Τη δεκαετία του ’70 επισκεφθήκαμε μια ψαροταβέρνα που τη λέγαν Πειρατής. Είχε και πάντα αναμμένο τζάκι. Πήγαμε λοιπόν με τον Μανώλη τον Τσακίρη και τις γυναίκες μας φορώντας τα καπέλα. Εγώ το δώρο του, αυτό του Αραγκόν, γιατί ήθελα κιόλας να τον τιμήσω κι αυτός μ’ ένα υποκατάστατο παρόμοιο από τη συλλογή του.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020
Πώς το καπέλο του Λουί Αραγκόν έφτασε στον γιατρό του Αγ. Εφραίμ Κατουνακιώτη! | Στέφανος Δημόπουλος
Ο Στέφανος
Δημόπουλος, χειρουργός οφθαλμίατρος και αναγνώστης στο Άγιον Όρος, μας
αφηγείται πώς βρέθηκε στα χέρια του η ρεπούμπλικα του βραβευμένου Γάλλου
συγγραφέα.
___
Ο Λουί
Αραγκόν, που γεννήθηκε το 1897 στο Παρίσι ήταν ένας βραβευμένος Γάλλος
συγγραφέας, γιατρός, ιστορικός, δημοσιογράφος και μέλος της γαλλικής αντίστασης.
Μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν αποτέλεσε πρωτεργάτης του υπερρεαλισμού. Αυτά ήταν
κάποια από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του με τα οποία ασχολήθηκαν
αρμόδιοι μελετητές. Εμείς θα ασχοληθούμε όχι με τη διακεκριμένη μορφή του ανθρώπου,
αλλά με την πορεία ενός από τα καπέλα του και τον πνευματικό αντίκτυπο που είχε
στη ζωή αυτού που το κατέχει σήμερα: Ο χειρουργός οφθαλμίατρος και αναγνώστης
στο άγιον Όρος Στέφανος Δημόπουλος, προσωπικός γιατρός του αγίου Εφραίμ
Κατουνακιώτη μάς διηγήθηκε με εύθυμη διάθεση, την οποία θα προσπαθήσουμε να
διατηρήσουμε στο παρόν δημοσίευμα, τη συγκυρία που έφερε στα χέρια του το
συγκεκριμένο καπέλο του Αραγκόν:
«Είμαι περήφανος για τα καπέλα μου, μα πιο πολύ για ένα
που επέρασε Οδύσσεια μέχρι να προσγειωθεί στην κεφαλή μου. Το φόραγε ο Λουί
Αραγκόν όταν μας ήλθε επίσκεψη κάποτε στην Ελλάδα. Γάλλος ποιητής,
μυθιστορηματογράφος και δημοσιογράφος από τους πρωτεργάτες του υπερρεαλισμού
(σουρεαλισμού που λέμε και εμείς στο χωριό μου, στην ευρωπαϊκή τη Γορτυνία).
Ήταν για χρόνια μέλος του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος και έτσι ήταν φυσικό
ότι το χάρισε στον ποιητή μας Γιάννη Ρίτσο.
Αυτός πάλι το χάρισε στον φίλο μου τον οικολόγο, ποιητή και συγγραφέα
Μανώλη Τσακίρη που μας ένωσαν προβλήματά του οφθαλμολογικά και η αγάπη μας για
την Ύδρα. Έτσι καταλαβαίνετε πώς κατέληξε στην κεφαλή μου.»
Γεώργιος Βιζυηνός
Ο κ.
Δημόπουλος προσδιορίζει ότι το περίφημο καπέλο, ήταν μια ρεπούμπλικα. Όμως
Ρεπούμπλικα εκτός από τον Αραγκόν φορούσαν ο πατέρας του Δημόπουλου αλλά κι
ένας εγχώριος μοναδικός και αγαπημένα πονεμένος λογοτέχνης ο Βιζυηνός, που τα
καπέλα του έχουν για πάντα χαθεί στο παρελθόν. Δεν ήταν παγκοσμίως γνωστός ο
τελευταίος:
«Είναι μια ρεπούμπλικα, το αγαπημένο καπέλο του 20ού αιώνα. Τουλάχιστον στο
δεύτερο μισό του. Ρεπούμπλικες φόραγε ο πατέρας μου όταν δεν φόραγε το
στρατιωτικό πηλήκιό του. Και φόραγε και καμπαρτίνα σαν τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ τον
ηθοποιό ή τον Λουί τον Αραγκόν, Θεός σχωρέστους όλους.
Το φόραγε όμως και παλαιότερα και ο
Γεώργιος Βιζυηνός που πέθανε το 1896. Απ’ τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές
και λογοτέχνες. Ο πλέον μορφωμένος Έλληνας λογοτέχνης και φιλόσοφος της εποχής
του. Ο αγαπημένος μου Έλληνας λογοτέχνης του 19ου αιώνα. Μέγας ψυχογράφος.
Έγραψε “Το αμάρτημα της μητρός μου”, “Το μόνο της ζωής μου ταξείδιον”, “Η
σιωπή των αγγέλων”.
Ζωγράφο των ψυχών χαρακτήρισε ο Κωστής Παλαμάς τον Βιζυηνό που μια γενιά
πριν απ’ το Φρόιδ ξεπέρασε τους εθνικισμούς και ασχολείται με την ψυχογράφηση
των ηρώων του στο τελευταίο έργο του.
Ο Γέροντας Ανανίας Κουστένης λέει χαρακτηριστικά πως ο Βιζυηνός έδωσε στο
τέλος της ζωής του άδεια στο μυαλό του. Πέθανε έγκλειστος πέντε χρόνια στο
φρενοκομείο όπου σε αναλαμπές του έγραψε το αριστούργημα “Μοσκώβ Σελήμ”.
Ο τρόπος που φόραγε το καπέλο του ο πατέρας μου λίγο στραβά στη δεξιά μεριά
σαν να ήθελε να προστατεύσει τα μάτια του από τον ήλιο και ο Αραγκόν πεσμένο
λίγο προς τα πίσω σαν να το ρίχνει ο αέρας, ή και ο Βιζυηνός γερμένο λίγο προς
τα αριστερά είναι το χαρακτηριστικό του χαρακτήρα καθενός. Θα μπορούσα να
αναγνωρίσω ποιος το φορά ακόμα και αν μου σβήνατε το πρόσωπό του.»
«Το φορώ και
δίνει μια μεγαλοπρέπεια που μου λείπει!»
Ο Στέφανος
Δημόπουλος, δεν έχει καμιά πρόθεση να συγκρίνει τους δυο λογοτέχνες, αλλά μεγάλωσε
στην παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής, που του επιτρέπει να εκτιμά διαφορετικά
το ευφάνταστο καπέλο του Αραγκόν με τα φτωχικά ρούχα του Βιζυηνού, και ίσως
ίσως τον ζουρλομανδύα του στο τέλος της ζωής του, παράσημο και στεφάνι του.
Ωστόσο σαν φτωχός συγγενής ο Δημόπουλος θα φορά το καπέλο και με περιπαικτικό
καμάρι θα μας πει:
«Το ίδιο κι εγώ όποτε το φορώ μου δίνει μια μεγαλοπρέπεια που λείπει γενικά
απ’ την μορφή μου. Καημό το είχε η συχωρεμένη η μάνα μου που από μικρός έμοιαζα
ασουλούπωτος. Το βάζω λοιπόν στα ίσια ζυγισμένο και λίγο σκυφτό προς τα μπροστά
να φθάνει ως τα φρύδια και έτσι κρυμμένη η φάτσα μου, όσο γίνεται, με παίρνουν
όλοι για κάποιο σπουδαίο. Γι’ αυτό και το φοράω σπάνια, να μην με πάρουνε για ψώνιο.
Θυμάμαι μου είχαν στείλει μια φορά πριν χρόνια με αποκόλληση υαλοειδούς τον
διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου για τα πολιτιστικά. Τον βοήθησα,
υποχρεώθηκε γινήκαμε και φίλοι. Με κάλεσε λοιπόν μια φορά για μια ξενάγηση που
θα γινόταν στην ομάδα του γραφείου του στην εθνική πινακοθήκη. Ξεναγός θα ήταν
η διευθύντρια κα Πλάκα που θαυμάζω και έτσι πήγα. Ήταν χειμώνας, έκανε και κρύο,
φόρεσα το λοιπόν και το καπέλο του Αραγκόν και πήγα.
Το ραντεβού μας ήτανε στην είσοδο και όπως κατέφθασα λιγάκι καθυστερημένος
βλέπω από τη μέσα τη μεριά να φθάνει και η κα Πλάκα η οποία αγνοώντας όλους
τους επισήμους παράγοντες του πρωθυπουργικού γραφείου έπεσε επάνω μου χαρούμενη
να με καλωσορίσει.
Έβγαλα γρήγορα - γρήγορα απ’ το κεφάλι μου τη ρεπούμπλικα και απ’ τον λαιμό
μου ένα μακρύ κασκόλ που ήμουν τυλιγμένος, αλλά αυτή επέμενε καθ’ όλην την
ξενάγηση να απευθύνεται σε μένα.
Υπερφυσικές ιδιότητες αλήθεια το καπέλο του Αραγκόν. Αγόρασα και άλλα στο
στυλ ρεπούμπλικα αλλά σύντομα χάνουν την ομορφιά τους και παλιώνουν. Ενώ αυτό
του Αραγκόν είναι σαν το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, αγέραστο, φρέσκο,
καμαρωτό και επιβλητικό, δείχνει πως αυτός που το αγόρασε πλήρωσε υψηλό αντίτιμο...
Τη δεκαετία του ’70 επισκεφθήκαμε μια ψαροταβέρνα που τη λέγαν Πειρατής. Είχε και πάντα αναμμένο τζάκι. Πήγαμε λοιπόν με τον Μανώλη τον Τσακίρη και τις γυναίκες μας φορώντας τα καπέλα. Εγώ το δώρο του, αυτό του Αραγκόν, γιατί ήθελα κιόλας να τον τιμήσω κι αυτός μ’ ένα υποκατάστατο παρόμοιο από τη συλλογή του.
Πετάχτηκε λοιπόν ο μαγαζάτορας και τα γκαρσόνια του και μας έβαλαν δίπλα
ακριβώς στο τζάκι σε θέση λίαν τιμητική αν και δεν είχαμε κάνει κράτηση και η
ταβέρνα ήταν ήδη μισογεμάτη.
Μετά από λίγο έφθασε η σύζυγος υποψήφιου πρωθυπουργού με κάποιο από τα
παιδιά της και τους έβαλαν παραδίπλα μας. Από μισόλογα κατάλαβα πως το καπέλο
του Αραγκόν τους μπέρδεψε και πήραμε το κρατημένο για αυτούς τραπέζι...
Επιχειρώντας
μια ερμηνεία στο “ευθυμογράφημα” του Στέφανου Δημόπουλου, θα λέγαμε ότι η
πολυτέλεια του καπέλου δεν τον βαραίνει, αντίθετα το βλέπει ως πλαίσιο μιας αρχοντιάς
παρόλα τα συγκεχυμένα της αριστοκρατίας που εφορμούν απ’ έξω. Η τριβή του
οφθαλμίατρου με ανθρώπους ασκητικούς τού δίνει τη δυνατότητα να διακωμωδεί αθώα
αυτή την πολυτέλεια. Κι έτσι σε μια ευτυχή συγκυρία, στις μέρες μας το καπέλο
του Αραγκόν υπέταξε την πολυτέλεια στο εκπλεπτυσμένο πνεύμα.
____________
Σοφία Χατζή
δημοσιεύθηκε
στην εφημερίδα
ΟΡΘΟΔΟΞΗ
ΑΛΗΘΕΙΑ, 27.08.2020
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου