Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Η σαλή Ντόμνα Τόμσκαγια: σε τι εξέπληξε τους ανθρώπους η «ευλογημένη σιβηριανή Ξένια»

 




Η σαλή Ντόμνα Τόμσκαγια: σε τι εξέπληξε τους ανθρώπους η «ευλογημένη σιβηριανή Ξένια»

Ναταλία Χαρπαλιόβα

 

 

Έγχρωμη φωτογραφία του Τομσκ, πριν την επανάσταση, από ανοιχτές πηγές

 

Η νύχτα αποδείχθηκε ανησυχητική για τους κατοίκους του Τομσκ: τα σκυλιά γάβγιζαν στο δρόμο. Κάποιος, μη μπορώντας να το αντέξει, άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα και φώναξε: πετάξτε κάτι σε αυτά, μπορεί να το βάλουν στα πόδια. Ξαφνικά, εν μέσω γαυγισμάτων, ακούστηκε μια στεντόρεια γυναικεία φωνή: «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς! Όλες οι δυνάμεις του ουρανού, Χερουβείμ και Σεραφείμ, προσευχηθείτε στον Θεό για εμάς!» «Αυτή ήταν λοιπόν, η Ντόμνα Καρπόβνα, την αναγνώρισαν οι δημότες και απάντησαν: —Ευλογημένη Ντόμνα, προσευχήσου για εμάς!» Και αφού επήλθε η ηρεμία, έκλεισαν τα παράθυρα: Η Ντόμνα Καρπόβνα δεν θα αφήσει την πόλη απροστάτευτη.

 

Μια γαλαζοαίματη κατάδικος;

 

Αν κάποιος βρισκόταν σε έναν δρόμο του Τομσκ, εκείνη την ώρα, θα αντίκρυζε μια γυναίκα να κάθεται ανάμεσα σε ένα κοπάδι αδέσποτων σκύλων, ακριβώς πάνω στο πεζοδρόμιο. Ωστόσο, η άμορφη σιλουέτα της, έμοιαζε περισσότερο με μια σκοτεινή χιονοστιβάδα. Το σώμα της ήταν καλυμμένο με μικρές, συνδεδεμένες σακούλες. Η γυναίκα τις ταξινομούσε πολύ σβέλτα, τις έλυνε, τις έδενε και άλλαζε θέσεις. Τα σκυλιά ούρλιαζαν, μαζεύτηκαν κοντά της — ενώ οι σακούλες από το ψωμί και το κρέας μύριζαν πολύ έντονα. Τα σκυλάκια μύριζαν και η ευλογημένη τα χάιδευε, τραβούσε το ακρώμιό τους, έπαιρνε φαγητό από τον κόρφο της, έδινε το ένα κομμάτι στο ένα, το άλλο στο άλλο σκυλί και κάτι έλεγε στο αυτί τους.

 

Ένας λεπτός, μαλλιαρός ράτσας Μπαρμπός, με σπασμένο το ένα πόδι, είχε ένα σχοινί να κρέμεται από το λαιμό του. Δεν ήταν αποκομμένο, αλλά προσεχτικά ξεσφυγμένο. Ο σκύλος κουνούσε την ουρά του και προσπαθούσε να πλησιάσει τη γυναίκα, δείχνοντας με όλη του την παρουσία, πόσο ευγνώμων ήταν στη σωτήρα του. Μετά από όλα, ήταν αυτή η ίδια που μπήκε κρυφά στην αυλή του αφεντικού του και έκοψε το σχοινί με το οποίο καθόταν εκεί τόσα χρόνια.

 

Η Ντόμνα Καρπόβνα ήταν σαλή, ευλογημένη και άνθρωπος του Θεού. Στο Τομσκ, την γνώριζαν και όχι μόνο δεν την κυνηγούσαν, αντίθετα, την υποδέχονταν με κάθε δυνατό τρόπο. Κανένας δεν ήξερε ακριβώς, πώς εμφανίστηκε στην πόλη. Έλεγαν διάφορα γι αυτήν πράγματα: ότι ήταν φυγάς κατάδικη — σκότωσε την υπηρέτριά της, λένε, και τώρα έχει τύψεις στη συνείδησή της — ότι ήταν γαλαζοαίματη καθώς και ότι ήρθε από κάπου από το νότο, από μακριά. Φυσικά, αυτή δεν σκότωσε κανέναν. Αλλά ποια ήταν πραγματικά η ευλογημένη Ντόμνα Τόμσκαγια, η οποία προσευχήθηκε τη νύχτα κάτω από τα ουρλιαχτά των αδέσποτων σκυλιών;

 

Μπορούμε να ανασύρουμε τις περισσότερες πληροφορίες γι αυτή την σαλή, από τα απομνημονεύματα του αρχιερέως Νικολάι Μητροπόλσκι. Στα μέσα του 19ου αιώνα, υπηρέτησε στην εκκλησία του χωριού Βοζνεσένσκι της επαρχίας του Τομσκ. Υπήρχε μια εμποροπανήγυρη εκεί κάθε χρόνο, και η ευλογημένη ζούσε στο Βοζνεσένσκι καθώς και στα γύρω χωριά μέχρι το φθινόπωρο. Οι σημειώσεις του πατέρα Νικολάι «Η σαλή Ντόμνα Καρπόβνα» δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Καταστάσεις της Επισκοπής του Τομσκ» του 1882. Ελήφθησαν ως βάση, από τους συντάκτες του βίου της αγίας — ενώ το 1916, το όνομά της συμπεριλήφθηκε στο «Σιβηρικό πατερικό», το οποίο απαριθμούσε όλους τους υποψήφιους για επίσημη ένταξη στη σύναξη των Αγίων της Σιβηρίας. Αλλά μόνο στις 10 Ιουνίου του 1984, η ευλογημένη Ντόμνα αγιοκατατάχτηκε.

 

Υπό δίκην — κάτωθεν του στέμματος

 

Η ίδια η Αγία δεν ήθελε να μιλάει για τον εαυτό της. Πολλά πράγματα κατέληγε να μαντευτούν από τις περιστασιακές παραδρομές του λόγου της. Η ομιλία της Ντόμνα Καρπόβνα την χαρακτήριζε ως εντόπια της Μικρής Ρωσίας. Στον κατάλογο της αποστολής του Τομσκ για τους εξόριστους (ένα ίδρυμα όπου κρατούνταν οι κατάδικοι), η Ντόμνα αναφερόταν ως Μαρία Σλέπτσενκο, η οποία δικάστηκε στην επαρχία της Πολτάβας για αλητεία και στάλθηκε στη Σιβηρία για εγκατοίκηση.

 

Οι πληροφορίες, σχετικά με την ηλικία της Ντόμνας, είναι επίσης κατά προσέγγιση. Ο πατέρας Νικολάι έγραψε: «Ζήτησα από έναν γνωστό μου, γραμματικό της ενορίας Ιτκούλ της πόλης Μπορίσοφ, να μου στείλει ένα αντίγραφο του καταλόγου των άρθρων (ένα έγγραφο αστυνομικού αρχείου. — Έκδ.) της Μαρίας Σλέπτσενκο. Αλλά αποδείχθηκε ότι η διοίκηση της ενορίας κάηκε το 1840. Και μαζί με αυτό, κάηκε, επίσης και η λίστα άρθρων για τη Μαρία Σλέπτσενκο. Απόρροια της μοίρας, οι απογραφικοί κατάλογοι (έγγραφα σχετικά με την απογραφή του πληθυσμού. — Έκδ.), που συντάχθηκαν το 1834, διασώθηκαν, σε έναν εκ των οποίων η Μαρία Σλέπτσενκο καταχωρήθηκε στον αριθμό 18 και 30 ετών.»

 

Από αυτή τη μαρτυρία, μπορεί να υποτεθεί, ότι η ευλογημένη γεννήθηκε το 1804. Κάποτε, σε μια συνομιλία της με μια μικροαστή, την Τατιάνα Ποπόβα, η Ντόμνα ανέφερε, ότι δεν είχε γονείς, αλλά ζούσε με μια θεία της. Προφανώς, το κορίτσι έμεινε ορφανό νωρίς, αλλά η οικογένεια των συγγενών, που την προστάτευαν δεν ήταν φτωχή, ίσως ακόμη και ευγενής, και έτσι έλαβε καλή εκπαίδευση. Είναι αλήθεια, ότι η ίδια η ευλογημένη, προσπαθούσε να μην επιδεικνύει την εκπαίδευσή της, αλλά υπήρχε ένα περίεργο επεισόδιο.

 

Κάποτε, κάποια κυρία αρχόντισσα, πέρασε από το Βοζνεσένσκογιε, γνώρισε την Ντόμνα, διανυκτέρευσε στο χωριό και συνομίλησαν όλη τη νύχτα. Τυχαίοι μάρτυρες επιβεβαίωσαν, ότι αυτή η συζήτηση διεξήχθη... σε ξένη γλώσσα! Ο πατέρας Νικολάι ισχυρίστηκε, ότι η Ντόμνα δεν γνώριζε ούτε μία, αλλά πολλές ξένες γλώσσες, ήταν καλοδιατηρημένη και, προφανώς, πολύ όμορφη στη νιότη της. Αυτό αποδεικνύεται και από τις δικές της αναμνήσεις: η ευλογημένη έλεγε στους φίλους της, ότι στα νεανικά της χρόνια, ήταν κουρασμένη από την επιμονή των μνηστήρων. Η ίδια δεν ήθελε να παντρευτεί καθόλου, από τα νεανικά της χρόνια διήγε έναν ευσεβή τρόπο ζωής, αποφασίζοντας να διατηρήσει την παρθενία της, για χάρη του Χριστού.

 

Οι συγγενείς, θεώρησαν, ότι όλα αυτά ήταν μια ιδιοτροπία, ωστόσο ανακινούσαν το θέμα του γάμου, αλλά η νύφη έφυγε την τελευταία στιγμή! Σύμφωνα με δικά της λόγια, «περπάτησε σε ένα νηπιαγωγείο και από εκεί έφυγε», αλλάζοντας σε απλά τα ρούχα της — δηλαδή, πριν από αυτό το γεγονός, τα ρούχα της δεν ήταν «απλά», γεγονός που αποδεικνύει για άλλη μια φορά, ότι η οικογένεια ήταν πλούσια.

Η φυγάς, πήγε κατευθείαν από το σπίτι της θείας της, στο μοναστήρι. Έδωσε στον εαυτό της ένα όνομα, που η ίδια επινόησε — Μαρία Σλέπτσενκο. Αλλά εκεί δεν δέχτηκαν ένα κορίτσι στα κουρέλια, χωρίς έγγραφα και με ένα όνομα που δεν εμφανιζόταν σε κανένα επίσημο χαρτί. Και πήγε σε άλλο μοναστήρι. Αλλά ακόμη και εκεί δεν έφτασε ως την αυλή — την πέρασαν για τρελή. Έτσι ένα κορίτσι, από ένα αρχοντόσπιτο, κατέληξε μια αλήτισσα.

Η αστυνομία σύντομα ενδιαφέρθηκε γι αυτήν: στην Πολτάβα, η Μαρία μεταφέρθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα, ανακρίθηκε, δεν βρέθηκαν ίχνη της Μαρίας Σλέπτσενκο στον τόπο που ανέφερε ως τόπο γέννησής της, καταδικάστηκε για αλητεία και εξορίστηκε στη Σιβηρία για ισόβια εγκατάσταση στην πόλη Κάινσκ — σήμερα είναι η πόλη Κουϊμπίσεφ, της περιοχής του Νοβοσιμπίρσκ. Φαίνεται, ότι έφτασε εκεί, όταν ήταν ακόμα νέα. Δεν είναι γνωστό πού ήταν, πώς και με ποιον ζούσε, αλλά έφτασε από το Κάινσκ στο Τομσκ. Εκεί, άρχισαν να την αποκαλούν, Ντόμνα Καρπόβνα.

 




Δεν είναι τόσο απλό, όσο φαίνεται

 

Τρελοί της πόλης ή όπως αποκαλούνταν παλιότερα, «ντόπιοι κουτοί», πιθανότατα υπάρχουν σε όλους τους μεγάλους οικισμούς. Μερικοί από τους κατοίκους της πόλης, διασκεδάζουν με αυτούς, ενώ άλλοι είναι εξοργισμένοι, από το γεγονός, ότι δεν θέλουν να ενταχθούν στους γενικούς κανόνες και τα πρότυπα.

 

Όταν οι κάτοικοι του Τομσκ προσέρχονται στις εορτές ή στην Κυριακή προσευχή και λειτουργία, στο ναό, η Ντόμνα Καρπόβνα ήδη διαφεντεύει εκεί: πηγαίνει από μεριά σε μεριά, μουρμουρίζει κάτι ατελείωτα, μιλάει σε όλους, αναποδογυρίζει και σβήνει τα κεριά, και μερικά ακόμη τα βγάζει και τα κρύβει — δεν επιτρέπει να συγκεντρωθούν πολλά μαζί. Και όσο περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται στην εκκλησία, τόσο περισσότερο το τρέξιμο για την Ντόμνα. Μα τι είναι αυτό!

 

Αλλά με την πάροδο του χρόνου, άρχισαν να παρατηρούν ότι η «κουτή» άρχιζε να σαλοφέρνει (σ.τ.μ. χαζοφέρνει) μόνο μπροστά στους ανθρώπους. Και αν κάποιος έτυχε να την δει στο ναό τις καθημερινές, όταν οι άνθρωποι δεν ήταν εκεί, η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική. Η Ντόμνα γονάτιζε κάπου σε μια γωνιά και προσευχόταν θερμά, ξεσπώντας σε δάκρυα, αποσπασμένη από τα πάντα γύρω της. Ωστόσο, μόλις παρατηρούσε, ότι κάποιος την παρακολουθούσε, η συμπεριφορά της μονομιάς καθίστατο παράλογη, ιδιότροπη και εκκεντρική. Η Ντόμνα προσευχόταν, επίσης, προφανώς, τα πρωινά — τα απογεύματα ήταν τόσο ομιλητική, που ο συνομιλητής μερικές φορές δεν προλάβαινε καν να αρθρώσει ούτε μια λέξη. Το πρωί, μπορούσε να σιωπήσει για μια ώρα ή και περισσότερο και να μην αντιδράσει σε τίποτα, επικεντρώνοντας μόνο στο μέτρημα του κομποσκοινιού της, προφανώς συκεντρωμένη σε βαθιά προσευχή.

 

Μετά από αυτό, πρόσφιλη και χαμογελαστή, πλησίαζε τους νοικοκυραίους:

 

— Καλημέρα! Χρόνια πολλά! Χρόνια πολλά!

 

Και τους σταύρωνε και τους φιλούσε.

 

Διαφορετικά, άρχιζε να παρακαλεί: να ζητάει ψωμί, κουλούρες, κουλουράκια και γάλα — και να διακονεύει, να διακονεύει, τόσο σκληρά, τόσο επίμονα. Και αν δεν το δώσεις, θα στο αρπάξω. Ή όταν καλοί άνθρωποι την προσκαλούσαν στο σπίτι τους και η οικοδέσποινα στριφογύριζε να φιλέψει την προσκεκλημένη, η τελευταία και ενώ δεν την παρατηρούσε η πρώτη, άρχισε να μαζεύει όλα τα κουλούρια και τις κουλούρες από τους ιδιοκτήτες, άρπαζε ένα κομμάτι κρέας, παράβαζε χυλό από την κατσαρόλα για τον εαυτό της,— αυτή ήταν!

 

Η οικοδέσποινα θα απλώσει μόνο τα χέρια της:

 

— Τι χρειάζεσαι; Πράγματικά είσαι χορτάτη!

 

Και η Ντόμνα εις απάντησή της:

 

— Ναι, έχω πολλούς τυφλούς. Οι φτωχοί λιμοκτονούν.

 

Τι είδους τυφλοί ήταν αυτοί;

 

«Τυφλούς» η Ντόμνα Καρπόβνα, αποκαλούσε τους περιπλανώμενους, τους περαστικούς και τους διερχόμενους. Η σαλή τους έδινε κουλουράκια, κρέας και γάλα για το δρόμο. Αγαπούσε τους περιπλανώμενους, ερχόταν κοντά τους, μιλούσε μαζί τους, τους έκανε ερωτήσεις. Και όταν δεν υπήρχαν «τυφλοί» κοντά της, τάιζε με το φαγητό τις αδέσποτες γάτες και τους σκύλους.

 

Γι αυτή, δεν υπήρχαν κακά σκυλιά — θα μπορούσε να χαϊδέψει οποιοδήποτε, ακόμα και το πιο άγριο, τόσο πολύ, που το καλόπιανε με τα χάδια σαν να ήταν δικό της. Και δεν είναι περίεργο, η Ντόμνα γλίτωσε πολλά από αυτά από τους σκληρούς ιδιοκτήτες τους: τη νύχτα έμπαινε στις αυλές, έκοβε τα ζωνάρια και τα σχοινιά και έλυνε τα σκυλιά από την αλυσίδα. Όταν ερχόταν σε ένα σπίτι, όπου οι ιδιοκτήτες είχαν σκύλο ή γάτα, πάντα ρωτούσε αν ο σκύλος είχε αρκετό νερό και η γάτα είχε αρκετό γάλα. Και ο Θεός δεν θα το επέτρεπε, αν δεν υπήρχε νερό!

 

— Εσύ πρέπει να είσαι αλυσοδεμένος! — έλεγε θυμωμένη η Ντόμνα Καρπόβνα. —Πώς θα ήσουν; Τι φταίει το καημένο το σκυλί;

 

«Μάσκι» — έτσι, η Ντόμνα Καρπόβνα, αποκαλούσε τις υπηρετριούλες — όταν την έβλεπαν να περπατά στο δρόμο, άρχιζαν βιαστικά να ρίχνουν το γάλα στα πιατάκια για τις γάτες, λέγοντας πριν: αν ξάφνου, η ευλογημένη, έρθει εδώ; Θα με δείρει! Μερικές φορές η Ντόμνα έπαιρνε τα σκυλιά και τα πήγαινε κάπου έξω από την πόλη. Μερικές φορές για μια ή για δύο εβδομάδες. Έλεγαν, ότι τα πήγαινε στο δάσος ή στα χωράφια — και εκεί προσευχόταν.

 

Μια εθελοντικά κρατούμενη

 

Στη Ντόμνα Καρπόβνα, άρεσε επίσης να περπατάει στους δρόμους του Τομσκ και να τραγουδά πνευματικά τραγούδια. Ειδικά κοντά στο αστυνομικό τμήμα. Η αστυνομία προσπάθησε να την αγνοήσει, όσο μπορούσε, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να συλληφθεί η ταραχοποιός. Και αυτό ήταν το μόνο που εκείνη χρειαζόταν. Έβγαζε φαγητό από τις τσάντες της και το μοίραζε στους κρατούμενους. Όταν έμαθαν, ότι η Ντόμνα επέστρεψε στην αστυνομία, οι δωρητές έφταναν με τις αράδες — έφερναν πίτες, κρέπες, τηγανίτες, κουλούρες, τσάι και ζάχαρη. Όπως έγραψε, το 1882, ο ιεραπόστολος του Αλτάι, πρωθιερέας Μιχαήλ Πουτίντσεβ, στην εφημερίδα «Καταστάσεις της Επισκοπής του Τομσκ»: «οι στρατιώτες της αστυνομίας, νομίζοντας, ότι η Ντόμνα Καρπόβνα είχε χρήματα, έψαξαν επιμελώς τα κουρέλια της, αλλά, εκτός από πέτρες και πριονίδια με κοπριά, δεν βρήκαν τίποτα. Όταν η Ντόμνα Καρπόβνα αφέθηκε ελεύθερη, οι συγκρατούμενοί της, την συνόδευαν μερικές φορές με δάκρυα και, με την απλότητα της καρδιάς τους, της ευχήθηκαν να επιστρέψει στην αστυνομία το συντομότερο δυνατό».

 

Εν ολίγοις, οι κάτοικοι της πόλης συνειδητοποίησαν σύντομα, ότι η Ντόμνα Καρπόβνα δεν ήταν τρελή, ούτε μια συνηθισμένη ζητιάνα. Ήταν μια σαλή. Και η σαλότητα, δεν είναι ανοησία, ούτε χαζομάρες, ούτε απλώς ανούσια λόγια και τραγούδια, αλητεία και επαιτεία. Αυτή είναι μια υπηρεσία. Ένα κατόρθωμα. Ένα μεγάλο έργο της ψυχής. Οι ευλογημένοι αποκαλύπτουν την αλήθεια του Θεού στους ανθρώπους με την παράξενη, μερικές φορές συγκλονιστική συμπεριφορά καθώς και την ασυνήθιστη εμφάνισή τους. Όχι μάταια οι σαλοί ονομάζονται άνθρωποι του Θεού ή σαλοί για χάρη του Χριστού.

 

Τι το συγκλονιστικό, αλλά και προκλητικό υπήρχε στην Ντόμνα Τόμσκαγια; Πώς αυτή διαπέρασε τα πιο σκληρά κελύφη των ακαλλιέργητων ψυχών;

 

Συνεχίζεται…

 

Ναταλία Χαρπαλιόβα

Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Κωνσταντίνος Θώδης

 

foma.ru

 

9/9/2024


https://gr.pravoslavie.ru/163311.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: