Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2021

Ο ΝΟΣΗΛΕΥΤΉΣ.

 



2 μ.μ.: Το καρότσι νοσηλείας πλησιάζει τον θάλαμο 426. 

Δίκλινο. 

Ένας ασθενής μέσα. 12 χρονών. 

Αγόρι. 

Λευχαιμία. 

Δεύτερο σχήμα χ/ο. 

Οι παρενέργειες έχουν αρχίσει πια να εκδηλώνονται πιο συχνά. 

Ο νοσηλευτής μπαίνει στον θάλαμο. 

Ο μικρός Α. απουσιάζει. 

Μόνο η μάνα στην καρέκλα. Κουλουριασμένη.

Σηκώνει το κεφάλι. 

Σηκώνει το χέρι και με δυσκολία δείχνει το μπάνιο.


- Πάλι εμετοί; ρωτάει ο νοσηλευτής.

- Όχι. Κλαίει.

- Γιατί; Του είπαν κάτι άσχημο οι γιατροί;

- Όχι παιδί μου, απαντά η μάνα. Δεν είδες;

- Όχι, τί να δω;

- Να, πριν από λίγο, πέρασε από εδώ ένας κλόουν, μπήκε στον θάλαμο, είδε τον Α. κι έφυγε. Είχε κάνει λάθος όροφο.

- Μάλιστα. Κι ο μικρός απογοητεύθηκε και τώρα κλαίει, είπε ο νοσηλευτής με φωνή που μόλις έβγαινε από μέσα του. 

Η μάνα έγνεψε καταφατικά βουρκωμένη.

- Και αύριο έχουμε το κρίσιμο χειρουργείο, είπε η μάνα με πνιχτή φωνή.

Σφίγγοντας τα δόντια, ο νοσηλευτής εκτελεί τη νοσηλεία και βρίσκοντας μια δικαιολογία πηγαίνει στα αποδυτήρια. 


6 μ.μ.: Θάλαμος 426. 

Ο μικρός Α. ξαπλωμένος κοιτάζει το ταβάνι. 

Ακούει το καρότσι νοσηλείας να πλησιάζει. 

«Πάλι θα μου βάλουν νερό με τη σύριγγα από το ροζ κουμπάκι», σκέφτεται. «Και γιατί δεν μου το δίνουν να το πιώ να τελειώνουμε;» 

Η πόρτα ανοίγει. 

Ο μικρός Α. γυρνά προς το μέρος του καροτσιού και βλέπει μια μεγάλη κόκκινη στρογγυλή μύτη πίσω από αυτό.


- Συγγνώμη που άργησα, είπε ο κλόουν. 

Μου είπαν ότι είχα παρκάρει παράνομα το δελφίνι που με έφερε.

- Ποιο δελφίνι;

-Αυτό, είπε ο κλόουν, φούσκωσε ένα μπαλονένιο δελφίνι και το πρόσφερε στον μικρό Α. 

Ο μικρός γέλασε. 

Θαρρώ θα πρέπει να ήταν η πρώτη φορά ύστερα από μήνες που σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο κουρασμένο πρόσωπό του. 

Η μάνα έκλαιγε γοερά στη γωνία. 

Γιατί ήξερε.


8 μ.μ.: Η μάνα πηγαίνει στην αλλαγή. 

- Πώς θα σου ξεπληρώσω παιδί μου αυτό που έκανες σήμερα;

- Δεν έκανα τίποτα εγώ. 

Όλα τα έκανε ο κλόουν. 

Αλλά... ναι, υπάρχει ένα πράγμα που θα ήθελα να κάνετε για μένα.

- Τί παιδί μου;

- Όταν ο Α. βγει από δω όρθιος και γερός, θέλω να του πείτε ότι όταν τον τρύπησα για να του περάσω τον ορό, πόνεσα κι εγώ μαζί μ’ αυτόν. 

Δεν το έκανα επίτηδες πείτε του, ούτε για να του κάνω κακό. Ξέρω από καρκίνο. 

Τον ξέρω καλά. 

Αυτό να του πείτε.

Ύστερα από μισή ώρα ο νοσηλευτής μπήκε στον θάλαμο και βρήκε τον μικρό Α. να κοιμάται. 

Στο προσκεφάλι του ήταν η μάνα που του κρατούσε το χέρι για να στάζει σωστά ο ορός.

Ο νοσηλευτής φίλησε τον μικρό στο μέτωπο και έφυγε.


Στη μάνα του μικρού όμως φαίνεται να της λείπει μια εξήγηση…

- Αλήθεια παιδί μου, γιατί επέλεξες να κάνεις αυτή τη δουλειά;

Ο νοσηλευτής προσπάθησε να απαντήσει. 

Δεν τα κατάφερε. 

Δεν έβγαινε λέξη. 

Μονάχα έδειξε τον μικρό Α. που χαμογελούσε κρατώντας αγκαλιά το μπαλονένιο δελφίνι.

Και, καθώς ο ουρανός ντυνόταν με την επίσημη βραδινή του ενδυμασία, ο νοσηλευτής με βήμα αργό και ταλαιπωρημένο, πήρε τον δρόμο για το σπίτι. 


Την επόμενη ημέρα ο νοσηλευτής είχε ρεπό αλλά πάλι στο νοσοκομείο ήταν. 

Ήταν μέσα στο χειρουργείο και παρακολουθούσε τον μικρό Α. που έδινε τη μάχη της ζωής του. 

12 χρονών και πάλευε για τη ζωή του. Δεν τα παράτησε. Τόσο ήρωας!

Όταν ξύπνησε είδε το νοσηλευτή πάνω από το κεφάλι του. Άπλωσε τα χέρια του και τον τράβηξε πάνω του.

- Δεν θα πεθάνω, είσαι εσύ εδώ, δεν θα πεθάνω.

- Φρόντισε να τηρήσεις την υπόσχεσή σου μικρέ αλλιώς δεν θα ξαναφωνάξω τον κλόουν.

- Εσύ ήσουν ο κλόουν, το ξέρω ότι εσύ ήσουν. 

Δεν θα πεθάνω, υπόσχομαι.


Αλήθεια, μπορεί κάποιος να κοστολογήσει αυτές τις βάρδιες;

«Τί λες ανόητε;», θα μου πείτε. Κοστολογείται ο πόνος; Κοστολογείται η ζωή;

Όχι, δεν κοστολογούνται.

Κοστίζουν όμως πανάκριβα αλλά χρεώνονται εκπτωτικά.

Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν μπορεί να ανταμείψει τέτοιες πράξεις και τέτοια επαγγέλματα. 

Και κανένας δεν θα μάθει ποτέ, πώς αισθάνεται και πώς ενεργεί ένας νοσηλευτής.

Όλοι όμως μαθαίνουν απ’ αυτόν, πώς να γίνονται καλύτεροι άνθρωποι.

Ή άπλα άνθρωποι.

Αυτή είναι η νοσηλευτική που μου αρέσει.

Λάμπρος Λιάπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: