Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 2 Μαρτίου 2014
Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ.
Την εποχή του ανταρτοπόλεμου, κατέβαιναν οι αντάρτες από το
βουνό και κρυβόντουσαν έξω από το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής, μέσα στους
θάμνους για να προμηθευθούν τρόφιμα. Το κελί της μοναχής Χριστονύμφης ήταν
ισόγειο. Εκεί γύρω ήσαν και άλλα 4-5 κελιά πού έμεναν οι αδελφές. Εκεί ήταν και
ή τράπεζα και ένα κελί μεγάλο γεμάτο εικόνες όλος ό τοίχος. Το είχανε σαν
εκκλησία. Εκεί μαζευόντουσαν οι αδελφές, ακριβώς στις 12 τα μεσάνυχτα και
διάβαζαν μόνο το μεσονυκτικό, σύμφωνα και με το τροπάριο «ιδού ό Νυμφίος
έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Μετά οι αδελφές κοιμόντουσαν λίγο και ξυπνούσαν
πάλι όρθρου βαθέως κατά την τάξη, για την ακολουθία του όρθρου.
Ή αδελφή Χριστονύμφη πριν το μεσονυκτικό καθημερινά
πήγαινε στην εκκλησία πού ήταν σέ απόσταση από τα κελιά και άναβε πάντοτε τα
καντήλια. Μία φορά όμως τούς είχε λείψει το λάδι, διότι ελαιώνα δικό τους δεν
είχαν. Στην αδελφή Χριστονύμφη φαινόταν πολύ άβολο να μένουν τα καντήλια
σβηστά. Αποφασίζει και παίρνει ευλογία από το Δεσπότη και τρέχει στη Θάσο. Δεν
άργησε να γυρίσει με του κόσμου τα δοχεία με φρέσκο λάδι.
Κι όμως πάλιν ή γερόντισσα για τον φόβο των ανταρτών, της
απαγόρευσε να ανάβει τα καντήλια της εκκλησίας την νύκτα. Ή αδελφή Χριστονύμφη,
έχοντας εμπιστοσύνη στην Αγία δεν φοβόταν, όμως χάριν υπακοής προς την
γερόντισσα μετά πολλής λύπης έπαυσε να ανάβει τα καντήλια. Ένα βράδυ σηκώθηκε
νωρίς για ν' αρχίσει τον συνηθισμένο κανόνα στο κελί της. Ποιος ξέρει όμως
εκείνη την ώρα τί να σκέφθηκε μέσα της. Να, έλεγε «αχ, άραγε τί ωραία και να
άναβα τα καντηλάκια της εκκλησίας μας, αλλά συγχώρεσε με Αγία μου γιατί δεν έχω
ευλογία από την γερόντισσα». Βρισκόμενη μέσα σέ αυτή την περισυλλογή, να και
χτυπάει ή πόρτα και ακούεται μία φωνή «δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών».
— Ποιος είναι
τέτοια ώρα;
— Άνοιξε
αδελφή, είμαι ή αδελφή Συγκλητική.
Της ανοίγει και κάπως ανήσυχη την ρωτά:
— Τί συμβαίνει,
αδελφή, και χτυπάς τέτοια
ώρα;
— Γιατί, αδελφή
Χριστονύμφη, αφήνεις τώρα σβυστά τα καντήλια;
— Συγγνώμη
αδελφή, δεν έχω ευλογία από την γερόντισσα.
Και ή άλλη της λέει επιτακτικά:
— Όχι, κακώς.
Πρέπει να πηγαίνεις να τα ανάβεις.
Αυτά της είπε και έφυγε. Και ναι μεν συμφωνούσε και ή
αδελφή Χριστονύμφη, αλλά όμως ή υπακοή είναι ανώτερη. Όμως δέ χάνει καιρό,
τρέχει το πρωί στην γερόντισσα «το και το, μου είπε ή αδελφή Συγκλητική, όμως εσύ
ότι πεις γερόντισσα, χωρίς την δική σου ευλογία δεν τα ανάβω». Πειραγμένη κάπως
ή ηγουμένη, φωνάζει την αδελφή Συγκλητική και της λέει: «με ποιό δικαίωμα
μπαίνεις εσύ στα καθήκοντα της ηγουμένης;» Ή αδελφή όμως παραδόξως ξαφνιασμένη
απαντά «εγώ γερόντισσα, το λέτε σοβαρά; ούτε πέρασα από το κελί της αδελφής,
ούτε ιδέαν έχω για τέτοιο θέμα. Που ως που εγώ, χωρίς την ευλογία σου να της πω
να ανάβει τα καντήλια ;»
Τότε κατάλαβε ή ηγουμένη ότι δεν ήταν ή Συγκλητική, αλλά
ή ιδία ή Αγία Παρασκευή πού μίλησε με την Χριστονύμφη. «Αφού ή Αγία Παρασκευή
σέ προστατεύει παιδί μου» λέγει στη Χριστονύμφη, «ποιά είμαι εγώ να σέ
εμποδίσω; Έχεις ευλογία να τα ανάβεις κάθε μέρα». Φανταστείτε πόση ήταν ή χαρά
της μοναχής Χριστονύμφης. Όχι μόνο διότι είχε ευλογία να ανάβει τα καντήλια,
αλλά πολύ περισσότερο, όταν εννόησε ότι αξιώθηκε να δει οφθαλμοφανώς και να
συνομιλήσει με την Αγία Παρασκευή. Έκτατε και σέ όλη τη διάρκεια του
ανταρτοπόλεμου τα άναβε ανελλιπώς και ποτέ δεν συνάντησε μπροστά της κανένα
αντάρτη.
Στο σημείο αυτό αξίζει νομίζω να κάνουμε ένα μικρό
σχόλιο, ότι εμμέσως αλλά σαφώς βγαίνει το συμπέρασμα πόσο ευάρεστο είναι στους
Αγίους να τούς ανάβουμε τα καντήλια και ασφαλώς ποιος ξέρει πόση είναι και ή έκ
μέρους τους ανταμοιβή. Γι αυτό και κάθε σπίτι πρέπει να έχει ένα μικρό
εικονοστάσι και ει δυνατόν ένα καντηλάκι με λάδι να καίει ακοίμητο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΙΩΣΗΦ Μ.Δ. ΜΟΝΑΧΗ ΧΡΙΣΤΟΝΥΜΦΗ. ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΟΡΦΗ. 1923-2005
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου