Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024
Ποικίλα γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ, του Αγίου Παντελεήμονα γιὰ τὸν Γέροντα π. Σίμωνα Αρβανίτη καὶ ἄλλα προσωπικά βιώματα τοῦ ὑποτακτικού.
Ποικίλα γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ, γιὰ τὸν Γέροντα π. Σίμωνα καὶ ἄλλα προσωπικά βιώματα τοῦ ὑποτακτικού
Οταν οἱ μάστοροι ἔχτιζαν τό περιτείχισμα τῆς στοᾶς τοῦ μοναστηριού υπήρχαν εσωτερικώς και δένδρα.
Θυμάμαι μαι, ὅτι ὁ μαστρο-Γιώργος ἔχτισε μέσα στὸν τοῖχο μιὰ βερυκοκκιὰ καὶ μιὰ κορομηλιά. Καὶ ἄφησε πρὸς τὰ ἔξω ἀπὸ ἕνα
μικρὸ κλαράκι γιὰ νὰ μεγαλώσουν. Τὰ κλαράκια αὐτὰ ἔγιναν ὁλόκληρα δέντρα ποὺ ἡ κορυφή τους ξεπερνούσε τὴ βεράντα τῆς ἐκκλησίας.
;;;Μια χρονιά ή βερυκοκκιὰ εἶχε τόσα πολλὰ καὶ μεγάλα βερύκοκκα, ποὺ ἦταν πιὸ πολλὰ καὶ ἀπὸ τὰ φύλλα της. Ολος ὁ κόσμος, ποὺ ἔβλεπε τὸ δέντρο, τὸ θαύμαζε καὶ τὸ
χαιρόταν. Ἐνῶ ὅμως τὰ βερύκοκκα φαινόταν ὡραῖα, ώριμα καὶ μὲ θαυμάσιο χρῶμα, δὲν ὠρίμαζαν. Ήταν σκληρά σὰν
πέτρα. Λέω στὸ Γέροντα τί συνέβαινε μὲ τὴ βερυκοκκιά.
Πάρε, παιδί μου, ῾Αγιασμό καί πήγαινε να ραντίσεις τὸ δέντρο, μοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας.Πραγματικὰ τὴ ράντισα καὶ τὴν ἑπομένη τὰ βερύκοκκα ἦταν ὥριμα!
* * *
Κάθε καλοκαίρι στις διακοπές ἔρχονταν στο Μοναστήρι πολλὰ παιδιά. Ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε πολὺ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ τρελαίνονταν μαζί του. Διαγωνίζονταν μὲ ὅλο τους τὸν παιδικὸ ἐνθουσιασμό ποιό νά ἀποκτήσει την μεγαλύτερη εὔνοιά του. Έμεναν ὅλο τό καλοκαίρι στη Μονή. Ήταν
ἡλικίας ἀπὸ πέντε μέχρι δεκαπέντε ἐτῶν. Καὶ ἐνῶ ὁ Γέροντας τὰ ἀγαποῦσε πολύ, εγώ δὲν τὰ εἶχα καλά μαζί τους.
Οταν φύτευα τά κηπουρικά στον κήπο, αὐτὰ ἔρχονταν
καὶ ἔπαιζαν ἐκεῖ καὶ παίζοντας πατοῦσαν τά φυτά. Γιὰ μένα
ἦταν αὐτὸ μεγάλος μπελάς καὶ πειρασμός. Στενοχωριόμουν
καὶ τὰ μάλωνα. Ἔλεγα νά πᾶνε ἀλλοῦ νὰ παίξουν, ἀλλὰ
αὐτὰ τὸ χαβά τους! Παρέμεναν ἐκεῖ καὶ χαλοῦσαν τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές τους καὶ πατοῦσαν τὸν καλλιεργημένο
χῶρο. Εκανα τά παράπονά μου στο Γέροντα λέγοντάς του
πὼς τὰ παιδιὰ μοῦ χαλοῦσαν τή δουλειά, ἐπειδὴ πατοῦσαν
τὰ φυτὰ ποὺ ἐγώ φύτευα καὶ πὼς τὰ μάλωνα. Ὁ Γέροντας
μοῦ ἔλεγε:
Νὰ μὴ μαλώνεις τά παιδιά. Νὰ τὰ ἀγαπᾶς καὶ θὰ ἰδεῖς
πὼς τὰ φυτὰ δὲν θὰ πᾶνε χαμένα.
Τὸ πρωΐ πήγαινα στὸν κῆπο νὰ ἰδῶ τὶ ἀπόμεινε ἀπὸ τὴ
χθεσινή μου δουλειὰ καὶ ἔβλεπα ὅλα τὰ φυτὰ ὄρθια καὶ ὄχι
πατημένα! Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸ ἔπαψα να μαλώνω τὰ παιδιὰ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὰ ἀγαπῶ.
Θυμᾶμαι τί τσακωμός μεγάλος είχε γίνει ἕνα καλοκαίρι μεταξὺ τῶν παιδιῶν μετὰ τὸν Ἑσπερινό. Τα παιδιά ἔτρεχαν
ποιὸ νὰ πρωτοπάει στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα γιά νά ἔχει τὴν
εὐλογία νὰ κοιμηθεῖ στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα. Πρώτος έφτασε
ὁ Χριστόφορος. Ο Χριστόφορος, ηλικίας 6-7 ἐτῶν, τὴ νύχτα
στὸν ὕπνο του βρεχόταν. Τόν εἶχε φέρει ὁ θεῖος του ὁ
κυρ-Δημήτρης, ποὺ ἔμενε κι αὐτὸς στὸ Μοναστήρι. Καὶ
φρόντιζε νὰ τοῦ βάζει τα βράδια τά γνωστά «πάμπερς». Τη
βραδυὰ ἐκείνη ὁ Γέροντας εἶπε στὸν κυρ-Δημήτρη νὰ μὴν τοῦ βάλει τίποτε. Τὸ παιδὶ κοιμήθηκε σὰν τὸ πουλάκι καὶ τὸ
κρεβατάκι του ἦταν στεγνὸ καὶ μάλιστα δὲν τοῦ ξαναπαρουσιάστηκε πιὰ αὐτή ἡ δυσκολία. Ἡ εὐχὴ τοῦ Γέροντα ἔκανε
τὸν μικρὸ Χριστόφορο καλά.
**
Ο Γέροντας σεβόταν πολὺ τὴν τάξη τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ
ἤθελε νὰ τὴ σεβόμαστε κι ἐμεῖς, εἴτε στὶς τυπικές διατάξεις
τῆς θείας Λατρείας αναφερόταν αὐτὴ εἴτε στὴ ζωὴ τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἕνα πρόχειρο παράδειγμα, ἂν καὶ ἀναφέρεται
σὲ μιὰ λεπτομέρεια, τό δείχνει αὐτό.
1. Οταν τρώγαμε μὲ τὸ Γέροντα στὸ κελλί του γιὰ μεσημέρι, μοῦ ἔλεγε νὰ κάνω τὴν προσευχή. Ὅταν ἔφτανα
στὸ «Κύριε, ἐλέησον... Πάτερ, εὐλόγησον», ὁ Γέροντας μὲ
διόρθωνε: «Νὰ λές· Πάτερ, ἅγιε, εὐλόγησον. Ἔτσι εἶναι ἡ
τάξις καὶ ἔτσι νὰ τὸ λὲς πάντοτε».
2. Στὸν γυναικεῖο ξενώνα τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε μιὰ
ἡλικιωμένη γυναίκα που λεγόταν Σοφία. Δὲν ζεῖ τώρα. Μιὰ
χρονιὰ ἦρθε καὶ ἔκανε λειτουργία τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς
της κάποιος κληρικὸς καὶ εἶχε φέρει καὶ τὰ ἀδέρφια του.
Οταν σχόλασε ἡ ἐκκλησία, ρώτησε η γερόντισσα Σοφία τὸ
Γέροντα, ἂν μποροῦσε νά τηγανίσει μερικές πατάτες γιὰ νὰ
φιλέψει τὸν κληρικὸ καὶ τοὺς ἄλλους ξένους της, ἀφοῦ ἔγινε θ. Λειτουργία για χάρη της. Ὁ Γέροντας τὴ ρώτησε,
ἐπειδὴ ἦταν Τετάρτη, ἂν τὸ Ωρολόγιο επιτρέπει κατάλυση
τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Η γερόντισσα ἀπάντησε, ὅτι δὲ λέει κάτι τέτοιο τὸ Ὡρολόγιο. Τότε, λέει ὁ Γέροντας, δὲν μποροῦμε
νὰ συζητήσουμε τέτοιο θέμα. Η γερόντισσα ἐπιμένοντας
ρώτησε, ἂν μπορεῖ νὰ τηγανίσει πατάτες με καλαμποκέλαιο.
Καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Γέροντος ήταν: «Παιδί μου, ή νηστεία
εἶναι νηστεία καὶ πρέπει νὰ τὴν κάνουμε ὅπως λέει ή Εκκλησία. Ὅλα αὐτὰ ποὺ λὲς καὶ τὰ ἀνάλογά τους είναι καρυκεύματα καὶ δὲν τὰ ἀναγνωρίζει ἡ ᾿Εκκλησία μας αὐτά. Εγώ
δὲν δίνω εὐλογία. Θὰ φᾶτε χωρὶς λάδι».
Ο Γέροντας σεβόταν ἀπόλυτα τοὺς θεσμούς τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
Προτοῦ νὰ μπῶ στο Μοναστήρι ἐργαζόμουν στὴν ᾿Αθήνα. Εἶχα ὅμως στο μεταξύ γνωρίσει τον π. Σίμωνα καὶ τὸν
εἶχα Πνευματικό μου. Ὁ Γέροντας μοῦ εἶχε πεῖ πώς προκειμένου νὰ κοινωνήσω Κυριακή, θὰ ἔπρεπε νὰ νηστεύω ἀπὸ
λάδι Τετάρτη και Παρασκευὴ καὶ νὰ τρώω λαδερό Σάββατο
μεσημέρι. Καμμιά φορά ξεχνιόμουν κανένα Σάββατο καὶ ἔπαιρνα τυρόπιτα να φάω. Μόλις όμως θυμόμουν, ὅτι θὰ κοινωνοῦσα, τὴν πετοῦσα καὶ νήστευα ὅλη τὴν ἡμέρα. Στὴν ἐξομολόγηση γιά τό θέμα αὐτό ὁ Γέροντας μοῦ ἀπάντησε πὼς ἀφοῦ τὸ ἔκανα ασυναίσθητα καὶ ὄχι μὲ ἐπίγνωση, μπορῶ νὰ κοινωνήσω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου