Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 17 Ιουνίου 2023
ΘΑΎΜΑΤΑ ΑΓΊΟΥ ΙΟΥΣΤΊΝΟΥ ΠΌΠΟΒΙΤΣ
• Τό ἔτος 1964
Μιά μητέρα ἔφερε τήν κόρη της C., ἀπό τήν περιοχή
Βέλικο Πλάνο, ἄρρωστη ἀπό δαιμονισμό. Ἐπί εἴκοσι ἕξι
χρόνια ὁ διάβολος μιλοῦσε μέσῳ αὐτῆς. Ὁ Ἀββᾶς προσευχήθηκε γι' αὐτήν πάρα πολύ. Στήν παραμονή τῆς ἑορτῆς
τῶν ἁγίων Ἀρχαγγέλων ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη ἀπό κόσμο καί ὁ Ἀββᾶς διάβαζε τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Στα μισά
τοῦ Εὐαγγελίου, ἀπό τό στόμα της μιλοῦσε ὁ διάβολος.
Ὁ Ἀββᾶς σταμάτησε καί εἶπε: «Ναί, ἔτσι εἶναι αὐτό, δέν
τό λέγει ἐκείνη, ἀλλά ὁ διάβολος διά μέσου αὐτῆς». Τότε
ὁ διάβολος ἀνταπάντησε στόν Ἀββᾶ: «Θά ἔμπαινα καί
σέ ἐσένα, ἀλλά δέν μπορῶ». Ἡ C. ἔλεγε ἀργότερα ὅτι
τό στόμα της ἦταν φλογισμένο, ὅταν ὁ διάβολος μιλοῦσε
μέσῳ αὐτῆς.
Ἡ C. παρέμεινε γιά πολύ καιρό στο μοναστήρι καί ὁ
Ἀββᾶς τῆς διάβαζε εὐχή καθημερινά. Τρεῖς φορές τῆς
διάβασε τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Εὐχελαίου. Κατ' αὐτό
τό διάστημα ἐξωμολογεῖτο καί κοινωνοῦσε, ἀλλά στό
μέτρο πού γνώριζε τόν ἑαυτό της τίποτε δέν καλυτέρευε.
Ὁ Ἀββᾶς τῆς εἶπε: «Ἐγώ σταματῶ μέ τήν προσευχή, ἐδῶ
ὑπάρχει μεγάλη ἀνεξομολόγητη ἁμαρτία». Ἀκόμη εἶπε
πρός τίς μοναχές ὅτι ἴσως αὐτή δέν γνωρίζει τί εἶναι ἡ κάθε
ἁμαρτία καί πρέπει νά τό συζητήσουν πιό πρίν μαζί της.
Στή συζήτηση μέ τίς ἀδελφές, ἡ C. ἀποκάλυψε τήν
ἁμαρτία της πιό ἀναλυτικά: «Οἱ γονεῖς μου εἶχαν ἐμένα
καί τόν ἀδελφό μου, ὁ ὁποῖος ἀρραβωνιάστηκε μέ μία
κοπέλα, πού τήν ἔλεγαν Ντούσιτσα. Ἡ Ντούσιτσα ἦταν
μοναχοκόρη καί ἐργαζόταν ὡς τηλεφωνήτρια, ὅπως καί
ὁ ἀδελφός μου». Αὐτός παρεκάλεσε τή μητέρα του καί
τή C. νά γνωρίσουν τή μελλοντική νύφη Ντούσιτσα. Ἡ
κοπέλα ἦταν καλή καί ὄμορφη, ἀλλά εἶχε κοντά πόδια.
Αὐτό δέν ἄρεσε, καί οἱ δυό τους ἐναντιώθηκαν σέ αὐτόν
τόν ἀρραβῶνα. Ὁ ἀδελφός της τότε ἐνημέρωσε τήν ἀρραβωνιαστικιά του τηλεφωνικῶς, κατά το διάστημα πού
ἦταν στήν ἐργασία της. Οἱ φίλες της, ἀπό τόν χῶρο τῆς
ἐργασίας της, ἔλεγαν ὅτι ἐπέστρεφαν μαζί πάντοτε ἀπό
τόν ἴδιο δρόμο στό σπίτι, ἀλλά ἐκείνη τήν ἡμέρα αὐτή
πῆρε ἄλλο δρόμο, πρός τίς σιδηροδρομικές γραμμές.
Ἀπό μακριά ἐρχόταν τό τρένο καί αὐτή ἔτρεχε κοντά του. Τότε τήν πλησίασε ἕνας ἄνθρωπος μεγάλος σέ ἥλικία (ὁ ὁποῖος ἀργότερα τά ἀνέφερε ὅλα), τήν ἔπιασε
ἀπό τό χέρι καί τῆς εἶπε: «Ποῦ πηγαίνεις, παιδί μου;»
Αὐτή ξεγλίστρησε ἀπό τά χέρια του καί στά ἑπόμενα
λεπτά ρίχτηκε μπροστά στο τρένο. Ἡ C., πού μιλοῦσε,
δέν γνώριζε ὅτι ὅλο αὐτό ἦταν ἁμαρτία.
Ἀφοῦ ἡ C. ἐξομολογήθηκε, ἔστειλε καί παράκληση
στόν Ἐπίσκοπο νά τελέσει κηδεία τῆς Ντούσιτσα. Ἡ
κηδεία ἔγινε στον τάφο της καί ὁ Ἀββᾶς ἐτέλεσε σαρανταλείτουργο γιά τήν κεκοιμημένη. Ὅταν ὅλα αὐτὰ
ὁλοκληρώθηκαν, ἡ C. ἦταν πλέον ὑγιής καί μετέβη στο
σπίτι της.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου