Η ΣΤΕΨΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥΗΛ (1392)
Ακριβώς ένα χρόνο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Ιωάννη Παλαιολόγου ανεβαίνει στο θρόνο του Βυζαντίου ο γιος του Μανουήλ. Τη μεγαλοπρεπή τελετή στο ναό της Αγίας Σοφίας παρακολούθησε ο Ρώσος μοναχός Ιγνάτιος και περιγράφει με ζωντάνια όλες τις γραφικές λεπτομέρειες στο κεφάλαιο του ανεκτίμητου οδοιπορικού του πού έχει τίτλο : «Ή στέψη του αυτοκράτορα Μανουήλ και της αυτοκράτειρας». Πρόκειται για αυθεντική, άμεση μαρτυρία, πειστικότερη και πιο αξιόπιστη από τις αφηγήσεις των Βυζαντινών χρονογράφων και ιστορικών.
«Το έτος 6898, ( αντιστοιχεί στο 1389-1390 μ.χ) Φεβρουαρίου 20, ημέρα Κυριακή, ο Άγιος Πατριάρχης Αντώνιος έστεψε τον αυτοκράτορα Μανουήλ και την αυτοκράτειρα. Το θέαμα ήταν επιβλητικό.
»την παραμονή έγινε ολονύχτια λειτουργία στην Αγία Σοφία. την αυγή πήγα κι εγώ και βρήκα κιόλας πολύν κόσμο. Οι άντρες είχαν πάρει θέση στο εσωτερικό της εκκλησίας και οι γυναίκες στις εξέδρες.
»Ή τελετή ήταν αριστουργηματικά οργανωμένη. Οι γυναίκες είχαν τοποθετηθεί πίσω από διαφανή μεταξωτά παραπετάσματα. Κι' ενώ δε μπορούσε κανείς να δή τις χάρες των ωραίων, ωχρών προσώπων τους, εκείνες έβλεπαν τα πάντα στο ναό.
»οι ψαλτάδες στέκονταν όρθιοι, ντυμένοι μεγαλόπρεπα. Φορούσαν μακριά και πλατειά φελόνια και στη μέση ζώνες. τα μανίκια ήταν κι' αυτά φαρδιά και μακριά, άλλα δαμασκηνά και άλλα από μετάξι με επωμίδες στολισμένες με δαντέλες, χρυσάφι και μαργαριτάρια. στο κεφάλι φορούσαν πίλους μυτερούς στολισμένους με δαντέλες. Ήταν πολυάριθμοι και στέκονταν ασάλευτοι, έτσι πού θαρρούσες πώς έβλεπες εικόνες ζωγραφιστές. Ό πρωτοψάλτης ήταν ένας άντρας καταπληκτικής ομορφιάς με μαλλιά άσπρα, σαν Το χιόνι.
«Υπήρχαν εκεί Φράγκοι τού Γαλατά, Βυζαντινοί, Ρωμαίοι, Ισπανοί, Γερμανοί, Γενοβέζοι, Βενετοί και θαύμαζες νά τούς βλέπεις. Στέκονταν σε δυο σειρές, και καθένας είχε Το έμβλημα τής χώρας του. Άλλοι φορούσαν στολές από πορφυρό βελούδο, άλλοι από βελούδο κερασί κι' άλλοι από βελούδο βαθυγάλαζο. από Το λαιμό τους κρέμονταν χρυσά ή μαργαριταρένια περιδέραια και χρυσές καδένες. Δεξιά, κάτω από τα υπερώα, είχε στηθεί μία εξέδρα με ολοπόρφυρο κάλυμμα. Πάνω στην εξέδρα υπήρχαν δύο χρυσοί θρόνοι.
»Ό αυτοκράτορας μπήκε στο ναό από την πρώτη μεγάλη θύρα της εισόδου πού ονομάζεται αυτοκρατορική. στο μεταξύ οι υμνωδοί έψελναν έναν ύμνο θαυμαστής μελωδίας.
»'Η αυτοκρατορική πομπή προχωρούσε τόσο αργά πού χρειάστηκαν τρεις ώρες για νά καλύψει την απόσταση από τη μεγάλη πύλη ως Το θρόνο. Δώδεκα ένοπλοι άντρες, σιδερόφραχτοι από την κορυφή ως τα νύχια βάδιζαν γύρω από τον αυτοκράτορα. Μπροστά του προχωρούσαν δύο μακρυμάλληδες σημαιοφόροι με τα αυτοκρατορικά λάβαρα. τα κοντάρια των σημαιών, οι στολές τους και τα κάπελα τους ήταν κατακόκκινα. Ακόμη πιο μπροστά βάδιζαν οι κήρυκες. οι λαβές των ράβδων τους ήταν ασημένιες και καταστόλιστες από μαργαριτάρια.
»Ό αυτοκράτορας ανεβαίνει στο θρόνο, περιβάλλεται την αυτοκρατορική πορφύρα, περιζώνεται Το αυτοκρατορικό διάδημα και φοράει Το στέμμα με τον οδοντωτό γύρο. Έπειτα κατεβαίνει από Το θρόνο και μαζί με την αυτοκράτειρα κάθονται στα χρυσά καθίσματα.
»Κι' αμέσως αρχίζει ή θεία λειτουργία. Το αυτοκρατορικό ζευγάρι είναι καθισμένο στους χρυσούς θρόνους. Πριν από την έξοδο των Τιμίων Δώρων δύο αρχιεπίσκοποι πλησιάζουν τον αυτοκράτορα και κλίνοντας την κεφαλή, του απευθύνουν χαιρετισμό. Ό αυτοκράτορας σηκώνεται και προχωρεί προς Το Ιερό. Προπορεύονται οι σημαιοφόροι. Γύρω του βρίσκονται πάντοτε οι δώδεκα σιδερόφραχτοι.
»Ό αυτοκράτορας μπαίνει στο Ιερό. οι δυο σημαιοφόροι και οι ένοπλοι παίρνουν θέση μπροστά από τις δύο πλευρές της Ωραίας Πύλης.
«Μόλις βγαίνουν τα Τίμια Δώρα ο αυτοκράτορας προχωρεί με μία λαμπάδα στο χέρι. Ό πατριάρχης Αντώνιος μένει στη θέση του, στη μέση του ναού. Ύστερα πατριάρχης και αυτοκράτορας ανεβαίνουν στον άμβωνα. Φέρνουν στον πατριάρχη σ' ένα δίσκο τα δύο αυτοκρατορικά στέμματα. Δύο αρχιδιάκονοι ευλογούνται από τον πατριάρχη, πλησιάζουν την αυτοκράτειρα και της απευθύνουν βαθύ χαιρετισμό. Ή αυτοκράτειρα έρχεται στη βάση του άμβωνα. Ό πατριάρχης κρεμά τότε ένα σταυρό στο λαιμό του αυτοκράτορα και του δίνει έναν άλλο σταυρό στο χέρι. Ύστερα ο πατριάρχης παίρνει Το αυτοκρατορικό στέμμα, ευλογεί τον αυτοκράτορα, τοποθετεί την κορώνα στην κεφαλή του και δίνοντας του την άλλη κορώνα τον προστάζει νά κατέβει και νά την αποθέσει στην κεφαλή της αυτοκράτειρας. Ό αυτοκράτορας στέφει την αυτοκράτειρα, χαιρετά από τη βάση του άμβωνα τον πατριάρχη με Το χέρι και με Το στέμμα. Ό πατριάρχης όρθιος στον άμβωνα, ευλογεί από μακριά Το αυτοκρατορικό ζεύγος κι' εκείνοι του ανταποδίδουν Το χαιρετισμό. Έπειτα γυρίζουν στις θέσεις τους και κάθονται στους χρυσούς θρόνους.
»Ό πατριάρχης μπαίνει στο Ιερό από την Ωραία Πύλη και συνεχίζει τη θεία λειτουργία. Μόλις ακούγεται Το χερουβικό, οι αρχιδιάκονοι ξαναπλησιάζουν τον αυτοκράτορα και του απευθύνουν χαιρετισμό όπως την πρώτη φορά. Ό αυτοκράτορας σηκώνεται με ευλάβεια και φόβο και μπαίνει στο Ιερό. Προχωρεί μπροστά από τα Τίμια Δώρα κρατώντας μία λαμπάδα στο χέρι κι' ακολουθεί όλος ο κλήρος με την καθιερωμένη τάξη.
))Ή πομπή των Τιμίων Δώρων διαρκεί όσο και Το χερουβικό. Ξαναμπαίνοντας στο Ιερό ο αυτοκράτορας θυμιατίζει την Αγία Τράπεζα. Θα μείνει στο ιερό ως τη στιγμή της Αγίας Κοινωνίας. Τον πλησιάζουν πάλι οι αρχιδιάκονοι και του απευθύνουν νέο χαιρετισμό.
»Κι' όταν ή αυτοκράτειρα κατεβαίνει από την εξέδρα του θρόνου Όλο Το εκκλησίασμα ορμά και ξεσχίζει Το ύφασμα πού καλύπτει Το θρόνο και καθένας αγωνίζεται νά κράτηση ένα κομμάτι. Ή αυτοκράτειρα μπαίνει στο ιερό από την μεσημβρινή πύλη για νά μεταλάβει. όσο για τον αυτοκράτορα, εκείνος Θα κοινωνήσει μαζί με τον κλήρο στην Αγία Τράπεζα από τα χέρια του πατριάρχη.
»Ύστερα ο πατριάρχης αφήνει Το Ιερό και γυρίζει στον πατριαρχικό θρόνο του. εκεί πηγαίνει ο αυτοκράτορας ντυμένος τον βασιλικό μανδύα και φορώντας Το στέμμα στην κεφαλή. Ό πατριάρχης ευλογεί Το αυτοκρατορικό ζεύγος και καλεί τον αυτοκράτορα νά άγρυπνη για την αιωνιότητα της ορθοδοξίας, τον εξορκίζει νά σέβεται τούς παλιούς νόμους, νά μην αξιώνει εκείνο πού δεν του οφείλουν, νά τον συνεχή ο φόβος του Θεού και νά θυμάται τον θάνατο διότι «χους ει και εις χουν απελεύσει».
«Κανένας δεν τολμά νά πλησίαση τον αυτοκράτορα για νά τον συγχαρεί ύστερα απ’ αυτά τα λόγια του πατριάρχη, ούτε πρίγκιπες, ούτε μεγιστάνες, ούτε στρατηγοί. Ξαφνικά τον κυκλώνουν οι μαρμαράδες και ταφοποιοί πού ήρθαν νά του παρουσιάσουν δείγματα μαρμάρου και πέτρας και τον ρωτούν από ποιο προτιμάει ή Μεγαλειότης του νά χτισθή Το μνήμα του, ενθυμίζοντας του την παραβολή ότι ο άνθρωπος είναι θνητός και περαστικός άπ' αύτη τη μάταιη ζωή, πού τόσο γρήγορα χάνεται. του έλεγαν : «Πρόσεξε την ψυχή σου, κυβέρνα με ευλάβεια την αυτοκρατορία σου. Νά έχεις ταπεινοσύνη στη μεγαλοσύνη σου. Φοβού τον Κύριο και έσο ταπεινός και φιλάνθρωπος. Και ή Θεία Χάρη Θα σε σώση».
»Τότε τον πλησίασαν οι πρίγκιπες, οι στρατηγοί, οι ιερείς και όλοι οι ευγενείς και του είπαν ό,τι συνηθίζεται σ' αυτές τις περιστάσεις.
»Ύστερα από τη στέψη ο αυτοκράτορας, αφού πήρε την ευλογία του πατριάρχη βγήκε από Το ναό μετά φόβου Θεού. Και καθώς έβγαινε, ο λαός τον έραινε με χρυσά νομίσματα. τα πετούσε με τις χούφτες, έτσι πού έπεφταν σαν βροχή πάνω στην αυτοκράτειρα».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ . ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ. ΤΟΜΟΣ Α
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου