Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ Π. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΕΡΩΝΥΜΟ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ



Καταχωρείται κατωτέρω ή Επιστολή του. ή ανώνυμος, ως «Φυγάς» πού έστειλε τον Απρίλιο τού 1980.

Ως ό έσχατος ανάμεσα στους αναγνώστες του αισθάνομαι την ανάγκη να Σάς ευχαριστήσω κι εγώ για την πολυτιμότατη αύτη προσφορά Σας.

Ήταν πραγματικά φώτιση Θεού να καταθέσετε στο ημερολόγιο Σας ότι ή πολλή Του αγαθότητα Σας αξίωσε να γευθείτε άφθονα και από πρώτο χέρι, ώστε και άλλες διψασμένες ψυχές να γευτούν, έστω και «βάπτουσαι τον άκρον του δακτύλου αυτών» σ' αυτό, το δροσερό νερό πού τούς προσφέρατε. Ταπεινή ικεσία προς τον «θαυμαστόν εν τοις άγίοις αυτού Κύριον» και του υποφαινόμενου -έστω και αν μένει κεκρυμμένος στην ανωνυμία του και αν υπό-φαίνεται!-, είναι να Σας άνταποδώση μυριοπλάσια και όπως λυτός γνωρίζει και τον κόπο αυτόν, στον όποιο με τόσον ευγνώμονα διάθεση και υπερεκχειλίζουσα αγάπη και σεβασμό για τον Άγιο Γέροντα υποβληθήκατε. 

Να είστε απόλυτα βέβαιη ότι ό «ό κόμως ουκ έστι κενός εν Κυρίω». -Θέλω να πιστεύω πώς πολλές ψυχές βοηθήθηκαν αφού και ή δική μου ακόμα πολλές φορές συγκλονίστηκε ως τα βάθη της. Δεν χρειάζεται παρά να διαβάσει κανείς μερικές σελίδες με τούς λόγους του αγίου για να αναβρύσουν καμιά φορά ασταμάτητα οι από καιρό κατάξερες πηγές της ψυχής του.


Ιδιαίτερα για όσους είχαν την ευτυχία να κατευθύνουν κάποτε τα βήματα τους, έστω και μια μόνη φορά, προς το ευλογημένο εκείνο Αιγινήτικο ερημητήριο, το βιβλίο αυτό τούς έκανε να αναβιώσουν στιγμές ιερές και να αισθανθούν ρίγη ιερά, μυστικά, πρέπει γι αυτό να μου φαινόταν και έμενα ποιο οικείο ότι διάβαζα.
Επειδή ολόκληρο το βιβλίο «βοά και κράζαι» πόσο πολύ αγαπήσατε νιώσατε και ζήσατε τον άγιο Γέροντα και πόσο στενά συνδεθήκατε μαζί του, νόμισα πώς έπρεπε να γράψω τις γραμμές αυτές πού διαβάζετε, με την παράκληση να μη δοθούν σε καμιά δημοσιότητα, γραπτή ή προφορική, αλλά να καταστραφούν, αφού Σάς μεταφέρουν μαζί με το περιεχόμενο τους και μια ειδική παράκληση στο τέλος τους.


Πάνε πάνω-κάτω είκοσι χρόνια πού νέος τότε -μόλις έμπαινα στην ώριμη νεανική ηλικία- βρέθηκα σε μιαν απερίγραπτα τραγική κατάσταση πού οδηγούσε προς την περιοχή του θανάτου. Το τραγικό σεξπήρειο δίλημμα «να ζει κανείς ή να μη ζει» έσφιγγε κραταιά τη λογική και επιβαλλόταν στην ύπαρξη όλο και πιο πολύ με αρχόμενη κατεύθυνση της προς το δεύτερο σκέλος του. Όταν ή τραγωδία εξελίσσεται στους πιο ευαίσθητους χώρους της ψυχής, στους χώρους της πίστεως, για την οποία προσφέρθηκαν αλογάριαστα τα πάντα, νιάτα, όνειρα, βλέψεις για το μέλλον, χρόνος, ότι πιο πολύτιμο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος στη γη ετούτη, θρεμμένος εξ απαλών ονύχων «με την πατρογονική εύσέβειαν» και όταν ό τραγικός αυτός άνθρωπος τυχαίνει να είναι, ας τολμήσω να πω τη μεγάλη κουβέντα, «εργάτης του ευαγγελίου», τότε ποιο μπορεί να είναι το μέτρο της τραγικότητας του; Και πού μπορεί να σταθεί, σε ποιο έδαφος να αναστηλώσει τις ελπίδες του; πού να βρει διέξοδο στο αδιέξοδο χάος του;


Σ' αυτήν την κατάσταση ευρισκόμενος οδηγήθηκα στην Αίγινα για να ηρεμήσω μένοντας σε ένα ερημικό σπίτι μόνος με τον πόνο και τις αμαρτίες μου και οργώνοντας το νησί, με φοβερές οδοιπορίες, πού τις σταματούσαν πάντοτε οι απροσπέλαστες πια ακτές, αισθητοποίηση της απόπειρας της ψυχής να βγει από το αδιέξοδο της, μα δίχως να μπορεί.
Εκεί ήρθε κάποια μέρα κάποιος πολύ αγαπητός μου φίλος -γράφει και αυτός στο βιβλίο Σας για τον Μακαριστό Γέροντα- και μού μίλησε με θέρμη γι αυτόν. Με συμβούλεψε να πάω να τον δώ. Μού είπε όμως, πώς δύσκολα δέχεται.
Κίνησα, λοιπόν κι εγώ να πάω μια μέρα -δυστυχώς λίγες πια μού απόμεναν- στο ερημητήριο τού αγίου. Είμαι δειλός από τη φύση μου. Και τότε ακόμα πιο πολύ και γιατί ήμουν πιο νέος και γιατί επιδρούσε φοβερά επάνω μου ή κατάσταση μου. Και τη δειλία μου τη μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ, το γεγονός πώς οι επισκέψεις ήταν ενοχλητικές και κουραστικές στον Γέροντα.
Με δισταγμό χτύπησα την γνώριμη Σας πόρτα (την είδα στο βιβλίο Σας, σελ. 30 της β' έκδ. και κατασυγκινήθηκα). Με δέχθηκε ό Γέροντας με δυσκολία πολλή μπορώ να πω. Δεν υπερβάλλω αν προσθέσω και με άποτομία. Ίσως να έβλεπε, αφού μπορούσε να βλέπει τις ψυχές, πόσο κατάμαυρη ήταν (τότε όπως και τώρα) ή ψυχή μου, αφού μπροστά στη μαυράδα της ό τωρινός «πενθήρης χιτών» μου κατάλευκος φαίνεται και να αναρωτιόταν «τί να γυρεύει ετούτος εδώ; Για να του βάλω μία κατσάδα για να μάς αδειάσει γρήγορα τη γωνιά! Έτσι λέω εγώ. ασφαλώς θα ερμηνεύω λάθος, μα αύτη ή εντύπωση μού έμεινε από τότε. Πάντως, μού έκοψε τα φτερά. Δεν αποκλείεται, κακομαθημένος όπως ήμουν, θα ήθελα να μού φερθεί με το «σεις» και με το «Σάς». Δεν ήξερα, το λέω με ντροπή μου, τί ήταν οι Γέροντες. Δεν είχα δει ως τότε, τέτοιο άνθρωπο.
Είχα πάντως φοβερή ανάγκη στηριγμού στον κλονισμό μου. ένιωθα απόλυτη την ανάγκη να εκχύσω την ψυχή μου σε κάποιον πού θα μπορούσε να της «επιθέση μάλαγμα» κι ας μην υπήρχε τόπος σ' αυτήν «μάλαγμα έπιθείναι».
Όμως δεν είχα την χαρά να γευτώ ότι Σεις κατά κόρον δοκιμάσατε και ότι και άλλοι διηγούνται για τον 'άγιο.

 Εγώ τον ένιωσα «ως ρομφαίαν», και αντί να ανοίξει ή «μημουαπτική» ψυχή μου κλείστηκε πιο ερμητικά. Τα λόγια του βέβαια με συγκλόνισαν. Οι υποδείξεις του για την μέλλουσα πορεία μου με συντάραζαν. Ευτυχώς ή εγώ από ατολμία ή εκείνος από κόπωση -μήπως έναν και δύο έβλεπε κάθε μέρα; αν και τότε δεν βρήκα κανέναν εκεί- δεν προτείναμε συνέχιση τού διαλόγου για κάποια άλλη μέρα. Πόσο όμως τα λαχταρούσα! Πόσο περίμενα το λόγο «έλα, να τα ξαναπούμε», ζήτησα θερμά να κάνω εξομολόγηση. Δεν εξομολογώ, μού είπε. Του είπα «πώς σχεδίαζα να φύγω σε κάποιαν έρημο».


 Χωρίς να το αποκλείσει εντελώς, μού υπέδειξε την Ιεροσύνη -πράγμα πού ποτέ δεν το έβαλα στο νου μου- και ν' αποσυρθώ με δύο-τρεις άλλους σε κάποια ερημική γωνιά. Όχι μόνος πάντως. Δεν μπορούσα να το καταλάβω τότε το γιατί όχι μόνος.
Είχα διαβάσει τού κόσμου τα βιβλία, δικά μας και ξένα -μπορούσα να κινηθώ τότε σε κάποιες ξένες γλώσσες- μα αυτού τού είδους τη σοφία δεν την καταλάβαινα. Μα ούτε υπήρχε και ή ελάχιστη ταπείνωση να ζητήσω από τον άλλο ή άλλους (ή και εγώ ό ίδιος να δεηθώ), να παρακαλέσω τον Κύριο να μού ανοίξει μάτια και αυτιά για να δώ και να ακούσω τί μού έλεγε διά τού αγίου και «πή τράπωμαι».


Νόμισα πώς δεν μού δόθηκε απάντηση και έφυγα χωρίς να βρω ότι λαχταρούσα. Με βήμα βαρύ, με καρδιά καταθλιμμένη, με νου βυθισμένο σε ζόφο ξαναπήρα το δρόμο πού θα με έφερνε ξανά στον αφόρητο μου πόνο.
Σε λίγες μέρες εξαφανιζόμουν, χωρίς ελπίδα καμιά πια να γυρίσω στον τόπο μου, σε Χώρα μακρινή, σε τόπους άγνωστους, ξένος και έρημος για όλους. Και αυτό για χρόνια και χρόνια.


Πέρασαν κάμποσα χρόνια με κάποια εξωτερική «δράση», όταν επιστρατεύθηκα υπακούοντας στην κλήση της εκκλησίας, μα δεν βρήκα ότι χρόνια αναζητούσα. Γι' αυτό και αποσύρθηκα σε μιας ερημιάς (λευκής τον περισσότερο καιρό) την πράσινη γαλήνη και σιωπή.


Πόσο όμως είχε δίκαιο ό Γέροντας! Πόσο όμως άδικο είχα εγώ. Για Σας χρειάστηκαν κάπου 5 χρόνια για να Σάς δοθεί εκείνο το δώρο πού αναφέρετε στη σελ. 236 και να διαπιστώσετε την εκπλήρωση της προφητείας του. Για μένα χρειάσθηκαν είκοσι χρόνια! Γιατί τώρα πια μού ανοίγεται ό δρόμος για μια πραγματική έρημο (στη χώρα μας ετούτη τη φορά) και όπως το υπέδειξε ό Γέροντας, χωρίς όμως εγώ ούτε να το φαντάζομαι πριν λίγο καιρό ούτε να το επιδιώξω! Πόσο όμως πιο διαφορετικά θα ήτανε για μένα αν δεν έχανα μιαν ολόκληρη ζωή «ως αέρα δέρων». Μια ζωή χαμένη στα χαμένα. Πώς ν' αρχίσει κανείς τη ζωή του στο τέλος της; Αν δεν υπήρχε το προηγούμενο τού «καλού ληστού».


Γιατί Σας τα έγραψα όλα αυτά -ένας άγνωστος Σας εντελώς- και Σάς έφαγα τόση ώρα πολύτιμη υποχρεώνοντας Σας να διαβάσετε πράγματα πού καθόλου δεν Σάς ενδιαφέρουν;


Το τόλμησα αυτό, γιατί βλέπω από ότι γράφετε, ότι συνδεθήκατε με έναν άγιο Πατερικού αναστήματος, ένα «στάρετς» προικισμένο και στη γη ακόμα με τόσα χαρίσματα του 'Αγίου Πνεύματος. Ασφαλώς ζητάτε τις πρεσβείες του στον Κύριο, για άλλα θέματα, δικά Σας ή άλλων προσώπων. Δεν θα ήταν δυνατόν να του μιλήσετε, όταν πάτε για προσκύνημα στον τάφο του, γιατί δεν μπορώ να το φαντασθώ πώς δεν πάτε, και για τον «φυγάδα» πού Σάς γράφει; Είναι ό μόνος άγιος πού συνάντησα στη ζωή μου (ασφαλώς συνάντησα και άλλους, αλλά δεν είχαν την ίδια μαρτυρία όπως ό Μακαριστός Γέρων) επομένως «ανθρώπινο λέγων» θα θυμάται αυτό πολύ τώρα και τη δική μου περίπτωση εκεί πού είναι. Πέστε του, παρακαλώ, να ζητήσει από τον Κύριο, να μου δώσει τη Χάρη Του, «βαλείν αρχή» μετανοίας και να μου ευλογήσει την καινούρια περίοδο ζωής, πού διανοίγεται, αν ό Κύριος ευδοκήσει, όπου να ναι μπροστά μου. Πιστεύω στην πρεσβεία των άγιων. Όταν μάλιστα, έχει κανένας γνωρίσει και προσωπικά αυτούς τούς άγιους.




Υ.Γ. Παρακαλώ, μην επιχειρήσετε να μαντέψετε συλλογιστικά ή ρωτώντας, ποιος μπορεί να είναι ό «ό φυγάς», αφού διαβάσετε το παρόν, πετάξτε το στον κάλαθο των άχρηστων. Οπωσδήποτε δεν είναι για καμιά δημοσίευση. Κι αν απομείνει κάτι από αυτό στη μνήμη Σας, αφού πραγματοποιήσετε την παράκληση μου, κάνετε την ικεσία θερμή προς τον Κύριον για μια ψυχή πού ποθεί «καν προ τέλους σωθήναι» και διά πρεσβειών του εν άγίοις πατρός ημών Ιερωνύμου. Κάτι αντίστοιχο -αφού έχω αυτό το χρέος «εξ επαγγέλματος», (με την αρχική έννοια του όρου) και πολλάς (εύχάς) θα κάνω κι εγώ, για να εξοφλώ λίγο-λίγο ότι θα κάνετε για μένα. Και πάλι ευχαριστώ. «Φυγάς»

 ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΝΟΥΣΗ Ο ΓΕΡΩΝ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΝΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: