Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Έγραψε η Άννα ,......


Έγραψε η Άννα 
 Η γιαγιά μου μετά από έφραγμα που την επανέφεραν,  
μας είχε πει τί είδε καθώς έφευγε ..και την ώρα που ανέβαινε,
 έβλεπε παιδάκια να ανεβαίνουν μαζί της. Φαίνεται ήταν οι ψυχές.!
Άννα Σιδηροπούλου
Κάποτε ρώτησαν τον Γέροντα Παΐσιο: Γέροντα, πολλοί Άγιοι έχουν δει ψυχές, όταν φεύγουν από το σώμα.
Τί μορφή έχουν;
– Οι ψυχές είναι σαν παιδάκια.
Στην άλλη ζωή όλοι θα είναι όπως οι Άγγελοι· δεν θα υπάρχουν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες ούτε γέροι ούτε γριές ούτε μωρά· 
όλοι θα είναι ένα φύλο, 
θα έχουν μια ηλικία.
Γι’ αυτό, και όταν δη κανείς ψυχές που φεύγουν από την ζωή, τις βλέπει κατά κάποιον τρόπο σαν μικρά παιδιά.
Το πρόσωπό τους έχει τα χαρακτηριστικά του, αλλά είναι σαν μικρού παιδιού.
Όταν έμενα στο Κελλί του Τιμίου Σταυρού, επισκεπτόμουν καμμιά φορά τον Γερο‐Φιλάρετο.
Ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι που έμενε σε ένα κοντινό Κελλί.
Επί δεκαπέντε χρόνια, μέχρι που αρρώστησε και ο ίδιος, διακονούσε τον υποτακτικό του Πατέρα Βαρθολομαίο, που έπασχε από πάρκινσον.
Την τελευταία φορά που πήγα στο Κελλί του, τον βρήκα πεσμένο κάτω.
Είχε έναν μήνα που δεν έτρωγε τίποτε· έπινε μόνο λίγο νερό.
Ούτε να ξαπλώση μπορούσε· κοιμόταν με τα παπούτσια, καθιστός και ακουμπισμένος στον τοίχο. 
Τα ρούχα του ήταν κολλημένα στο σώμα του και τα παπούτσια του γεμάτα υγρά, γιατί είχαν ανοίξει τα πόδια του και έβγαζαν αίμα και νερό.
Αλλά αυτός αντιμετώπιζε όλη αυτήν την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτε.
-«Και αυτά, έλεγε, είναι ευλογία από τον Θεό».
Τον σήκωσα λοιπόν και παρακάλεσα τον Πατέρα Βαρθολομαίο να μείνω το βράδυ στο Καλύβι τους, για να τους συμπαρασταθώ, αλλά εκείνος δεν δέχθηκε.
Μου είπε να πάω την άλλη μέρα.
Τα μεσάνυχτα όμως, την ώρα που έκανα κομποσχοίνι, τί να δώ!
Βλέπω τον Γερο‐Φιλάρετο με ένα φωτεινό πρόσωπο, ηλικίας περίπου δώδεκα χρόνων, να φεύγη στον Ουρανό μέσα σε ουράνιο φώς.
Κατάλαβα ότι είχε αναπαυθή.
– Γέροντα, τις πρώτες σαράντα μέρες χρειάζεται να προσευχόμαστε
περισσότερο για έναν κεκοιμημένο;
– Ναί, γιατί η ψυχή είναι ανήσυχη, επειδή δεν ξέρει πώς θα κριθή.

Ήταν κάποτε ένας άντρας που έπαθε τη μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να συμβεί σε άνθρωπο. 
Πέθανε ο μικρός του γιος.
Από τον θάνατο του γιου του και για χρόνια ολόκληρα, ξάπλωνε την νύχτα και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. 
Το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει... και να κλαίει... ως τα ξημερώματα.
Κάποια μέρα, εμφανίζεται στον ύπνο του ένας άγγελος και του λέει:
-«Φτάνει πια… Πρέπει να συνεχίζεις τη ζωή σου χωρίς αυτόν»
-«Κλαίω γιατί δεν πιστεύω πως δεν θα τον ξαναδώ» λέει ο άντρας.
Ο άγγελος τον λυπάται και του προτείνει:
-«Θέλεις να τον δεις;»
Και αμέσως, χωρίς να περιμένει απάντηση, τον αρπάζει από το χέρι και τον ανεβάζει στον ουρανό.
-«Τώρα θα τον δούμε! Κοίτα...» του λέει ο άγγελος, ενώ με το δάχτυλο κάνει νόημα στη λευκή γωνία στο τέλος ενός δρόμου που ήταν στρωμένος με χρυσάφι.
Και αμέσως, αρχίζουν να περνάνε από μπροστά τους ένα σωρό παιδάκια ντυμένα σαν αγγελάκια,
με μικρά λευκά φτερά κι ένα κερί αναμμένο στα χέρια.
Αγοράκια και κοριτσάκια με αγγελικό πρόσωπο παρελαύνουν μπροστά τους με απερίγραπτη έκφραση γαλήνης στα ροδομάγουλα προσωπάκια τους.
-«Ποια είναι αυτά τα παιδιά;» ρωτάει ο άντρας.
-«Είναι τα παιδιά που πέθαιναν τα τελευταία χρόνια… κάθε μέρα περνάνε έτσι από μπροστά μας. 
Είναι τόσο αγνά, που και μόνο το πέρασμα τους καθαρίζει από κάθε βρωμιά ολόκληρο το σύμπαν.»
-«Είναι ανάμεσα τους και ο γιος μου;» ρωτάει ξανά ο άντρας.
-«Και βέβαια, τώρα θα τον δεις.»
Από μπροστά τους περνάνε ακόμα εκατοντάδες παιδάκια.
-«Να, έρχεται» τον ειδοποιεί ο άγγελος.
Και πραγματικά, τον βλέπει ο πατέρας του να έρχεται ανάμεσα στα άλλα παιδάκια.
 Είναι πανέμορφος, λάμπει, γεμάτος ζωή, όπως ακριβώς τον θυμόταν!
Υπάρχει όμως κάτι που τον στεναχωρεί. 
Από όλα τα παιδάκια, μονάχα ο γιος του έχει το κερί του σβησμένο...
Ενώ ο πατέρας αισθάνεται απέραντη λύπη για το παιδί του, ο μικρός τον βλέπει, τρέχει κοντά του και τον αγκαλιάζει. 
Αγκαλιάζει κι αυτός με δύναμη το παιδί του, αλλά δεν αντέχει να μην το ρωτήσει για το θέμα που τον στεναχωρεί αυτήν τη στιγμή.
-«Γιε μου, εσύ γιατί δεν έχεις φως; 
Δεν σου άναψαν το κερί σου όπως στα άλλα παιδάκια;»
-«Και βέβαια, μπαμπά, κάθε πρωί μου ανάβουν το κερί όπως και σε όλα τα παιδιά.
Όμως, ξέρεις τι γίνεται; Κάθε βράδυ, τα δάκρυα σου το σβήνουν.»
Ο μικρός σκουπίζει με τα χεράκια του τα δάκρυα από τα μάγουλα του πατέρα του και τον παρακαλάει γλυκά:
-«Σταματά να κλαις μπαμπά… σε παρακαλώ, σταμάτα να κλαις».

ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ ΧΑΡΑ ΜΟΥ.!

Δεν υπάρχουν σχόλια: