«Έκαψαν τα πέλματα των ποδιών μου με πυρακτωμένο σίδερο»
Βιογραφία του ιερέα Κωνσταντίν Σίρμπου
Ο πατήρ Κωνσταντίν Σίρμπου γεννήθηκε στις 10 Ιανουαρίου
1905 στο χωριό Καβαντινέστι της επαρχίας Κοβουρλούι από οικογένεια φτωχών και
ευσεβών αγροτών, του Γκεόργκι και Μαρίας Σίρμπου. Όταν έγινε ενός έτους, η
μητέρα του πέθανε και ο παππούς και η γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του,
τον πήραν για να τον αναθρέψουν. Ο Κωνσταντίν αποφοίτησε από το δημοτικό
σχολείο με άριστα, μα στη συνέχεια ο παππούς του πέθανε, ενώ η νύφη του έδιωξε
τη γιαγιά του από το σπίτι μαζί με αυτόν. Βρήκαν καταφύγιο σε ένα μικρό δωμάτιο
στην εκκλησία, η γιαγιά δούλευε αδιάκοπα και το αγόρι δούλευε στους
συγχωριανούς του για το φαγητό του. Γι' αυτό και έχασε την 4η τάξη του
σχολείου.
Το 1919, ο 14χρονος Κωνσταντίν, με την επιμονή της
γιαγιάς του, πέρασε τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Θεολογική Ιερατική Σχολή του
Αγίου Ανδρέα στο Γαλάτι, ενώ σύμφωνα με τα αποτελέσματα ήταν ο τρίτος μεταξύ
των 500 υποψηφίων. Στην Ιερατική Σχολή, ήταν επίσης εξαιρετικός μαθητής,
γεγονός, ωστόσο, που δεν τον απήλαξε από την ανάγκη καταβολής διδάκτρων, με
αποτέλεσμα το αγόρι, για να μην αποκλειστεί, έπρεπε να εργάζεται τη νύχτα σε
εργοστάσιο κοπής δέντρων και κατά τη διάρκεια της ημέρας σε μαγαζί ή ως
δάσκαλος ευκατάστατων οικογενειών. Υπό αυτές τις συνθήκες, κατάφερε να
αποφοιτήσει από τη Σχολή σε 2 χρόνια, περνώντας τις εξετάσεις με εξ αποστάσεως
μελέτη.
Το φθινόπωρο του 1925, ο Κωνσταντίν εισήλθε στη Θεολογική
Σχολή του Βουκουρεστίου και ταυτόχρονα στο Κρατικό Ωδείο. Μην έχοντας κανένα
μέσο διαβίωσης, για 2 χρόνια περνούσε τις νύχτες του στο πάτωμα μιας σοφίτας κι
όταν ο ιδιοκτήτης της του αρνήθηκε τη φιλοξενία, κοιμόταν στην αίθουσα αναμονής
του Βόρειου σιδηροδρομικού σταθμού και στη συνέχεια σε φοιτητικό κοιτώνα.
Έμπαινε κρυφά εκεί μετά τις 11 το βράδυ, όταν ο διαχειριστής πήγαινε για ύπνο
και ξάπλωνε σε ένα άδειο κρεβάτι, όταν τα παιδιά πήγαιναν για βόλτα και αν δεν
υπήρχε μέρος, πλάγιαζε δίπλα σε κάποιον πονόψυχο μαθητή. Έτρωγε στο εστιατόριο
του Γκούτενμπεργκ μετά τις 14:30, τρώγοντας τα αποφάγια των γευματιζόντων με
δελτίο πελατών.
Αργότερα, το 1927, απασχολήθηκε στην Εταιρεία του
Βουκουρεστίου για τη λειτουργία των τραμ ως δάσκαλος μουσικής και εντάχθηκε στο
ιεραποστολικό έργο της εκκλησίας Ζλετάρ της πρωτεύουσας. Εδώ, ο Κωνσταντίν
συνεργάστηκε με δύο ενοριακές εφημερίδες και οργάνωσε μια χορωδία πιστών, η
οποία υπήρξε σε αυτήν την εκκλησία για ακόμη 30 χρόνια μετά από αυτόν.
Το 1929, αφού αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή, μη
μπορώντας να βρει θέση για τον εαυτό του σε αυτή την ενορία, έπιασε δουλειά ως
χορωδός στην εκκλησία Λούκατς του Βουκουρεστίου. Εργάστηκε εδώ για 5 χρόνια,
οργάνωσε επίσης χορωδία, συμμετείχε στο ιεραποστολικό έργο και δίδαξε μουσική
σε παρθεναγωγείο.
Το 1934 μετακόμισε στην πόλη Χούσι, όπου χειροτονήθηκε
διάκονος στις 15 Αυγούστου, ιερέας την επόμενη μέρα, υπηρετώντας αρχικά στον
καθεδρικό ναό της Επισκοπής του Χούσι. Στη συνέχεια, διορίστηκε διευθυντής της
Σχολής Φωνητικής και δάσκαλος θρησκειολογίας, κατήχησης και φωνητικής μουσικής,
καθώς και μέλος του Δικαστικού Συμβουλίου (Πρυτανείου) της επαρχίας Φαλτσίου.
Την ίδια χρονιά, ο πατήρ Κωνσταντίν Σίρμπου, κατέστη ένας
από τους ιδρυτές και αυτοδίκαια πρόεδρος της Αδελφότητας των Αγίων Αποστόλων
Πέτρου και Παύλου, στόχος του οποίου ήταν να αυξήσει το πνευματικό και ηθικό επίπεδο
του ρουμανικού λαού. Για την ανιδιοτελή εργασία του, αναβαθμίστηκε στο βαθμό
του οικονόμου και την 1η Μαρτίου 1938 έγινε ο δεύτερος πρωθιερέας (πρύτανης)
της επαρχίας Φαλτσίου. Ένα άλλο δείγμα της αξίας του πατρός Κωνσταντίν κατά τη
διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν η κατασκευή ενός καταφυγίου για ορφανά και
ηλικιωμένους στο Χούσι. Η σύζυγός του, η μητέρα Μαρία, απόφοιτος των
λογοτεχνικών και φιλοσοφικών σχολών και συγγραφέας, βοήθησε πολύ τον ιερέα στο
έργο του.
Την 1η Νοεμβρίου 1938, ο πατήρ Κωνσταντίν αποσπάστηκε στο
Βουκουρέστι, σε μια νεοσύστατη ενορία ενός φτωχού προαστείου της εργατικής
τάξης, όπου δεν υπήρχε ούτε εκκλησία, ούτε σπίτι για τον επίσκοπο. Εδώ, το
υπόγειο του νοσοκομείου «Βασίλισσα Ελένη», το μετέτρεψε κατάλληλα σε παρεκκλήσι
και υπηρέτησε εκεί αμισθί για ενάμιση χρόνο, μέχρι που η θέση του
συμπεριλήφθηκε στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Θρησκευμάτων. Πολλοί πιστοί
συγκεντρώνονταν γύρω από τον πατέρα Κωνσταντίν και 7 χρόνια αργότερα ανεγέρθηκε
ναός προς τιμήν του ουράνιου προστάτη του ιερέα — αγίου και ισαποστόλου
Κωνσταντίνου και της μητρός αυτού, Ελένης.
Το 1941, η μητέρα Μαρία πέθανε και ο 36χρονος πατήρ
Κωνσταντίν έμεινε με δύο κόρες στην αγκαλιά του.
Το 1947, όταν μαινόταν η πείνα στη Μολδαβία, μάζεψε 2
βαγόνια με τρόφιμα και ρούχα και τα έστειλε στους λιμοκτονούντες της επαρχίας
του Ιασίου, αγαθοεργία για την οποία του απονεμήθηκε ο σταυρός του σταυροφόρου
οικονόμου.
Μετά τον πόλεμο, όταν οι κομμουνιστές ήρθαν στην εξουσία,
η ταραχώδης δραστηριότητα του πατρός Κωνσταντίν έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης
προσοχής της Σεκιουριτάτε (ρουμανική μυστική αστυνομία) κι όταν συνέβη ένα
θαύμα στην εκκλησία του, το 1949 — ένας σταυρός εμφανίστηκε στο παράθυρο, ο
ιερέας συνελήφθη, ανακρίθηκε για μια εβδομάδα, αλλά απελευθερώθηκε. Στις 12 Ιανουαρίου
1954, συνελήφθη για δεύτερη φορά, κατηγορούμενος για συνωμοσία κατά της
δημόσιας τάξης. Η μια μετά την άλλη, ακολούθησαν ατελείωτες σκληρές ανακρίσεις,
αποκαλύφθηκε ολόκληρο το υπόβαθρο των ενεργειών του με λεπτομέρειες: ο πατήρ
Κωνσταντίν κατηγορήθηκε, ότι έλαβε οικονομική βοήθεια από τον ίδιο τον
στρατάρχη Αντονέσκου για την κατασκευή του ναού, ότι τον μνημόνευε σε
μνημόσυνα, όπως, επίσης, και την ηγέτη του Κινήματος των Λεγεωνάριων, Κορνέλια
Κοντριάνου, που το 1951 είχε οργανώσει το έργο των τοπικών τμημάτων του
«Στρατού του Κυρίου» — ένα μαζικό κίνημα για την ηθική αναβίωση του ρουμανικού
λαού, ότι πραγματοποίησε «λεγεωνάριους βαπτισμούς» — ενώ, απλώς βάφτιζε τα
παιδιά των λεγεωνάριων — ότι προσέλαβε έναν μάγειρα που είχε εργαστεί
προηγουμένως στις καντίνες του δικτύου λεγεωνάριων βοήθειας, ότι είχε
διασυνδέσεις με το Αγροτικό Εθνικό Κόμμα, ότι κάποια υπάλληλος της καντίνας
του, έκρυβε όπλα, τα οποία ούτε γνώριζε καν.
Ως αποτέλεσμα, ο πατήρ Κωνσταντίν Σίρμπου, αναγνωρίστηκε
ως ένθερμος αντικομμουνιστής και στις 9 Οκτωβρίου 1954 καταδικάστηκε σε 8
χρόνια φυλάκισης και 3 χρόνια διορθωτικής εργασίας. Ακολούθησαν οι πιο τρομερές
ρουμανικές φυλακές: Ζιλάβα, Γκέρλα, Ντέϊ, όπου ο ιερέας υποβλήθηκε στα πιο
σκληρά βασανιστήρια και στρατόπεδα εργασίας.
«Έκαψαν τα πόδια
μου με ένα καυτό σίδερο, ξερίζωσαν τα γένια μου, με χτύπησαν, αλλά τους είπα:
μπορείτε να με βασανίσετε όσο θέλετε, δεν θα απαρνηθώ το Χριστό», είπε
αργότερα.
Στις 4 Δεκεμβρίου 1961, ο πατέρας Κωνσταντίν εξορίστηκε
για 2 χρόνια στον «ορισμένο τόπο διαμονής» στο χωριό Βυισοάρα, όπως
αποδεικνύεται από τη μαρτυρία του ιερέα Γκιόργκι Κάλτσου, ο οποίος εξορίστηκε,
επίσης εκεί.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1964, ο πατέρας Κωνσταντίν
απελευθερώθηκε και στις 8 Απριλίου άρχισε να υπηρετεί στην πρωτεύουσα, σε μια
ερειπωμένη εκκλησία της Σοφίας του Θεού, η οποία είχε παραμείνει χωρίς τις
ιερές ακολουθίες για 40 χρόνια. Η βροχή έπεφτε μέσα από τη διαρροή της στέγης
και ο άνεμος σφύριζε μέσα από τις τρύπες των τοίχων. Αρχικά, οι πιστοί έχτισαν
ένα μικρό δωμάτιο στην αυλή και ο ιερέας διέμεινε σε αυτό για ένα ολόκληρο
έτος. Με την πάροδο του χρόνου, η εκκλησία αποκαταστάθηκε, μια φιλική ενορία
συγκεντρώθηκε γύρω από τον πατέρα Κωνσταντίν, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στους
άρρωστους, τις χήρες και τα ορφανά. Αλλά, οι φύλακες δεν έπαιρναν τα μάτια τους
από τον ιερέα, τον καλούσαν συνεχώς για ανακρίσεις και η υγεία του, που
βλάφτηκε στη φυλακή, του προκαλούσε σοβαρό σωματικό μαρτύριο.
Όταν ο ιερέας εισήχθη στο νοσοκομείο και υποβλήθηκε σε
χειρουργική επέμβαση, ένιωσε τον θάνατό του να πλησιάζει και ζήτησε να του
φέρουν έναν ιερέα. Αποδείχθηκε ότι ήταν ο αρχιμανδρίτης Ιλαρίων (Αργκάτου) από
τη Μονή Αντίμ, επίσης ομολογητής της πίστης, ο οποίος υπέφερε πολύ από τις
αθεϊστικές εξουσίες. Ένας από τους ενορίτες του, μάρτυρας των τελευταίων λεπτών
της ζωής του πατρός Κωνσταντίν, περιέγραψε αυτό που είδε, με τα εξής λόγια:
«Τότε δεν κατάλαβα, γιατί ο πατήρ Ιλαρίων (Αργκάτου)
προσπαθούσε να φτιάξει το μαξιλάρι του. Μόνο μετά μας είπε, ότι όταν μετέλαβε
τον πατέρα Κωνσταντίν, είδε μια λάμψη γύρω από το κεφάλι του. Στην αρχή, νόμιζε
ότι ήταν ένα τόσο χρωματιστό μαξιλάρι. Αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι βλέπει
προσωπικά το φωτοστέφανο του μεγάλου εκλεκτού του Θεού ... μετά από αυτό, ακόμη
και μετά από πολλά-πολλά χρόνια, κάθε φορά που ο πατήρ Ιλαρίων μιλούσε με
κάποιον από τους ενορίτες του ναού της Σοφίας του Θεού, θυμόταν πάντα αυτή την
αποκάλυψη, που του έδωσε ο Θεός, ώστε όλοι να γνωρίζουν για το φωτοστέφανο, με
το οποίο ο Θεός έστεψε τον πατέρα Κωνσταντίν».
Έτσι ο νέος μάρτυρας και Ομολογητής του Χριστού, ο ιερέας
Κωνσταντίνος Σίρμπου, αναχώρησε προς τον Κύριο στις 23 Οκτωβρίου 1975.
Με βάση την ύλη της ιστοσελίδας Fericiţi cei prigoniţi
επιμελήθηκε η Ζηναϊδα Πεϊκόβα
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος
Θώδης
Pravoslavie.ru
5/4/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου