..."Ο διάκονος Αθανάσιος είχε πάει για επίσκεψη στον Άγιο Παϊσιο και ήταν κάπως στενοχωρημένος, γιατί είχε καιρό να μάθει νέα από τον Γέροντα Ιωσήφ. Στο Μοναστήρι της Μίνθης δεν είχε τηλέφωνο τότε. Επικοινωνούσαν με επιστολές. Ο Άγιος κατανόησε ότι είναι λυπημένος και του είπε:"Τί έχεις και σε βλέπω έτσι στενοχωρημένο"; Απάντησε ο π. Αθανάσιος:"Έχει μέρες να πάρω γράμμα από τον Γέροντά μου Ιωσήφ και έχω λίγη αγωνία. Δεν ξέρω τί κάνει, τί γίνεται". Το βράδυ εκείνο ο π. Αθανάσιος έμεινε στο κελλί του Αγίου.
Συνεχίζει την διήγηση ο π. Αθανάσιος:"Το απογευματάκι έγινε αυτή η συνομιλία και ο Άγιος μου είπε χαριεντιζόμενος μεταξύ αστείου και σοβαρού,"ε, να πάμε να τον δούμε τον Γέροντα Ιωσήφ". Του λέω:"Πώς να πάμε να τον δούμε";"Να κόψουμε ένα εισιτήριο να πάμε. Με ποιά εταιρεία θέλεις να πάμε; Ολυμπιακή, Κυπριακή"; Φαινόταν σαν να αστειεύεται. Μετά μου είπε πάλι χαριεντιζόμενος' "Να πάμε. Να κόψουμε εισιτήριο, να πάμε να τον δούμε". Είπα και εγώ αστειευόμενος' "Να κόψουμε". Μου λέει ο Άγιος' "Λεφτά έχεις"; Λέω' "Γέροντα, τί λεφτά";"Ένα παξιμάδι", μου απαντάει, "ο Άγιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης ένα παξιμάδι έτρωγε και πήγαινε όπου ήθελε".
"Φάγαμε το βράδυ, εγώ έφαγα δηλαδή, εκείνος ήταν εκεί. Και εντάξει. Το βράδυ υποτίθεται κάναμε κάποια πνευματικά, εγώ, ο Γέροντας αγρυπνούσε όπως συνήθως κάθε βράδυ. Αγρυπνούσε από το βράδυ ως την ανατολή του ηλίου. Όταν ανέτελλε ο ήλιος, κοιμόταν μία-δύο ώρες περίπου. Είχε Θεία Λειτουργία συνήθως πριν την ανατολή του ηλίου, δηλαδή γύρω στις 3 το πρωί. Μόλις τελείωνε η Λειτουργία, άρχιζε να χαράζει το φως. Έτσι συνήθιζε. Το πρόγραμμά του ήταν αγρυπνία από την δύση ως την ανατολή του ηλίου. Μεγάλη βία! Όλη την ημέρα έβλεπε κόσμο, και όλη τη νύκτα αγρυπνούσε. Ταυτόχρονα ήταν και νηστικός και άρρωστος. Με μισό πνεύμονα. Απερίγραπτη βία".
Ως γνωστόν ο Άγιος ήταν βιαστής της φύσεως. Και ο Μητροπολίτης Αθανάσιος συνεχίζει την διήγησή του: "Δεν συγκατέβαινε. Δεν συγκατέβαινε. Ε, γι'αυτό έγινε αυτός που έγινε. Λοιπόν, εγώ κοιμήθηκα, ξύπνησα το πρωί, ήρθε και έκατσε εκεί στο κρεβατάκι που ήμουνα."Τί γίνεται, Διάκο"; Διάκος ήμουν ακόμα. Αν δεν απατώμαι ήμουν στην αγρυπνία του Αγίου Νικολάου στην Μονή Γρηγορίου και μετά είχα έλθει στο κελλί του Αγίου από εκεί. Μου λέει' "Διάκο, χαιρετίσματα απ'τον Γέροντα Ιωσήφ". Λέω' "Πού τον είδες Γέροντα"; Λέει' "Πώς Εγώ πήρα αεροπλάνο και πήγα. Εσύ δεν ήθελες να έρθεις. Δεν έκοψες εισιτήριο. Δεν ήθελες να έρθεις. Εγώ σου είπα να πάμε και δεν ήθελες να έρθεις". Και άρχισε να μου περιγράφει το κελλί του Γέροντος. Και ξέρετε, ο Γέροντάς μας που τα είχε όλα περιποιημένα. Μου περιέγραψε το κελλί του Γέροντος. Πως είναι το κρεβατάκι του, το κελλί του, το μαχαιράκι του, τί περιποιημένος ήταν, τα σχολίαζε αυτά.
" Μου λέει: "Και το Μοναστήρι ωραίο είναι ρε Διάκο. Όμορφο, ησυχαστικό. Και κάτι κτίζετε εκεί. Τί κτίζει εκεί γερο-Ιωσήφ εκεί"; Μετά λίγες μέρες πήγα στην Κύπρο για τα Χριστούγεννα και το είπα στον Γέροντα. Και μάλιστα του είπα την ημέρα που ήμουν εκεί. Μου λέει: " Τί λες βρε παιδί μου; Και εγώ είχα πολλή αίσθηση της ευχής αυτού του ανθρώπου εκείνες τις μέρες"."...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου