ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΜΠΟΥΤΣΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΑΛΑΤΣΙΟΥ.
Τώρα να δούμε ποιά ήτο ή μητέρα πού γέννησε αυτόν τον μεγάλο ιεραπόστολο.
Αυτή γεννήθηκε το έτος 1878 στην κοινότητα Ασάου του νομού Μπακέου από μία οικογένεια ευσεβών γονέων, πού ονομάζονταν Γαβριήλ και Αικατερίνη Μπομπέικα. Από τα παιδικά της χρόνια ή μικρή Παρασκευή, όπως (ονομάσθηκε ή μητέρα του στο βάπτισμα της, ήτο ιδιαίτερα ευλαβής. Αυτή θα ήθελε να πάη στο μοναστήρι, αλλά οι γονείς της είχαν άλλη γνώμη. Την υπάνδρευσαν με τον Αναστάσιο Γερασιμέσκου, έναν υπάλληλο της δημαρχίας. Μαζί απέκτησαν οκτώ παιδιά, στα όποια έδωσαν σπάνια χριστιανική διαπαιδαγώγηση με πρότυπο την ίδια την ζωή τους. Εκείνο τον καιρό χρειάζονταν πολλά έξοδα και κόποι για να ακολουθήσει κάποιος ανώτερες σπουδές, αλλά το ζεύγος Γερασιμέσκου φρόντισαν όλα τα παιδιά τους ν' αποκτήσουν γνώσεις και μάλιστα μακριά από την πατρίδα τους. Δύο απ' αυτούς, ό Θωμάς και ό Νικόλαος, απεφάσισαν να γίνουν ιερείς για να μνημονεύουν στην ζωή τους και όλη την οικογένεια τους. Όμως, σύμφωνα με τις άγνωστες βουλές του Θεού, δεν άργησαν να έλθουν και οι σκληρές δοκιμασίες γι' αυτή την ευλογημένη οικογένεια. Όπως ό δίκαιος Ιώβ στην παλαιά εποχή έχασε απροσδόκητα όλα τα παιδιά του, έτσι και ή πραεΐα Παρασκευή, ή μέλλουσα μοναχή Παϊσία, σε λίγο διάστημα, έμεινε σχεδόν μόνη της από όλη την οικογένεια της. Κατά το έτος 1918, στην περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όταν είχε προσβάλει την Ρουμανία ό εξανθηματικός τύφος, απέθαναν στο άνθος της ηλικίας τους επτά από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Γερασιμέσκου. Απέθανε τότε και ό Νικόλαος, αυτός πού είχε αποφασίσει να γίνει ιερεύς, στην ηλικία των 21 ετών, την στιγμή πού περιποιείτο άλλους ασθενείς από την ίδια αρρώστια, στο νοσοκομείο του Μποτοσάνι. Ακόμη, πέθανε και ό πατέρας της οικογένειας, ό Αναστάσιος. Μόνο ό Θεός γνωρίζει πόσους πόνους και συμφορές γνώρισε αυτή ή μητέρα, όταν έβλεπε να είναι θαμμένα όλα σχεδόν τα αγαπημένα της πρόσωπα.
Αυτή όμως δεν άφησε τον εαυτό της να κυριευθή από την απελπισία, ούτε από το παράπονο ενώπιον του Θεού. Της είχε απομείνει μόνο το άλλο αγόρι, το όποιο ήθελε να γίνει ιερεύς, ό Θωμάς, ό όποιος τότε ήτο ηλικίας 15 ετών και σπούδαζε στο δεύτερο έτος της εκκλησιαστικής σχολής του Ιασίου. Οι δικοί του όμως τον παρότρυναν να φύγη από την σχολή και να έλθει μαζί τους, για να τον έχουν βοηθό τους στις ανάγκες και στα προβλήματα τους. Διότι, όπως ό δίκαιος Ιώβ πειράσθηκε από τούς δικούς του, την γυναίκα του, έτσι και ή δυστυχισμένη Παρασκευή ήπιε πολλά ποτήρια φαρμάκι από τούς δικούς της, πού της έλεγαν: «Εάν ό Θεός σου επήρε επτά παιδιά, γιατί τώρα να δώσεις σ' Αυτόν να σου πάρει το ένα και μονάκριβο πού σου απέμεινε; Αλλά αυτή, σ' όλες αυτές τις δοκιμασίες δεν έχασε την πίστη της, αλλά περισσότερο ενισχύθηκε, όπως φαίνεται από τις απαντήσεις πού έδινε στους άλλους κλαίουσα:
-Όπως θέλει ό Θεός, αλλά εγώ δεν θα πάρω το παιδί μου από την ιερατική σχολή του. Εάν είναι από τον Θεό προσκαλεσμένος, Αυτός και πάλι είναι Δυνατός να τακτοποίηση τα πάντα κατά τον καλύτερο τρόπο, και γι' αυτόν και για μένα.
Κατόπιν, αφήνοντας τα πάντα στην ελπίδα της στον Θεό, αναχώρησε με δάκρυα στα μάτια για να πέραση το υπόλοιπο της ζωής της στο μοναστήρι, έτσι όπως επιθυμούσε από την νεότητα της.
Ένα καιρό εργάσθηκε στο μοναστήρι Συχάστρια σαν λαϊκή, στο μαγειρείο, χωρίς να δεχθή χρήματα. Το έτος 1923 μετέβη στο μοναστήρι Μπουτσίουμ, του νομού Γαλατσίου, όπου τότε μονάζον 50 μοναχές και δόκιμες. Φύσις πραεϊα και υπομονετική, έκαμε υπομονή με ασυνήθιστο ζήλο σε ότι την διέταζαν. Στην εκκλησία ήτο πάντοτε παρούσα σε όλες τις ακολουθίες, ενώ τον κανόνα των προσωπικών της καθηκόντων στο κελί της ουδέποτε εγκατέλειπε. Υπηρέτησε σαν έκκλησιάρχισσα, μετά σαν προσφοράρισσα και πάντοτε με την ευχή στο στόμα και συχνά με δάκρυα μετανοίας.
Με το θέλημα του Θεού έκάρη μοναχή με το όνομα Παϊσία το 1923 και, μετά δέκα χρόνια, εξελέγη ηγουμένη για την αγία ζωή της. Και ανεδείχθη μία πρακτική και φιλόστοργη ηγουμένη των 50 καλογραιών, πού νουθετούσε στον δρόμο της σωτηρίας τους. Έχασε επτά παιδιά της, αλλά ό Θεός της έδωσε κοντά της επτά νέες μοναχές να την υπηρετούν και να την υπακούουν. Επτά χρόνια εργάσθηκε σαν ηγουμένη με το θέλημα του Θεού. Αρκετές από τις μοναχές της, επειδή προώδευσαν στην οδό του κοινοβίου, πήραν την ευλογία της ηγουμένης Παϊσίας και έζησαν σαν ασκήτριες στα βουνά του νομού Νεάμτς.
Και ευλόγησε ό Θεός το τέλος της ζωής της γερόντισσας Παϊσίας. Ένας ιερομόναχος από το Αγίων Όρος ήλθε στην Μονή και, κατά την επιθυμία της, της έδωσε το Μέγα και Αγγελικό Σχήμα. Το 1940 εγκατέλειψε την ηγουμενία και μετά τρία χρόνια αναχώρησε από τα επίγεια και παροδικά στα αιώνια και άφθαρτα, για να συναντηθεί με τα παιδιά της, πού τα είχε στείλει στον Θεό πριν αρκετά χρόνια. Ό γιός της π. Θωμάς προώδευσε στην αρετή και ανεδείχθη ένας μεγάλος ποιμένας και φωτιστής της μητροπόλεως Ρομάν. Ό ίδιος ό επίσκοπος του Ρομάν Λουκιανός, είχε ειπεί για την μητέρα του, την γερόντισσα Παϊσία: «Ή Γερόντισσα Παϊσία έχει ένα γιό σαλόν διά Χριστόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου