Πέθανε η μαμά μου. Αθόρυβα και ξαφνικά. Με
σιωπηλή προσευχή στα χείλη. Όλη τη ζωή μου θεωρούσα ότι η μαμά είναι για πάντα,
για αιώνες, και ότι, επί της αρχής, ο θάνατός της είναι αδύνατος! Αλλοίμονο,
είναι αναπόφευκτος. Και από αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα κάτι «έσπασε» στο
κεφάλι μου…
Έφυγε εκείνο ακριβώς το βράδυ του
Δεκεμβρίου, τότε που η Εκκλησία αρχίζει να γιορτάζει την ημέρα της κοίμησης του
Ουράνιου προστάτη της περιοχής μας, του Αγίου Ανδρέα, του δια Χριστόν Σαλού,
του θαυματουργού του Σιμπίρσκ.
Η μαμά μου έτρεφε πολύ μεγάλη αγάπη και
αφοσίωση στον Άγιο. Τα τελευταία 15 χρόνια, κάθε Κυριακή απόγευμα, πήγαινε στο
Ναό, για να τον υμνήσει, δίπλα στα άγιά του λείψανα. Απόγευμα Κυριακής ήταν,
στις 9 Δεκεμβρίου, όταν κοιμήθηκε και η ίδια. Είναι εκπληκτικό, αλλά τότε, το
2018, ακόμα και τα 80στα γενέθλιά της συνέπεσαν με το Πάσχα, στις 8 Απριλίου.
Εγώ και η γυναίκα μου, επειδή
αντιλαμβανόμασταν ότι η ζωή της μαμάς είχε μπει αναπόδραστα στην «τελική
ευθεία», προσπαθούσαμε να την κοινωνάμε όσο το δυνατόν πιο συχνά, τουλάχιστον
μια φορά το μήνα. Από το φθινόπωρο και μετά, ακόμα πιο συχνά. Θυμάμαι, η μαμά
ήταν τόσο πολύ αδύναμη που δεν μπορούσε να περπατήσει, την σήκωνα στα χέρια μου
μέχρι το αυτοκίνητό μου και με αυτό την έφερνα ακριβώς στις πύλες του Ιερού
Ναού της Παναγίας της Βάτου. Ο πατήρ Αντώνιος Κουζνετσόβ έβγαινε από το ναό,
καθόταν στη θέση του οδηγού και την εξομολογούσε μέσα στην ησυχία του
αυτοκινήτου. Μετά, έφερνε από το ιερό τα Άχραντα Δώρα και την κοινωνούσε μέσα
στο αυτοκίνητο. Γίνονταν και τέτοια.
Κοντά στο Δεκέμβριο, τελέσαμε ευχέλαιο, και
μια μέρα πριν το τέλος της, ο πατήρ Αντώνιος την εξομολόγησε και την κοινώνησε.
Έτσι, «για καλό και για κακό». Αλλά, αποδείχτηκε ότι έγιναν στην ώρα τους.
Προλάβαμε…
Σε όλη την παιδική και την εφηβική μου
ηλικία, η μαμά ήταν «το παράθυρό μου στον πνευματικό κόσμο». Αθόρυβα και
διακριτικά, μου υπενθύμιζε ότι σήμερα είναι Χριστούγεννα… σήμερα είναι
Ευαγγελισμός… σήμερα είναι Πάσχα… Μερικές φορές, στο τραπέζι βρίσκαμε και
αντίδωρα από την εκκλησία. Ήταν η ίδια η μαμά μου που «φύτεψε» μέσα στο
κομσομολικό μου μυαλό ένα τόσο ασυνήθιστο όνομα, όπως είναι του Αγίου Σεραφείμ
του Σαρώφ, του οποίου η λιτή εικόνα είχε βρει μια σταθερή θέση στο σπίτι μας.
Κάπου εκεί, σε μια απόμακρη γωνίτσα…
Σε όλη την παιδική και την εφηβική μου
ηλικία, η μαμά ήταν «το παράθυρό μου στον πνευματικό κόσμο»
Εγώ θύμωνα με τη μαμά, την ντρόπιαζα,
αγανακτούσα μαζί της, αλλά αυτή παρόλα αυτά με μια αδιόρατη λεπτότητα
γλιστρούσε από τη λεκτική μου επίθεση και η ζωή μας συνέχιζε να κυλάει
ειρηνικά. Έως την επόμενη θρησκευτική γιορτή.
Και να που δε ζει πια.
Σε ένα από τα βράδια, που τακτοποιούσα
ήρεμα και χωρίς βιασύνη τα πράγματα της μαμάς, έπεσα πάνω σε ένα πακέτο με
φωτογραφίες και παλαιές επιστολές. Από κει στα χέρια μου έπεσε ένα παράξενο
κίτρινο υφασμάτινο τετραγωνάκι. Κάτι έπαιξε στη μνήμη μου. Και όταν ξεκούμπωσα
την παλαιά σοβιετική καρφίτσα και άνοιξα το σακουλάκι, αμέσως θυμήθηκα τα
πάντα!...
Ήταν σαράντα χρόνια πριν, και παραπάνω.
Αύγουστος του 1977. Είχα πάει στην πόλη Κρασνοντάρ για να δώσω εισαγωγικές
εξετάσεις στη Σχολή Φυσικής Αγωγής για να σπουδάσω προπονητής κωπηλασίας.
Εκείνη την εποχή, είχα ήδη κάνει κωπηλασία για περίπου πέντε χρόνια και είχα
σχετικές επιτυχίες.
Η νομαδική ζωή του αθλητή, οι εντατικές
σωματικές ασκήσεις μου απορροφούσαν όλες τις δυνάμεις, γι΄ αυτό ούτε καν μπορώ
να ισχυριστώ ότι διέθετα καλές σχολικές γνώσεις. Μόνο σε αεροδρόμια, σε
αεροπλάνα ή σε τρένα μπορούσα να διαβάζω φυσική ή χημεία. Τι γνώσεις μπορούσα να
έχω! Ωστόσο, ήθελα πολύ να πετύχω σε Πανεπιστήμιο. Και να, μετά τους αγώνες
στην πόλη Σαράτοβ και Λιμπάζι (Λετονία), έφτασα στο Κρασνοντάρ.
Η πρώτη εξέταση ήταν στο μονοθέσιο κανόε.
Απόσταση 500 μέτρα. Μετά από τις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις στη Βαλτική,
εδώ, στο Κρασνοντάρ, ξέσκισα τους άλλους υποψήφιους απλά και ακούραστα. Στον
τερματισμό η διαφορά είχε φτάσει στα 7 με 8 μέτρα.
Η δεύτερη εξέταση ήταν γενική φυσική
προετοιμασία. Και εδώ όλα μου ήταν οικεία. Βαθμός – άριστα. Και ακολουθούσε η
σειρά των εξετάσεων που ήταν γεμάτες από φόβους και αμφιβολίες.
Έκθεση. Διάλεξα έναν ήρωα από ένα
μυθιστόρημα. Το να συνδέσω νοηματικά δύο-τρείς λέξεις τα κατάφερνα από τότε.
Γι΄αυτό, κάτι μπόρεσα να συνθέσω. Οι βαθμοί άριστα και λίαν καλώς.
Φυσική. Κατά ένα θαυμαστό τρόπο θυμήθηκα
κάτι από το σχολικό πρόγραμμα. Βαθμός – λίαν καλώς.
Βιολογία. Άριστα! Πώς προέκυψε, δεν
κατάλαβα! Μάλλον, ήταν καλός ο εξεταστής. Λοιπόν, το απόγευμα στις πόρτες της
Σχολής κρέμασαν λίστες με τους επιτυχόντες, με βάση τη βαθμολογία.
Πάγωσα: το επώνυμό μου ήταν πρώτο στη λίστα
των επιτυχόντων!
Για πολλή ώρα έψαχνα τον εαυτό μου στις
λίστες. Αλλά δεν υπήρχα πουθενά. Οι πόρτες της Σχολής κλειστές. Δεν υπάρχει
κάποιος να ρωτήσω. Τι να κάνω; Αβεβαιότητα, μπήκα ή όχι;
Και εκεί τυχαία σήκωσα το βλέμμα μου πάνω
και πάγωσα: το επώνυμό μου ήταν πρώτο στη λίστα των επιτυχόντων!
Με έκδηλη υπερηφάνεια και χαρά, πήγα στην
κωπηλατική βάση του Πανεπιστημίου Φυσικής Αγωγής του Κρασνοντάρ, όπου μας είχαν
τακτοποιήσει σε δωμάτια, και συζητούσαμε για πολλή ώρα με τα παιδιά για την
απρόσμενη αυτή ευτυχία.
***
Εν τω μεταξύ, η μέρα που μου έφερε τόση
αγωνία και χαρά, τελείωνε. Πήγαμε στα δωμάτιά μας και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε
για ύπνο, επειδή το πρωί έπρεπε να πετάξουμε για την πόλη Ουλιάνοβσκ, από όπου
θα παίρναμε τα πράγματά μας. Καθώς ξεντυνόμουν, ως συνήθως, ακούμπησα τη ζώνη
στο παντελόνι. Ακούστηκε ένα παράξενο κρακ… Μου φάνηκε κιόλας υπερβολικά σκληρή
αυτή η απλή ζώνη στο παντελόνι. Την εξέτασα προσεκτικά και κατάλαβα ότι μέσα
της κάτι είχε ραμμένο. Πήρα τη λεπίδα και άνοιξα προσεκτικά τη ραφή. Ήταν
ραμμένο με το χέρι, παρεμπιπτόντως. Όντως, μέσα από τη ζώνη εμφανίστηκε ένα
άγνωστο κίτρινο σακουλάκι. Οι υποψίες μου αμέσως πήγαν στη μαμά.
Σκέφτηκα: «Τι να μου έβαλε εκεί; Όχι όμως
και σκονάκι φυσικής…»
Άρχισα να σκίζω το ίδιο το σακουλάκι. Μέσα
του βρήκα δύο φύλλα από τετράδιο, που ήταν γραμμένα πολύ πυκνά με το γραφικό
χαρακτήρα της. Το χέρι της μαμάς το αναγνώρισα αμέσως.
«Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου…
...ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσῃ καὶ καταπατήσεις λέοντα καὶ
δράκοντα...
...ὅτι ἐπ᾿ ἐμὲ ἤλπισε, καὶ ῥύσομαι αὐτόν·...»
Τα λόγια του ενενηκοστού ψαλμού του
Ψαλτηρίου, όπως και η ίδια η πράξη της μαμάς, προκάλεσαν μέσα μου τέτοια οργή
που με έκανε άνω κάτω από την αγανάκτηση: «Έλα, μαμά! Με τις προσευχές σου μου
χάλασες μια τέτοια μέρα, μια τέτοια γιορτή!!! Ποιος σου το ζήτησε!»
Επομένως, την εκκωφαντική επιτυχία μου στις
εξετάσεις δεν μπορούσα να την θεωρήσω αποκλειστικά ΔΙΚΗ μου νίκη. Ναι, βεβαίως,
ο Θεός, μάλλον, δεν υπάρχει. Όμως… ποιος ξέρει… Δηλαδή, το πείραμα είχε
παραβιαστεί. Δεν ήταν ευχάριστο να μοιράζομαι τη νίκη με Κάποιον, ακόμα και αν
αυτός ο Κάποιος δεν υπάρχει. Η υπερηφάνειά μου είχε πληγεί πολύ. Η εκδοχή «εγώ
μόνος μου» σίγουρα δεν ίσχυε.
Όταν έφτασα στο Ουλιάνοβσκ, στο σπίτι,
αμέσως άρχισα να την ντροπιάζω: «Μαμάαα! Ντροπή σου! Αφού ήσουν στην
κομμουνιστική νεολαία! Γιατί έβαλες στο παντελόνι μου αυτές τις προσευχές σου…
Και χωρίς να ρωτήσεις κιόλας» - την μάλωνα.
Η μαμά δικαιολογούνταν ντροπαλά, ωστόσο στα
μάτια της ξεπρόβαλε μια ήσυχη φωτεινή χαρά. Αφού ήταν και δική της νίκη…
***
Από τότε πέρασαν 19 χρόνια. Σταδιακά, όχι
αμέσως, άρχισα να κλίνω προς την ανάγκη να εκκλησιάζομαι και να γίνω ενεργό
μέλος της Εκκλησίας. Και αυτό το περιστατικό που έγινε στο Κρασνοντάρ, το 1977,
συνετέλεσε πολύ σε αυτή τη δική μου απόφαση…
Ανάπαυσον, Κύριε, την ψυχήν της
κεκοιμημένης δούλης Σου Γαλήνης
και συγχώρησον αυτή παν αμάρτημα, εκούσιόν
τε και ακούσιον,
και χάρισαι αυτή την Βασιλείαν των Ουρανών!
Αμήν!
Σέργιος Σεριούμπιν
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru:
Αναστασία Νταβίντοβα
Pravoslavie.ru
1/20/2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου