Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011
ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΣΥΝΑΞΙ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΌΡΟΥΣ
Στο Συνοδικό της Μονής την 20ή Αύγουστου 1998.
ΜΕΡΟΣ 1ον
Ό Γέροντας (Άρχιμ. Γεώργιος, Καθηγούμενος της Ί. Μονής μας): Εύλογητός ό Θεός ημών πάντοτε, νύν καί αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δόξα Σοι ό Θεός ημών. δόξα σοι.
Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας, ό πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, ό θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός, έλθέ και σκήνωσον έν ημίν και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος και σώσον Αγαθέ τάς ψυχάς ημών.
π. Ευσέβιος: Ευχαριστώ πάρα πολύ, πού μού δίνετε τον λόγο, αν και αισθάνομαι μειονεκτικότητα τώρα εδώ, μπροστά σε τόσους πατέρες, στον 'Άγιο Γέροντα και τόσους αδελφούς εδώ. Τί να πω εγώ, άσοφος ων; Λένε ότι πνευματική σοφία είναι ή σιωπή αλλά, αφού μου λένε, κάνω και εγώ υπακοή. Εσείς λοιπόν θα με υποστείτε για λόγους υπακοής. Yπακοή κι εγώ, υπακοή και σεις. Τώρα θέμα συγκεκριμένο δεν έχω. Δεν ήξερα ότι θα είχα αυτή την τιμή να σας μιλήσω.
Ό Γέροντας: Ευχαριστώ τον σεβαστό Γέροντα, τον π. Ευσέβιο, ό όποιος είχε την καλοσύνη να ανταποκριθεί στην παράκληση μου να έλθει να μας πει λόγον παρακλήσεως. Τον γνωρίζομε τον π. Ευσέβιο και από τις ομιλίες του και από τα βιβλία του, και εγώ με την χάρι του Θεού έχω και ένα ιδιαίτερο πνευματικό δεσμό μαζί του. Χαιρόμαστε ιδιαιτέρως πού είναι κοντά μας και ευχαριστούμε τον Θεό πού μας τον έφερε...
π. Ευσέβιος: Και εγώ ευχαριστώ πάρα πολύ...
Ό Γέροντας: Έπ' ευκαιρία λοιπόν πού ό σεβαστός Γέροντας είναι εδώ, θα τον παρακαλέσουμε και πάλι, να μας ειπεί «λόγον πνευματικόν και πάνυ ώφέλιμον, ίνα σωθώμεν».
π. Ευσέβιος: Πάντως, εγώ ιδιοτελώς έρχομαι, διότι με δέχονται με πολλή αγάπη. Το κανονικό θα ήτανε να έρθω, να ετοιμάσει ένας ένα τέτοιο παρόμοιο ξύλο κρανιάς -δεν σπάζει αυτό- και να μού δώση μερικές ξυλιές στην ράχη να διορθωθώ, και κατόπιν να υπακούσω... Αλλιώς εύκολη δουλειά είναι αυτή, να μιλήσει κανείς. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, εγώ θα έλεγα μήπως οι αδελφοί και οι πατέρες θέλουν κάτι να πουν, να ρωτήσουν;
Ό Γέροντας: Εγώ θα ρωτήσω πρώτος θα κάνω εγώ πρώτος μία ερώτηση.
Με την χάρι τού Θεού γίνεται αγώνας, όπως σε όλα τα μοναστήρια, και εδώ -και εδώ ίσως και λιγότερο από ότι άλλου-. Κάτι πού παρατηρείται είναι, ότι ξεκινάμε με ενθουσιασμό, με όρεξη, τα πρώτα χρόνια αγωνιζόμαστε, μετά όμως μάς πιάνει κάτι σαν βαριεστιμάρα, σαν ακηδία, σαν ραθυμία, σαν αμέλεια. Και βέβαια οι πατέρες πού έχουν φιλότιμο στενοχωρούνται γι' αυτό- είναι κάτι πού τούς κουράζει. Και θέλουμε να μάς πείτε και Σεις, πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτήν την κατάσταση, δεδομένου ότι δεν την θέλουμε.
π. Ευσέβιος: Θα ήθελα να παραπέμψω στην ομιλία, στο γράμμα πού γράφει ό όσιος Μάρκος ό ασκητής «προς Νικόλαον», στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας . Πάρα πολύ ωραίο κείμενο. Και εκεί μιλάει για τούς τρεις «γίγαντες» την λήθη, την άγνοια και την ραθυμία. Έχουν και χαρακτήρα ψυχολογικό αυτά, αλλά έχουν και χαρακτήρα πνευματικό. 'Αν μου επιτρέψετε, θα επιχειρήσω μια μικρή ανάλυση...
Ό Γέροντας: Το έχουμε ανάγκη αυτό, να μάς βοηθήσετε.
π. Ευσέβιος: Ή λήθη είναι ένα ψυχολογικό γεγονός, δηλαδή το ότι φεύγει από την μνήμη μας μία παράστασης, κάτι πού ξέρουμε. Αυτό είναι φυσιολογικό και απαραίτητο, διότι δεν μπορεί ή μνήμη μας να κράτηση τα πάντα θα επιβαρυνθεί πάρα πολύ. Επειδή είστε και ειδικοί εδώ στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ξέρετε, ότι δεν επιβαρύνουμε πολύ την μνήμη του υπολογιστεί. 'Αν την επιβαρύνουμε πολύ, δεν δουλεύει καλά ό υπολογιστής ή μας παρουσιάζει προβλήματα.
Λοιπόν, είναι απαραίτητη ή λήθη, διότι πρέπει να φύγουν από αυτήν μερικά πράγματα πού είναι άχρηστα. Έχουμε προσωρινή μνήμη, π.χ. ό αριθμός τάδε• 55.682. Εντάξει, το θυμάμαι τώρα. Η σε μία εβδομάδα ή σε μία μέρα ή σε μία ώρα το ξεχνάω. Αδύνατο να θυμάμαι όλα τα πράγματα. Έχουμε λοιπόν την ψυχολογική πλευρά της μνήμης, πού μία ιδιότητα της είναι ή λήθη. Έχουμε όμως και την πνευματική πλευρά, πού κατά την γνώμη μου παρουσιάζει το έξης στοιχείο: Ή λήθη αυτή είναι επί μέρους λήθη, δηλαδή, ένα πράγμα το όποιο δεν το ξεχνάω και ταυτόχρονα το ξεχνάω. Π.χ. δεν ξεχνάω ότι αυτό το πράγμα δεν το θέλει ό Θεός ή ότι είναι εντολή του Γέροντος ή ότι είναι κάτι το όποιο πρέπει να το ξέρω. Αλλά ξεχνάω κατόπιν, φεύγει από μέσα μου το βάρος της ευθύνης και λέω «δεν πειράζει, θα υποχωρήσω».
Αυτό το πράγμα παρουσιάζεται λίγο άντινομικό. Από την μία μεριά το θυμάμαι και από την άλλη μεριά δεν το θυμάμαι. Όταν έχω πλήρη την μνήμη, λέω: "Πώς θα το κάνω αυτό, αφού δεν το θέλει ό Θεός;". Όταν φύγει ή αίσθησης αυτή της ευθύνης απέναντι του Θεού, τότε το κάνω. Και είναι αυτό το όποιο λέω• "και το ξέρω και δεν το ξέρω• και το θυμάμαι και δεν το θυμάμαι".
Αυτή ή ειδική, ας το πούμε, καλλιέργεια της μνήμης, το να πω «πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο, και άμαρτήσομαι εναντίον του Θεού;» , πού είπε ό άγιος Ιωσήφ ό Πάγκαλος στην Παλαιά Διαθήκη, αυτό θέλει ειδική χάρι του Θεού. Το γεγονός αυτό έχει ώρισμένους χαρακτηρισμούς -δεν τούς θυμάμαι αυτή την στιγμή-, πού παρουσιάζουν αμέσως με μία φράσι την ενέργεια αυτής της αδυναμίας.
Το δεύτερο είναι ή άγνοια. Ή «άγνοια» είναι ή φυσική άγνοια• "δεν ξέρω κάτι". Π.χ. "δεν ξέρω που είναι το μοναστήρι του Οσίου Γρηγορίου". Μετά κάπου το μαθαίνω• φεύγει ή άγνοια. Υπάρχει όμως και ή άγνοια του θελήματος του Θεού. Εδώ, στην άγνοια του θελήματος του Θεού, παρουσιάζεται το έξης περίεργο πράγμα• "και ξέρω και δεν ξέρω". Αρχίζει να ξεθωριάζει μέσα μου αυτό, το όποιο, όταν πρώτη φορά το άκουσα, το δέχτηκα και εντυπώθηκε μέσα στην μνήμη μου. Κατόπιν όμως το ξεχνάω• το ξεχνάω εντελώς. Αν παρακολουθεί κανείς τον εαυτό του, θα δή• "μα, να μη το σκεφτώ αυτό το πράγμα, ότι αυτό είναι αμαρτία μεγάλη• πώς εκείνη την ώρα σκοτίζομαι;".
Έχουμε τρίτο στοιχείο, και αυτό είναι ή ραθυμία. Φαίνεται ότι από την ραθυμία αρχίζει ή πτώσις. Πολύ την χρησιμοποιεί ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος την ραθυμία. Το είχα δει, όταν έψαχνα να βρώ, τί λένε οι άγιοι Πατέρες για την «ραθυμία». Ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος την χρησιμοποιεί με την έννοια της αδιαφορίας, πού είναι ή μία πλευρά της ραθυμίας.
Ραθυμία πάλι είναι και ή έλλειψις συνεχούς έγρηγόρσεως και προσπάθειας να διατηρηθώ στην αρχική μου κατάσταση. Ή φυσική κατάστασις τού ανθρώπου, ή φυσική τάσις τού άνθρωπου είναι να ξεκινά με ορμή κάτι, αλλά σιγά-σιγά να υφίσταται μία ύφεση αυτό το πράγμα. Ή πνευματική ζωή ζητάει το αντίθετο. 'Αν αρχίσουμε, ας πούμε, με τον αριθμό ένα, πρέπει να πάω ή κατά αριθμητική ή κατά γεωμετρική πρόοδο. Εδώ πλέον είναι ή αδυναμία ή ανθρώπινη. Παρουσιάζεται αυτό το φαινόμενο: Έρχομαι στο μοναστήρι και, αφού μού πη όλα τα αρνητικά στοιχεία ό Γέροντας• "παιδάκι μου, θα αντέξεις; θα συνάντησης το ένα. το άλλο", τα δέχομαι και απαντώ• "θα 'ρθώ". Έρχομαι με την διάθεσι να θυσιαστώ.
Φτάνουμε στην ώρα της χειροθεσίας. Διαβάζει εκεί πέρα: «Θα κάνης αυτό;». «Ναι, τού Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ». «Εκείνο;». «Τού Θεού συνεργούντος». «Θα ύπακούσης στο μοναστήρι μέχρι θανάτου;». «Τού Θεού συνεργούντος, τίμιε πάτερ». Και πώς τα ξεχνάμε κατόπιν; Αρχίζει πλέον να δημιουργείται μία άλλη δυσκολία, διότι παρεμβαίνουν μέσα διάφορα άλλα παθολογικά στοιχεία. -Ό άγιος Ιωάννης ό Κασσιανός στον «περί φιλαργυρίας» λόγο του κάνει μία πολύ ωραία περιγραφή -. Μετά από λίγο λέει ό νέος μοναχός: "Βαρύς ό λόγος. 'Ά! δεν μπορεί να γίνει αυτό. Πολύ υπερβολικά τα λέει ό Γέροντας. Καλύτερα να φύγω, να πάω μόνος μου". Το πρώτο πού κάνει, μόλις περάσουν λίγα χρόνια: "Να φύγω, να πάω μόνος μου. Εκεί θα κάνω τις ακολουθίες μου -δεν θα έχω όλα αυτά τα πράγματα, συγκρούσεις κ.λπ.-• αγρυπνίες όσες θέλω. Δεν θα περιορίζομαι να διαβάζω μόνο δέκα ψαλμούς, πού μού λένε. Όπως έλεγε ό αδελφός τού αγίου Ιωάννου τού Κολοβού.
Το θυμάστε αυτό το ανέκδοτο; Δεν το θυμάστε; Θα το υπενθυμίσω. Θα επιστρέψω πάλι στον λόγο μου. Κάνω καμιά φορά μεγάλες παρεμβολές.
Ό άγιος Ιωάννης ό Κολοβός θεωρείται από τούς μεγάλους πατέρες. Πήγε με τον αδελφό του να μονάσουν -τον έλεγαν «Κολοβό», επειδή ήταν κοντός, άλλ' όσο ανάστημα τού έλειπε τόσο μυαλό είχε-, αλλά σαν παιδί πού ήταν, τον είχε πιάσει ενθουσιασμός. Όποτε, έκαναν τις ακολουθίες τους, κάνανε και εργόχειρο για να ζήσουν. "Αδελφέ", λέει στον αδελφό του, -σαν μεγαλύτερο, πού ήταν και ό Γέροντας-: "Γι' αυτό ήρθαμε εμείς έδώ πέρα; Για να ασχολούμαστε μ' αυτά τα πράγματα; Εμείς ήρθαμε εδώ για προσευχή. "Ήρθαμε για να ζήσουμε πνευματική ζωή. Δεν είναι δουλειά αυτή". "Κάθισε, παιδάκι μου, ήσυχος. Άκουσε αυτό πού σού λένε. Κάνε την δουλειά αύτη. Πώς θα ζήσουμε; Και θα κάνουμε και την άλλη, την πνευματική ζωή", τού έλεγε ό Γέροντας. "Όχι, εγώ θέλω μόνο προσευχή", έλεγε αυτός. Επέμενε ό Γέροντας. Δεν τον άκουγε. Όποτε τού λέει: "Τί να σού πω; Πήγαινε. Δεν μπορώ να σε κρατήσω με το ζόρι". Τον άφησε λοιπόν να φύγει. "Αλλά, σε παρακαλώ, ένα κανόνα μόνο να κράτησης: Δώδεκα ψαλμούς μόνο θα λες". "Έφυγε αυτός πολύ μακριά. Είπε τούς δώδεκα ψαλμούς... Δώδεκα ψαλμούς, πόση ώρα θέλουν να τούς πής; Όσο αργά και να τούς πής, σε μία ώρα θα τούς διάβασης. Πές τους σε δύο, πές τους σε τρεις. Τις υπόλοιπες ώρες τί θα κάνης; Τέλος πάντων, είπε τούς ψαλμούς, ασχολήθηκε με το να κάνη το κελί του, πήγε σε μία δουλειά και γύρισε, και τότε, τί βλέπει;... Έναν τεράστιο δαίμονα... Δεν τόλμησε να μπει μέσα. Το βάζει στα πόδια. Γυρνάει πίσω. Τα μεσάνυχτα έφτασε εκεί πού ήταν ό αδελφός του. Ό αδελφός του είχε σηκωθή να κάνη την ακολουθία του. Χτυπάει ό Ιωάννης την πόρτα. "Άνοιξε αδελφέ". "Ποιος είναι;". "Ό Ιωάννης". "Ό Ιωάννης είναι μετ' αγγέλων". "Εγώ είμαι ό Ιωάννης!". Τίποτε. Δεν τού άνοιξε μέχρι το πρωί. Τον κράτησε εκεί πέρα έξω. Έβαλε μετάνοια, ζήτησε συγγνώμη . Τέλος πάντων, ό Ιωάννης ό Κολοβός έγινε πολύ μεγάλος.
Λοιπόν, το ζήτημα είναι αυτό: Μπαίνουν μέσα μας διάφορα στοιχεία παθολογικά- κατάκρισις, υπερηφάνεια..., πού ίσως μας κουράζουν. Μας κουράζουν και δεν ανανεώνουμε την άπόφασί μας. "Μα εγώ ήρθα να πεθάνω εδώ πέρα. Εφόσον ήλθα να πεθάνω, τί θα πει κούρασις;".
Διάβαζα για κάποιον ασκητή. "Ήταν με άλλους αδελφούς και δούλευε όλη την ημέρα κασμά. Πήγε κάποια στιγμή να ξαπλώσει για να ξεκούραστη, ψόφιος από την κούραση. Έρχεται ένας αδελφός και τού λέει: 'Ό Γέροντας είπε να πας να σκάψης στο τάδε σημείο". "Πού να πάω, λέει, δεν μπορώ". Και ξάπλωσε πάλι. Ξαφνικά βλέπει μπροστά του τον Κύριο, να έχει ένα κασμά και να προχωρεί. Όποτε, σηκώνεται, αρπάζει τον κασμά και πάει, διότι ό Κύριος τού έδειξε, ότι "ότι εδώ κάνεις, θα σού δώσω εγώ την δύναμη• ή υπακοή θα σού δώση την δύναμη".
Λοιπόν, με τον καιρό επέρχεται μία ύφεσις. Εάν δεν το προσέξουμε αυτό και δεν καταγγείλωμε τον εαυτό μας γι' αυτό το πράγμα, σιγά-σιγά πιάνει πουρί ή ψυχή μας. Έτσι έχω δει. Λένε ότι, αν τρέχη το νερό, δεν παγώνει. Σε χώρες πού κάνει πολύ κρύο, παγώνει• το έχω δει. Αρχίζει γύρω-γύρω από το εσωτερικό τού σωλήνα να πιάνη λίγο πάγο, λίγο-λίγο-λίγο-λίγο, και στο τέλος κλείνει, παγώνει όλος ό σωλήνας. Έτσι γίνεται και εδώ. 'Ας προσέξουμε αυτό το πουρί, το πουρί πού δημιουργείται μέσα μας. "Σαν πολλά τα λέει ό Γέροντας. Σαν βαρειά είναι αυτή ή δουλειά πού μού λέει. Σαν πολλά μού λένε έμενα οι υπεύθυνοι να κάνω. Γιατί δεν πάει ό τάδε;". 'Αν αρχίσουν τέτοια στοιχεία, πλέον αρχίζει να φθείρεται ή εσωτερική ζωή μας και αρχίζει να μπαίνη ή αμέλεια και ή αδιαφορία.
Όταν άρχίση να μπαίνη ή αμέλεια, τότε ακολουθεί ή μαυροφόρα αδελφή της, ή άγνοια. Αρχίζω να αγνοώ το θέλημα του Θεού. Και πώς το αγνοώ; Έχω παρατηρήσει το έξης: Εάν δεν κάνω κάθε μέρα την ακολουθία, εάν δεν κάνω το ανάγνωσμα μου το πνευματικό -αυτό πού ορίζει το τυπικό-, εάν το παραμελήσω για τον α ή β λόγο, π.χ. πάω στο κελί μου και αρχίσω τις επικοινωνίες με τον α και τον β, πώς θα ξαναμπώ πάλι στην σειρά; Δύσκολο. Πολύ δύσκολη ή προσαρμογή ξανά πάλι. Δεν ξέρω, αν το έχετε παρατηρήσει αυτό.
Εάν αρχίσω να μην κάνω τον κανόνα μου και το ρίχνω στον ύπνο, σιγά-σιγά-σιγά μπαίνει ή αμέλεια, ή αδιαφορία, και κατόπιν λέω: «Βαρύς εστίν ό λόγος, τις δύναται αυτού άκούειν;». Έτσι γίνεται το πράγμα. Όποτε, λοιπόν, έρχεται ή άγνοια, σαν να μην έχω διαβάσει! Το έχω παρατηρήσει στην αμαρτωλή, την δική μου ζωή. Σαν να μην το έχω ακούσει ποτέ, μολονότι το έχω διαβάσει και το έχω κηρύξει χιλιάδες φορές. Και αναρωτιέμαι: "Δεν το άκουσα αυτό; Δεν το διάβασα αυτό;". Μπαίνει αυτή ή άγνοια, αυτού του είδους ή άγνοια, πώς να την πούμε, ή είδυϊα με «εί», ή γνωρίζουσα άγνοια. Δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω αλλιώς. Λοιπόν, έρχεται αυτή και κατόπιν έρχεται και ή λήθη. Τα ξεχνάμε εντελώς ξεχνάμε τις υποσχέσεις πού δώσαμε.
Επομένως, όταν διακρίνουμε μέσα μας αδιαφορία ή όταν μάς γίνει από τούς υπευθύνους ή ύπόδειξις "παιδί μου, δεν πολυπροσέχεις τον εαυτό σου", θα πρέπει να ανησυχήσουμε και να ζητήσουμε ευλογία ξανά πάλι, ώστε να ριχθούμε στον αγώνα αυτό. Να ζητήσουμε λίγο πιο σκληρό αγώνα. Κατάκοπος να είμαι.
Εγώ λέω τούτο το πράγμα: Δεν ήρθαμε για να πεθάνουμε για τον Χριστό; Εάν θα μάς καλέσουν να μαρτυρήσουμε, τί θα κάνουμε; Όπως έσφαξαν εκείνους τούς αγίους Πατέρας πού έχουμε στον Αρχάγγελο, στο Μανταμάδο. Όπως έσφαξαν τούς εβδομήντα δύο Πατέρας στην Παναγία την Είκοσιφοίνισσα, πού έχουμε το μνήμα τους εκεί πέρα... Όπως έσφαξαν τούς Σαββάίτας Πατέρας, τούς οποίους μνημονεύω, επειδή έχω τον 'Άγιο Σάββα εκεί πέρας, και τούς εν Ραϊθώ Πατέρας. Να είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε. Όταν είμαι έτοιμος να πεθάνω, όλα τα άλλα είναι φτηνά, όλα τα άλλα είναι εύκολα. Δεν υπάρχει πρόβλημα, αφού είμαι έτοιμος να πεθάνω κάθε στιγμή. Και γι' αυτό τον λόγο, νομίζω, υπάρχει μία παράγραφος της «μελέτης περί θανάτου», την οποία πρέπει να έχει συνέχεια κατά νουν ό μοναχός. Να μελετώ τον θάνατο, αφού καλούμαι στο μαρτύριο. Δεν καλούμαι για μάρτυρας;
Δεν με καλεί ό Κύριος για μαρτύριο;
Μού έλεγε ό Γέροντας προ ολίγου για έναν μάρτυρα νεαρό, δεκαπέντε ετών. Τον σφάξανε, τον σκοτώσανε οι σατανισταί, διότι δεν ήθελε να βγάλη τον Σταυρό από πάνω του. Μάρτυρας! Και τέτοιους μάρτυρας έχουμε πολλούς. Γέροντα. Έχω διαβάσει τέτοια κείμενα για την Σοβιετική Ένωσι, τού Σολζενίτσιν και άλλων.
Μία παρένθεση να κάνω. Ήταν τετρακόσιες αδελφές. Τις αποσχημάτισαν και τις έβαλαν στα στρατόπεδα για να δουλέψουν και να πεθάνουν εκεί πέρα, και κάποιες ευσεβείς γυναίκες.
Και είπαν οι γυναίκες αυτές: "Εμείς Κυριακή δεν δουλεύουμε". "Δεν δουλεύετε;". Τις έβγαλαν έξω γυμνές, στους είκοσι-είκοσι πέντε βαθμούς κάτω από το μηδέν, στην Σιβηρία... 'Ας πεθάνουμε! Δεν δουλεύουμε!. Δεν δούλευαν και επιβλήθηκαν. Γιατί οι υπεύθυνοι σκέφτηκαν ότι θα χάσουν εργατικά χέρια. Άρα αυτές νίκησαν .
Λοιπόν, είμαι έτοιμος να πεθάνω; Εάν είμαι έτοιμος να πεθάνω, τελείωσε ή υπόθεσης.
Έρχονται πολλά παιδιά και κορίτσια και ρωτάνε καμιά φορά, για να γίνουν μοναχοί ή μοναχές. Το ερώτημα είναι: "Θέλεις να πέσης στο γκρεμό;". Εάν πέσης στο γκρεμό, θα γίνης μοναχή ή μοναχός. Δεν είσαι έτοιμος να πέσης στο γκρεμό; Δεν γίνεσαι μοναχός. Τώρα, άν πέσω στο γκρεμό, τί θα γίνει; Θα αυτοκτονήσω; Όπως γίνεται όταν καίγωνται μεγάλες πολυκατοικίες. Τοποθετούν δίχτυα από κάτω. Έτσι είναι και ή αγάπη τού Κυρίου.
Δεν θα με άφήση. Και την αδυναμία μου θα δή, γιατί φοβάμαι. Αλλά, όταν με καίη ή φωτιά, θα πέσω. Έμενα όμως με καίει ή φωτιά τού πόθου και ή λαχτάρα να αφιερωθώ στον Κύριο. Αυτή ή σκέψις τού θανάτου, ότι εγώ μπορεί να πεθάνω αύριο, είναι σωτήρια.
Ένας φίλος μου είχε τον γυιό του, πού σπούδαζε στην Μυτιλήνη. Το βράδυ τηλεφωνήθηκε μαζί του και ήταν καλά ό γυιός του. Κοιμήθηκε το παιδί και δεν ξύπνησε. "Ε!, πού το ξέρω εγώ, αν θα ξυπνήσω αύριο; Και, επομένως, άπ' αύτη την άποψι, γιατί να το αναβάλω για αύριο; Γιατί να πω• "κάποτε θα αρχίσω να ανανεώνω τον εαυτό μου;". Θα πεθάνω και τί λόγο θα δώσω στον Κύριο!
Σ' αυτό το σημείο, αν μού επιτρέπεται, θα πω κάτι πού έζησα, κάτι πού συνέβη μέσα μου. Δημιουργήθηκε μέσα μου μια κατάσταση τέτοια, και αισθάνθηκα τέτοιο σκοτάδι!..., πού -για να παραστήσω πόσο σκοτάδι ήταν αυτό- είπα στόν εαυτό μου: "Έάν θά είχα τό σκοτάδι τού Άδου δίπλα, θά ήταν καταμεσήμερο τό σκοτάδι τού 'Άδου έν σχέσει με το σκοτάδι πού ένιωσα μέσα μου". Φοβερό πράγμα αυτό! Να σκεφτή κανείς δηλαδή, ότι• "θα ζήσω στον Άδη• θα με τιμωρήση ό Θεός- θα χωριστώ από τον Θεό για πάντα!". Και ό Θεός δεν θα με κατακρίνη για βαριά παραπτώματα, αφού δεν πήγα να σκοτώσω κάποιον ή να κλέψω ή να κάνω κάποιο άλλο μεγάλο αμάρτημα. Όμως για μάς δεν υπάρχουν μικρά αμαρτήματα! Ή ίδια ή αμέλεια κάλλιστα μπορεί να με καταστρέψη. Ή ίδια ή αμέλεια μπορεί να με ρίξη στον Άδη!
Διάβασα ένα κείμενο. Ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης το παραθέτει στο Εξομολογητήριο. Λέγει, ότι κάποιος ήθελε να πάη να έξομολογηθη. Του δόθηκε όμως ή ευκαιρία να κάνη και μια αμαρτία. Σκέφθηκε: "Αφού θα εξομολογηθώ, ας κάνω την αμαρτία και μετά πάω να εξομολογηθώ". Και πάει εκεί πού ήθελε να αμαρτήσει, αλλά ήταν εκεί ένας αντίζηλος και τον σκότωσε... Όποτε δεν πρόλαβε να εξομολογηθεί . Από αυτήν την άποψη, θα πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ. Τί πρέπει να προσέξουμε; Την μελέτη του θανάτου. "Θα πεθάνω".
Δεύτερον. "Έδωσα υπόσχεση, ότι θα μαρτυρήσω για τον Κύριο. Ότι θα αγωνιστώ μέχρι θανάτου. Δεν πρέπει να ανανεώνω την υπόσχεση μου; Γι' αυτόν τον λόγο, προσωπικά εγώ συνιστώ -φαντάζομαι να μην πέφτω έξω σ' αυτό πού θα πω- να διαβάζωμε από καιρό σε καιρό αυτό το κείμενο της καθιερώσεως, πού διαβάζεται όταν δίνουμε υπόσχεση απέναντι του Θεού. Απέναντι του Θεού! Δεν είναι απέναντι των ανθρώπων. Ό Γέροντας, ό Ιερεύς, ό Δεσπότης -αναλόγως με το ποιος κάνει την κουρά- έξ ονόματος του Κυρίου μιλάει, και, επομένως, στον Κύριο το λέω• δεν το λέω σε άνθρωπο. Εδώ, λοιπόν, τέτοιες συνθήκες υπάρχουν. Οι συνθήκες είναι τρομερές, οι συνέπειες είναι πολύ μεγάλες, φοβερές. Αυτό αν το σκέπτομαι, αν το αναλογίζομαι μέσα μου, τί θα πή "χωρίς ελπίδα αίωνιότητα"...
Φοβερό πράγμα! Επομένως, απ' αυτή την άποψη, ή έννοια του ότι θα πεθάνω, ή μελέτη του θανάτου είναι «ζωηφόρος» -έτσι το λέω εγώ-, μου δίνει ζωή. Με την μελέτη αυτή κερδίζω τον χρόνο μου, δεν αφήνω τον εαυτό μου καθόλου, είμαι διαρκώς εν έγρηγόρσει.
Επίσης, πολύ σημαντικός είναι ό λόγος «περί νήψεως», πάλι στον πρώτο τόμο της Φιλοκαλίας . Καταπληκτικός είναι, αλλά πρέπει να τον διάβαση κανείς λέξι προς λέξι!
Εκείνο πού πρέπει να προσέξω κατά την μελέτη αυτή, πού την θεωρώ πολύ σημαντικό πράγμα για την ανανέωση των αποφάσεων μας, είναι να μη βιαστώ να διαβάσω κάτι, αλλά να το διαβάζω λέξι προς λέξι, να πιπιλίζω τις λέξεις, να βλέπω το νόημα κάθε λέξεως και το νόημα κάθε φράσεως. Είναι καταπληκτικά! Διάβαζα προχθές τον άγιο Μάρκο τον Ασκητή. -Τον έχω διαβάσει πάρα πολλές φορές. Τον έχω μεταφράσει. Έχει κυκλοφορήσει κιόλας ή «Μικρή Φιλοκαλία»-. Νόμιζα, ότι τον διαβάζω για πρώτη φορά. Αλλά τα έβλεπα ένα-ένα... Μου έκανε εντύπωση, πόσο σπουδαία πράγματα είπε ό άγιος Μάρκος και εγώ δεν τα πρόσεξα! Κάθε φορά βλέπει κανείς κάτι καινούριο.
Λοιπόν, συνοψίζω τώρα: Αυτοί οι τρεις «γίγαντες τού διαβόλου», ή ραθυμία, ή λήθη και ή άγνοια, τροφοδοτούνται από την έλλειψη πνευματικής τροφής, την όποια πρέπει να δίνω στον εαυτό μου, την έλλειψη μελέτης του λόγου του Θεού και μελέτης του θανάτου, την έλλειψη υπακοής και αναμνήσεως των υποσχέσεων πού δώσαμε στον Κύριο, και την έλλειψη εξομολογήσεως.
Κάνω μία παρένθεση. Ήταν ένα παιδί, πού ήθελε να πάη στο εξωτερικό. "Βρέ παιδάκι μου, που θα πας; Εκεί θα βρεθής σε πολύ αμαρτωλό περιβάλλον". "Μόλις, λέει, καταλάβω ότι δεν παίρνω καλό δρόμο, θα γυρίσω πίσω". "Μά αφού δεν θα το καταλάβεις. Αυτό δεν θα το καταλάβεις. Εσύ ποτέ δεν θα το καταλάβεις. Κάποιος άλλος θα το καταλάβη".
Επομένως, αν μού πουν, αν μου ύποδειχθή- "κοίταξε, δεν πάς καλά, είσαι αμελής, είσαι απρόσεκτος", πάρ' το κατάκαρδα μέσα σου. Όχι με την κακή έννοια, ότι σε προσβάλλουν. Υπάρχεις, βρέ χριστιανέ μου; «Άκμήν ζής;». Ζής ακόμα; Έτσι είπε κάποιος Άγιος, ό άγιος Αρσένιος. Ακόμα ζής; Λοιπόν! Μού υπέδειξαν την αδυναμία μου; Δέκα φορές πιό πολύ εγώ να το καταλάβω και να το καταλογίσω στον εαυτό μου, για να μπορέσω να κινηθώ.
Ακόμη, άς φρονηματίζωμαι, άς νιώθω και άς δημιουργώ μέσα μου την έννοια τής άμίλλης. Λέγοντας άμιλλα εννοώ το να βλέπω τούς αδελφούς, τούς άλλους πού είναι πρόθυμοι, και να άγωνίζωμαι να τούς μιμηθώ. Διότι πάντα δίπλα μας υπάρχουν οι αδελφοί πού έχουν κάτι σημαντικό να μάς διδάξουν. Επομένως, άς κάνω και μελέτη, άνάλυσι τού παραδείγματος των αδελφών, τούς οποίους ξέρω ότι είναι δραστήριοι, ότι κάνουν έναν αγώνα.
Κατόπιν, αν ύποτεθή ότι συζητάμε καμιά φορά -φαντάζομαι ότι συζητάμε-, να συζητάμε το θέμα αυτό: "Βρέ αδελφέ, βλέπω αυτό το πράγμα. Τί λές, πώς το αντιμετωπίζεις έσύ;". Να ανταλλάσσουμε και πείρα στο θέμα αυτό. Βοηθάει πάρα πολύ αυτό. Δεν θα πούμε άλλα πράγματα -το ξέρω, είμαι βέβαιος ότι δεν συζητάτε άλλα πράγματα κοσμικά κ.λπ.- αλλά, θα πρέπει να επιμείνουμε και σ' αυτό, στην ανταλλαγή πνευματικής πείρας.
Θυμάμαι το εξής σε μία περίπτωση: Ήταν ένας αδελφός, πού δεν τον χώνευα. Καλός ήταν, αλλά εγώ, δεν ξέρω γιατί, δεν τον χώνευα. Κάποτε, λοιπόν, παίρνω την Γραφή και διαβάζω εκεί: «Ός και αυτός ήν προσδεχόμενος την Βασιλείαν τού Θεού» . Ήταν ό άγιος Ιωσήφ, ό όποιος πήγε και πήρε το Σώμα τού Κυρίου και έθαψε τον Κύριο. "Βρέ, λέω στον εαυτό μου, και αυτός προσδοκά και περιμένει την Βασιλεία τού Θεού, και εγώ προσδοκώ την Βασιλεία του Θεού. Και έτσι θα πάμε; Να μη τον χωνεύω;". Και μόλις το συνειδητοποίησα "πώς έγινε αυτό, πώς μού ξέφυγε αυτό το πράγμα;", αμέσως δημιουργήθηκε μέσα μου αυτή ή κατάστασις τής μετανοίας. Αν το πάρη τώρα κανείς και αντίστροφα: "Γιατί ήρθα έδώ; Ήρθα για να κατακτήσω την Βασιλεία του Θεού- ήρθα να ενωθώ με τον Κύριο. Μ' αυτά τα χάλια; Πρέπει να κινηθώ". "Έτσι, με αυτόν τον τρόπο και με αυτά πού θα μου υποδειχθούν θα κινηθώ.
Σας είπα, ότι προχείρως ήρθε στον νου μου.
Ό Γέροντας: Ευχαριστούμε.
π. Ευσέβιος: Παρακαλώ. Καμιά φορά κάνω και πλατειασμούς. Πάτερ μου.
Ό Γέροντας: "Όχι, όχι, ήταν πολύ ωραία. Και πολύ περισσότερα έπρεπε να μάς πήτε!
π. Ευσέβιος: Ακούω τώρα ερωτήσεις. 'Αν κάποιος
θέλη να ρωτήση κάτι, θα δοθη ένα ερέθισμα. Βοηθάει ίσως το πράγμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΤΟΣ 11ΑΡΙΘΜΟΣ 36.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου