζόβολο, που είναι κυκλικό μικρό δίχτυ με πολλά μολύβια στο κάτω μέρος και φελλούς πάνω στο κέντρο, και πετάγεται από κάποιον ευρισκόμενο στα ρηχά άνθρωπο για να εγκλωβίσει ψάρια. Δεν χρησιμοποιείται πλέον). 
  Ακόμα χρησιμοποιούν το προσωνύμιο «Εξαποδώ» (έξω+ από +εδώ) και  «τρισκατάρατος».
Σημείωση: Επέλεξα να σας διηγηθώ 4 συμβάντα από διαφορετικούς ανθρώπους, που έχουν όμως σαν κοινό σημείο αναφοράς το ίδιο μέρος που συνέβησαν, πράγμα που όπως φαίνεται συνδέονται μεταξύ τους.
ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ Συμβάν 1ο
Από τον Ε. Κ.
  Ξεκίνησα ένα βράδυ, να πάω στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου στη Δρακούντα. 
( Ο Αϊ Γιώργης της Δρακούντας, είναι ένα εξωκλήσι έξω από την πόλη, στην άκρη μιας κοιλάδας με χωράφια που λέγεται Δρακούντα. Φεύγοντας από τα τελευταία σπίτια της πόλης της Σύμης δυτικά, υπάρχει μια απότομη ανηφόρα, στο τέλος της οποίας υπάρχει το νεκροταφείο της Αγίας Ελικωνίδος. Προσπερνώντας το νεκροταφείο, ο αυτοκινητόδρομος πολύ στενός, ακολουθεί εξωτερικά τα όρια της κοιλάδας, και καταλήγει στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, που απέχει περίπου στα 900 – 1.000 μέτρα).
  Πήγαινα που λες να δω τα ζώα μου (είναι βοσκός), μην τυχόν και μπούνε σε χωράφια και φάνε οπωροφόρα δέντρα, και είχα προσπεράσει το νεκροταφείο, μετά ο δρόμος κάνει ένα στρίψιμο αριστερά όπως ξέρεις, και σ’ εκείνο το σημείο είδα ένα μικρό σκυλάκι μαύρο στη γωνία του δρόμου. Φαινόταν καλά, γιατί εκείνη τη μέρα ή την επόμενη - δε θυμάμαι - είχε πανσέληνο.  
  Πήγα κοντά και του λέω: «Βρε, τι κάνεις μόνο σου εδώ»;
Αμέσως το μικρό σκυλάκι με μια απότομη κίνηση, έγινε ένας τεράστιος σκύλος γρυλίζοντας, και δεν είχα άλλη επιλογή, από το να κάνω στροφή και να επιστρέψω σπίτι μου. Κατάλαβα, πως δεν είχε σχέση με πραγματικό σκύλο.
ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ Συμβάν 2ο
Από τον Α. Μ.
Η γιαγιά μου, μου διηγήθηκε, πως επέστρεφε με τα πόδια βράδυ από το Νημπορειό (παραθαλάσσιος οικισμός με παραλία στα βορειοδυτικά της πόλης), και  το μονοπάτι, ξέρεις ότι περνάει από τον Αϊ Γιώργη της Δρακούντας. Έφτασε έξω από το εξωκλήσι, κατέβηκε τη μικρή ανηφόρα που έχει, και προχώρησε προς το νεκροταφείο. Πριν φτάσει εκεί, στο σημείο που ο δρόμος κάνει ένα στρίψιμο, άρχισε να ακούει όπως περπάταγε υπόκωφους θορύβους μέσα από τη γη στο σημείο εκείνο, και σαν ποδοβολητό αλόγων.
  Δεν ήθελε και πολύ να πανικοβληθεί, και άρχισε να τρέχει μέχρι που μπήκε στην πόλη.
 ΚΑΚΙΑ ΩΡΑ Συμβάν 3ο
Από την Π. Τ.
Προχωρούσαμε με το αυτοκίνητο με το φίλο μου ένα βράδυ, με τελικό προορισμό τον Αϊ Γιώργη της Δρακούντας, όταν στο σημείο του δρόμου που κάνει ένα στρίψιμο, το αυτοκίνητο αρχίζει να κουνιέται χωρίς λόγο, και περίεργοι υπόκωφοι θόρυβοι από τη γη ακούγονται μαζί με ποδοβολητά ζώων.
  Οι τρίχες της κεφαλής μου είχαν γίνει σαν αχινός, και ούρλιαζα του φίλου μου που οδηγούσε - καθώς σταμάτησε - να κάνει ανάποδα. Ο δρόμος στο σημείο εκείνο είναι πολύ στενός, που δεν έχεις περιθώρια ελιγμών. Δεξιά και αριστερά υπάρχει τοίχος ξερολιθιάς υψηλός που ακολουθεί το δρόμο, και για να στρίψεις, πρέπει να πας στον Αϊ Γιώργη που έχει μια αλάνα για να πάρεις στροφή.
  Εγώ όμως ήμουν τόσο πανικοβλημένη, που ούρλιαζα να κάνει ανάποδα, και κοντεύαμε να τρακάρουμε, από τις βιαστικές κινήσεις εν μέσω πανικού που μας είχε καταλάβει.
  Επιστρέψαμε με λίγη ψυχή και άσχημη διάθεση, και για αρκετό καιρό, δεν ήθελα να βγαίνω βράδυ.
Κακιά ώρα Συμβάν 4ο
Από την Μ. Μ.
Ήταν 2011, και τέσσερα παιδιά του Λυκείου τελειόφοιτοι, αποφάσισαν να κάνουν μια νυχτερινή βόλτα διαφορετική απ’ ότι συνήθιζαν, και η αιτία ήταν το μεγάλο φεγγάρι που υπήρχε στον ουρανό.
  Ανέβηκαν λοιπόν την απότομη ανηφόρα δυτικά από την πόλη στο Γιαλό (το κάτω μέρος της πόλης της Σύμης), που πάει προς το νεκροταφείο της Αγίας Ελικωνής (Ελικωνίδος), που βρίσκεται στην άκρη της Δρακούντας, μιας περιοχής με περιβόλια και δέντρα.
  Όμως, δεν είχαν σκοπό να πάνε στο νεκροταφείο, απλά πέρασαν απ’ έξω, και συνέχισαν τον πλακοστρωμένο δρόμο, που οδηγεί στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου της Δρακούντας, όπου ήταν και ο τελικός τους προορισμός.
   Μόλις είχαν περάσει το νεκροταφείο, και προχωρώντας λίγο ακόμη, σε μια στροφή που ο δρόμος στενεύει και έχει δεξιά και αριστερά τοίχους από ξερολιθιές των περιβολιών, (ο δρόμος είναι στενός, και ίσα που χωράει ένα αυτοκίνητο), όταν ξαφνικά και από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας παράξενος ποδηλάτης.
  Και ήταν παράξενος, γιατί πολλά συνέτρεχαν για να του δώσουν αυτό τον χαρακτηρισμό.
  Πρώτον, ήταν δύσκολο αν όχι περίεργο να βρεθεί ποδήλατο εκεί, μια και η ανηφόρα που ανεβαίνει πριν το νεκροταφείο έχει τέτοια κλίση, που ακόμα και να περπατάς τσουλώντας το ποδήλατο, είναι απίθανο να το κάνεις.
  Δεύτερον, δεν υπάρχει καθόλου φωτισμός στο σημείο μετά το νεκροταφείο, οπότε αποκλείεται να πας προς τα εκεί.
  Τρίτον, ο αναβάτης, ήταν μικροκαμωμένος, με μαύρα ρούχα και κουκούλα, και εμφανίστηκε από το πουθενά, και τέταρτο, ποιός θα έκανε ποδήλατο νυχτιάτικα μέσα στο σκοτάδι αρχές καλοκαιριού με κουκούλα;
  Στην αρχή τα παιδιά ξαφνιάστηκαν, αλλά αποφάσισαν να συνεχίσουν  τη νυχτερινή τους βόλτα μέχρι το εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου της Δρακούντας, σχολιάζοντας μάλιστα σκωπτικά την απροσδόκητη εμφάνιση αυτού του παράξενου τύπου.
  Η ώρα ήταν γύρω στις δώδεκα, και ενώ ο ποδηλάτης εξαφανίστηκε, σε λίγο εμφανίστηκε πάλι μπροστά τους, στο σημείο πριν την άλλη ανηφόρα που υπάρχει προς το εξωκλήσι.
  Δεξιά από το δρόμο εκεί έχει ένα αρχαίο προ Χριστού μνημείο με περίτεχνες πελεκημένες πέτρες, που μοιάζει με τύμβο.
  Στο σημείο λοιπόν εκείνο, βλέπουν τον  ποδηλάτη να αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα, και κάνοντας μια αδέξια προφανώς κίνηση,  χτυπάει  πάνω στον τοίχο και φεύγει μαζί με το ποδήλατο πάνω από την ξερολιθιά, και πέφτει μέσα σε ένα χωράφι, που το ύψος του ξεπερνούσε τα 2- 3 μέτρα από τον δρόμο.
  «Πάει. Σκοτώθηκε», είπαν μεταξύ τους τα παιδιά, και έτρεξαν να κοιτάξουν μήπως χρειάζεται βοήθεια.
  Καβάλησαν τον τοίχο ξερολιθιάς, και με προφυλάξεις κατέβηκαν στο χωράφι.
  Η έκπληξή τους όμως μεγάλωσε, μια και εκεί που έπεσε, δεν υπήρχε κανείς, όσο καλά και να έψαξαν.
  Απόρησαν, αλλά και άρχισαν να υποψιάζονται, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά σε όλη αυτή την ιστορία. Μάλιστα κάποιοι από την παρέα πρότειναν να γυρίσουν πίσω, αλλά οι υπόλοιποι ισχυρίστηκαν ότι ήταν τέσσερις, και δεν έπρεπε να φοβόντουσαν.
  Αποφάσισαν λοιπόν να προχωρήσουν, και ανέβηκαν από το χωράφι στο δρόμο, με σκοπό να συνεχίσουν τη διαδρομή τους μέχρι το εξωκλήσι. 
  Πάνω που ετοιμάζονταν να ανέβουν την ανηφόρα, τον είδαν μπροστά τους στην κορυφή της να τους περιμένει με το ποδήλατο, και δεν ήθελε και πολύ να καταλάβουν, ότι δεν είχαν να κάνουν με κάτι ανθρώπινο, οπότε έπρεπε να επιστρέψουν όσο πιο γρήγορα γίνεται πίσω.
  Έκαναν μεταβολή και γύρισαν εσπευσμένα, και μέχρι να φτάσουν στην πόλη, αυτή ήταν η συζήτησή τους για αρκετή ώρα καθ’ όλη τη διαδρομή.
  Μάλιστα, συμφώνησαν να επισκεφτούν την επαύριον έναν ιερέα και να του εξιστορήσουν το περιστατικό.
  Πράγματι πήγαν σε έναν ιερέα, οποίος αφού άκουσε το συμβάν, τους είπε πως  κάποια ψυχή περιπλανιέται και δεν μπορεί να ησυχάσει.
  Μάλιστα τους εξήγησε κατά τη γνώμη του, ότι ήταν δύσκολο να τους κάνει κάποιο κακό, γιατί ήταν τέσσερα άτομα, που ορίζουν τα 4 σημεία του ορίζοντα, που αν τα ενώσεις είναι το σχήμα του Σταυρού.
Τα παιδιά έφυγαν προβληματισμένα, και πάντα όταν βρίσκονται μαζί, δεν ξεχνούν να συζητήσουν αυτή την εμπειρία που βίωσαν εκείνο το βράδυ.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που μου διηγήθηκαν τις ιστορίες αυτές, και μια μέρα συζητούσα με κάποιον πολύ μεγάλο σε ηλικία συμπατριώτη μου, πιάνοντας το θέμα του λαθρεμπορίου που υπήρχε παλιά στη Σύμη, και το διενεργούσαν Συμιακοί με τους Τούρκους, Ως συνήθως πήγαιναν οι Συμιακοί με καίκια σε κάποια επιλεγμένα μέρη που είχαν συμφωνηθεί με τους απέναντι, και αγόραζαν διάφορα εμπορεύματα λαθραία, και τα διοχέτευαν κρυφά στην αγορά της Σύμης.
Να πούμε εδώ, ότι η Δωδεκάνησος και η Σύμη, δεν ελευθερώθηκαν ταυτόχρονα από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά είχαμε τουρκοκρατία μέχρι το 1913, οπότε οι Τούρκοι, παρέδωσαν τα Δωδεκάνησα στους Ιταλούς, και συνεχίστηκε η κατοχή μέχρι το 1948, οπότε και έληξε με την ενσωμάτωση στην Ελλάδα.
Όλοι σχεδόν οι λαθρέμποροι οπλοφορούσαν, για ευνόητους λόγους. Οι συμφωνίες ήταν προφορικές και άλλαζαν ανάλογα με τις καταστάσεις, και έπρεπε να μπορούν να υπερασπιστούν τους εαυτούς των, αν κάτι πήγαινε στραβά.
  Μου εκμυστηρεύτηκε λοιπόν ο παλιός Συμιακός, ( έχει φύγει πλέον από τη ζωή) ότι θα μου έλεγε μια ιστορία που δεν είχε ειπωθεί ποτέ, και ήταν μυστικό που το κρατούσε χρόνια, αλλά δε θα μου έλεγε ονόματα.
Είχε λεει έναν μακρινό συγγενή του, που έκανε αυτή την επικίνδυνη δουλειά. Μιλάμε λίγο πριν το 1900.
  Ένα βράδυ λοιπόν είχε φέρει λαθραία εμπορεύματα, στο μικρό λιμανάκι της Αγίας Ειρήνης, που είναι στην αρχή του οικισμού του Νημπορειού, και με γαϊδούρια, τα κουβαλούσε μέχρι την πόλη, περνώντας διαδοχικά μπροστά από το εξωκλήσι του Αϊ Γιώργη της Δρακούντας, και μπροστά από το νεκροταφείο και τα πήγαινε σε κάποια αποθήκη που διατηρούσε.
  Κάποιος – που μάλλον τον εχθρευόταν – πήγε και το κάρφωσε στην τότε τουρκική διοίκηση, και εκείνη με τη σειρά της, έστειλε 3 Τούρκους  χωροφύλακες να τον συλλάβουν.
  Όμως κατά διαβολική σύμπτωση, κάποιος φίλος του συγγενή μου, που έτυχε να περνά από το κτίριο της τουρκικής διοίκησης, άκουσε τη στιχομυθία για την αποστολή των Τούρκων χωροφυλάκων εναντίον του, και τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, πήγε και τον ειδοποίησε.  
  Εκείνος του είπε τότε να φύγει, να μην πει σε κανέναν τίποτε, ούτε και ότι τον ειδοποίησε.
  Έστησε  καρτέρι στο σημείο που στενεύει ο δρόμος και είναι το στρίψιμο, και σκότωσε και τους 3 Τούρκους χωροφύλακες.
  Από τότε, δεν ξαναείδαμε τον συγγενή μου. Υπήρχαν φήμες που έλεγαν ότι έφυγε από τη Σύμη, ότι  άλλαξε όνομα, και μέχρι σήμερα δε μάθαμε ποτέ τι τελικά απέγινε.
  Όταν άκουσα την ιστορία αυτή, δε μπορούσα να μη συνδυάσω, ότι το μέρος που εξακολουθεί να δίνει παραφυσικά γεγονότα, πρέπει να έχει σχέση με το τριπλό φονικό που συντελέστηκε σ’ εκείνο το σημείο του δρόμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: