Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΕΝΤΒΕΝΤΙΟΥΚ (1888-1937). Είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα μέ συλλάβουν. Ούτε την εξορία ούτε τον θάνατο φοβάμαι.








Ίερομάρτυς Βλαδίμηρος (Μεντβεντιούκ)



ΠΟΛΩΝΟΣ στην καταγωγή, ό ίερομάρτυς Βλαδίμηρος γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου τού 1888 στην πόλη Λούκωφ της Πολωνίας και ανατράφηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» (Έφ. 6:4) από τον ευλαβέστατο πατέρα του Θαδδαίο Μεντβεντιούκ, ό όποιος ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος. Πεθαίνοντας ό Θαδδαίος, εξέφρασε στον γιό του μια βαθιά του επιθυμία:
-       Παιδί μου, του είπε, θα ήθελα πολύ να υπηρετήσεις την Εκκλησία ως ιερέας ή τουλάχιστον ως ιεροψάλτης.
-       Αυτό είναι και δικός μου πόθος, πατέρα, αποκρίθηκε εκείνος.


’Έτσι, τελειώνοντας την Εκκλησιαστική Σχολή το 1910, ό Βλαδίμηρος διορίστηκε ιεροψάλτης τού Καθεδρικού Ναού Ράντομσκι της πατρίδας του.
Ό Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) ανάγκασε τον Βλαδίμηρο, όπως και χιλιάδες άλλους ορθοδόξους της Πολωνίας, να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς. Ήρθε στη Μόσχα, όπου γνωρίστηκε μέ την πιστή Βαρβάρα Ίβανιούκοβιτς, πρόσφυγα κι αυτήν από τη Λευκορωσία. Παντρεύτηκαν το 1915 και απέκτησαν πέντε παιδιά.
Σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών ό Βλαδίμηρος χειροτονήθηκε διάκονος και τρία χρόνια αργότερα πρεσβύτερος. Αφού υπηρέτησε σε διάφορους ναούς, το 1921 διορίστηκε προϊστάμενος του Ναού του Αγίου Μητροφάνους της Μόσχας.


Από τις πρώτες μέρες του διορισμού του ό τριαντατριάχρονος Ιερέας αφοσιώθηκε στην οργάνωση της ενοριακής ζωής. Μέ θερμό ζήλο επιδόθηκε στο ποιμαντικό έργο, ιδιαίτερα ανάμεσα στούς νέους, οι όποιοι ελκύστηκαν από την αγάπη του, την καλοσύνη του, την ευλάβεια του και τις κατανυκτικές ιερουργίες του. Πολύ σύντομα ό Ναός τού Αγίου Μητροφάνους έγινε για τούς πιστούς ένα νησάκι παρηγοριάς μέσα στον φουρτουνιασμένο ωκεανό των συμφορών και των θλίψεων της σοβιετικής Ρωσίας.


Αφότου οι σχισματικοί της «Ζωντανής Εκκλησίας», μέ την υποστήριξη των άθεων εξουσιαστών. άρχισαν ν’ αρπάζουν τούς ναούς, ό π. Βλαδίμηρος δεν άφησε ποτέ τον ναό ανοιχτό. 'Ύστερα’ από κάθε ακολουθία τον κλειδαμπάρωνε κι έπαιρνε τά κλειδιά μαζί του.
Μια μέρα τον κάλεσε ό σχισματικός επίσκοπος Άντωνίνος (Γκρανόφσκι) . Πήγε χωρίς φόβο. Ό επίσκοπος τού ζήτησε δίχως περιστροφές τά κλειδιά τού ναού, μα ό π. Βλαδίμηρος αρνήθηκε να τού τά δώσει.
-       Δώσε τά κλειδιά! φώναξε απαιτητικά ό Άντωνίνος, κατακόκκινος από τον θυμό.
-       Δεν τά δίνω, δέσποτα! Δεν τά δίνω! απάντησε σταθερά ό ιερέας.
-       Θα σε σκοτώσω! τον απείλησε ό αθεόφοβος επίσκοπος. Σαν σκυλί θα σε σκοτώσω!
-       Σκότωσέ με! Μαζί θα σταθούμε μπροστά στο φοβερό κριτήριο τού Χριστού!
-       Για δες τον! αναφώνησε ό Άντωνίνος, αμήχανος από το θάρρος και την πίστη τού π. Βλαδίμηρου.
Οι σχισματικοί, ωστόσο, δεν ξαναενόχλησαν τον σθεναρό ιερέα, ούτε επιχείρησαν να καταλάβουν τον ναό του.



Το 1925 ή ΓκεΠεΟυ τον συνέλαβε μέ χαλκευμένες κατηγορίες. Τον απείλησαν μέ εγκλεισμό σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας, αν δεν συνεργαζόταν μαζί τους. Τότε ό π. Βλαδίμηρος λιποψύχησε. Χωρίς ν’ αναλογιστεί το βάρος και τις συνέπειες της συνεργασίας μέ τούς εχθρούς της Εκκλησίας, δέχτηκε να γίνει μυστικός πληροφοριοδότης τους, μέ τη σκέψη 
ότι θα κατόρθωνε να τούς ξεγελά ή έστω να τούς γνωστοποιεί ασήμαντα στοιχεία από τη δραστηριότητα των κληρικών. Έτσι, αφέθηκε ελεύθερος.
Για κάμποσο καιρό, λοιπόν, συνεργάστηκε με τις αρχές σχετικά ανώδυνα. Αργότερα, όμως, ή ΓκεΠεΟυ τού ζήτησε πιεστικά συγκεκριμένες πληροφορίες για εξέχοντα πρόσωπα και σημαντικά θέματα της Εκκλησίας, και μάλιστα για τη δραστηριότητα τού τοποτηρητή τού πατριαρχικού θρόνου μητροπολίτη Πέτρου. Ό π. Βλαδίμηρος αναγκάστηκε μέ βαριά καρδιά να δώσει τις σχετικές πληροφορίες, αλλά ή συνείδησή του άρχισε να τον ελέγχει για προδοσία. Ό θερμός ιεραποστολικός του ζήλος και ή ζωηρή ποιμαντική του δραστηριότητα δεν μπορούσαν να σβήσουν τη φωτιά τών τύψεων, πού έκαιγε την καρδιά του. Τελικά, πικρά μετανοημένος, αποφάσισε να διακόψει κάθε συνεργασία του μέ την ΓκεΠεΟυ και να εξομολογηθεί την αμαρτία του σε πνευματικό, όπως και πράγματι έκανε.



Στις 9 Δεκεμβρίου τού 1929 κλήθηκε εγγράφως στα γραφεία της Λουμπιάνκα, όπου τού ζητήθηκαν εξηγήσεις για την παύση παροχής πληροφοριών. Τούς δήλωσε ότι δεν θα συνεργαζόταν πια μαζί τους. Τον κράτησαν δύο εικοσιτετράωρα, προσπαθώντας να τον μεταπείθουν, αλλά εκείνος έμεινε ανένδοτος. Τούς αποκάλυψε, μάλιστα, πώς είχε εξομολογηθεί τά πάντα σε πνευματικό. 'Ύστερα’ απ’ αυτό, στις 11 Δεκεμβρίου, εκδόθηκε ένταλμα συλλήψεώς του μέ την κατηγορία της «κοινολογήσεως άπρρρητων στοιχείων».
Στις 3 Φεβρουάριου τού 1930 ή τρόικα της ΓκεΠεΟυ τον καταδίκασε σε εγκλεισμό τριών ετών σε Σωφρονιστικό Στρατόπεδο Εργασίας. Εξέτισε την ποινή του δουλεύοντας εξαντλητικά στην κατασκευή τού καναλιού Λευκής Θάλασσας- Βαλτικής.

Το 1933, ωστόσο, οι αρχές, ικανοποιώντας το αντιχριστιανικό τους μένος, έκλεισαν τον Ναό του Αγίου Μητροφάνους, διαλύοντας έτσι άλλη μία ζωντανή ενορία της Μόσχας. Βαθύτατα πικραμένος ό π. Βλαδίμηρος, αλλά και μέ εμπιστοσύνη στη θεία πρόνοια, ανασκουμπώθηκε για την καινούργια ιερατική του αποστολή. Διορίστηκε στον Ναό της Αγίας Τριάδος του χωριού Γιάζβιστσε της έπαρχίας Βολοκολάμσκ.
Στο Γιάζβιστσε ή πολύτεκνη οικογένεια του εγκαταστάθηκε ο ένα εκκλησιαστικό οίκημα, πού από την πρώτη στιγμή αποδεδείχθηκε πολύ στενόχωρο. Ευτυχώς, δεν έμειναν για καιρό εκεί. Ένας πονόψυχος γείτονας τούς λυπήθηκε. Μια μέρα, λοιπόν, τούς επισκέφτηκε και τούς είπε:
- Δεν χωράτε τόσοι άνθρωποι σ’ αυτό έδώ το σπίτι. Ελάτε στο δικό μου, πού είναι άνετο. Θα μείνετε όσο θέλετε, και δεν θα μου δίνετε ούτε ένα καπίκι.
Πράγματι, μετακόμισαν στο σπίτι του θεόσταλτου ευεργέτη τους κι έζησαν σ’ αυτό δέκα χρόνια.


Ό π. Βλαδίμηρος αναδέχθηκε και στην καινούργια του θέση στοργικός πατέρας, φύλακας άγγελος και εμψυχωτής του πνευματικού του ποιμνίου, πού καταδυναστευόταν από τούς αντίχριστους εξουσιαστές. Συχνά επισκεπτόταν τον σεβάσμιο πρωτοδιάκονο Νικόλαο Τσβετκώφ,- πού ήταν ξακουστός για το προορατικό του χάρισμα και πού, μετά
την επιστροφή του από την εξορία, είχε εγκατασταθεί στο Βολοκολάμσκ. Συζητούσε μαζί του διάφορα πνευματικά θέματα και τον συμβουλευόταν για προσωπικά ή ποιμαντικά προβλήματα.




Την άνοιξη τού 1937, λίγο μετά το Πάσχα, ό π. Βλαδίμηρος πήγε στο σπίτι, όπου έμενε ό π. Νικόλαος. Ή ηλικιωμένη γυναίκα, πού τον διακονούσε, μπήκε στο δωμάτιό του και τού είπε πώς είχε έρθει ό π. Βλαδίμηρος από το Γιάζβιστσε. Ό γέροντας, όμως, αυτή τη φορά δεν βγήκε να τον συναντήσει. Μόνο πίσω από την πόρτα φώναξε:
-       Χριστός Ανέστη!
Ό π. Βλαδίμηρος παραξενεύτηκε και στενοχωρήθηκε. Παρακάλεσε τη γυναίκα να πει στον γέροντα πώς ήθελε να τον δει. Εκείνη ξαναμπήκε, αλλά κι αυτή τη φορά βγήκε μόνη της. Ό π. Νικόλαος φώναξε πάλι πίσω από την πόρτα:
-       Αληθώς Ανέστη!
Ό π. Βλαδίμηρος έφυγε ταραγμένος. Μέ τη φαινομενικά παράδοξη στάση του ό γέροντας δεν ήθελε παρά να τού δείξει ότι δεν θα ξαναβλέπονταν σ’ αυτή τη ζωή.
Το καλοκαίρι του 1937 άρχισαν μαζικές συλλήψεις κληρικών. Τον Νοέμβριο ό π. Βλαδίμηρος, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι στη Μόσχα, είπε στην πρεσβυτέρα του:
-       Είμαι βέβαιος ότι σύντομα θα μέ συλλάβουν. Ούτε την εξορία ούτε τον θάνατο φοβάμαι. Ομολογώ, όμως, ότι ως άνθρωπο μέ τρομάζουν οι φάλαγγες των φυλακισμένων... Τους αναγκάζουν οι ένοπλοι φρουροί τους να τρέχουν ασταμάτητα δεκάδες χιλιόμετρα την ημέρα και, όταν πέφτουν καταγής μισοπεθαμένοι από την εξάντληση, τούς αποτελειώνουν μέ τούς υποκόπανους... Κι ύστερα αφήνουν τά πτώματά τους να γίνουν βορά στα θηρία...



Στις 11 Νοεμβρίου του 1937 το τοπικό παράρτημα Βολοκολάμσκ της ΝιΚαΒεΝτε έλαβε αναφορά τού προέδρου τού Σοβιέτ τού χωριού Γιάζβιστσε, μέ την όποια ενημερώθηκε για τά άκόλουθα: Πρώτον, από συνέλευση, πού πραγματοποιήθηκε στο αναγνωστήριο τού χωριού, απουσίαζε σχεδόν όλη ή νεολαία, επειδή ό γιός τού ιερέα Βλαδίμηρου Μεντβεντιούκ Νικόλαος πραγματοποίησε άντισυνέλευση στο σπίτι του και μάζεψε τούς νέους εκεί. Δεύτερον, τον ιερέα επισκέπτονταν καθημερινά ίσαμε είκοσι άνθρωποι, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, από διάφορα κολχόζ των περιφερειών Βολοκολάμσκ και Νοβοπετρόφσκ.



Στις 24 Νοεμβρίου εκδόθηκε ένταλμα συλλήψεως τού ιερέα Βλαδίμηρου Μεντβεντιούκ. Το ίδιο βράδυ εκείνος ετοιμαζόταν για τη Λειτουργία της επόμενης μέρας και διάβαζε από το Προσευχητάρι κάποιες ευχές δίπλα στο παράθυρο τού δωματίου του. Στο σπίτι, εκτός από την οικογένεια του, βρίσκονταν και δύο δόκιμες μοναχές, ή Μαρία Μπριάντσεβα και ή Τατιανή Φομίτσεβα. Αυτές, μετά το κλείσιμο της μονής τους από τις αρχές, είχαν καταφύγει στο Γιάζβιστσε και διακονούσαν στον Ναό της Αγίας Τριάδος ως ψάλτρια ή πρώτη και ως νεωκόρο ή δεύτερη.
Ξαφνικά ό π. Βλαδίμηρος είδε να περνούν μπροστά από το παράθυρό του ό αστυνόμος και ό πρόεδρος τού Σοβιέτ τού χωριού.
-       Για μένα έρχονται, μονολόγησε.
Πράγματι, σε λίγα λεπτά ήταν μέσα στο σπίτι.
-       Πρέπει να έρθετε στο Σοβιέτ για κάποιαν υπόθεση, τού είπε ό πρόεδρος.
Ό ιερέας άρχισε να αποχαιρετά την οικογένεια του και τις
-       Ποτέ δεν έγιναν στο σπίτι μου παράνομες συγκεντρώσεις, αποκρίθηκε σταθερά ό ιερέας.
-       Διαθέτουμε αποδείξεις ότι στα πρόσωπα του περιβάλλοντος σας ασκείτε αντεπαναστατική και αντισοβιετική προπαγάνδα.
-       Ποτέ δεν άσκησα αντεπαναστατική και αντισοβιετική προπαγάνδα.
-       Λέτε ψέματα! Είναι πολλοί οι μάρτυρες πού κατέθεσαν ότι ασκείτε προπαγάνδα. Απαιτούμε να το ομολογήσετε!
-       Επαναλαμβάνω ότι μέ αντεπαναστατική και αντισοβιετική προπαγάνδα ποτέ δεν ασχολήθηκα.


Την άλλη κιόλας ημέρα ή τρόικα της ΝιΚαΒεΝτε καταδίκασε τον ιερέα Βλαδίμηρο Μεντβεντιούκ σε θάνατο μέ τουφεκισμό.
Στο μεταξύ ή πρεσβυτέρα Βαρβάρα ειδοποιήθηκε ότι θα έστελναν τούς καταδίκους στη Μόσχα μέ τρένο, το όποιο θα περνούσε στις 3 μ.μ. από τον σιδηροδρομικό σταθμό της περιοχής τους. Πήρε, λοιπόν, ή πρεσβυτέρα τά πέντε παιδιά της και όλοι μαζί κίνησαν μέ τά πόδια για τον σταθμό, πού βρισκόταν τρία χιλιόμετρα μακριά από το χωριό. Μόλις έφτασε το τρένο, πλησίασαν στο πρώτο βαγόνι μέ τά καγκελόφραχτα παράθυρα, όπου ήταν κλεισμένοι και στοιβαγμένοι οι κρατούμενοι. Οι φρουροί, όμως, πού το περικύκλωσαν αμέσως, απώθησαν όλους όσοι πήγαν κοντά. Ξαφνικά ή Βαρβάρα και τά παιδιά, καθώς κοίταζαν μέ θλίψη το βαγόνι από μακριά, ανασκίρτησαν. Ανάμεσα από τά κάγκελα κάποιου παραθύρου φάνηκε ένα χέρι, το χέρι του π. Βλαδίμηρου, πού τούς ευλογούσε. Και συνέχισε να τούς ευλογεί, ώσπου το τρένο, αναχωρώντας από τον σταθμό, χάθηκε σε λίγο από τά μάτια τους.


Κλαίγοντας γύρισαν στο χωριό... Δεν τον ξαναείδαν πια... Έμειναν μέ την εικόνα της ιερατικής ευλογίας τυπωμένη ανεξίτηλα μέσα στην καρδιά τους όλα τά χρόνια της υπόλοιπης ζωής τους...
Ό π. Βλαδίμηρος Μεντβεντιούκ εκτελέστηκε και τάφηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1937 στο Μπούτοβο, κοντά στη Μόσχα.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ . ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: