Γύρω στὸ 1960-62 εἶχα γνωρίσει στὸ Ἅγιον Ὄρος ἕναν Ἀσκητὴ ἀπὸ τὴν Καψάλα, τὸν πατέρα Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος µεταξὺ τῶν ἄλλων µοῦ διηγήθηκε κάποια πράγµατα γύρω ἀπὸ τὴν ζωὴ ἑνὸς Ἐρηµίτου, τοῦ Γέροντος Χαραλάµπους τοῦ «κοµποσχοινᾶ», ὁ ὁποῖος τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια τῆς ζωῆς του τὰ ἔζησε στὴν ἄγρια περιοχὴ τῆς Καψάλας. Ἐλέγετο δὲ «κοµποσχοινάς», διότι σὰν ἐργόχειρο καὶ διακόνηµά του εἶχε τὸ νὰ πλέκη κοµποσχοίνια.
* * *
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Γερµανικῆς Κατοχῆς ἦταν στὴν Ἀθήνα ὁ Γερο-Χαράλαµπος καὶ τότε γνώρισε µία γριούλα Μοναχή, ὀνόµατι Μακαρία, Μικρασιάτισσα, ποὺ καλογέρευε µόνη της σ’ ἕνα µικρὸ ἀπέριττο φτωχικὸ σπιτάκι. Ἦταν σωστὸς ἐπίγειος ἄγγελος.
« Ἀξιώθηκα µὲ τὴν εὐχή της», ἔλεγε, «νὰ δῶ καὶ ἐγὼ ὁ ἄθλιος οὐράνιους Ἀγγέλους. Αὐτὴ ἡ Γερόντισσα εἶχε µία Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Γλυκοφιλούσας, πολὺ θαυµατουργή, ποὺ τὴν εἶχε φέρει ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία. Κάποια µέρα, τότε, στὴν Κατοχή, µὲ πῆγε σὲ µία σπηλιὰ στὰ βουνὰ τῆς Πεντέλης, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ κάνουµε τριήµερη νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ γιὰ τὴν πεῖνα, τὴν γύµνια, τὰ βασανιστήρια τῆς Γκεστάπο, τοὺς τόσους σκοτωµοὺς καὶ γιὰ ὅσους ὑπέφεραν ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες. Τὴν ἡµέρα εἴχαµε ἀναµμένο ἕνα κανδηλάκι µπροστὰ στὸ Ἅγιο Εἰκόνισµα τῆς Παναγίας. Τὴ νύχτα ὅµως τὸ σβήναµε, γιὰ νὰ µὴ γίνουµε ἀντιληπτοὶ ἀπὸ τοὺς Γερµανούς.
Advertisement
Privacy Settings
Τὴν δεύτερη ὅµως νύχτα ἐντελῶς ξαφνικὰ ἕνα ἀστραφτερὸ οὐράνιο τόξο κύκλωσε τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας. Λάµψι καὶ ἀκτινοβολία, ἄλλο πρᾶγµα…, ἔξω ἀπὸ τὸν γήϊνο κόσµο ποὺ ζοῦµε. Δὲν ἄντεξα, ἔπεσα κάτω καὶ ἄρχισα ἀµέτρητες στρωτὲς µετάνοιες…, δὲν ξέρω πόσες. Κατάκοπος ἀκούµπησα στὸν βράχο τῆς σπηλιᾶς καὶ µὲ κλειστὰ τὰ µάτια ἄρχισα νὰ λέγω συνεχῶς τὴν “Εὐχὴ”: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε”. Σὲ λίγο µὲ φωνάζει ἡ Μοναχὴ καί, ἀνοίγοντας τὰ µάτια µου, ἀντίκρυσα ἔκπληκτος ὑπερουράνιες ὑπάρξεις. Ἄγγελοι περνοῦσαν µπροστὰ ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας! Ἀπὸ τὴν µιὰ µεριὰ τῆς σπηλιᾶς ἔµπαιναν, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔβγαιναν. Τὶ ὀµορφιά! Ἡ δὲ ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων δὲν περιγράφεται… Τὰ πρόσωπά τους ὁλόλαµπρα, ὁ χιτώνας τους φωτεινός, τὰ µαλλάκια τους ὄµορφα ριγµένα πρὸς τὰ πίσω, οἱ φτεροῦγες τους ἀνοικτές! Μόλις δὲ ἔφθαναν στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας, µάζευαν τὶς φτεροῦγες τους, σταύρωναν τὰ χέρια τους καὶ προσκυνοῦσαν τὴν Θεοτόκο!
Ἔκλεισα τὰ µάτια, γιατὶ δὲν θεωροῦσα τὸν ἑαυτό µου ἄξιο καὶ ἱκανὸ νὰ βλέπω Ἀγγέλους. Ἔµοιαζαν ὅλοι τους. Ἐλάχιστα διέφεραν, ἁπλῶς καὶ µόνο γιὰ νὰ δείχνουν ὅτι εἶναι διαφορετικὰ πρόσωπα ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, ἐνῶ ἦσαν κατὰ πάντα ἴδιοι. Δὲν σκέφθηκα νὰ παρακαλέσω ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν Παναγία νὰ δώση εὐλογία γιὰ νὰ µοῦ ποῦν τὰ ὀνόµατά τους! Ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν σκέπτεσαι τὸ παραµικρό. Μόνο κοιτάζεις καὶ χαίρεσαι, ἀπορεῖς, θαυµάζεις… Νοιώθεις ἀπέραντη εὐτυχία. Ὁ φόβος ἐξαφανίζεται.
Πέρασαν καὶ Ἀρχάγγελοι, οἱ ὁποῖοι ξεχώριζαν λιγάκι ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους γιατὶ εἶχαν κάτι ρίγες πάνω στὸ ἔνδυµά τους.– Θεέ µου καὶ Κύριέ µου, ἀνεφώνησα, ὄντως Σοῦ ὑπεραξίζει νὰ περιβάλλουν τὸν Οὐράνιο Θρόνο Σου τέτοιες ἐξαίσιες ἀκτινοβολοῦσες οὐράνιες ὑπάρξεις! Ὡς θαυµαστὰ τὰ ἔργα Σου, Κύριε, οὐράνια καὶ ἐπίγεια!… Τὶ ὀµορφιὰ ἦταν αὐτή, Θεέ µου! Τὶ ὀµορφιά! Τὶ κάλλος! Τὶ θεία εὐφροσύνη ἀπὸ τὴν ἄφατη ἐκείνη ὡραιότητα τῶν Ἀγγέλων!…».
* * *
Καὶ τότε ξαφνικά, ὁ Γερο-Χαράλαμπος ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν πατέρα Θεόφιλο, ἂν εἶδε ποτὲ καὶ δαίµονες. «Φυσικά, ἀπάντησε. Ὅπως συµβαίνει καὶ σὲ κάθε πιστὸ Χριστιανό, ποὺ ἀγωνίζεται µὲ τὴν καρδιακὴ προσευχή, µὲ τὸ “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε”, ἀλλὰ µὲ πίστι δυνατὴ καὶ µὲ ταπείνωσι. Νά, καὶ χθὲς βράδυ εἶχε ἔλθει ἕνας καὶ µ’ ἐνοχλοῦσε συνεχῶς καὶ δὲν µ’ ἄφηνε νὰ λέω τὴν “Εὐχή”, οὔτε καὶ νὰ κοιµηθῶ ἔστω καὶ δέκα λεπτά. Κάποια στιγµὴ µοῦ λέγει ὁ δαίµονας: – Μὴ λὲς αὐτὸ τὸ Ὄνοµα καὶ µὴν τραβᾶς αὐτὸ τὸ σχοινί (ἐννοοῦσε τὸ κοµποσχοίνι), καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σὲ ξαναπειράξω. – Οὒστ ἀπό ᾿δῶ, κοπρόσκυλο, τοῦ εἶπα, ἐγὼ τὴν “Εὐχὴ” θὰ τὴν λέγω, γιατὶ προσκυνῶ καὶ πιστεύω στὴ παντοδυναµία τοῦ Ὀνόµατος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὸ πανάγιον Ὄνοµά Του σὲ ἐπιτιµῶ νὰ ἐξαφανισθῆς ἀµέσως ἀπὸ µπροστά µου, ἀφοῦ δὲν ἔχεις καµµιὰ ἐξουσία. Καὶ ἐξαφανίστηκε…
Ἄλλοτε πάλι µόνο µὲ τὸ “Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε Κεχαριτωµένη Μαρία…” οἱ δαίµονες ἐγίνοντο ἄφαντοι, ἀφήνοντας πίσω τους µία ἀπαίσια βρώµα. Τὴν δυσωδία ὅµως τῶν δαιµόνων τὴν διέλυε ἀµέσως ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος… Ἔχουν καὶ µία ἄγρια µούρη…, πολὺ ἀπαίσια!». Ὅταν ἦταν ἄρρωστος ὁ Γέροντας Χαράλαµπος ὁ «κοµποσχοινάς» καὶ δὲν µποροῦσε νὰ σηκωθῆ ἀπὸ τὶς σανίδες ποὺ ἦταν ξαπλωµένος, ἔπαιρνε τὸ µπαστούνι του καὶ λέγοντας τὴν “Εὐχὴ” τοὺς κτυποῦσε µὲ αὐτό. Συνήθως ἔλεγε: «Δὲν τοὺς χωνεύω καθόλου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου