Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 9 Απριλίου 2023
ΟΤΑΝ ΔΥΣΚΟΛΕΥΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΣΤΕ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΊΤΗΣ ΡΑΦΑΉΛ ΚΑΡΕΛΙΝ.
Ἡ ἱκανότητα νὰ προσευχόμαστε ἀποτελεῖ τὴν ὕψιστη ἀξία τοῦ
ἀνθρώπου. Καμμία ἀρετή, κανένα πνευματικὸ χάρισμα, καμμία ἐντολὴ
δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεβάσει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέτοιο ὑψηλὸ ἐπίπεδο ὅπως ἡ
προσευχή, ἀλλὰ αὐτὴ χρειάζεται πολὺ κόπο καὶ πολλὲς προσπάθειες
Ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ συγκεντρώσουμε τὸν νοῦ μας στὰ λόγια τῆς
προσευχῆς καὶ αὐτὴ διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας, ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ
ἡλίου ἀπὸ τὴν παλάμη ποὺ θέλει νὰ τὴν σφίξει, τότε μποροῦμε γιὰ
λίγο νὰ ἀφήσουμε τὴν προσευχὴ καὶ νὰ ἀδολεσχήσουμε μ' ἐκεῖνα τὰ
πράγματα τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ συγκεντρωθοῦμε
στὴν προσευχή. Στὸ νὰ εἶναι προσεκτικὴ ἡ προσευχὴ συμβάλλουν
σκέψεις γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τὸν χρόνο, τὸν θάνατο, τὴν κόλαση καὶ
τὸν παράδεισο · οἱ σκέψεις ποὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες τὶς ὀνόμαζαν
ἅγιους λογισμούς.
-
Ὅταν δὲν θέλουμε νὰ προσευχόμαστε καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς
μᾶς φαίνονται σὰν ξηρὴ ἄμμος ποὺ γεμίζει τὸ στόμα μας, τότε νὰ
ποῦμε στὸν ἑαυτό μας: «Ποιός εἶμαι ἐγώ; Πήλινο σῶμα ποὺ ἐλήφθη
ἀπὸ τὸ χῶμα, τὸ ὁποῖο ἔχει γίνει κατοικία παθῶν, ἢ εἶμαι πνεῦμα ἐξ
οὐρανοῦ, τὸ ὁποῖο πάντα ποθεῖ τὸν Θεό; Τὸ σῶμα μου προσποιεῖται
ἐξαντλημένο καὶ ἄρρωστο, ἐμποδίζει τὸ πνεῦμα καὶ καλύπτει τὴν
πράα του φωνή – ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι τεχνάσματά του. Δὲν θὰ ἐπιτρέψω
στὸ καλύτερο νὰ ὑποταχτεῖ στὸ χειρότερο, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ
δὲν θὰ ὑποκύψω στὴν πονηρία τοῦ σώματος, ἀλλὰ θὰ συνεχίσω
τὴν προσευχή».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος θὰ καταβάλει τὴν βούλησή του, τρόπον τινὰ
θὰ ἀνανήψει ἀπὸ τὴν νύστα, τότε ἡ αἴσθηση τῆς ἀσθένειας καὶ
ψευδαρρώστιας ἐξαφανίζονται. Ἂν ὑποτάξουμε τὸ σῶμα στὴν βούληση
καὶ στὴν φρόνηση, τότε ἀπὸ ἀντίπαλο τοῦ πνεύματος θὰ μετατραπεί
σὲ βοηθὸ καὶ φίλο.
Τὸ δεύτερο ἀντικείμενο ποὺ θὰ συλλογιστοῦμε εἶναι ἡ αἰωνιότητα
καὶ ὁ χρόνος. Ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ ὑπόκεινται στὴν ἐξουσία τοῦ χρόνου,
δὲν εἶναι δικά μας, μόνο ἐρχόμαστε σὲ ἐπαφὴ μαζί τους. Δικά μας
εἶναι ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα μποροῦμε νὰ τὰ κρατήσουμε. Στὴν ροὴ τοῦ
χρόνου διαλύονται καὶ ἐξαφανίζονται τὰ πάντα. Ἐμεῖς μοιάζουμε μὲ
τὸν ἄνθρωπο ποὺ στέκεται σὲ μία ὄχθη τοῦ ποταμοῦ καὶ βλέπει τὸ
πῶς ἕνα κύμα διαδέχεται τὸ ἄλλο καὶ φεύγει μακριὰ ἀνεπιστρεπτί,
ἀλλὰ νὰ τὰ σταματήσει δὲν μπορεῖ. Ὁ χρόνος εἶναι σὰν τὴν πυρκαγιὰ
στὸ δάσος, ἡ ὁποία πίσω της ἀφήνει μόνο ἀπανθρακωμένα κούτσουρα
καὶ σωροὺς στάχτης.
Ἡ ζωὴ στὸν χρόνο εἶναι ἡ χαμηλότερη μορφὴ τῆς ὕπαρξης,
προετοιμασία, καὶ μόνο, γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι ἡ
αἰώνια ζωή. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ἀπώλειες, ἀπογοητεύσεις, αἴσθηση
δικῆς μας ἀδυναμίας· ἐκεῖ δὲν θὰ ἔχουμε ἀλλαγή, ἀλλὰ ξάνοιγμα.
Συνάμα ἡ αἰωνιότητα δὲν ἀποτελεῖ μία στασιμότητα: ἡ αἰωνιότητα
εἶναι δυναμική. Ἡ αἰωνιότητα ἔχει δύο ὄψεις: αἰώνια ζωὴ καὶ
αἰώνιος θάνατος. Τρίτη κατάσταση δὲν ὑπάρχει. Ἡ ἐπίγεια ζωὴ ρέει
μὲ παρασκήνιο τὴν αἰωνιότητα, τὴν ὁποία τὴν ξεχάσαμε. Ὁ χρόνος
θὰ παραμεριστεῖ, ὅπως ἡ σκηνὴ μετὰ τὴν παράσταση στὸ θέατρο,
καὶ ξαφνικὰ θὰ βρεθοῦμε στὴν σφαίρα τῆς αἰωνιότητος. Ἐκεῖ ὁ
ἄνθρωπος θὰ δεῖ τὸν ἑαυτό του ὅπως εἶναι στὴν πραγματικότητα.
Ὅποιος δὲν ἐκριζώνει ἀπὸ τὴν καρδιά του πάθη καὶ ἁμαρτίες, τῶν
ὁποίων ἡ μεταφυσικὴ βάση εἶναι ἡ θεομαχία, σ' ἐκείνου τὴν καρδία
βασιλεύει ὁ θάνατος, αὐτὸς ἤδη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωὴ βρίσκεται στὸν
ἄδη – στὴν βασιλεία τοῦ σατανᾶ. Ἡ προσευχὴ δίνει τὴν ἐμπειρία
τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὴν αἰωνιότητα· ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπόδειξη ὅτι
πολεμοῦμε τὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη· μέσῳ τῆς προσευχῆς σὰν νὰ
λέμε στὸν διάβολο: «Δὲν εἶμαι δικός σου». Αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει
τὴν προσευχή, μαρτυρεῖ ὅτι ἀγαπάει τὴν ἁμαρτία του καὶ δὲν θέλει
νὰ τὴν ἀποχωριστεῖ.
Τὸ τρίτο ἀντικείμενο ποὺ θὰ συλλογιστοῦμε εἶναι ὁ θάνατος.
Ἕνα ἀπὸ τὰ παράδοξα τῆς συνειδήσεώς μας εἶναι τὸ ὅτι, βλέποντας
παντοῦ τὸν θάνατο, λιγότερο ἀπ' ὅλα σκεφτόμαστε γιὰ αὐτὸν σὲ
σχέση μὲ τὴν δική μας ζωή. Νομίζουμε ὅτι ἀποτελοῦμε ἐξαίρεση
ἀπὸ τὸν γενικὸ κανόνα: ὅλοι θὰ πεθάνουν, ἐνῶ ἐμᾶς ὁ θάνατος
θὰ μᾶς προσπεράσει. Προσπαθοῦμε νὰ ἀπατήσουμε τὸν ἑαυτό μας
μὲ σκοπὸ νὰ ἁμαρτάνουμε μὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση. Ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν
ἄποψη μοιάζουμε μὲ τὴν στρουϑοκάμηλο πού, φεύγοντας ἀπὸ τοὺς
δὲν βλέπει τίποτα καὶ
ἐχθρούς, χώνει τὸ κεφάλι της στὴν ἄμμο
νομίζει ὅτι οὔτε οἱ ἐχθροὶ τὴν βλέπουν. Ἂν ὁ ἄνθρωπος θυμόταν
τὸν θάνατο καὶ ἑτοιμαζόταν γιὰ αὐτὸν μὲ μετάνοια καὶ προσευχή,
τότε ὁ θάνατος θὰ γινόταν μετάβαση στὴν αἰώνια ζωή, καὶ ὄχι ὅ
δήμιος ποὺ μπῆκε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ τὸν δέσει καὶ ὕστερα νὰ τὸν
ἐκτελέσει. Ὁ θάνατος εἶναι πάντα ἀπροσδόκητος, πάντα τραγικός.
Καὶ αὐτὸ ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ἀνετοιμότητος. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ
θυμόμαστε τὴν τελευταία μέρα τῆς ζωῆς μας, ἡ ὁποία ἴσως εἶναι
καὶ ἡ σημερινὴ μέρα.
Τὸ ἑπόμενο ποὺ πρέπει νὰ θυμόμαστε εἶναι ὁ ἅδης. Ὁ ἅδης
εἶναι τόπος λήθης, εἶναι ἡ αἰώνια ἀπόρριψη, ὅπου δὲν ὑπάρχει οὔτε
ἐλπίδα οὔτε ἀγάπη, ἀλλὰ πέλαγος μίσους. Φρίττουμε διαβάζοντας τὶς
διηγήσεις γιὰ τοὺς θαλάμους τῶν βασανιστηρίων στὰ στρατόπεδα
συγκεντρώσεως καὶ στὰ μπουντρούμια, ὅπου οἱ δήμιοι μὲ ἐξεζητημένη
σκληρότητα χλεύαζαν τὰ θύματά τους. Ἀλλὰ ἐδῶ τουλάχιστον ὑπάρχει
τέλος – ὁ θάνατος, ἐνῶ στὸν ἅδη δὲν ὑπάρχει θάνατος, ἢ μᾶλλον,
ἐκεῖ ὑπάρχει αἰώνια θανάτωση ποὺ δὲν τελειώνει. Ὅσο ἀνελέητοι
σαδιστὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ὅσο ἄγρια ἡδονὴ καὶ ἂν βρίσκουν
στὸ νὰ βασανίζουν τὰ θύματά τους, πάλι στὴν ψυχὴ κάθε δημίου
ἐνίοτε ξυπνάει κάτι ἀνθρώπινο, ἔστω μία ἐνθύμηση ἀπὸ τὰ παιδικά
του χρόνια. Ὁ δαίμονας ὅμως εἶναι τόσο πιὸ φοβερός, σκληρὸς
καὶ ἀνελέητος, ὅσο ὅλοι οἱ κακοῦργοι μαζὶ ποὺ ἔχουν ζήσει στὸν
κόσμο. Εἶναι προσωποποίηση τοῦ ἰδίου τοῦ κακοῦ. Ὁ δαίμονας εἶναι
μαύρη φωτιὰ τοῦ μίσους ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκδικεῖται
τὸν Δημιουργό του στὸ πρόσωπο τῆς δημιουργίας Του. Ὁ ἄνθρωπος
εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτό, μισώντας τὸν Θεὸ ὁ δαίμονας, μισεῖ
καὶ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀλλὰ τὸ πιὸ ἀνυπόφορο στὸν ἅδη δὲν εἶναι τὰ βάσανα, ἀλλὰ
ἡ ἀπόγνωση περὶ τῆς ἀνεπίστρεπτης ἀπώλειας: ἕνας ἁμαρτωλὸς
ξέρει τί θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ τί ἔχει γίνει. Στὸν ἅδη ὅμως δὲν
ὑπάρχει μετάνοια, ἐκεῖ ὑπάρχει μόνο δαιμονοποίηση, καὶ γι᾿ αὐτὸ
ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀπώλειας τῆς αἰώνιας ζωῆς προκαλεῖ στὸν
ἁμαρτωλὸ μίσος ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, ὅμοιο μὲ τὸ μίσος τοῦ δαίμονα.
Στὸν ἅδη ἀκόμα οἱ πιὸ οἰκεῖοι ἄνθρωποι θὰ μισοῦν ὁ ἕνας τὸν
ἄλλο. Ἐκεῖ, καταδικασμένοι γιὰ τὰ αἰώνια βάσανα, πατέρες, μητέρες
καὶ παιδιὰ θὰ παραστοῦν ὁ ἕνας μπροστὰ στὸν ἄλλο σὲ μορφὴ
ἀπαίσιων τεράτων. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο προκαλεῖται μόνο
ἀπὸ κάτι καλὸ ἐκείνου, πραγματικὸ ἢ ὑποτιθέμενο. Εἶναι ἀδύνατον
νὰ ἀγαπηθεῖ τὸ συγκεντρωμένο κακό. Τὸ κακό, τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει
οὔτε ἴχνος ἀναγεννήσιμου καλοῦ, ὑπόκειται στὴν αὐτοκαταστροφή.
Ὁ ἅδης εἶναι χωρισμός, τελεσίδικος διαχωρισμὸς τοῦ καλοῦ καὶ
τοῦ κακοῦ. Ἐκεῖ ἡ ἁμαρτία κάνει τὸν ἁμαρτωλὸ σατανοειδῆ. Ἂν ὁ
ἄνθρωπος ἤξερε πόσο φοβερὸς καὶ ἀπαίσιος εἶναι ὁ δαίμονας, τότε
θὰ καταλάβαινε ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ δαίμονα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ
αἰωνίου θανάτου· ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι μόνο μείωση τοῦ καλοῦ,
ἀλλὰ στὸ μεταφυσικὸ ἐπίπεδο ἀποτελεῖ χριστοκτονία. Γι' αὐτὸ ἕνας
ἀμετανόητος ἁμαρτωλὸς εἶναι θεοκτόνος. Ἡ ἁμαρτία εἶναι χωρισμὸς
τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ καὶ ἡ πηγὴ
τῆς ζωῆς, ἄλλη πηγὴ δὲν ὑπάρχει. Ἡ ἀθανασία χωρὶς τὸν Θεὸ
μετατρέπεται σὲ θάνατο.
Καὶ τὸ τελευταῖο ἀντικείμενο τῶν συλλογισμῶν πρὶν τὴν προσευχὴ
εἶναι ἡ μακαριότητα τοῦ παραδείσου. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ θυμᾶται
ὅτι δημιουργήθηκε γιὰ τὸν παράδεισο. Στὸν μέλλοντα αἰώνα ὁ χρόνος
ἀλλάσσεται ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα, ὁ δὲ χῶρος παύει νὰ εἶναι ἐμπόδιο.
Ὁ παράδεισος εἶναι ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν δουλεία τοῦ χρόνου καὶ
τοῦ χώρου.
Ὁ ἐξωτερικὸς παράδεισος εἶναι ἕνας ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς τόπος
ὅπου βρίσκονται οἱ χριστιανοὶ οἱ ὁποῖοι εὐαρέστησαν τὸν Κύριο μὲ
τὴν ζωή τους. Ὁ δὲ ἐσωτερικὸς παράδεισος εἶναι ὄντως λαμπρὸς
ὠκεανὸς τῆς ἀγάπης, εἶναι ἀγάπη τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοῦ
Θεοῦ πρὸς τὴν ψυχή, συνεχόμενο πέταγμα πρὸς τὸν Θεό, ἐγγύτητα
πρὸς Αὐτόν, εἶναι ἡ παραμονὴ τῆς Θεότητος στὸν ἄνθρωπο διαμέσου
Θεὸ καὶ ἡ αἰώνια θεομοιότητα. Ὁ ἐσωτερικὸς παράδεισος εἶναι
τοῦ προαιωνίου θείου φωτός, εἶναι ἡ ἐσαεὶ εὐκτικὴ παραμονὴ στὸν
πόθος τῆς ἀδιαλείπτου θεοκοινωνίας, εἶναι αἰχμαλωσία ἀπὸ τὸ θεῖο
κάλλος, τὸ ὁποῖο κάνει τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο πιὸ ὡραῖο.
Μόνο διαμέσου τῆς προσευχῆς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ βρεῖ τὴν
δική του καρδία, καὶ αὐτὸ σημαίνει νὰ βρεῖ τὸν Θεό. Τὸ νὰ βρεῖ
κανεὶς τὴν καρδία του μπορεῖ νὰ γίνει μόνο μέσῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ
νὰ συναντήσει κανεὶς τὸν Θεὸ μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ μόνο στὴν
καρδία του. Ἡ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι ἐφικτὴ μόνο διαμέσου
τῆς προσευχῆς. Γι᾿ αὐτό, τὸ νὰ μάθει κανεὶς νὰ προσεύχεται σημαίνει
νὰ μάθει νὰ σώζεται.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου