Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2021

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΑ ΚΑΡΟΥΛΙΑ


 

(Το παρόν αφήγημα είναι αληθές ,έτσι όπως ακριβώς  μας το διηγήθη ο μακαριστός Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης)

 

 

 

ΓΕΡΟΝΤΑ ,μπορετε νά μς πετε μία φέλιμη στορία π’ απ’κε, στ φρικτ Καρούλια ,μ τος ξυπόλυτους σκητές;

 

-Ωωω σε τι χαριτωμένες μνήμες με γυρνάτε πάλι!

 

Ήμουν νέος Μοναχός τότε, κατ τ τος 1938 ,όπου μου ρθε καλς λογισμς ν πισκεφθ προσκυνητς τ φρικτ Καρούλια, ν κάμω κα γ σκητικ Χριστούγεννα μαζ μ τος ετόψυχους Καλόγηρους τούτου το παράκλητου τόπου.

 

Τν ελογία μου τν δωκε μέσως δίχως δισταγμ Γέροντάς μου , σιότατος π.Γαβριήλ, κα γούμενος χρηματίσας τς το Διονυσίου Μονς,με την προϋπόθεση να μαζέψουμε πρώτα τις ελιές και μετά να έχω το ελεύθερο  για τούτο μου τον πόθο. Μο παρέδωσε εσέτι κα λίγους βολος δι τ ταξίδιό μου μ  τ μοτόρι  κα λίγες φανέλες γι ν χω ν λλάξω, μ ελόγησε κα εχόμενος μ στειλε σ τοτο τ κατανυκτικ προσκύνημα.

 

βαλα μετάνοια στν Γέροντά μου λοιπν ,φορτώθηκα τν ντορβά μου, κιλαβα  τ ραβδ μ προορισμ τ κατανυκτικ Καρούλια προκειμένου ν λάβω μέρος στν γρυπνία τν Χριστουγέννων.

 

 Από τν παραμον ήδη τ πρωΐ ορανς τανε μαρος σν μολύβι, κ᾿ πιασε να ρίχνει νερόχιονο βελονιαστ. 

 

Καταφθάνοντας ργ τ πόγευμα, μ μία τερπν ναμονή, στ βραχώδη Καρούλια, λιος, σο μποροσε ν ξελευθερωθε π’τ πηχτ σύννεφα , κόντευε ν κρυφθε πίσω π τν μελαν θαλάσσιο ρίζοντα . Τότε ρχισαν ν συναθροίζονται  γοργόφτεροι  ο Καρουλιτες σκητές, γι ν γιορτάσουνε λοι μαζ τ Χριστούγεννα.Κάποιοι  κατέβαιναν π τ βράχια, λλοι π τς κρεμαστς σκάλες,ν κάποιοι  π τς λυσίδεςταν να πρωτόγνωρο κα συγκινητικ λο  θέαμα!

 

Τοτοι ο ρημίτες εχανε περασμένους στος λιγνούς τους μους  τος τρίχινους , λερωμένους μ γιασμένους ντορβάδες, μ   ράσα χιλιομπαλωμένα καθς χαιρεντιόντουσαν  νας-νας μ βαθει πόκλιση κι παιρναν τν θέση τος στ μικρ μιφεγγ γλυκύτατο κκλησάκι το Κυριακο.

 

Αφού τελέσαμε πρώτον το  Ιερόν Ευχέλαιον κατόπιν φάγαμε λίγες βραστές πατάτες για να λάβουμε δύναμη. Έπειτα εκρούσανε να μικρ σήμαντρο  γι ν ρχινήσει  γρυπνία ν  ρμόδιος ερες φορώντας να μπλαβόχρωμο σν το πελάγους πιτραχήλι βαλε τ «Ελογητός»

 

Τ κρύο ταν τσουχτερό. λοι ,  σον μποροσαν, σαν σφιχτ  τυλιγμένοι στ πτωχικ τος ράσα. Ο νασασμο τν ψαλτάδων τμιζαν σπιλοι καθς ψαλλον μέλποντες Το Θεο τ τραγούδια μέσα στ δειν κράτος το χειμνος ,μ λιβανοκαπνισμενη θωρι τς γλυκόπνοης Παναγίτσας πού μας γνάντευε στοργικ σν Μανούλα π’τ Τέμπλο ζέσταινε τν ψυχή μας μυσταγωγώντας μας στν ερουργία το χραντου τοκετο τς ,τς Το Χριστο γεννήσεως κιτσι εχαμε γαλήνη σν κακείνη τν προβάτων στ μαντρ τς Βηθλεμ τότενες πο γίνηκε Θες νθρωπος γι ν ξαναγεννηθε  νθρωπος στν οράνια Βηθλεέμ.

 

μως καθλη τν διάρκεια τς κατανυχτικς λονυχτίας ντύπωση νερμήνευτή μου καμε   νας δυνατισμένος κα λιπόσαρκος , σν τ καλάμι Καλόγηρος ,ο παπα-Φιλάρετος, μ μία μακρυ κάτασπρη γενιάδα ποχ σταθε σνα παμπάλαιο στασίδι. Έλεγε ψιθυριστά την ευχή μένα τρίχινο  κομποσχοίνι ενώ  τα ράσα του ήταν όλο μπαλώματα που δεν είχαν ταίρι.Τ σμα το, ν κα κάθονταν μέσα στ κρύο κα στν γρυπνι,ήτο μετακίνητο σν τγάλματος , και τ ρυτιδιασμένο κιλοζώντανο π τν σκηση πρόσωπό του, σν το φτασμένου κυδωνιο , καμε διάφορες κινήσεις κα παράξενους μορφασμος λλοιούμενο τακτικ κα φανερώνοντας πς ζοσε  κενες  τς στιγμς ντονα γεγονότα φερμένα  π να λλον κόσμο.

 

 Έβλεπες ν ναλλάσονται προσμον μ τν   μελαγχολία, θλίψη,μ τν , χαρν σκιρτ σν λαφομόσκι κα μέσως ν κουρνιάζει συγκλονισμένος π Θεο φόβοκανε μορφασμος στ πρόσωπο λς κα παρακολουθοσε να λλόκοτο θέαμα κα τσι πότε κλαιγε, πότε συνοφρυόνταν, πότε  χαμογελοσε κα δώστου πάλι Σταυρος κα μετάνοιες..

 

Κα σο σκητς κτελοσε τ δική του λογικ λατρεία πι δίπλα ο ψάλτες έμελπον στν Πανάχραντο Θεοτόκο τ:

 

«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τν τιμιωτέραν κα νδοξοτέραν τν νω στρατευμάτων.Μυστήριον ξένον ρ κα παράδοξον. Ορανν τ σπήλαιον…»

 

Τ μικρούλικα παλαι καντηλάκια  στ Τέμπλο διέχεαν ρχοντικς μ κα σεμνς τς πολύχρωμες νταγες τν κι νας πτωχς πολυέλεος μ γν κερ φώτιζε σο δύνατο γλυκ τ σκοτάδι. λα πλά, πέριττα, σκητικά

 

 τσι γαλήνια πρε γρυπνία σπου κοινωνήσαμε τν χράντων μυστηρίων κα δωσε ερες τ «διεχν» λαμβάνοντας τέλος    οράνια κείνη μυσταγωγία.

 

ρόδινη νατολ σιγά-σιγ αγαζόνταν π τν πίσκεψη το λίου μηνύοντας τν νατολ νατολν,τν ωθιν στέρα,Ατν Τν γεννηθέντα ησο Χριστόν.

 

Μετ π’τντίδωρο κα τν γιασμ προσφέρθηκε καφς και φραγκόσυκα στ φτωχικ κα πέριττο Κυριακ τς σκήτης τν Καρουλων. γ διακονοσα στ κέρασμα,μ  πρόσεχα κα ποθαύμαζα κιόλας τος σκητές, θωρώντας τος λς κιταν παράξενα ντα ,ς ρχαγγέλοι π τς γς.

 

Τότε ρώτησε Πνευματικός της Σκήτης κενον τν παράξενο σκητ ν θ μείνει κα αριο δ κα το πήντησε :

 

-Βεβαίως κα πιθυμ ν μείνω  ,ἐὰν κα θ θελα καλύτερα ν συχάσω στ καλυβάκι μου ,μως δν χω ν φάω κα ν κάμετε γάπη δεχθετε κα μένα ν φάγω κοντά σας.

 

Τν πομένη μέρα κα φο ψάλλαμε τ Κτιτορικ χοντας νημερώσει δη γ  τν Πνευματικ γι λη τούτη  τν παράξενη συμπεριφορ το φτωχο σκητο κατ τν χθεσιν γρυπνίαν, λέγει το τότε μ τόνο εγενικ μ κα πιτακτικό.

 

-δελφέ μου , ,σ παρακαλ, πές μας τί γροικοσες χθς στν λονυχτία κα λο λλαζε μορφ τ πρόσωπό σου.

 

σκητς μως ρνιόταν πεισματικ ν δώκει πάντηση φυλάγοντας ,τι ζησε μέσα το ς πανάκριβο θησαυρό.

 

-Μ σ ξορκίζω στ νομα Το Κυρίου ν μς πες.

 

-Λέγονται Γέροντα τέτοια πράγματα;

 

-‘Αντε κμε γάπη μήπως κα φεληθομε καμες ο δελφοί σου.

 

-…Μ δν μπορ.

 

-μα δν πες  ,π’δ δ φεύγεις !

 

Μ λη τούτη τν εγενικ βία κα δίχως ν θέλει παράξενος σκητής,  μως ναγκεμένος   π τν γάπη το Πνευματικο κα τν Καλογήρων ποχν πομείνει  κα τούτη τν μέρα στ Κυριακό, ρχισε ν μολογε μ δάκρυα κα συντριβή:

 

-Τί ν σς π; Νά!!,τι διαβάζατε κα ψέλνατε σες τ βλεπα κα συμμετεχα καγ.

 

«Θωροσα τ Θεον βρέφος ,τν Χριστούλη μας ,τ προβατάκια, τα λίγα ζωντανά  ποσαν κε κα σταλιάζανεμ ταν κα μία γελάδα πο στεκε  κοντ  στ πρόσωπο το Χριστο κα τ θέρμαινε μ τν νασασμ τς τς σταγόνες  πο έπεφταν  π τν γρασία και τους νοτισμένους σταλαγμίτες , καθότι  τανε σπήλαιον  κε κα χι κάποιο νθρώπινο χτίσμα

 

Είδα και μία ποιμένισσα να φέρνει  χνιστ γάλα,  πο μόλις εχε ρμέξει ,γι ν πλύνει  ματ τ Θεικ βρέφος. Πο ν βρεθε ζεστ νερ κείνη τν ρα;λα κρύσταλλο κα παγωμένα ταν

 

Σιμ εδα κα Τν Παναγία μας, λεχώνα,πο εχε τυλίξει μ τ σεπτ πανωφόρι τς τν Υό της κα  νέκλεινε δίπλα πρς μία μερι κα κρύωνε γιατί τανε κεν κα δν εχε πο ν κουμπήσειΕίχε μάλιστα προηγουμένως σχίσει με τα χέρια της ένα κομμάτι  από το ρούχο της για να φτάξει σπάργανα στο άμωμο βρέφος Της.

 

Κατσι γινε κα τσι τρύπησε μ μις σπηλι κα μπκαν γγέλοι  που

 

νεβοακατεβαίναν στον οραν ν κούγονταν  γλυκύτατη μελωδία

 

δ ωσφ προσπαθούσε με κάτι λιανόξυλα να ανάψει μία φωτιά να ζεσταθεί η άσπιλος  Μητέρα και το Θείον Βρέφος και λο κλαιγε  ναντρανισμένος π δέος κα χαρ  σν τν ερέα πο στέκεται μ φόβο  στν ναίμακτο ερουργία τσι κακενος φημέρευε τούτη τν νυχτι στν πάντερπνο τοτο  Ιερό Να μ κα πάμφτωχο συνάμα σπήλαιο τς βηθλεέμ.»

 

 

 

Πιο κάτω τ ζωηρ γέρι λυχτοσε στ Καρούλια , ν  τ κύματα στ γριο σύνορο  θαλάσσης κα γς πλητταν  φρίσσοντα τος αποκρήμνους βράχους. Τα  λευκά και πορφυρά κυκλάμινα μως, που νέθωραν μειλίχια ναρριχώμενα  πό τις σχισμάδες των βαράθρων, μυνίριζαν την νάσταση ντός της καρδιάς  του χειμνος. «Χριστς π γς ψώθητε.»

 

 

 

λη λογικ μ κα λογη  κτίσις στης Παναγιάς το Περιβόλι μαρτυροσε  δι μυρίων βεβαίων στομάτων πς ντως Χριστς γενήθη κα γαληνόμορφη Θεϊκ χαρ στν γ νεθρονίσθη.

 

π.Διονύσιος Ταμπάκης


Δεν υπάρχουν σχόλια: