Κάπου σέ ένα χωριό, ένα αγοράκι έβαλε ζεστά ρούχα καί είπε στόν πατέρα του:
- Μπαμπά, είμαι έτοιμος.
Ό πατέρας του, ό παπάς είπε: ′′ Είσαι έτοιμος γιέ μου?"
- Μπαμπά, ήρθε ή ώρα νά βγούμε έξω να μιλήσουμε στόν κόσμο για τό λόγο Τού Θεου.
Ό Παπάς απάντησε: ′′ Γιε μου, έξω έχει πολύ κρύο καί βρέχει."!
Τό παιδί κοίταξε έκπληκτο τόν πατέρα του καί είπε: ′′ Μά μπαμπά, οί άνθρωποι πρέπει νά μάθουν γιά Τόν Θεό ακόμα καί τίς βροχερές καί κρύες μέρες ".
Ό μπαμπάς απάντησε:
′′ Γιέ μου, δέν θά βγώ αυτή τή φορά ". Έχει πολύ κρύο.
Σέ απελπισία, τό παιδί είπε, ′′ Μπαμπά, μπορώ νά πάω μόνος μου; Σέ παρακαλώ, πολυ"
Ό πατέρας του περίμενε λίγο καί μετά είπε:
′′ Γιέ μου, μπορείς νά φύγεις.
Ορίστε τά βιβλια καί νά προσέχεις στό δρομο.
- Σέ ευχαριστώ μπαμπά!
Καί τότε βγήκε ό μικρος στή βροχή μονος.
Τό παιδί περπατησε σέ όλους τούς δρόμους τού χωριού, μοιράζοντας τά βιβλια στούς ανθρώπους πού συνάντησε.
Μετά από 2 ώρες περπάτημα στή βροχή καί τό κρύο μέ τό τελευταίο βιβλιο στό χέρι σταμάτησε σέ μιά γωνία γιά νά δεί ποιός άλλος υπήρχε εκεί νά δώσει τό τελευταίο.
Αλλά οι δρόμοι ήταν εντελώς έρημοι.
Μετά γύρισε στό πρώτο σπίτι πού είδε, πήγε στήν εξώπορτα, χτύπησε αρκετές φορές καί περίμενε, αλλά...
Αφού δέν απαντούσε κανείς, γύρισε νά φύγει, αλλά κάτι τόν σταμάτησε. Τό αγόρι γύρισε πρός τήν πόρτα καί άρχισε νά χτυπά δυνατά τήν πόρτα. Συνέχισε νά περιμένει.
Επιτέλους άνοιξε ή πόρτα ελαφρώς.
Βγήκε μιά κυρία μέ ένα πολύ θλιμενο βλέμμα καί ρώτησε:
′′ Τί μπορώ νά κάνω γιά σένα, γιέ μου;
Μέ φωτεινά μάτια καί ένα όμορφο χαμόγελο, το παιδί είπε:
′′ Κυρία, λυπάμαι άν σάς στεναχωρώ, αλλά θέλω μόνο να σάς πώ ότι Ό Θεός σάς αγαπά πραγματικά καί ήρθα νά σάς δώσω τό τελευταίο μου βιβλιο πού μιλάει γιά Τόν Θεό καί τήν μεγάλη αγάπη Του.
Τό αγόρι μετά τής έδωσε τό βιβλιο.
Ή κυρία είπε, ′′ Ευχαριστώ γιέ μου, Ό Θεός νά σέ ευλογεί!"
Τό επόμενο πρωί τού Σαββάτου, ό παπας ήταν στήν εκκλησια καί όταν ξεκίνησε ή λειτουργία, ρώτησε:
′′ Έχει κανείς μιά μαρτυρία ή κάτι πού θέλει νά μοιραστεί?"
Από τήν τελευταία πίσω σειρά τής εκκλησίας, μία ηλικιωμένη κυρία στάθηκε στά πόδια της.
Όταν άρχισε νά μιλάει, εμφανίστηκε στά μάτια της ένα λαμπερό βλέμμα:
′′ Κανείς σέ αυτή τήν εκκλησία δέν μέ γνωρίζει.
Δέν έχω ερθει ποτέ εδώ καί ούτε είμαι Χριστιανη.
Ό σύζυγός μου πέθανε πρίν λίγο καιρό αφήνοντας με εντελώς μόνη σέ αυτόν τόν κόσμο.
Τό περασμένο Σάββατο ήταν μία ιδιαίτερα κρύα καί βροχερή μέρα έξω... καί μέσα στήν καρδιά μου δέν είχα καμία ελπίδα καί δέν ήθελα νά ζήσω.
Άρπαξα μιά σκαλα καί ένα σχοινί καί ανέβηκα στό ταβάνι τού σπιτιού μου.
Έδεσα τό ένα άκρο τού σχοινιού στά δοκάρια στήν οροφή, μετά σκαρφάλωσα στήν καρέκλα καί έβαλα τήν άλλη άκρη τού σχοινιού στό λαιμό μου.
Μετά έκατσα στήν καρέκλα,.... ήμουν τόσο μόνη καί στεναχωρημενη πού ήθελα νά πηδηξω από τήν καρέκλα καί νά κρεμαστώ... όταν ξαφνικά άκουσα τήν πόρτα νά χτυπάει.
Έτσι σκέφτηκα:
′′ Θα περιμένω λίγο καί όποιος κι άν είναι θά φύγει."
Περίμενα, περίμενα, αλλά ή πόρτα χτυπούσε όλο καί πιό δυνατά κάθε φορά. Έγινε τόσο δυνατό πού δέν μπορούσα νά τό αγνοήσω.
Οπότε αναρωτιόμουν ποιός θά μπορούσε νά είναι;
Κανείς δέν έρχεται στήν πόρτα μου νά μέ επισκεφθεί!
Άφησα τό σχοινί από τό λαιμό μου καί πήγα στήν πόρτα ενώ χτυπούσε.
Όταν άνοιξα τήν πόρτα, δέν πίστευα αυτό πού έβλεπαν τά μάτια μου, έξω από τήν πόρτα μου ήταν τό πιό λαμπερό καί αγγελικό παιδί πού είχα δεί ποτέ.
Τό χαμόγελό του δέν μπορώ νά τό περιγράψω ποτέ!
Τά λόγια πού βγήκαν από τό στόμα του έκαναν τήν καρδιά μου νά ξαναζωντανέψει... μετά άκουσα μιά ευγενική φωνή.
′′ Κυρία, θέλω μόνο να σάς πώ ότι Ό Θεός σάς αγαπά πραγματικά ".
Όταν ό ′′ άγγελος ′′ εξαφανίστηκε ανάμεσα στό κρύο καί τή βροχή, έκλεισα τήν πόρτα μου καί διάβασα κάθε λέξη τού βιβλίου.
Μετά πήγα στό ταβάνι γιά νά βγάλω τό σχοινί.
Δέν τά χρειαζόμουν πιά. Όπως μπορείτε νά δείτε. Είμαι τώρα μιά ευτυχισμένη κόρη Τού Θεού.
Είδα τό μικρο αγοράκι πού κατευθύνθηκε σέ αυτήν εκκλησία καί ήρθα νά ευχαριστήσω αυτόν τόν άγγελο πού ήρθε στήν ώρα του, γιά νά σώσει τή ζωή μου καί νά τήν αντικαταστήσει μέ τήν αιωνιότητα καί τόν λόγο Τού Θεού.
Όλοι έκλαψαν στήν εκκλησία.
Ό παπας κατέβηκε καί πήγε στήν πρώτη σειρά όπου καθόταν ό άγγελος. Πήρε τόν γιό του στά χέρια του καί έκλαιγε ασταμάτητα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου