ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η Αγιορειτική Βιβλιοθήκη πήρε την πρωτοβουλία για την έκδοση μιας σειράς μοναστηριακών οδηγών, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και ο παρών συνοπτικός οδηγός «Τα μοναστήρια της Κύπρου». Σκοπός της σειράς αυτής είναι να γνωρίσουν οι νεότεροι αγιορείτες αλλά και όλοι οι ενδιαφερόμενοι την ιστορία, το εύρος και την ποικιλία του ορθόδοξου μοναχισμού. Τη σειρά άνοιξε ο οδηγός «Τα μοναστήρια του Στρυμόνα και της Ροδόπης» και έχουν προγραμματισθεί και άλλες εκδόσεις.
Βέβαια, ο οδηγός των μοναστηριών μίας ευρύτερης περιοχής δεν υποκαθιστά το προσκύνημα. Αντιθέτως, σκοπός του είναι να το προετοιμάσει. Ο οδηγός δικαιώνει την ύπαρξή του και τον κόπο της εκπόνησής του αν διευκολύνει τον προσκυνητή που επισκέπτεται τα μοναστήρια και αν συμβάλει στη δημιουργία της ψυχικής διεργασίας που οδηγεί στο προσκύνημα.
Όπως έχει δείξει η επεξεργασία των παλαιών περιηγητικών κειμένων, το προσκύνημα είναι μια ψυχική και πνευματική διεργασία που ξεκινά πολύ πριν από το ταξίδι, μία πορεία η οποία ακολουθεί διαφορετικούς νόμους από τη φυσική μετακίνηση. Ο προσκυνητής διαμορφώνει δύο εικόνες του τόπου που επισκέπτεται. Μία εκ των προτέρων (φανταστική-επιθυμητή εικόνα) και μία εκ των υστέρων (πραγματική-διορθωτική εικόνα). Η πρώτη εικόνα διαμορφώνει στερεότυπα και η δεύτερη τα καταργεί ή τα αναπαράγει. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο εικόνες συνιστά ένα πνευματικό και ψυχικό έλλειμμα, το οποίο δεν καλύπτεται πάντοτε. Ο καλός οδηγός των μοναστηριών βοηθά στην κάλυψη αυτού του κενού, αν όχι και στην εξάλειψή του. Επιτρέπει στον αναγνώστη να γνωρίζει εκ των προτέρων το εύρος και τον πλούτο του μοναστηριακού κόσμου που θα αντικρίσει κατά το προσκύνημα και αποτρέπει –αν είναι σωστός οδηγός- τη δημιουργία στερεοτύπων.
Ο μοναχισμός στην Κύπρο ανάγεται στον 4ο αιώνα, αλλά δεν είναι μόνον ιστορικό μέγεθος. Επιδεικνύει εκπληκτικές ικανότητες ανανέωσης και διατηρεί την ιδιοπροσωπία του. Οι μεγάλες μονές, όπως η μονή Κύκκου, η μονή Μαχαιρά και η μονή Σταυροβουνίου αποτελούν –ακόμη και αν δεν ληφθεί υπόψη το μέγεθος του κυπριακού χώρου και πληθυσμού- αξιοζήλευτα μοναστηριακά ιδρύματα, με εκπληκτική πληθώρα δραστηριοτήτων. Οι μοναχοί και οι μοναχές της Κύπρου είναι «ζηλωτές των πατρώων», φιλόξενοι και αποτελεσματικοί. Δεν αποζητούν το ευσεβές πρόσωπο, αλλά την ουσία της ευσέβειας. Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλλει το μεγάλο ενδιαφέρον του αρχιεπισκόπου και των μητροπολιτών της Εκκλησίας της Κύπρου για την ανανέωση των μονών, αλλά και οι αδελφικές σχέσεις που έχουν αναπτύξει οι μονές μεταξύ τους.
Ο οδηγός περιλαμβάνει ξεχωριστά λήμματα για κάθε ένα από τα μοναστήρια και τα ασκητήρια που η έρευνα εντόπισε στην Κύπρο. Στον κατάλογο των μονών και των ασκητηρίων έχουν ενσωματωθεί εκτός από τους τόπους μοναστικής άσκησης που εξακολουθούν να υφίστανται και εκείνοι που έχουν αφήσει κτηριακά ίχνη, όπως και άλλοι για τους οποίους διαθέτουμε μόνον γραπτές ή και προφορικές μαρτυρίες, χωρίς να γνωρίζουμε την ακριβή γεωγραφική θέση τους. Ένα σημαντικό πρόκριμα για κάθε οδηγό του είδους αυτού είναι να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα σε κραταιές μονές που δεν έπαψαν να λειτουργούν και στην ανάμνηση μονών που έχουν πάψει από αιώνες να υπάρχουν. Τα λήμματα συνοδεύονται με τη συναφή βιβλιογραφία και οπτικό υλικό, το οποίο συγκεντρώθηκε –στις περισσότερες περιπτώσεις- με αυτοψία, στη διάρκεια των προσκυνημάτων που πραγματοποίησαν οι συντάκτες του καταλόγου στους άγιους τόπους της Κύπρου. Έτσι, ο αναγνώστης είναι σε θέση να αντιληφθεί τα κυριότερα στοιχεία κάθε μονής και να δημιουργήσει μόνος του την εικόνα του ιδρύματος που θα επιδιώξει να προσκυνήσει.
Το υλικό του τόμου ταξινομήθηκε αναλόγως με τη διοικητική οργάνωση της Εκκλησίας της Κύπρου και τη γεωγραφική διαίρεση του χώρου ανάμεσα στις επαρχίες της. Ανεξάρτητα από τυχόν γεωμορφολογικές ιδιαιτερότητες, εφαρμόσθηκε χωρίς εξαιρέσεις ο κανόνας της κατάταξης των μονών στα όρια κάθε μητρόπολης ή χωρεπισκοπής. Η κατάταξη αυτή ακολουθήθηκε και στη χαρτογραφική παρουσίαση των μονών, που εκπονήθηκε για κάθε κεφάλαιο, ώστε να έχει ο αναγνώστης τη γεωγραφική εικόνα κάθε περιοχής.
Έτσι, μετά από την ιστορική εισαγωγή στο μοναχισμό της Κύπρου, ο τόμος διαιρείται στα εξής κεφάλαια: 1) Μοναστήρια της Αρχιεπισκοπής [Μοναστήρια Σταυροπηγιακά και Μοναστήρια της Λευκωσίας και των πέριξ], 2) Μοναστήρια της Πάφου, 3) Μοναστήρια της Λάρνακας, 4) Μοναστήρια της Κερύνειας, 5) Μοναστήρια της Λεμεσού, 6) Μοναστήρια της Μόρφου, 7) Μοναστήρια της Αμμοχώστου, 8) Μοναστήρια της Τηλλυρίας, 9) Μοναστήρια της Ταμασού Λευκωσίας, 10) Μοναστήρια της Τριμυθούντος και των Λευκάρων, 11) Μοναστήρια της Καρπασίας, 12) Μοναστήρια της Αρσινόης Χρυσοχούς, 13) Μοναστήρια της Αμαθούντος Λεμεσού, 14) Μοναστήρια Aγιοταφίτικα, 15) Μοναστήρια Σιναΐτικα, 16) Μοναστήρια Γεωργιανά και 17) Ασκητήρια.
Τη χρησιμότητα του ανά χείρας οδηγού θα την κρίνει ο αναγνώστης. Για τους συντάκτες η εκπόνησή του δεν ήταν μόνο ένα χρήσιμο έργο, αλλά και μια ευκαιρία να αναβιώσουν τις στενές σχέσεις ανάμεσα στο Άγιον Όρος και τον κυπριακό μοναχισμό, να θυμηθούν την εγκαταβίωση δεκάδων μοναχών από την Κύπρο στα αγιορειτικά καθιδρύματα και να τιμήσουν την κτητορική ιδιότητα των Κυπρίων προς τον Άθω. Άλλωστε το παρόν έργο εκπονήθηκε στο πλαίσιο του Κοινοτικού προγράμματος «Άθως-Κύπρος. Σχέσεις και ωσμώσεις του αθωνικού μοναχισμού με την ανατολική Μεσόγειο», σκοπός του οποίου είναι η ανάδειξη της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς του Αγίου Όρους και της Κύπρου.
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου