Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Ιωσήφ!!!

 


Ιωσήφ

«Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· Μηδὲν σοὶ καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι’ αὐτόν.» Το μάτι συνέχισε να τρέχει πάνω στις σειρές του παλιού Ευαγγελίου και το στόμα να διαβάζει μηχανικά την περικοπή. Ήταν τεράστια και βρισκόταν στην αρχή της ακόμα. Ένιωθε κουρασμένος. Βέβαια, αν υπολογίσεις πως ήταν η δέκατη έβδομη που αναγίνωσκε μέσα σε λιγότερες από δεκαπέντε ώρες… Δεκαεφτά δεν ήταν; Δώδεκα χθες βράδυ και τέσσερις στις Ώρες,  δεκάξι. Μόλις είχε αρχίσει τη δέκατη έβδομη. Μα το μυαλό είχε κολλήσει στη φράση «ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα …» Η δική του γυνή είχε χρόνια να αποστείλει γραφή ή οποιοδήποτε μαντάτο. Ήξερε πού ζούσε, μα του είχε ζητήσει να την αφήσει ήσυχη. Ήθελε λέει να συνεχίσει τη ζωή της.  Τα δυο παιδιά του πάλι; Αυτά δεν ήξερε καν πού ακριβώς βρίσκονται. Στη Γερμανία λέει το ένα, στην Αμερική το άλλο.  «Πολλὰ γὰρ ἔπαθον κατ’ ὄναρ..» Αυτός δεν τα ’παθε στα ονείρατα. Ήταν παθήματα αληθινά, της ζωής. Παθήματα που αφήσανε ουλές στην ψυχή του. Που βαρύνανε το βήμα του, που άσπρισαν πρόωρα το κεφάλι του, που κάνανε όλες του τις αντιδράσεις πιο αργές. Πιο ήσυχες. Πιο... πώς να το πεις; Πιο παραδομένες;

Ο παπα Ιωσήφ ήταν ένας «αποτυχημένος». Αλλιώτικα είχε ξεκινήσει. Είχε όνειρα. Όνειρα ανθρώπινα για μια ζωή δίπλα στη γυναίκα που αγαπούσε και στα παιδιά που φέρανε στον κόσμο. Και μαζί όνειρα ιερατικά. Για μια ζωή με προσφορά μέσα στην εκκλησία. Να βλέπει γύρω του τους ανθρώπους να αυξάνονται όχι μόνο σε αριθμό, αλλά κυρίως σε πνευματικούς καρπούς. Διάβαζε τα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων κι ονειρευόταν μιαν εκκλησία σαν εκείνη που «ζωγράφιζε» ο Λουκάς. Και δεν μπορείς να πεις, πάλεψε για αυτό. Και για τα δυο πάλεψε. Με όσες δυνάμεις, με όσα τάλαντα είχε. Δε φοβήθηκε κόπο, χρόνο, αγώνα, αγωνία. Με έγνοια πάντα να μην αδικήσει κανένα από τα δυο κλαδιά του δέντρου. Ούτε την εκκλησία, φροντίζοντας τη βιολογική του οικογένεια περισσότερο, ούτε την γυναίκα και τα παιδιά του αφιερώνοντας υπερβολικά πολύ χρόνο, κόπο και δυνάμεις στην ενορία. «Πατέρα» τον φωνάζανε οι μεν, «πάτερ» οι δε. Δηλαδή κοντολογίς ήτανε ολονών πατέρας. Μόνο εκείνη τον φώναζε Ιωσήφ, όταν ήταν οι δυο τους. Ποτέ μπροστά στους άλλους. Ούτε καν στα παιδιά τους, αν και της ξέφευγε καμιά φορά. Πώς είχε φτάσει στο σημείο να του φύγει;

«Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ.». Φραγγελώσας… Πάντα, τόσα χρόνια που διάβαζε την περικοπή, είχε την απορία. Καλά δεν του περίσσευε δεύτερη λέξη του Ματθαίου για όσα περιέκλειε η φρικτή μετοχή; Φραγγελώσας; Έτσι απλά; Τριάντα εννιά μαρτυρικά χτυπήματα με το φοβερό φραγγέλιο, με τα μικρά οστά ή μολύβια στις άκρες πάνω σε μια πλάτη δεμένη στο στύλο του μαρτυρίου δεν αξίζουν μια λέξη ακόμα; Είχε ακούσει ότι ακόμα  και σκληροτράχηλοι στρατιώτες λιποθυμούσαν μπροστά στη θέα του μαρτυρίου. Κι ο Ματθαίος να το αναφέρει με μια λέξη, σαν το απλούστερο πράγμα του κόσμου;

Και το δικό του μαρτύριο σε μια λέξη το χωρούσανε οι άνθρωποι. «Χώρισε». Τελεία. Άντε να λέγανε «Τόνε χώρισε». Κι ας τον πόνεσε τον ίδιο τόσο, που δεν περιγράφεται με λόγια αυτό που πέρασε. Μία μία τις μέτρησε τις βουρδουλιές στην πλάτη του. Τις βουρδουλιές του χωρισμού, τις βουρδουλιές των γιων που μεγαλώνοντας απομακρύνθηκαν από την εκκλησία, που έφυγαν τέλος μακριά του. Για πάντα; Πού να ξέρει; Αυτή η πιθανότητα ήταν άλλη, ξεχωριστή βουρδουλιά.  Έπρεπε να αντέξει τον πόνο μέσα του, έπρεπε να ακούσει τους γύρω του. Να, όπως εδώ στην περικοπή που διάβαζε: «Ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον·  Ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι·»  Τις ήξερε αυτές τις φωνές, τα ήξερε αυτά τα βλέμματα, τα ήξερε αυτά τα μισόλογα. Τον πονούσαν αφάνταστα. Δεν ήξερε πώς να τα αντιμετωπίσει στην κλειστή κοινωνία που ζούσε. Δεν μπορούσε πάντα να κάνει ότι δεν τα ξέρει. Πως δεν το αφορούν. Στην αρχή γύριζε στο σπίτι κι έκλαιγε. Ριχνόταν μπρούμυτα με τις ώρες μπροστά στα εικονίσματα. Περίμενε μιαν απάντηση. Περίμενε -γιατί όχι;- ένα θαύμα. Δεν θεωρούσε πως το δικαιούτο. Αλλά να! έβαζε μπροστά την ιερωσύνη του  κι έλεγε είτε στον εαυτό του είτε στους πιο δικούς του: «Δεν μπορεί! Ο Θεός θα δώσει λύση. Όχι για μένα αλλά για να μην σκανδαλίζονται οι άνθρωποι. Μα ο ουρανός έμενε ερμητικά κλειστός. Να, σαν τη φράση που έχει σειρά στην περικοπή: «Ἠλὶ ἠλὶ, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ’ ἔστι Θεέ μου, Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες;». Θα μπορούσε να την φωνάξει κι ο ίδιος τη φράση. Όχι μια φορά! Πολλές. Να την φωνάζει διαρκώς.

Καμιά απάντηση κι έτσι κι αυτός «κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα». Δηλαδή;  Δηλαδή … να, αυτό που λέει η φράση. Αφήκε το πνεύμα. Δεν πέθανε βέβαια. Μα άφησε στην άκρη σιγά-σιγά τον ενθουσιασμό, την  ζέση, την ελπίδα. Άφησε αυτά που τον κινούσαν κάθε μέρα να δίνει το εκατό τοις εκατό των προσπαθειών. Όχι με καμιά δραματική κίνηση. Όχι από την μια μέρα στην άλλη. Όχι με ευθύγραμμη πορεία. Λίγο- λίγο, σιγά- σιγά ο πατήρ Ιωσήφ,  «ο πάτερ Ιωσήφ» όπως τον φώναζε χαρακτηριστικά η νεωκόρισσα, αφέθηκε. Ναι, ούτε το λάθος εκείνης που κάποτε τον ενοχλούσε δεν διόρθωνε πια. Την άφηνε να αναφέρεται σε κάθε πτώση με την άκλιτη κλιτική του τίτλου του: «ο πάτερ».

Η ευαγγελική περικοπή είχε ήδη μπει στην τελική ευθεία. Άκουγε ήδη πίσω του τους επιτρόπους να προετοιμάζονται για τα πρακτικά της αποκαθήλωσης. Η ακολουθία ολόκληρη έμπαινε στην τελική ευθεία. Δυο δοξαστικά μετά και τέλος. Η Μ. Εβδομάδα έμπαινε στην τελική ευθεία. Τα μαύρα άμφια είχαν πια αποσυρθεί. Η νεωκόρος μάδαγε βιαστικά τα γαρίφαλα στο δωματιάκι  για τον επιτάφιο και για το «Ἀνάστα ὁ Θεός». Απ’ το «τετέλεσται» στο «Χριστός Ανέστη» του γλυκύτατου Ιησού δεν μένουν παρά λίγες ώρες. Η τριήμερος Ανάσταση ήταν ουσιαστικά υπόθεση μιάμισης μέρας. Να, σε λίγο θα τον αποκαθήλωναν. Να, σε λίγο θα σήκωνε το ξύλινο σώμα ψηλά να ευλογήσει απ’ την Ωραία Πύλη. Να, σε λίγο θα περιέφερε τον κεντημένο Επιτάφιο και θα τον έραιναν απ’ τον γυναικωνίτη με λουλούδια.   Μηχανικά συνέχισε να διαβάζει το υπόλοιπο της περικοπής. Τα πολλά χρόνια της ιεροσύνης του ’χαν αφήσει προίκα την ευχέρεια της αναγνώσεως. Μια λέξη τον εμάγκωσε. Μια λέξη έμοιαζε με χειρόφρενο στην χαραγμένη του πορεία. «… ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ».

Ιωσήφ! Ποτέ δεν ήξερε αν η μάνα του τού ’δωσε το όνομα για το σιωπηλό προστάτη του Ιησού ή για τον -εξίσου σιωπηλό- κρυφό μαθητή. Στην ερώτηση του, όταν ήταν ακόμα παιδί, του είχε πει: Κι οι δυο έπαιξαν ένα παρόμοιο ρόλο. Ο ένας συντρόφεψε σιωπηλά το μυστήριο του ερχομού του Λυτρωτή στον  κόσμο, ο άλλος, το ίδιο σιωπηλός, το φευγιό του. Να τους τιμάς και τους δυο. Και για να τονίσει την επιλογή της του ’φτιαχνε δυο φορές το χρόνο γλυκό. Και στους δυο Ιωσήφ!

Ιωσήφ! Ο σιωπηλός σύντροφος του νεκρού σώματος. Κείνος που τόλμησε να πάει στον Πιλάτο και να ζητήσει το σώμα το ακήρατο. Κείνος που, όντας άρχοντας, έμενε κρυφός μαθητής και τώρα που νιώθει πως δεν έχει να χάσει τίποτα πια, φανερώνεται. Που δεν τον νοιάζει ούτε ο Πιλάτος ούτε τα άλλα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου ούτε ο όχλος που μαζεύτηκε στο Γολγοθά. Κείνος που δεν μπορεί να κρατήσει στη ζωή τον Αγαπημένο και αναλαμβάνει τουλάχιστον να ξεκρεμάσει το νεκρό σώμα. Να σηκώσει το βάρος του, να το νιώσει ζεστό ακόμα πάνω στους ώμους του. Να το κανακέψει σαν τη μάνα το παιδί. Κι ας ξέρει πως δεν έχει να το πάει αλλού από τον τάφο. Να του χτενίσει τα μαλλιά και να του αλείψει το πρόσωπο. Να το θρηνήσει, άντρας αυτός. Να το ακουμπήσει απαλά στο χώμα όπως ακουμπά μια μάνα   ή ένας πατέρας στα πούπουλα το μόλις αποκοιμισμένο παιδί του.  Ιωσήφ…  Ήσουν τυχερός! Κι αυτά που είχες να προσφέρεις τα πρόσφερες και αναστημένο τον είδες… Ενώ ο συνονόματός σου …

«… ἀπέναντι τοῦ τάαααφου ου ουουου». Έκανε την κατάληξη και προσκύνησε το κείμενο. Ύστερα με μάτια θολά προχώρησε προς το σταυρό. Δυο επίτροποι στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του έτοιμοι να βοηθήσουν στο ξεκρέμασμα του νεκρού σώματος. Έβαλε να ξεβιδώνει τη βίδα στα πόδια. Έτρεμε ελαφρά το χέρι. Για μια στιγμή μια σκέψη πήγε να ανέβη στο μυαλό του. Ήταν επιθυμία που ξεπήδαγε απ’ την καρδιά. Να γινόταν… Την έκοψε στεγνά. Δεν την άφησε να ντυθεί λέξεις. Έτσι ούτε κι ο ίδιος δεν ήξερε πια τι ακριβώς επιθυμία ήταν. Να, σαν μια μικρή φλόγα που έσβησε αμέσως. Σαν ένας σπόρος που ρίχτηκε βιαστικά στο χώμα πριν προλάβεις να δεις ποιανού φυτού είναι. Παντοδύναμη η συνεχής ματαίωση τον είχε μάθει να σβήνει τις φωτιές μικρές.

 Ανέβηκε στη μικρή σκαλίτσα.  Άπλωσε τα χέρια στο δεξί μέρος του σταυρού. Ξεβίδωσε τη βίδα αλλά την άφησε εκεί να συγκρατεί το ξύλινο σώμα. Ύστερα την αριστερή.  Προσεκτικά κατέβηκε τη σκάλα. Το ανεβοκατέβασμα με τα άμφια ήταν άβολο. Δεν ήταν ανάγκη σε μια τόσο ιερή στιγμή να κουτρουβαλιαστεί μπροστά στα μάτια του εκκλησιάσματος. Είχαν δει άλλες πτώσεις του. Μια κυριολεκτική δεν θα ταίριαζε καθόλου στη στιγμή. Στάθηκε μπροστά στον Εσταυρωμένο και με τα μάτια έκανε νόημα στους δυο επιτρόπους να αφαιρέσουν τις βίδες. Ο ίδιος ήταν έτοιμος να συγκρατήσει αρχικά και στη συνέχεια να σηκώσει ψηλά το ξύλινο σώμα. Ο νεωκόρος δίπλα του κρατούσε το κεντητό λευκό σεντόνι.  Έβαλε τα χέρια και το κράτησε από τη μέση. Οι επίτροποι, σχεδόν ταυτόχρονα, αφαίρεσαν τις βίδες.

Ήταν ακριβώς εκείνη τη στιγμή που το ένιωσε. Ήταν η στιγμή που ένιωσε ένα βάρος ασήκωτο. Μια αντίσταση φοβερή. Αστραπιαία σκέφτηκε πως κάποια βίδα είχαν ξεχάσει. Πως κάτι είχε πάει στραβά και το σώμα έμενε κολλημένο πάνω στο σταυρό. Μα πάλι η δύναμη ήταν αντίρροπη. Δεν ήταν αντίσταση στην προσπάθειά του. Ήταν… ήταν βάρος! Ναι, βάρος. Βάρος αληθινό. Σαν να  σήκωνε… Σαν να σήκωνε έναν άντρα. Έναν άντρα που είχε αφεθεί ολόκληρος απάνω του. Είχε κάποτε βοηθήσει να σηκώσουν έναν παράλυτο ενορίτη και ήξερε αυτή την αίσθηση. Αυτή την, σχεδόν ανίκητη, αντίσταση ενός αφημένου στη δύναμη της βαρύτητας σώματος που αρνείται να σε υπακούσει. Αυτόματα το κορμί του πήρε θέση άμυνας. Έσφιξε τους μυς τον ποδιών και της ράχης. Τράβηξε σέρνοντας -πίσω και σε απόσταση μεταξύ τους- τα πόδια κι έσφιξε τα δόντια. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που συμβαίνει και δεν προλάβαινε να σκεφτεί. Εκείνο που είχε προτεραιότητα ήταν να μη σωριαστεί στο πάτωμα αγκαλιά με το σώμα. Πήρε δυο βαθιές ανάσες και με μια αποφασιστική κίνηση το φορτώθηκε. Δεν το κρατούσε ψηλά. Το κατέβασε όσο μπορούσε χαμηλότερα σαν να ’θελε να το αγκαλιάσει  και πέρασε το δεξί χέρι του σώματος πάνω από τον αριστερό ώμο του. Τα πόδια του έτρεμαν από την προσπάθεια και η ανάσα του έβγαινε σφυριχτή. Έκανε λίγο δεξιά κι είδε τον επίτροπο έτοιμο με το λευκό σεντόνι, τεντωμένο σαν οθόνη να τον περιμένει. Του ’γνεψε να κάνει στην άκρη. Κάθε στιγμή που καθυστερούσε αύξανε δραματικά τον κίνδυνο της πτώσης. Εκείνος σούφρωσε τα φρύδια. Μα δεν καταλάβαινε; Δεν καταλάβαινε τον αγώνα του και την αγωνία του; Δοκίμασε το πρώτο βήμα δεξιά. Ποτέ δεν είχε μετρήσει τα βήματα από το σταυρό ως την Ωραία Πύλη κι από κει ως την Αγία Τράπεζα. Οι υγιείς δεν μετράνε ποτέ τα βήματα. Μόνον εκείνοι για τους οποίους κάθε βήμα είναι άθλημα. Μόνο εκείνοι που περιμένουν υπομονετικά ένα χέρι είτε να τους πετάξει στο νερό της κολυμβήθρας του Σιλωάμ είτε απλά να τους πάει μέχρι την τουαλέτα. Αυτοί τα ξέρουν τα βήματα. Ένα-ένα. Προχωρούσε τώρα στο δεύτερο. Ένιωσε την πλάτη του να την αγγίζει ένα χέρι. Ένα χέρι απαλά ριγμένο στους ώμους του που με την άκρη ενός δακτύλου ακουμπούσε και έχανε την επαφή με την πλάτη σαν μικρά επιδοκιμαστικά χτυπήματα. Ένα χέρι που μαζί βάραινε και ξεκούραζε. Ένα δάχτυλο που έδειχνε  το δρόμο.

Στο τέταρτο βήμα είχε πια προχωρήσει τόσο που μέσασε την απόσταση από το σταυρό μέχρι το πρώτο σκαλοπάτι του σολέα. Τότε και μόνο τότε μπόρεσε ξανά το μυαλό του να δουλέψει. Το μυαλό χρειάζεται τον αυτοματισμό των κινήσεων για να μπορεί απερίσπαστο ν’ ασχοληθεί με τα φλέγοντα. Τι ήταν αυτό που του συνέβαινε; Νιώθει πραγματικά ό,τι νιώθει ή είναι σε παραίσθηση; Πώς θα καταλάβει αν είναι αληθινό; Κοιτάζει τα πόδια του. Είναι ντυμένα ως κάτω και κλεισμένα στα ποδήματα και δεν μπορεί να δει αν είναι φουσκωμένοι οι μυς. Αυτό θα ’ταν μια απόδειξη ότι πράγματι σηκώνει ένα αληθινό βάρος. Νιώθει πάντως όλο το σώμα του σφιγμένο. Αυτόματα γυρίζει προς τους απέναντι. Αυτοί τι βλέπουν; Δεν βλέπουν τον αγώνα του; Δεν βλέπουν την πάλη του; Συναντά ένα-δυο βλέμματα γεμάτα απορία. Απορία, όχι συμπαράσταση. Κανείς δεν τρέχει να τον βοηθήσει. Κανείς δεν ορμά, όπως θα περίμενες να δεις στο θέαμα κάποιου που παλεύει να σηκώσει έναν νεκρό. Είναι αυτό απόδειξη; Είναι ένδειξη της κατάστασής του; Ή είναι απλώς αδιαφορία;  Αυτή η ερώτηση, αυτή η απορία κάτι του θυμίζει. Κάτι του ξυπνά μέσα του. Όχι μακρινό ούτε ξένο. Κάτι πολύ δικό του. Του θυμίζει το βίο του τα τελευταία χρόνια. Όταν πάλευε να σηκώσει όλα εκείνα που τον βρήκαν και γύρω του συναντούσε απορημένα βλέμματα. Όταν συναντούσε κρίσεις και μισόλογα. Όταν μάθαινε ότι λέγονταν πολλά και διάφορα. Όταν κάθε επόμενο χτύπημα τον αναγνώριζαν οι γύρω του ως επιβεβαίωση της λανθασμένης κρίσης τους για το δικαιολογημένο του προηγούμενου χτυπήματος. Όταν γράψαν οι εφημερίδες. Όταν αποχώρησαν σιγά-σιγά οι φίλοι. Όταν έμεινε μόνος. Γυρνούσε στο σπίτι και δεν έκλαιγε πια. Καθόταν ώρα ακίνητος στην καρέκλα και προσπαθούσε το ίδιο ακίνητο να κρατά και το μυαλό του. Ξεκίναγε την προσευχή και σταματούσε σαν κεραυνόπληκτος. Κουβάλαγε κάθε λέξη της όπως κουβαλούσε τώρα τούτο το βάρος. Δεν ήξερε για το σώμα, μα η ψυχή το ’χε ζήσει τούτο το κουβάλημα. Και μαζί τούτη την απορία. Τούτη την αδιαφορία.

Ένα βήμα ακόμα. Κι άλλο ένα. Τώρα πια είναι σίγουρος πως θα τα καταφέρει. Όπως κάποια στιγμή είχε νιώσει πως θα συνεχιστεί η ζωή του παρά τα πολλαπλά χτυπήματα. Δεν ήξερε αν θα συνεχιστεί για καλό ή για κακό, αλλά θα συνεχιστεί. Κάποτε άνοιγε το βιβλίο του Ιώβ και διάβαζε ξανά και ξανά τα βάσανά του. Τα δυο πρώτα γράμματα των ονομάτων μας είναι ίδια, μονολογούσε. Αν τα περισσότερα γράμματα στο δικό μου είναι σημάδι για περισσότερα βάσανα… ε, τότε! Θυμόταν τη γυναίκα του Ιώβ που του ζητούσε να βλαστημήσει το Θεό και να πεθάνει. Η δική του δεν το έκανε αυτό. Η δική του τον άφησε μόνο με τα βάσανά του. Λάθος! Η δική του έγινε το κατεξοχήν βάσανό του με το φευγιό της.

Τώρα που το «τι συμβαίνει» είχε αρχίσει μέσα του να καταλαγιάζει, ένα δεύτερο, φοβερότερο ερώτημα αναπήδησε. Γιατί; Αν το σώμα αυτό που νιώθει απάνω του βαρύ, σάρκινο, ήδη δροσερό από το θάνατο, είναι το σώμα Εκείνου, γιατί άραγε του συμβαίνει αυτό. Όσο κι αν έστυβε το μυαλό του δεν είχε ακούσει ποτέ, μα ποτέ να έχει συμβεί κάτι παρόμοιο. Όχι μόνο σε κάποιον άνθρωπο της εκκλησίας, σε κάποιον άλλο ιερέα, αλλά ούτε καν στα βιβλία. Ούτε στα μυθιστορήματα δεν ήξερε να  χει φανταστεί κάποιος αυτό που στον ίδιο συνέβαινε! Τι σημάδι ήταν αυτό; Είναι σημάδι καλό ή κακό; (Το μυαλό ξεκινάει πάντα από τις δυο αυτές βασικές κατηγορίες). Τούτος ο ασήκωτος Χριστός στην πλάτη του ήταν σημάδι αποδοχής ή σημάδι απόρριψης; Τον βαραίνει για να του δείξει πως τον συμπονεί, πως νιώθει το βάρος όλων όσα πέρασε ως τα τώρα ή τον βαραίνει για να του δείξει ότι πια αντιμετωπίζει την ιεροσύνη του σα βάρος; Τι ζητάς από μένα, Κύριε; Τι θες να μου πεις; Το χέρι Σου στην πλάτη μου με επιδοκιμάζει ή με δακτυλοδείχνει; Ο ιδρώτας Σου, κρύος πια, που ενώνεται με τον δικό μου τι σηματοδοτούν;

«Κύριε, δεν είμαι εκείνος ο Ιωσήφ. Δεν έχω τόλμη να ζητήσω τίποτα πια. Δεν αντέχω, όχι στον Πιλάτο να πάω, μα ούτε τους ενορίτες μου δεν κοιτάζω πια στα μάτια. Κύριε, εκείνος ξεκινώντας να Σε κατεβάσει από το σταυρό ήταν έτοιμος. Ήξερε τι τον περιμένει. Και δεν είχε θεατές εκείνο το απόβραδο της παραμονής του Πάσχα. Εγώ, Κύριε, δεν το περίμενα! Εγώ ήμουν ανέτοιμος, Κύριε, μπροστά σ’ αυτό που μου συμβαίνει. Κι από κάτω το πλήθος με κοιτά. Είναι σκληρά τα πλήθη, Κύριε, όταν τα βάλουν μαζί σου. Εκεί στο πρόθυρο του πραιτωρίου το δοκίμασες κι ο ίδιος όταν βιαζόντουσαν να σε παραδώσουν στο απόσπασμα. Βοήθησε με, Κύριε! Δωσ’ μου δύναμη να σε κουβαλήσω ως την άγια Τράπεζα! Δεν έχω άλλον από Σένα».

Τούτη η παράξενη προσευχή που ’βγαινε από τα χείλη του παπα Ιωσήφ του ’δινε μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Πρώτη φορά ένιωθε να προσεύχεται αληθινά εδώ και πολύ καιρό. Ένιωθε σαν το άσωτο που ξεκίναγε να ψελλίσει τα προαποφασισμένα λόγια του στον Πατέρα. Σαν τη Χαναναία που εκλιπαρούσε για την δαιμονισμένη κόρη της, σαν τον τυφλό που ζήταγε «ἵνα ἀναβλέψῃ». Κι ωστόσο κάθε λέξη που έλεγε, κάθε φθόγγος που έβγαινε απ’ το στόμα του έκανε –πράγμα παράξενο- το σώμα ελαφρύτερο. Εκείνο το πρώτο σκαλοπάτι του σολέα, που πριν από λίγες στιγμές του φάνταζε ακατόρθωτο να το ανέβει, ήταν ήδη κατακτημένο απ’ το δεξί πόδι του.

Ένα ακόμα και βρισκόταν πια ψηλότερα. Ήταν μπροστά στην Ωραία Πύλη. Ήταν ξανά στη θέση που μόνο ένας ιερέας μπορούσε να σταθεί. Δυο βήματα ακόμα και βρισκόταν στη θέση του. Μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Έσκυψε λίγο και το ακούμπησε απαλά. Όπως ακουμπάμε κάτι πολύτιμο. Κάτι εύθραυστο. Κάτι αγαπημένο. Και τότε ένιωσε πως έφυγε από πάνω του και η τελευταία ικμάδα. Ασθμαίνοντας σωριάστηκε στο δάπεδο, με το μέτωπο ακουμπισμένο στο μάρμαρο. Τότε, μόνο τότε τόλμησαν ν’ ανεβούν τα δάκρυα στα μάτια του. Τότε ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει βίαια. Τότε έκλαψε. Με λυγμούς που το διαπερνούσαν σύγκορμο. Έκλαιγε. Έκλαιγε, όπως δεν είχε κλάψει ποτέ στη ζωή του. Όπως κλαίει αυτός που πέρασε κολυμπώντας τον Ατλαντικό και μετά από όλη την αγωνία, μετά από τη σιγουριά της απελπισίας σώζεται και ρίχνεται στην ακροθαλασσιά. Όπως εκείνος που γυρίζει πίσω από μια ανακοπή, ή μάλλον καλύτερα εκείνος που βλέπει το παιδί του μετά από μια ανακοπή να παίρνει την πρώτη ανάσα. Έτσι έκλαιγε ο παπα Ιωσήφ μπροστά στην Άγια Τράπεζα. Χωρίς παράπονο πια. Χωρίς κρατούμενα. Χωρίς «γιατί». Χωρίς θέλω. Έκλαιγε.

***

Τότες για πρώτη φορά Τον είδε. Τον είδε να σηκώνεται από την Άγια Τράπεζα. Δεν ήταν πια με το περίζωμα. Ήταν ντυμένος με στολή αρχιερατική. Έλαμπε ολόκληρος, μα το κυριότερο απ’ όλα  χαμογελούσε. Είχε ένα χαμόγελο που γέμιζε όλη την οικουμένη. Έσκυψε πάνω από τον παπα Ιωσήφ να τον σηκώσει. Κι ύστερα … ύστερα, πράγμα περίεργο, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ο Ιωσήφ βρέθηκε … πάνω στο σταυρό. Κι Εκείνος από κάτω τον ξεκρέμαγε. Έβγαλε ένα-ένα τα καρφιά από τα πληγιασμένα χέρια. Του φάνηκε πως κάθε καρφί κάτι έγραφε. Τα ονόματα δυο μικρών αγοριών. Ένα το κάθε καρφί. Ύστερα έβγαλε και το τελευταίο καρφί, το μεγαλύτερο, από τα πόδια. Αυτό έγραφε ένα γυναικείο όνομα. Τον πήρε στους ώμους Του και τον κουβάλησε με βήμα σταθερό, με ανάστημα στιβαρό και τον ακούμπησε εκεί, μπροστά στην Άγια Τράπεζα. Του χάιδεψε το κεφάλι, του σφούγγισε τον ιδρώτα και χάθηκε.

***

Το χέρι στην πλάτη τον κούνησε. «Πάτερ!», άκουσε μια φωνή! «Είσαι καλά; Την απόλυση! Να κάνεις την απόλυση!». Ανασηκώθηκε με κόπο. «Ναι, καλά είμαι!», είπε. «Την απόλυση! Βέβαια, την απόλυση!»

«Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου, Δέσποτα, κατά τό ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τό σωτήριόν σου…»

«Πάτερ, δεν είναι αυτή η απόλυση» αντέτεινε ο νεωκόρος.

«Αυτή είναι. Αυτή!» είπε τώρα σιγανά ο παπα Ιωσήφ.

 

Μ. Παρασκευή 2023

Αλεξανδρεύς

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: