Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

Ὁ Steve Andreas ἀναφέρει:


..Ὁ Steve Andreas ἀναφέρει: «Στή διάρκεια τῆς
ναπολεόντειας εἰσβολῆς στή Ρωσία, τά στρατεύματά του μάχονταν στό κέντρο μιᾶς ἀκόμη μικρῆς πόλεως, αὐτῆς τῆς ἀχανοῦς, παγωμένης χώρας, ὅταν ἐντελῶς συμπτωματικά ὁ Γάλλος αὐτοκράτορας ἀποκόπηκε
ἀπό τούς ἄνδρες του. Μιά ὁμάδα Ρώσων Κοζάκων
τόν ἐντόπισε καί ἄρχισε νά τόν καταδιώκη στά στενά ὀφιοειδῆ δρομάκια. Ὁ Ναπολέων ἔτρεχε γιά νά σωθῆ καί χώθηκε στο μικρό μαγαζί ἑνός γουναρᾶ.
Μπαίνοντας στο μαγαζί ἀγκομαχώντας, εἶδε τό γουναρά καί τοῦ φώναξε μέ ἀξιοθρήνητο ὕφος:
—Σῶσε με, σῶσε με! Ποῦ μπορῶ νά κρυφτῶ;
Ὁ γουναράς εἶπε:
―Γρήγορα, κάτω ἀπό αὐτό τό σωρό μέ τίς γοῦνε
στή γωνία, καί σκέπασε τό Ναπολέοντα μέ πολλά
γοῦνες.
Δέν εἶχε προλάβει νά τελειώση, ὅταν ἔκαναν τής
ἐμφάνισί τους οἱ Ρῶσοι Κοζάκοι, οὐρλιάζοντας, “Ποῦ εἶναι; Τόν εἴδαμε νά μπαίνη ἐδῶ”. Παρόλες τίς διαμαρτυρίες τοῦ γουναρᾶ, ἀναστάτωσαν τό μαγαζί
γιά νά βροῦν τό Ναπολέοντα. Ἔψαξαν ἀκόμη καί τό
σωρό μέ τίς γοῦνες, χώνοντας μέσα τά σπαθιά τους,
μά δέν τόν ἀνακάλυψαν. Ἀπογοητευμένοι, τά παράτησαν κι ἔφυγαν.
Λίγες στιγμές ἀργότερα, ὁ Ναπολέων ξεπρόβαλε
κάτω ἀπό τίς γοῦνες, σῶος καί ἀβλαβής, τή στιγ
μή κατά τήν ὁποία ή προσωπική φρουρά του ἐμφανιζόταν στήν πόρτα. Ὁ γουναράς στράφηκε στο Ναπολέοντα καί εἶπε δειλά
-Συγγνώμη πού κάνω τέτοια ἐρώτησι σ᾿ ἕνα
τόσο ἐξέχοντα ἄντρα, ἀλλά πῶς νοιώσατε κάτω ἀπ᾿
αὐτό τό σωρό μέ τίς γοῦνες, περιμένοντας ἀπό στιγμή σε στιγμή τό θάνατο;
Ὁ Ναπολέων ὄρθωσε τό βραχύ ἀνάστημά
καί εἶπε ἀγανακτισμένος στο γουναρά:
―Πῶς μπόρεσες νά κάνης τέτοια ἐρώτησι σέ μένα,
τὸν αὐτοκράτορα Ναπολέοντα! Φρουροί, πάρτε αὐτό τόν ἀναιδέστατο ἄνδρα, δέστε του τά μάτια κι ἐκτελέστε τον. Ἐγώ ὁ ἴδιος θά δώσω τήν ἐντολή να
ἀρχίσετε πῦρ!
Οἱ φρουροί ἅρπαξαν τόν ἄμοιρο γουναρά, τόν ἔσυραν ἔξω, τόν ἔστησαν στόν τοῖχο καί τοῦ ἔδεσαν τά μάτια. Ὁ γουναράς δέν ἔβλεπε τίποτε, ἀλλά ἄκουγε
τίς κινήσεις τῶν φρουρῶν καθώς ἔμπαιναν στή γραμμή καί ἑτοίμαζαν τά τουφέκια τους. Ακουγε ἐπίσης τό
ἀνεπαίσθητο θρόισμα τῶν ρούχων του καθώς τό ἀνέμιζε ὁ παγερός ἄνεμος. Ἔνοιωθε τόν ἀέρα νά παγώνη τά μάγουλά του καί τό ἀνεξέλεγκτο τρέμουλο τῶν
ποδιῶν του. Μετά ἄκουσε τόν Ναπολέοντα νά καθαρίζη τό λαιμό του καί νά λέη ἀργά, "Ετοιμοι... σημαδέψτε...”. Ἐκείνη τή στιγμή, ξέροντας πώς ἀκόμη και
αὐτές οἱ ἐλάχιστες αἰσθήσεις θά ἔσβηναν γιά πάντα,
ἕνα ἄφατο συναίσθημα τόν πλημμύρισε καί δάκρυα
αὐλάκωσαν τά μάγουλά του.
Μετά ἀπό μιά μακρά περίοδο σιωπῆς, ὁ γουναράς ἄκουσε βήματα να πλησιάζουν κι ἕνα χέρι τοῦ
ἔβγαλε τό μαντίλι ἀπό τά μάτια. Τυφλωμένος ἀκόμη ἀπό τό ξαφνικό φῶς τοῦ ἡλίου, εἶδε τά μάτια τοῦ
Ναπολέοντα νά βυθίζωνται στα δικά του -μάτια
πού ἔμοιαζαν νά διεισδύουν στις πιό μύχιες πτυχές
τῆς ὑπάρξεώς του. Τότε ὁ Ναπολέων εἶπε χαμηλό-
φωνα, "Τώρα ξέρεις"»

Δεν υπάρχουν σχόλια: