Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025
Αριστούργημα!!!!
Εμείς τα παλιά τα χρόνια, δεν τηράγαμαν ομορφιές. Άμα έχεις δέκα αδέρφια, και δεν χορταίνεις φαΐ, δεν τηράς να πάρεις όμορφο άντρα. Καλός να' ναι μόνο θέλαμαν.
Να μην μας δέρνει, και να μη μας κρένει άγρια, κι ας είναι άσχημος. Να' χαμαν το κακάβι γεμάτο, και το κρεβάτι μας ζεστές κουβέντες. Να φύγουμε θέλαμαν απ' των γονιών μας την φτώχια.
Αράδιαζαν παιδιά το' να πίσω απ' τ' άλλο.
Στο γάμο μου η μάνα, γκαστρωμένη ήταν, στο όγδοο παιδί. Ήμουν η μεγαλύτερη. Από τα δέκα πέντε γένναγε. Μια φορά της είπα, σταμάτα μάνα. Σταμάτα να γεννάς. Δεν κουράστηκες; Πως; Με ρώτησε. Πως να γίνει τούτο.
Να βρεις τον τρόπο μάνα. Να τον βρεις. Σαν μπόραγε ας μην του καθότανε αλλού θα πήγαινε. Είχε το χωριό μια στείρα γυναίκα, κι άμα δεν του' κανες το χατίρι...όλοι εκεί πηγαίνανε.
Κι οι γυναίκες για να μην ξενοκοιμούνται οι άντρες τους, είχαν δεν είχαν όρεξη, αραδιάζανε παιδιά.
Δεν ξέρανε τότε πως να μην μείνουν έγκυος. Άσε που το θεωρούσαν κι ευλογία. Αλλά η πείνα ευλογημένη δεν ήταν. Όταν καθόμασταν γύρα από την τάβλα να φάμε, και το φαΐ δεν έφτανε, εγώ την ευλογία δεν την έβλεπα.
Εκείνο που έβλεπα ήταν το πιάτο του πατέρα γιομάτο, και τα δικά μας με δυο τρεις κουταλιές όλο κι όλο,και της μάνας άδειο πολλές φορές. Έφαγα έλεγε.
Την ώρα που το' βγαλα απ' την φωτιά, έβαλα δυο τρεις μπουκιές στο στόμα μου και χόρτασα. Ψέματα.
Νηστικιά έμενε, να το βάλει σε μας. Και' γω σαν έβλεπα τα μικρότερα να κοιτάν τον πατέρα που έτρωγε κι αυτά είχαν αδειάσει το πιάτο τους, τους το μοίραζα. Είχα χορτάσει σαν την μάνα.
Δεν το μοιράζεις σωστά μάνα της είπα. Δεν το μοιράζεις δίκια. Τι να κάνω; Αυτός το φέρνει είπε. Ε, δεν έχετε και το ίδιο στομάχι. Αν δεν του γέμιζε το πιάτο εκείνος γκρίνιαζε.
Δεν λέω, δούλευε. Μα δεν έκανε και τίποτα άλλο. Δούλευε, έτρωγε κι έκανε παιδιά. Έκανε παιδιά, και τα πιάτα άδεια. Μόνο το δικό του γεμάτο. Δεν ήταν πως δεν ήθελε η έρμη να είμαστε χορτασμένα. Όχι.
Το' θελε κι έκανε κάποιες φορές κρυφά από κείνον λίγο κουρκούτι να φαν τα μικρά. Κρυφά το' κανε. Φώναζε αυτός.
Πότε σώθηκε τ' αλεύρι; Κι η μάνα δεν ήθελε γκρίνιες.
Όταν ήρθε να με δει ο άντρας μου, με κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω. Τι έψαχνε, δεν ξέρω. Αργότερα έμαθα πως θαύμαζε το περπάτημά μου.
Έφυγε αφού τα κανόνισε με τον πατέρα. Τότε είδα πως έσερνε το πόδι του. Δεν το σήκωνε να αλλάξει βήμα.
Σκέφτηκα να πω όχι. Μα μετά είπα, δεν πειράζει. Τσαγκάρης ήταν κι όλοι τα μπαλώναμε τα παπούτσια. Δεν έβλεπες παπούτσι αμπάλωτο.
Δεν ήξερες ποιο ήταν το αρχικό του δέρμα. Ακουγόταν πως είχε λεφτά, κι όποια τον έπαιρνε θα πέρναγε καλά. Έτσι τον πήρα. Του άρεσα πολύ. Ήξερα και πέντε γράμματα..
Αυτός δεν ήξερε και τούτο το θεώρησε καλό που το' χα. Παντρευτήκαμε και κάναμε όμορφο σπιτικό. Στην αρχή δεν μου' χε εμπιστοσύνη κι έκρυβε τα λεφτά.
Πόσα είχε δεν ήξερα, και δεν με ένοιαζε κιόλας. Μου έφτανε που κουβάλαγε όλα τα καλούδια. Ήταν και καλοφαγάς.
Κάθε μέρα είχα κι ένα απ' τα αδέρφια μου στο σπίτι. Να φάει να χορτάσει ήθελα. Δεν είπε ποτέ τίποτα. Με εκτιμούσε γιατί του λέγανε, πως πήρες νοικοκυροκόριτσο.
Έδινε σημασία στο τι θα πει ο κόσμος. Εγώ πάλι, δεν την λογάριαζα και τόσο την γνώμη τους.
Ήταν πολύ καλός. Πολλές φορές σκεφτόμουν, αν δεν έσερνε το πόδι, θα μ' επαιρνε τάχα; Ήμουν πολύ φτωχιά. Τίποτα δεν έχω του είπε ο πατέρας. Ε, όχι και τίποτα του είπε κείνος.
Ολόκληρη θυγατέρα μου δίνεις. Όταν το άκουσα αυτό, κάτι μέσα μου, μου είπε πως είναι καλός άνθρωπος, και τούτο το ήθελα πάρα πολύ. Περισσότερο από καθετί άλλο.
Δεν έπεσα έξω. Ένα χρόνο παντρεμένοι και δεν ερχότανε το παιδί που θέλαμε. Όταν έβλεπα τα ρούχα μου στεναχωριόμουνα, κι αυτός μου' λεγε δεν πειράζει. Το βράδυ που ξαπλώναμε και μ' αγκάλιαζε σφιχτά, έλεγα από μέσα μου, τι κι αν σέρνει το ποδάρι; Με τα χέρια μ' αγκαλιάζει. Όχι με τα πόδια.
Η μάνα μου πάλι με την κοιλιά τούρλα. Μα καλά της είπα, δεν έχεις άλλη δουλειά. Έβαλε τα κλάματα. δεν το θέλω μου είπε. Δεν το θέλω τούτη την φορά. Να γεννοβολάω εγώ και συ να μην μπορείς, δεν το θέλω θυγατέρα μου.
Δεν θα το άφηνα, αλλά είχα και τα ρούχα μου σε τούτη την γκαστριά. Τώρα είναι αργά να το χαλάσω.
Πέθανε η μάνα στην γέννα, μαζί με το παιδί. Για κείνο καλύτερα. λειψό ήταν. Δίχως χέρια. Η μάνα όμως με γέμισε πόνο. Ήρθε στην ζωή για να γεννάει και να γεμίζει το πιάτο του πατέρα.
Τι χάρηκε; Τίποτα. Σάμπως ήξερε κι από χαρές;
Και 'γω κοντά στον άντρα μου τις γνώρισα, και τούτο του το χρωστάω. Μια φορά μ' έκανε και χαιρόμουν αυτός, δυο εγώ. Ο κάθε ένας μας, με τον τρόπο του, και με τις χαρές που έδινε στον άλλο.
Την μεγαλύτερη χαρά, μου την έδωσε όταν μου είπε να πάρουμε μαζί μας στο σπίτι τα δυο μικρότερα αδέρφια μου.
Έβαλα τα κλάματα. Τόση καλοσύνη, πως θα σου την ξεπληρώσω του είπα. Δεν μου χρωστάς μου είπε για να το ξεπληρώσεις.
Τα πήραμε μαζί μας, και γέμισε το σπίτι μας ζωή.
Σε πέντε μήνες από τότε που τα πήραμε, δεν είδα τα ρούχα μου. Του το είπα. Μεγαλύτερο δώρο μου είπε δεν θα μπορούσες να μου κάνεις, και σαν να είδα το ποδαράκι του να κάνει προσπάθεια να μην σέρνεται.
Όμως δεν τα κατάφερε. Πάλι το' σερνε, και μένα ράγισε η ψυχή μου. Όταν τον παντρεύτηκα άλλα ήθελα από κείνον. Να καλοπεράσω ήθελα. Μα τώρα έπειτα από τέσσερα χρόνια που είμαι κοντά του, τον αγάπησα.
Ήθελα να είναι ευτυχισμένος, όπως και' γω κοντά του. Όλα του τα λεφτά πέρασαν στα χέρια μου. Πάρτα μου είπε, και κάνε κουμάντο τώρα που είναι εδώ τα αδέρφια σου.
Να μην τους λείπει τίποτα. Κι όταν του είπα πως θα' ρθει το δικό μας, και με τ' αδέρφια μου τι θα γίνει;
Θα' χομε τρία μου είπε. Ήρθε και το δικό μας. Κορίτσι ήταν, και πήρε το όνομα της μάνας του.
Ο πατέρας μου πήρε την στείρα του χωριού. Τα μεγάλα αδέρφια μου φύγανε να πάνε να βρούνε την τύχη τους.
Τρεις αδερφές που είχα παντρεύτηκαν. Η μια πήγε καλά. Η άλλη είχε την τύχη της μάνας. Γεννούσε και γέμιζε το πιάτο του άντρα της. Η τρίτη χήρεψε νωρίς. Δεν πρόλαβε να κάνει παιδιά.
Την πήραν τα αδέρφια μας μαζί τους.
Τα μικρά που είχαμε κοντά μας, ο άντρας μου ήθελε να μάθουν γράμματα και τα σπούδασε.
Την θυγατέρα μας, την παντρέψαμε μ' ένα καλό παιδί. Τα χρόνια πέρασαν, κι αλλάξανε τα πράγματα. Το χωριό μεγάλωσε. Ήταν πέρασμα. Κόσμος ερχότανε πολύς.
Το τσαγκάρικο έγινε μαγαζί με υποδήματα. Το δώσαμε στον γαμπρό να το δουλεύει. Ο άντρας μου κουράστηκε κι αποσύρθηκε από την δουλειά. Το μαγαζί πήγαινε καλά. Άλλο δεν είχε τριγύρω. Την μάνα μου έβλεπα στον ύπνο μου τελευταία.
Τι θες της έλεγα κι έρχεσαι;
Τον άντρα σου μου έλεγε. Αυτόν θέλω. Κακόβαλα. Λες να μου τον πάρει ο θεός; Δεν λέω. Θα γίνει κάποτε.
Να φύγω πρώτη του έλεγα. Εγώ πρώτη. Πίσω να σ' αφήσω. Τον πόνο δεν θα τον αντέξω. Εγώ δεν μπορώ να ζήσω δίχως σου, κι αν φύγεις πρώτη, θα σ' ακολουθήσω. Έτσι μου' λεγε.
Ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι άρρωστος. Εγώ δίπλα του. Δεν έφευγα καθόλου. Δεν τον άφηνα μόνο του.
Να τον χορτάσω ήθελα, λες κι ήξερα πως θα τον χάσω. Το ποδαράκι του, δεν μπορούσε να το κουνήσει.
Το έπαιρνα με τα χέρια μου και το πήγαινα όπου μου έλεγε να ανακουφιστεί. Ένα βράδυ αποκοιμήθηκα πάνω στο πόδι που έσερνε, και του κράταγα το χέρι του.
Ξύπνησα τα χαράματα κι είχε φύγει. Είχε πάρει όμως και μένα μαζί του. Εγώ απ' την φτώχια ήθελα να φύγω.
Να χορτάσω ψωμί. Κοντά του χόρτασα αγάπη και πλούτισα από δαύτη. Εκείνος μαζί με το πόδι που έσερνε, κουβάλαγε κι όλα μου τα όνειρα κι ανθίζανε κοντά του.
Τώρα έχω μόνο ένα. Να πάω να τον βρω. Να του μετακινώ το ποδαράκι του...
Ελευθερία Λάππα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου