Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 9 Απριλίου 2023
ΠΩΣ ΑΠΕΥΘΥΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΗΣ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ .
ΠΩΣ ΑΠΕΥΘΥΝΟΜΑΣΤΕ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΗΣ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ
Τί σημαίνει ἡ λέξη «ἅγιος», τὴν ὁποία χρησιμοποιοῦμε ὄχι μόνο
στὴν λειτουργική μας ζωή, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερινότητα; Βάσει
τίνος στοιχείου ἡ Ἐκκλησία ἁγιοκατατάσσει τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς
εὐσέβειας, μαρτυρώντας τὴν ἁγιότητά τους καὶ δίνοντας τὸ δικαίωμα
νὰ ἀπευθυνόμαστε σὲ αὐτοὺς μὲ δεήσεις;
Ἂν ρωτήσουμε τοὺς γύρω μας, ἀκόμα καὶ τοὺς ἐκκλησιαζομένους
χριστιανούς, τί θὰ πεῖ «ἅγιος ἄνθρωπος», θὰ λάβουμε διαφορετικὲς
ἀπαντήσεις. Μερικοὶ θὰ ποῦν ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι ἕνας ἄνθρωπος
μὲ καθαρὴ καὶ ἄψογη ζωή, ἄλλοι θὰ ἰσχυριστοῦν ὅτι ἡ ἁγιότητα
συνίσταται στὴν θυσιαστικὴ καὶ ἀνιδιοτελῆ ὑπηρεσία τῶν ἀνθρώπων,
οἱ τρίτοι θὰ ὑποδείξουν κάποια προσόντα, ὅπως εὐσπλαγχνία,
συμπάθεια, συγκαταβατικότητα· δηλαδὴ γιὰ τοὺς περισσότερους,
ἁγιότητα σημαίνει τὴν παρουσία τῶν ὑψηλῶν ἠθικῶν προσόντων. Στὴν
πραγματικότητα ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι ποιότητα καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς
ἁγιότητος, οἱ ἐκφράσεις της σὲ διάφορες περιστάσεις καὶ συνθῆκες
ζωῆς, ὄχι ὅμως ἡ ἴδια ἡ ἁγιότητα. Οἱ ἀρετὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν, ἀκόμα
καὶ ὅλες μαζί, δὲν δίνουν τὴν πλήρη εἰκόνα αὐτοῦ ποὺ θέλουμε νὰ
προσδιορίσουμε. Ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «ἁγιότητα» εἶναι ἀσύγκριτα
πιὸ βαθιά, γι' αὐτὸ εἶναι δύσκολο νὰ βροῦμε τὸν σωστὸ ὁρισμὸ ποὺ
θὰ κάλυπτε ὅλη τὴν οὐσία της.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι μία κατάσταση, ὅταν ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἑνώνεται
μὲ τὴν ἀνθρώπινη καρδία καὶ τὴν κάνει μέτοχο, κοινωνὸ τοῦ αἰωνίου
θείου φωτός. Ἅγιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔδωσε μέσα στην καρδία
του χώρο στὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ Ἐκεῖνο παραμένει καὶ ἐνεργεῖ σὲ
αὐτόν. Ἡ ἁγιότητα σημαίνει τὴν ζωντανὴ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ στὸν
Πνεύματος. Ἡ ἁγιότητα είναι χριστοείδεια καὶ θεοείδεια ὡς αἰώνια
ἀνθρωπο, ποὺ χτίζεται μὲ τὴν Χάρη καὶ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου
μεταμόρφωση, ὡς δυναμικὴ τοῦ θείου φωτός. Ἡ ἁγιότητα εἶναι ἡ
ἔνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸ χωρὶς σύγχυση: ὁ ἄνθρωπος γίνεται
κατὰ Χάριν Θεὸς παραμένοντας στὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν δὲ
αἰωνιότητα θὰ ὑπάρχει ἀτελείωτη ἐγγύτητα μὲ τὴν Θεότητα, ἐσαεὶ
ἀνάβαση στὴν πνευματικὴ κλίμακα καὶ ἐκλάμψεις ἀπὸ συνεχῶς
αυξανόμενο φῶς.
Ἡ ἁγιότητα εἶναι μόνιμος φωτισμός, ἐφόσον ἡ Θεότητα εἶναι
ἀπέραντη καὶ ἀνεξάντλητη. Ἁγιότητα εἶναι πτήση πρὸς τὸν Θεὸ ὡς
κέντρο, τὴν πηγή, τὸ περιεχόμενο τῆς ζωῆς μιᾶς ψυχῆς καὶ τὸ
ἀτελείωτο τέλος τῆς ὑπάρξεώς της. Αὐτὴ ἡ διαδικασία τῆς θεοείδειας
ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή. Στὴν γῆ, ἡ Χάρις φωτίζει τὸν ἄνθρωπο
μὲ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἀοράτου φωτός. Σὲ αὐτὸ τὸ φῶς ὁ ἄνθρωπος
μεταμορφώνεται καὶ γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο ἱκανὸς νὰ θεωρεῖ
τὸ θεῖο κάλλος, συνάμα ὁ ἴδιος γενόμενος ὡραιότερος σὰν τὸν
κρύσταλλο, στὸ ὁποῖο ἀντανακλῶνται καὶ παίζουν οἱ ἀκτίνες τοῦ
ἀνατείλαντος ἡλίου.
Σὲ αὐτὴ τὴν γῆ ὅμως μπορεῖ κανεὶς καὶ νὰ ἀποκτήσει, ἀλλὰ καὶ
να χάσει τὴν Χάρη. Μιλώντας μὲ τὴν θεολογικὴ ὁρολογία, μέσα
στον χρόνο ἡ Χάρις εἶναι ἑνωμένη μὲ τὴν ψυχὴ συμβατικά, δηλαδὴ
δὲν ἀποτελεῖ ἰδιότητά της. Στὴν ζωὴ ἀκόμα καὶ μεγάλων ἁγίων
βλέπουμε πὼς ἡ Χάρις καὶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα, θεοκοινωνία καὶ
ἁμαρτία διαδέχονται τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ἐνῶ στὴν αἰωνιότητα, ὅταν ἡ
ἐάγεια περίοδος τῶν δοκιμασιῶν θὰ ἔχει ξεπεραστεῖ, ἡ Χάρις τοῦ
θεοῦ θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀχώριστα, ἄρρηκτα, γιὰ
πάντα. Στὴν αἰωνιότητα ἡ Χάρις θὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν ἅγιο ὑποστατικά,
δηλαδὴ θὰ γίνει ἀναφαίρετη ἀπὸ τὴν προσωπικότητα καὶ τὴν φύση
του, μετὰ δὲ τὴν κοινὴ ἀνάσταση καὶ τὴν Φοβερὰ Κρίση, αὐτὴ θὰ
μεταμορφώσει καὶ θὰ πνευματοποιήσει καὶ τὸ σῶμα του.
Ἕνας ἅγιος εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς θείας ἰδέας περὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ νὰ πολλαπλασιάσει στὰ πλάσματα του
τὴν εἰκόνα Του, γιὰ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ κόσμος. Σ' ἕναν
ἅγιο ἐκπληρώνεται ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου – νὰ εἶναι βασιλιάς
τῆς οἰκουμένης καὶ ἀρχιερεὺς τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ.
Γιατί δοξάζουμε τοὺς ἁγίους; Ἢ μᾶλλον, τί δοξάζουμε στοὺς ἁγίους;
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἐνθουσιώδης ποιητὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ
ὁ ὁποῖος πιὸ πολὺ ἀπ' ὅλα ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία, στὸν πόλεμο κατά
τῶν αἱρετικῶν ἀναγκάστηκε νὰ γενικεύσει τὴν μυστικὴ ἐμπειρία τῶν
ἀσκητῶν τῆς Ἀνατολῆς μὲ ὁρισμένες θεολογικὲς καὶ φιλοσοφικές
κατηγορίες. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη εἶναι ὁ συνεχιστὴς τῆς θεολογίας
τῶν τριῶν μεγάλων Καππαδοκῶν –Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου καὶ Γρηγορίου Νύσσης-, οἱ ὁποῖοι στὰ συγγράμματά
τους συνδύασαν τὴν ἐμπειρία τῶν μυστικῶν θεωριῶν μὲ τὶς ἐξαιρετικές
γνώσεις τῆς φιλοσοφίας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔγραφε περί
τοῦ Θαβωρίου φωτός, ἀφοῦ πρῶτα φωτίστηκε ὁ ἴδιος.
Ὁ προαιώνιος, ὑπέρχρονος καὶ ὑπέρχωρος Θεὸς ἔχει στὴν οὐσία
Του τὴν ὑποστατική, προσωπικὴ ὕπαρξη. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐσωτερική
ζωὴ τῆς Θεότητος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀπόλυτο μυστήριο, κρυμμένο
καὶ ἀκατάληπτο ἀκόμα καὶ γιὰ τοὺς Ἀγγέλους. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ θεία
οὐσία ποὺ βρίσκεται στὸ ἀπρόσιτο φῶς. Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἐκεῖνο
ποὺ τὸ ὀνομάζουμε Χάρις – οἱ ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, δυνάμεις, οἱ
ὁποῖες ὡσαύτως εἶναι προαιώνιες, μποροῦν ὅμως νὰ κοινωνοῦν μὲ τὸν
κτιστὸ κόσμο καὶ γίνονται ἀντιληπτὲς ἐκ μέρους μας ὡς ἰδιότητες
καὶ ἐνέργειες τῆς Θεότητος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει
ὅτι μπορεῖ κανεὶς νὰ ὀνομάσει τὴν θεία Χάρη θεότητα, ἀλλὰ ὄχι
Θεό. Ἕνας ἅγιος γίνεται μέτοχος τῆς θείας Χάριτος, καὶ ἐφόσον ἡ
Χάρις εἶναι ἀδιαίρετη καὶ ἀχώριστη ἀπὸ τὴν θεία οὐσία, γι' αὐτὸ οἱ
ἅγιοι, μὲ ἕναν τρόπο ἀκατάληπτο καὶ ἀνερμήνευτο, γίνονται κοινωναι
αὐτῆς τῆς οὐσίας, παραμένοντας ὡστόσο ἄλλοι κατὰ φύσιν. ΓΙΑ
αὐτό, δοξάζοντας τοὺς ἁγίους, πρωτίστως δοξάζουμε τὸν Θεό,
ὁποῖος τοὺς ἐξέλεξε καὶ τοὺς ἁγίασε καὶ παραμένει σ' αὐτοὺς καὶ
σὲ ἀχειροποιήτους ναούς Του.
Ὕστερα δοξάζουμε τὴν προσωπικότητα τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου,
ποὺ μὲ τὴν βοήθεια τῆς Χάριτος, ἀλλὰ καταθέτοντας τὴν ἐλεύθερη
βούλησή
του καὶ τὴν πρόθεση, πολέμησε τὴν ἁμαρτία ποὺ ζοῦσε σ'
αὐτόν, ἐπίσης τὰ πάθη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, τὶς δαιμονικὲς
δυνάμεις, τις συνήθειες τοῦ ὑπερηφάνου καὶ θεομάχου κόσμου. Οἱ
βίοι τῶν ἁγίων ἀποτελοῦν ἐκπλήρωση τοῦ Εὐαγγελίου σὲ διάφορες
περιστάσεις καὶ συνθῆκες κατὰ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων τους,
διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἐκπληρώσει ἐξ ὁλοκλήρου τὶς ἐντολές.
Δοξάζοντας τοὺς ἁγίους λοιπόν, δοξάζουμε τὴν θεία ἀγάπη πρὸς
τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος διαμέσου ἀγῶνος
ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνταποκρίθηκε, ἄνοιξε τὸν ἑαυτό του σ'
αὐτὴ τὴν ἀγάπη.
Στὴν προσευχή μας ἀπευθυνόμαστε στὸν ἅγιο ὡς πρὸς τὴν
προσωπικότητα, κάπως γνωστὴ σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν βιογραφία του.
Ἀλλὰ αὐτὲς οἱ βιογραφικές πληροφορίες περὶ τοῦ ἁγίου καθόλου
δὲν ἐξαντλοῦν τὸ κρυμμένο βάθος τῆς προσωπικότητός του. Ἀπὸ
τὴν μυστικὴ ἄποψη ἕνας ἅγιος πάντα ϑὰ εἶναι πιὸ ψηλὰ ἀπ᾽ ὅ,τι
μποροῦμε νὰ ξέρουμε, ἤ, ἀκόμα, νὰ φανταζόμαστε γι' αὐτόν. Ἡ βάση
τῆς προσευχῆς πρὸς τοὺς ἁγίους εἶναι μία αἴσθηση συγγένειας μαζί
τους. Ἡ οὐσία της συνίσταται ἀφ᾿ ἑνὸς στὸ ὅτι μεταξὺ ἐκείνου καὶ
ἡμῶν ὑπάρχει μία τεράστια ἠθικὴ ἀπόσταση – ἡ ἁγιότητά του καὶ
οἱ ἁμαρτίες μας, οἱ ἀγῶνες του καὶ τὰ πάθη μας, ἡ φλογερὴ διάθεσή
του νὰ λατρεύει τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἦταν πυρήνας τῆς ζωῆς του, καὶ ἡ
δική μας μόνιμη χαλάρωση καὶ δισταγμός. Ἀφ' ἑτέρου ὅμως, εἴμαστε
κοντὰ σὲ κάποιον ἅγιο, διότι βρισκόμαστε μαζὶ στὴν ἴδια Εκκλησία,
καὶ ἐκεῖνος, ὡς μέτοχος τῆς θείας ἀγάπης, μᾶς συμπαθεῖ – ἐμᾶς
τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ταλαιπώρους. Ἡ προσωπικότητα είναι πάντα
πιὸ ὑψηλὴ καὶ πιὸ εὐρεία ἀπὸ τὶς ἐκφράσεις της καὶ τὶς ὁρατὲς
ἰδιότητες, γι᾿ αὐτὸ ἡ βάση τῆς εὐκτικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἁγίους
συνίσταται στὴν αἴσθηση εὐλάβειας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κοινωνικὸ ὄν. Χαιρόμαστε ὅταν βρισκόμαστε
στὸν κύκλο τῶν ἀξίων ἀνθρώπων. Γιὰ μᾶς ἀποτελεῖ εὐτυχία τὸ
νὰ μιλοῦμε μὲ κάποιον Γέροντα ἢ ἀσκητή, εὐτυχία εἶναι ἔστω νὰ
καθήσουμε κοντά τους, διότι καὶ μόνη ἡ παρουσία τους θερμαίνει
τὴν καρδία μας, ἡ ὁποία σὰν νὰ λιώνει ἀπὸ τὴν νεκρὴ ψύχρα τῶν
ἁμαρτιῶν. Επομένως, ἡ ἴδια ἡ δυνατότητα νὰ ἐπικοινωνοῦμε μὲ
τοὺς ἁγίους διαμέσου τῆς προσευχῆς εἶναι μεγαλύτερη δωρεὰ ἀπ'
ὅ,τι τοὺς ζητάμε συνήθως σὲ αὐτὲς τὶς προσευχές.
Ἡ προσευχὴ στὸν ναὸ καὶ ἡ προσευχὴ στὸ σπίτι εἶναι σύμβολα
τῆς οὐράνιας ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐνώνει στὴν αἰώνια ζωὴ τοὺς Ἀγγέλους
καὶ τοὺς ἁγίους. Ἡ ἀγάπη εἶναι προσωπική. Ἕνα ἀντικείμενο
μπορεῖ νὰ μᾶς ἀρέσει, μπορεῖ νὰ ἔχουμε προσκόλληση σὲ αὐτό, ἀλλὰ
εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγαποῦμε ἕνα ἀντικείμενο, ἐφόσον δὲν μπορεῖ
νὰ ἀνταποκριθεῖ. Ἐμεῖς συχνὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν λέξη «ἀγάπη»
λανϑασμένα σὲ σχέση μὲ κάποιο πράγμα αὐτὴ δὲν εἶναι ἀγάπη,
ἀλλὰ ἡ ἐπιθυμία νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ κατέχουμε κάτι. Μποροῦμε
νὰ ἀγαποῦμε ὄχι «τί», ἀλλὰ «ποιόν».
Ξεκινώντας τὴν προσευχή μας, πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι μιλοῦμε
μὲ ζωντανὴ προσωπικότητα, ἡ ὁποία ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ὄχι μόνο
ἀκούει, ἀλλὰ διεισδύει στὰ βάθη τῆς καρδίας μας καὶ συμπάσχει μὲ
μᾶς. Γι' αὐτὸ μία εἰλικρινὴς προσευχὴ ποτὲ δὲν μένει ἀναπάντητη.
ἀλλὰ ἀποτελεῖ τὴν πιὸ ἀποτελεσματικὴ δύναμη στὴν ζωή μας. Καὶ
τὸ κυριότερο, μᾶς κάνει συγγενεῖς ἐκείνης τῆς οἰκογένειας ὅπου ὁ
πατέρας εἶναι ὁ Θεός, τὰ δὲ παιδιά, οἱ Ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι.
Ἡ προσευχὴ πρέπει νὰ συνοδεύεται μὲ δύο αἰσθήματα: τῆς
μετάνοιας καὶ τῆς ἐλπίδος. Ἡ προσευχὴ γεννᾶ εὐγνωμοσύνη στὸν
Θεὸ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸ ἅγιο θέλημά του. Μετάνοια καὶ ἐλπίδα
εἶναι οἱ ρίζες τῆς προσευχῆς. Εὐγνωμοσύνη καὶ ὑποταγή, τὰ ἄνθη
της. Ἡ δὲ ἀγάπη στὸν Κύριο καὶ τοὺς ἁγίους, οἱ καρποί της.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἑνιαία προσωπικότητα, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ
άλιστα προτρεπόμαστε, νὰ προσευχόμαστε ὄχι μόνο γιὰ τὰ αἰώνια
δύο στοιχεῖα – τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γι' αὐτὸ μᾶς ἐπιτρέπεται,
ἀγαθὰ καὶ τὸν κύριο σκοπὸ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς βιοτικές
μας ἀνάγκες, αὐτὰ ποὺ χρειάζεται τὸ πήλινό μας σῶμα.
Ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα εἶναι βαθειά – στὴν ὑμνογραφία
παρομοιάζεται μὲ ἄβυσσο. Η προσωπικότητα ἑνὸς ἁγίου εἶναι ἀκόμα
πιὸ βαθειά – ἐκείνου ποὺ τὸν μεταμόρφωσε ἡ Χάρις. Σὲ αὐτὸ τὸ μυστήριο τῆς προσωπικότητος, στὸ κάλλος της ὡς κατ' εἰκόνα καὶ
ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἔγκειται τὸ θεμέλιο ἐκείνης τῆς πνευματικῆς ἀγάπης
καὶ ἀνέκφραστης αἴσθησης, τὴν ὁποία ϑὰ ὀνομάζαμε μυστικὸ δέος
τῆς προσευχῆς, προαίσθηση καρδίας, ἄφατη χαρὰ ἐκείνων ποὺ
βρίσκονται μὲ τὸν Θεό
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου