Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Ό αρχιμανδρίτης Συμφωριανός (1892-1981)

Τα παιδικά του χρόνια

Από τον δήμο Ίλομάντσι , από το χωριό Μελάσελα. μετατέθηκε προς το τέλος του ΙΘ' αιώνα ό χωρικός Νικήτας Ματφέϊεφ στην Πετρούπολη με την ελπίδα να βρει εκεί καλύτερες συνθήκες ζωής. Μέλη τής ίδιας οικογένειας κατοικούν ακόμη και σήμερα στο Ίλομάντσι με το επώνυμο Ματβέϊνεν . Στην Πετρούπολη ό Νικήτας Ματφέϊεφ νυμφεύθηκε την Μαρία Μιχαήλοβνα από το Άουνους τής Καρέλιας. Απέκτησαν τρία παιδιά: τον Πέτρο, την Μαρία και τον Ευγένιο. Ό Πέτρος έγινε αργότερα μοναχός στο Βαλαάμ, ό π. Συμφωριανός.

Ή ζωή τού Νικήτα Ματφέϊεφ στην Πετρούπολη δεν ήταν εύκολη. Μια φορά μέσα στην νοσταλγία του πήγε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να αγοράσει εισιτήριο για την Φινλανδία.

Άλλα μπροστά στο εκδοτήριο εισιτηρίων ανακάλυψε προς μεγάλη του έκπληξη, πώς τα χρόνια πού έζησε στην Ρωσία είχε τελείως ξεχάσει την φινλανδική γλώσσα. Ή επιστροφή στην πατρίδα και στο Ίλομάντσι έγινε απραγματοποίητη και γι` αυτόν τον λόγο.

Ή Μαρία Μιχαήλοβνα μεγάλωσε τα παιδιά της με χριστιανικές αρχές και σωστές κατευθύνσεις στην ζωή. Ό Νικήτας Ματφέϊεφ δεν ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας. Αργότερα, σύμφωνα με τις αναπολήσεις τού π. Συμφωριανού, ή θρησκευτικότητα τού πατέρα περιορίστηκε στο ότι πήγαινε το Μεγάλο Σάββατο στην τελετή της ευλογίας των πασχαλινών φαγητών . Ή Μαρία Μιχαήλοβνα ήταν το κεντρικό πρόσωπο της οικογένειας και πολλές φορές την συντηρούσε κιόλας. Τα εισοδήματα τού Νικήτα Ματφέϊεφ από την δουλειά του ως άμαξας πήγαιναν συχνά στην κοντινή ταβέρνα. Ή μητέρα της οικογένειας πήγαινε ως καθαρίστρια στα σπίτια των πιο εύπορων, ξενόπλενε και έκανε και άλλες δουλειές. Έτσι τα έβγαζε πέρα με τα παιδιά της. Τελικά ή συντήρηση της οικογένειας έπεσε εξ ολοκλήρου στους ώμους της, όταν ό σύζυγος της αρρώστησε και έφυγε από τις ταλαιπωρίες της ζωής.

Ήταν άνοιξη κάποτε στις αρχές τού Κ' αιώνα και περίοδος τού Πάσχα, «Ραντόνιτσα» ή το «Πάσχα των Κεκοιμημένων». Ή Μαρία πήγε να κάνει τρισάγιο στους δικούς της, στο Κοιμητήριο τού Σμόλενσκ. Πήρε μαζί του και τον Πέτρο. Στο δρόμο ένα κτίριο σαν εκκλησία προκάλεσε το ενδιαφέρον του Πέτρου. Ή μητέρα εξήγησε, πώς ήταν το σπίτι των μοναχών τού Βαλαάμ.

Τώρα ή μητέρα έπρεπε να απαντήσει σε ένα πλήθος ερωτήσεων του παιδιού σχετικά με το μοναστήρι. Υποσχέθηκε να πάρει τον Πέτρο μαζί της την επόμενη φορά που θα πήγαινε για προσκύνημα. Αυτόν έγινε την Πεντηκοστή, στις 2 Ιουνίου τού 1906.

Στο Βαλαάμ

Όλα στο μοναστήρι άρεσαν στον Πέτρο και ξύπνησαν το ενδιαφέρον του σε τέτοιο βαθμό, πού ζήτησε από την μητέρα του να τον αφήσει για περισσότερο καιρό. Ό ηγούμενος ευλόγησε την παραμονή τού παιδιού στο μοναστήρι. Προηγουμένως τον ρώτησε: «Έχεις κουράγιο να σηκώνεσαι το πρωί στις 2 για το Μεσονυκτικό;». Ό 14χρονος Πέτρος απάντησε καταφατικά και αυτήν την υπόσχεση του την τηρούσε μέχρι τον θάνατο του. Έτσι ή μητέρα ταξίδεψε πίσω στην Πετρούπολη, ενώ το παιδί έμεινε.

Στην αρχή ό νεαρός, σύμφωνα με την επικρατούσα συνήθεια, στάλθηκε στα λεγόμενα κοινά διακονήματα. Έμαθε να οδηγεί άλογο και να κάνει αγροτικές εργασίες, πού για ένα παιδί από την πόλη ήταν άγνωστες. Πνευματικός οδηγός του ορίστηκε ό π. Βασσιανός. Ό γέροντας είχε και άλλους μαθητές. Οι νεαροί δόκιμοι πήγαιναν να δουν τον γέροντά τους τις Κυριακές τα απογεύματα. Κάθονταν στο πάτωμα τού κελιού και άκουγαν τις συμβουλές τού καθοδηγητού τους. Μετά πήγαιναν στην είσοδο και γύριζαν ένας-ένας στο κελί τού γέροντα για να ξαλαφρώσουν την συνείδησή τους. Συν τω χρόνω ό π. Βασσιανός και ό Πέτρος σύναψαν μία δυνατή πνευματική φιλία.

Μετά από ένα χρόνο στο Μοναστήρι ό ηγούμενος Παφνούτιος έστειλε τον Πέτρο σε καινούργιο διακόνημα, στο αγιογραφικό εργαστήριο τής Μονής. Ό Πέτρος είχε πει στον ηγούμενος πώς στο σπίτι του τα βράδια σκάλιζε από ξύλο διάφορα αντικείμενα και αυτόν έγινε αφορμή να σταλεί στο αγιογραφείο. Εκεί εργαζόταν με υπομονή και επιμέλεια, αν και δεν είχε κανένα ειδικό ταλέντο ζωγραφικής. Αργότερα λόγω ελλείψεως εργατικού δυναμικού, πού δημιουργήθηκε εξαιτίας τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου, το αγιογραφικό εργαστήριο έκλεισε. Οι αδελφοί πού εργάζονταν εκεί στάλθηκαν στους σταύλους να φροντίζουν τις αγελάδες.

Κατά τις παραμονές τής Ρωσικής Επανάστασης το 1917 ορίστηκε να πάει στην Μόσχα να υπηρετεί εκεί στο μετόχι τού μοναστηριού. Εκεί ό τότε μητροπολίτης τού Βλάδιμηρ Σέργιος - αργότερα Πατριάρχης της Μόσχας και πάσης Ρωσίας - τον έκειρε μοναχό με το όνομα Συμφωριανός. Από την Μόσχα δεν μπόρεσε να γυρίσει στην Φινλανδία πριν από το 1923. Τότε τελικά τού το επέτρεψαν. επειδή ό πατέρας του και επομένως και ό ίδιος και τα αδέλφια του ήταν Φινλανδοί πολίτες.

Ή επιστροφή στο Βαλαάμ δεν ήταν και τόσο ευχάριστη. Το μοναστήρι σπάραζε από τις αναταραχές τής ημερολογιακής έριδας. Ό π. Συμφωριανός έγινε ακράδαντος υποστηρικτής τού Παλαιού Ημερολογίου. Γι' αυτόν τον λόγο το εκκλησιαστικό δικαστήριο τον καταδίκασε σε αποσχηματισμό: δεν τού επιτρεπόταν να φορά πλέον μοναχικά ενδύματα και μανδύα και τον έστειλαν στην μακρινή Σκήτη της Παναγίας τής Τίχβινας για «μετάνοια». Εκεί πιο νωρίς είχε σταλεί και ό γέροντάς του. π. Βασσιανός. «Εξαιτίας των ημερολογιακών ερίδων πολλά υπέφερα στην ζωή μου. Μια φορά βρισκόμουν ακόμη και σε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά ό Θεός με φύλαξε και με έσωσε», μνημόνευε αργότερα. Όταν οι μάχες περί τού ημερολογίου άρχισαν να κοπάζουν, επιτρεπόταν σιγά-σιγά στους εξόριστους των Σκητών να επιστρέψουν στην κύρια Μονή. Στο μοναστήρι έγινε βοηθός τού οικονόμου στο γραφείο του. Σαν προσεκτικός και επιμελής πού ήταν, ήταν πραγματικά πολύ κατάλληλο πρόσωπο γι' αυτήν την εργασία.

Ό π. Συμφωριανός εκκλησιαζόταν πολύ τακτικά.

Αγαπούσε τις ακολουθίες και κατείχε καλά το τυπικό.

Ασκούσε και το διακόνημα τού τυπικαρίου.

Έτσι έγινε σιγά-σιγά ακριβής γνώστης των ακολουθιών.

Τις Κυριακές παρευρισκόταν και στην πρώτη και την δεύτερη Λειτουργία. «Δεν μού έμενε χρόνος να κάνω περιπάτους στο νησί», έλεγε αργότερα. Έκτος από την επίσημη εκκλησία περνούσε συχνά και από την ξύλινη παράγκα, το πρώην εργαστήριο των πήλινων σκευών, πού τώρα χρησίμευε ως «κρυφός» ναός των παλαιοημερολογιτών μοναχών.

Ό τελευταίος Βαλααμίτης

Τον καιρό που ή αδελφότητα του Βαλαάμ μεταφέρθηκε στο Χεϊνάβεσι της κεντρικής Φινλανδίας, ό π. Συμφωριανός ήταν περίπου 50 ετών. Ήταν πολύ νεώτερος από τους περισσότερους μοναχούς και έτσι τού έπεφταν συχνά οι πιο βαριές αγροτικές εργασίες. Και καλά τις κατάφερνε, αν και ή κατάσταση των ποδιών του ήταν άσχημη. Πριν από χρόνια ό ιατρός είχε διαπιστώσει ότι τα πόδια του ήταν αγιάτρευτα. Λόγω της υπερβολικής ορθοστασίας και επειδή επί το πλείστον αναγκαζόταν να φορά ακατάλληλα παπούτσια, είχαν πρηστεί και παραμορφωθεί. Συν τω χρόνω γέμισαν πληγές.

Μεταπολεμικώς όταν το μοναστήρι μετατέθηκε στην δικαιοδοσία τού Πατριαρχείου της Μόσχας ό π. Συμφωριανός άρχισε να ανεβαίνει στην ιεραρχία τής Μονής. Το 1952 στην θέση τού αποβιώσαντος ηγουμένου Ιερωνύμου εξελέγη ηγούμενος ό π. Νέστωρ. Όταν ταξίδεψε στο Λένινγκραντ για να ενθρονιστεί, πήρε μαζί του και τον π. Συμφωριανό. ό όποιος χειροτονήθηκε διάκονος και μετά ιερέας στον Καθεδρικό Ναό τού Αγίου Νικολάου στο Λένινγκραντ. Ό ηγούμενος Νέστωρ και ό π. Συμφωριανός πήγαν ακόμη και στην Μόσχα και επισκέφτηκαν την Λαύρα τού Οσίου Σεργίου στο Ζαγκόρσκ. Στην Λαύρα στους επισκέπτες δόθηκε ευκαιρία να γνωρίσουν τούς χώρους τής Πνευματικής Ακαδημίας και να παρακολουθήσουν τα μαθήματα σε τρεις διαλέξεις.

Στο Νέο Βαλαάμ τα καθήκοντα τού π. Συμφωριανού πλήθυναν όλο και περισσότερο. Οι γεροντότεροι πατέρες και αδελφοί έφυγαν ένας-ένας για την αιώνια ανάπαυση και τα καθήκοντα συγκεντρώθηκαν σε όλο και λιγότερα άτομα. Μετά την κοίμηση τού ηγουμένου Νέστορος το Σεπτέμβριο τού 1967, όλη ή ευθύνη για την συνέχιση τής πνευματικής παράδοσης τού Βαλαάμ έπεσε σ' αυτόν. Ό Αρχιεπίσκοπος Παύλος τον ανέβασε στην θέση τού αφηγουμένου και στις 10 Ιουνίου τού 1969 τού έδωσε ως τιμητικό αξίωμα τον τίτλο τού ηγουμένου.

Με μία πιστότητα στο καθήκον, βαθιά συγκινητική, τηρούσε τώρα τον καθημερινό κύκλο των ακολουθιών τής Μονής. Συχνά ήταν αναγκασμένος να τελεί τις ακολουθίες τελείως μόνος του. Νύχτα-νύχτα ό γέροντας ξεκινούσε από το κελί του, στηριζόμενος στο μπαστούνι, προς το ναό. Το βάδισμα τού προξενούσε πολύ πόνο στην κατάσταση πού βρίσκονταν τα πόδια του. Στην εκκλησία ό γέροντας άναβε τα καντήλια και άρχιζε το Μεσονυκτικό, μετά τον Όρθρο και την Λειτουργία. Και αυτό από μέρα σε μέρα. από μήνα σε μήνα, από χρόνο σε χρόνο. Τού πρότειναν, με λεπτότητα, να αποτραβηχτεί στο γηροκομείο τής περιοχής λόγω τής μεγάλης ηλικίας και τής ασθενικής καταστάσεώς του. Αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ήθελε να στέκεται πιστός στην σκοπιά, έως ότου να έχει έστω και λίγες δυνάμεις και χρόνο ζωής. Γενικά βασίλευε ή γνώμη, πώς το μοναστήρι θα σβήσει σύντομα.

Αλλά ή πίστη τού γέροντα βραβεύθηκε. Οι πολυάριθμοι φίλοι τού Βαλαάμ προχωρούσαν σε έργα, για να σώσουν το μοναστήρι και να μεταδώσουν την παράδοση και σε μετερχόμενες γενεές. Έγινε έρανος για να κτιστεί καινούργιος ναός. Ό παλαιός ναός ήταν πολύ κρύος και εξόριστους αρχής είχε κτιστεί μόνον για προσωρινή χρήση. Ό καινούργιος ναός υψώθηκε γρήγορα σε ατμόσφαιρα μεγάλου ενθουσιασμού. Τα εγκαίνια έγιναν στις 5 Ιουνίου τού 1977. Ό π. Συμφωριανός ήταν ό μόνος από τούς μοναχούς τού Παλαιού Βαλαάμ, ό όποιος αξιώθηκε να δει τον ναό έτοιμο και να προσεύχεται σε αυτόν. Εκείνος με την δική του παρουσία και το παράδειγμα συνέδεσε την ευκτική παράδοση του Παλαιού Βαλαάμ με τον Ναό τής Μεταμορφώσεως τού Χριστού στο Νέο.

Μετά το κτίσιμο τού καινούργιου ναού ήλθαν στο μοναστήρι και νέοι αδελφοί. Ό π. Συμφωριανός ήταν γι' αυτούς ένα ζωντανό παράδειγμα προσευχόμενου μοναχού. «Οι ιερές ακολουθίες είναι ή μόνη μου παρηγοριά», έλεγε στους φίλους του. Επί πολλά χρόνια ό γέροντας κοινωνούσε κάθε ημέρα.

Τώρα ήταν πια καιρός να αναπαυτεί στα γεράματά του. Ό Αρχιεπίσκοπος Παύλος τον χειροθέτησε αρχιμανδρίτη στις 25 Μαρτίου τού 1979 και τού έδωσε ευλογίας να αποσυρθεί στην γεροντική ανάπαυση. Αλλά σχεδόν δύο χρόνια ακόμη ερχόταν στην εκκλησία, ανακάλυψε και όχι πια σαν λειτουργός, απολαμβάνοντας τον σεβασμό τής αδελφότητας και των προσκυνητών.

Ό ηλικιωμένος π. Συμφωριανός αρρώστησε την τελευταία ημέρα τού έτους 1980. Έλαβε μέρος στην αγρυπνία τού νέου έτους, αλλά δεν μπόρεσε πια να έρθει στην Λειτουργία το πρωί. Μεταφέρθηκε στο τοπικό υγειονομικό κέντρο. Εκεί ό τελευταίος μοναχός, πού είχε αγωνιστεί και στο Παλαιό Βαλαάμ, αποδήμησε από τα πρόσκαιρα στα αιώνια, στις 9 Ιανουαρίου τού 1981.

Ό Αρχιεπίσκοπος Παύλος τέλεσε την νεκρώσιμη ακολουθία στον Ναό τής Μονής μαζί με δεκάδες ιερέων και πλήθος λαού. Στον επικήδειο λόγο του ό Σεβασμιότατος είπε:

«Στην ζωή τού Άρχιμανδρίτου Συμφωριανού επαληθεύθηκαν τα λόγια πού συχνά βλέπουμε στα απολυτίκια των οσίων: «Εκεί νεότητος Χριστόν αγαπήσας». Γνωρίζουμε πώς σχεδόν από την παιδική του ηλικίας μέχρι τα γεράματά του έζησε την ζωή πού άπαξ διάλεξε. Είναι για μάς τύπος και υπόδειγμα πιστότητας. Δεν κοίταξε πίσω του, δεν παραπονέθηκε ποτέ για το ολιγάριθμο τής αδελφότητας, ανακάλυψε και είχε δει το Βαλαάμ με χίλιους μοναχούς. Ούτε και τότε πού έμεινε ό μόνος ιερομόναχος κυριεύθηκε από μελαγχολία, αλλά παραδόθηκε με εμπιστοσύνη στο θέλημα του Θεού. Και έτσι ό Θεός δημιούργησε γύρω του νέο φυτώριο να μεγαλώνει και να συνεχίζει την παράδοση.

Ό Απόστολος προτρέπει: "Μνημονεύετε των ηγουμένων ημών, ων αναθεωρούντες την έκβασιν τής αναστροφής μιμείσθε την πίστιν" . Αυτήν ή προτροπή άφορα τώρα τους αδελφούς τής Μονής καθώς και όλους μας».

Ή Τρίτη της εβδομάδας του Θωμά. Τότε, κατά την ρωσική παράδοση, μνημονεύονται οι αποβιώσαντες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΑΤΕΡΙΚΟΝ ΤΗΝ ΜΟΝΗΣ ΒΑΛΑΑΜ

Δεν υπάρχουν σχόλια: