Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ ΤΟΥ


Ένα μήνα, περίπου, προ της εκδημία του, ο π. Ιάκωβος μου ενεπιστεύθη, πρωινές ώρες έξω από το καθολικό της Μονής, το έξης σημαντικό περιστατικό-όραμα.
Έξαφνα κ. Δημήτρη μου βρέθηκα ενώπιον Αρχιερέως, ολόφωτου, καθήμενου επί μεγαλόπρεπους θρόνου και δίπλα του, σε χαμηλότερο επίπεδο, καθόταν ο γραμματεύς του. Εγώ καθόμουνα μόνος, μπροστά και χαμηλά, σε εδώλιο, Όπως κάθονται οι κατηγορούμενοι στα δικαστήρια. Τότε ο Αρχιερεύς λέγει στον γραμματέα του: «Διάβασε το βιβλίο του π. Ιακώβου από την αρχή». και ο Γραμματεύς άρχισε να διαβάζει όλες τις πράξεις μου, πού ήταν καταγεγραμμένες στο βι­βλίο αυτό από την παιδική μου ηλικία. Κάποια στιγμή λέγει ο Γραμματεύς στον Αρχιερέα: «Δεν έχει τί­ποτε άλλο ο π. Ιάκωβος». και ο Αρχιερεύς του λέ­γει: «Πώς δεν έχει. Για γύρισε στην σελίδα 264 και διάβασε». Τότε γύρισε στην σελίδα αυτή και διάβασε τα έξης: «Όταν ήταν μικρό παιδί, ηλικίας 7 ετών, στο χωριό του Φαράκλα της Ευβοίας, βρήκε πεταμέ­νο, στο δρόμο, ένα καινούργιο τενεκεδένιο γυαλιστερό κουτάκι φωτοβολίδων του στρατού, το οποίο, επειδή του άρεσε, είπε: «Δεν το πηγαίνω στον καλό ιερέα του χωρίου μας να βάζει μέσα το λιβανάκι της Εκ­κλησίας;» Κάτι πού έκανε. «Εσύ», λέγει ο Άρχιε­ρεύς στον Γραμματέα του αυστηρά, «την θεωρείς ασήμαντη την πράξη αυτή και δεν την αναφέρεις;». Εγώ κ. Δημήτρη μου, πού να θυμάμαι, έπειτα από 60 χρόνια, αυτή την πράξη πού έκανα ως παιδί. Άλλα · να σου πω την αλήθεια, βασάνισα την μνήμη μου και
την θυμήθηκα. Έτσι είχε γίνει ακριβώς.
Ρώτησα, πριν λίγα χρόνια, πανεπιστημιακό καθηγητή-θεολόγο. Τόση αξία είχε ένα τενεκεδένιο κουτάκι, πεταμένο στο δρόμο; και εκείνος μου απήντησε: «Δεν έξετιμήθη από τον Αρχιερέα ή ασήμαντη χρηματική αξία του αντικειμένου, αλλά ή αγαθή προαίρεσις του δωρητού. Ας μην ξεχνάμε το δίλεπτο-κοδράντη της χήρας στο Ευαγγέλιο (Γαζοφυλάκιον)· (Μάρκ. ιβ, 42).
Μετά λίγες ήμερες από την οπτασία, ο π. Ιάκω­βος, το απόγευμα της εορτής των Εισοδίων της Θεο­τόκου (21.11.1991), εξεδήμησεν προς Κύριον, μέσα στο κελλί του, παρουσία πνευματικών του παιδιών, όπως είχε πει σε φίλους του προσκυνητές το πρωί της ημέρας εκείνης.
και μάλιστα, την ώρα πού ο χειροτονηθείς το πρωί στο χωριό Φύλα της Χαλκίδος, από τον τότε Μητρο­πολίτη Χρυσόστομο σε πρεσβύτερο, μοναχός Ιάκωβος εισήρχετο στη Μονή. Έτσι, ένας ιερομόναχος Ιάκω­βος έφευγε και ένας νέος ιερομόναχος Ιάκωβος ήρχετο στη Μονή.
Μετά δύο ημέρες έγινε ή ταφή του π. Ιακώβου στην αυλή του καθολικού, στην ανατολική πλευρά, όπου υπάρχει και ο τάφος του σήμερα, παρουσία χιλιάδων προσκυνητών και πνευματικών του παιδιών. Δύο πράγ­ματα θα μου μείνουν, από τις σκηνές εκείνες, αλησμό­νητα:
α) ο πολύς κόσμος πού κρεμόταν από σκάλες, ταράτσες, παράθυρα, τοίχους, μπαλκόνια κ.λπ.
και β) ή ζωντάνια με την οποία φώναξαν όλοι μαζί, συγχρονισμένα τρεις φορές «Άγιος, Άγιος, Άγιος» την ώρα πού τον κατέβαζαν στον τάφο. Δεν υπήρξε δε ένας από τους παρόντες πού να μην έκλαψε ή δάκρυσε. Τουλά­χιστον γύρω στον τάφο, πού βρισκόμουνα με όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, πνευματικά του παιδία.
Δεν είχα την πρόνοια ή την περιέργεια να ρωτήσω τον π. Ιάκωβο: «και ή απόφαση πού έβγαλε ο επί του Θρόνου Καθήμενος Άρχιερεύς, πού προφανώς ήταν ο Κύριος, κριτής ζώντων και νεκρών, ποια ήταν;» Όμως, το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, χαρούμενο, φω­τεινό, πού σήμαιναν ότι ή απόφαση ήταν για αυτόν δικαιωματική, μισθαποδοτική και όχι καταδικαστική.

Επί πλέον τα εκ δικαστικών λειτουργών πνευμα­τικά του παιδιά βγάλαμε τα έξης, από το όραμα, δι­δάγματα: α) ο π. Ιάκωβος εκρίθη εν ζωή ακόμη ων, ο Κύριος είπεν «Αμήν, Αμήν λέγω υμίν ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με έχει (όχι εξει) ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μετεβέβηκεν (έχει ήδη μεταβεί) εκ του θανάτου εις την ζωήν» (Ίωάν. ε, 24),
β) για τον καθένα μας τηρείται ίδιον βιβλίο στους ουρανούς, στο οποίο καταγράφονται όλες οι πράξεις μας, από τις πιο σοβα­ρές έως τις πιο απλές και γ) άλλη αξιολόγηση- εκτίμηση των πράξεων μας γίνεται εδώ στη γη (κοσμική) και άλλη στους ουρανούς (πνευματική).

Ή νέα γυναίκα από την Μακεδονία, πού έκλαιγε με λυγμούς.
Είχα, κατ' εξαίρεση, το μεγάλο προνόμιο να επισκέ­πτομαι τον Γέροντα στο κελλί του, οπότε ήθελα. Το κελλί βρισκόταν στην ανατολική πτέρυγα της Μονής και ήταν ένα δωμάτιο τετράγωνο, ούτε μεγάλο, ούτε μικρό. Ταπεινό, απέριττο, φτωχικό. Ένα κρεβάτι από τέσσερις σανίδες στην ΝΑ γωνία, δύο κουβέρτες απλές, φτωχικές, μια καρέκλα, ένα τζάκι παλαιό χωριάτικο, στο περβάζι του οποίου υπήρχαν χαρτονομίσματα σε μασούρια και ένα χαρτάκι με το όνομα του πτωχού που προοριζόταν. Πολλές εικόνες στους τοίχους, απλές του Κυρίου, της Παναγίας και Αγίων. Κάποτε καθόμαστε στο πάτωμα, στρωμένο με κουρελούδες, ακουμπούσαμε δε στο κρεβάτι, κι ακούγαμε λόγους πνευματικούς.
Μια φορά ήταν εκεί και ή ανιψιά του Μαρία, κόρη της αδελφής του Τασούλας και σύζυγος του πλοιάρχου του Ε.Ν. Θεόδωρου Μ., ευσεβής, ευγενική χριστιανή, με μια οικογένεια τετραμελή, υπόδειγμα ήθους, καλοσύνης και ευγένειας. Χτύπησα την πόρτα, μπήκα και μου λέγει ο Γέροντας «κάθισε μαζί μας κύριε Δημή­τρη μου». Κάθισα κι εγώ κάτω και κάναμε μια από τις ωραιότερες πνευματικές συζητήσεις με τον Γέροντα.
Βγαίνοντας, όμως, από το κελλί του, δεν ξεύρω με­τά πόση ώρα, βλέπω απέναντι στον τοίχο της εκκλησίας, να στέκεται μια ευγενική, νέα γυναίκα, 35 περί­που ετών, ή οποία είχε κάτω το κεφάλι και έκλαιγε με λυγμούς. Την λυπήθηκα, αλλά έκανα να φύγω από διάκριση. Επηρεασμένος, όμως από την σεμνή εμφά­νιση και την μεγάλη συγκίνηση της, την ρώτησα «τι έχετε; μήπως μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;». Κι εκείνη μου απάντησε: «Κύριε, κατάγομαι από την πό­λη .... της Μακεδονίας κι έρχομαι για τρίτη φορά να συναντήσω τον π. Ιάκωβο, επειδή έχω σοβαρό οικογε­νειακό πρόβλημα και θέλω την συμβουλή του. Άλλα οι Πατέρες μου λένε πώς δεν μπορεί να με δεχθεί, επει­δή είναι άρρωστος. και το γεγονός ότι θα γυρίσω στο σπίτι μου άπρακτη, για τρίτη φορά, με σκοτώνει».
Συγκινήθηκα, κι αμέσως επέστρεψα στο κελλί του Γέροντα και του ανέφερα την περίπτωση. Κι ο Γέροντας μου είπε: «Αμέσως νάρθει κ. Δημήτρη μου».
Πήγα και την ειδοποίησα. Ανάσανε, λέγουσα χίλια ευχαριστώ.
Σε λίγο μπήκε στο κελλί του Γέροντα και εξιστόρησε την περίπτωση της. Ήταν παντρεμένη με 3 μικρά παιδιά. Ό σύζυγος της, καλός μέχρι πρότινος, ήταν βιο­τέχνης και είχε οικονομική ευχέρεια. Περνούσαν καλά, αλλά τελευταία «ξελογιάστηκε» με μία μικρή υπάλλη­λο κι άλλαξε συμπεριφορά. Εκνευρισμοί, βρισιές, απου­σίες από το σπίτί, ξενύχτια κ.λπ. Πράγματα πρωτο­φανή. Δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει. Να υπομένει, να καταφύγει στα Δικαστήρια για διαζύγιο, τι να κάνει; Γιατί και ή υπομονή έχει όρια, έλεγε.
Ό Γέροντας, αφού την άκουσε με υπομονή και προσοχή, της είπε τα έξης: «Άκουσε κυρία Μαρία, έχεις χίλια δίκαια, δυστυχώς είναι φαινόμενο της εποχής μας. Εσύ να παραμείνεις ήρεμη και να κάνεις υπο­μονή. Να μην αλλάξεις συμπεριφορά. Αγάπη, σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Όχι καυγάδες, αντιδικίες, δι­καστήρια. Θα διευρύνουν το χάσμα. Η καλή σου συ­μπεριφορά θα τον προβληματίσει, θα βαρεθεί την μι­κρή και θα γυρίσει στα παιδιά του. Γι' αυτό ηρεμία, υπομονή, αγάπη και προσευχή, να τον φωτίσει ο Θεός. θα προσευχηθώ κι εγώ».

Δεν υπάρχουν σχόλια: