«Τ’ AKOYΣ ΠΡΟΔΡΟΜΑΚΟ μου;» τὸν συμβούλεψε τότες ἡ κυρα-Μάρω. «Σαλεμένος-ξεσαλεμένος, πήγαινε ἐκεῖ στὸ ’γει ονομικό, μπᾶς καὶ σοῦ δώσουνε καμιὰ σύνταξη. Δίνει, ἔμαθα, ὁ ΙΚΑΣ καὶ στοὺς κουζουλούς. Τί ἔχεις νὰ χάσεις; Ἐδῶ τὴν παίρ νουν οἱ γνωστικοί, γιατί νὰ μὴν πάρεις κι ἐσύ; Ψίχουλα θέ’ νά ’ναι, μὰ κατιτὶς εἶναι κι αὐτό, γιὰ νὰ πορεύσεις ἀπὸ ’δῶ καὶ μπρὸς τὸν βιό σου. Ποιὸς θὰ σὲ φροντίζει τώρα;»
Μὲ τὸ λέγε-λέγε τὸν ἔπεισε.
Ὄχι πὼς εἶχε τὴν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ μὴν ψοφήσει τῆς πείνας. Μὰ ἔπρεπε κιόλας νὰ ἀναγνωριστεῖ γιὰ τὴ σαλότητά του καὶ νὰ τόνε γράψουνε στὸν ἐπίσημο κατάλογο τῶν τρελῶν. Ἔτσι θὰ ἦταν μὲ τὸ χαρτὶ καὶ μὲ τὴ βούλα ἀπαλλαγμένος ἀπ’ τὸ σαμάρι καὶ τὴν τυραγνιὰ τοῦ κόσμου καὶ θὰ μποροῦσε νὰ περπατᾶ καὶ νὰ τρέχει ὅπου τοῦ καπνίσει, δίχως κανεὶς νὰ μπορεῖ νὰ τοῦ σταθεῖ ἐμπόδιο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου