Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

ΠΑΣΧΑ ΣΤ’ΑΝΑΠΛΙ ( μέρος 1ον) ΠΑΤΗΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ.






ΠΑΣΧΑ ΣΤ’ΑΝΑΠΛΙ
( μέρος 1ον)


Ὢχ κάτι ἔπαθε τὸ κορίτσι!

-Κιτρίνισε…

-Κάποιος νὰ τὴν βοηθήσει!

-Πιάστε τὴν γρήγορα ,θὰ πέσει.

-Τὴν ματιάσανε.

Κάπως ἔτσι ἐξελίχθηκε ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἱεροῦ Εὐχελαίου ὅπου ἔλαβε χώρα σὲ μία παραδοσιακὴ οἰκία στὸ παλαιὸ  Ἀνάπλι.



ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΟΙ στὴν αὐλόθυρα τῆς  Μεγάλης Ἑβδομάδος,παραμονὴ τοῦ Λαζάρου καὶ μέρα μεσημέρι, διόδευα τὴν ὁδὸ  Πλαπούτα  βαίνοντας πρὸς τὸ παλαιὸ Ἀνάπλι.

Μὲ εἶχε καλέσει ὅπως καὶ πέρυσι, τέτοια ἀκριβῶς ἡμέρα καὶ ὤρα, ἡ κυρία Μεταξία-γόνος ἔνδοξης οἰκογενείας πολεμαρχῶν καὶ καπεταναίων- ἡ ὁποία ἔμενε σὲ ἕνα ἀρχοντόσπιτο τῆς πάνω γειτονίας. 

Ἀφοῦ προσπέρασα τὸν παλαιὸ κεραμοσκεπὴ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἄγ.Γεωργίου, κατευθύνθηκα  στὴν γραφικὴ ὁδὸ τοῦ Σταϊκοπούλου.

   Τὸ Πάσχα τῶν Παπικῶν εἶχε κιόλας περάσει  καὶ ἔτσι ἡ παρουσία δυτικοφερμένων παρδαλῶν τουριστῶν ἦταν ἀρκετὰ ἔντονη.

Βάδιζαν  συνεπαρμένοι μὲ τὸ στόμα ἀνοικτὸ καὶ τὰ μάτια τους  νὰ περιφέρονται  περιεργαστικῶς σὲ κάθε λατρευτικὴ καὶ παραμυθένια μεριὰ τῆς πόλης μας.

Ἀρκετοὶ κουβαλοῦσαν τὶς φωτογραφικὲς μηχανὲς τοὺς ἀποθανατίζοντας καὶ σκλαβώνοντας κάθε τί τὸ ὀμορφοπλασμένο.

Θέλοντας νὰ ἀποφύγω τὸ περίεργο βλέμμα τους, ἔστριψα ἀριστερὰ καὶ ἀνέβηκα πρὸς τὸν Ναΐσκο τοῦ Αγίου Σπυρίδωνος.

Δίπλα ἀπὸ τὸ Ιερόν Ναὸν ,στὰ μικρὰ ξύλινα μπαλκονάκια, εἶχαν σκαρφαλώσει , μὲ τέχνη φυσικὴ ,ὁλοκόκκινες βοκαμβίλιες ποὺ φωσφόριζαν σὰν βασιλικὲς πορφύρες ἀπὸ τὶς μεσημβρινὲς  ἠλιακτίνες.



Προχώρησα ἐντυπωσιασμένος δυτικὰ καὶ κατόπιν ἀνέβηκα ἀσθμαίνοντας μερικὰ ἀπὸ τὰ μακρόστενα πετροφτιαγμένα σκαλοπάτια.

Τότε βρέθηκα σὲ ἕνα ξάγναντο ἀπ’ὅπου θὰ μποροῦσες νὰ κατοπτεύσεις σὲ πανοραμικὴ θέα τὰ μεγαλεῖα Τοῦ Θεοῦ.

Πρὸς τὰ κάτω ἀνάβλυζε ἡ ζωοδότρα θάλασσα, ὅπου τὴν ἔβλεπες νὰ θάλπει στοὺς μητρικούς της κόλπους , σὰν τέκνα , μικροὺς πάλλευκους ἄκακους  ἀμνούς, ἀφρίζοντες, κυματίζοντες  καὶ κουρνιάζοντες στὴν ἑλκυστικὴ οὐρανόχρωμη ἀγκαλιά της.

Τὰ πάντα σὲ οὐρανό, θάλασσα καὶ γῆ  εκήρυττον   και ἐμήνυαν μεγαλοφώνως πὼς τὸ ἔαρ ἤδη ἔφτασε.



Ἀκόμη καὶ ἡ πνέουσα ἀνάλαφρη ἐαρινὴ αὔρα προερχομένη ὡς δροσερὴ πριγκίπισσα ἀπὸ τὰ Αἰολικὰ Βασίλειά της, θώπευε γλυκὰ τὸ πρόσωπό σου καὶ σὲ παρότρυνε καὶ ἐκείνη

« Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ,δεῦτε εὐφρανθῶμεν!»

Ξαφνικὰ ὅμως μία βραχνὴ καὶ βαρύτονη γυναικεία φωνὴ μὲ διέκοψε ἀπὸ τοῦτες τὶς ἀνάλαφρες σκέψεις μου.

-Ἐλᾶτε Πάτερ, ἐδῶ εἴμαστε ,σὲ περιμένουμε.

Ἦταν ἡ κυρία Μεταξία, ἡ ὁποία μόλις εἶχε  προβάλλει τὸ λευκάζον γεροντικὸ κεφάλι της ἀπὸ ἕνα πράσινο παραθύρι.

Τὸ σπίτι βρίσκονταν λίγα μέτρα ποιὸ πάνω.

Ἦταν καὶ αὐτὸ κατασκεύασμα τοῦ προπερασμένου αἰῶνος, ὅσο σχεδὸν καὶ ἡ κυρία Μεταξία.Τὶς οἶδεν τὴν ἡλικίαν της;

Οἱ πετροδομημένοι τοῖχοι,βαμμένοι μὲ ξεφτισμένη ὥχρα, ἀποτελοῦσαν ἰσχυρὴ ἀντίθεση  στὰ ἀπειρόχρωμα ἄνθη τῆς οἰκοδέσποινας, τὰ ὁποία βλάσταιναν μέσα ἀπὸ τὶς μπογιατισμένες περιποιημένες γλάστρες σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῆς μακρόστενης αὐλῆς.

Ἐπάνω ἀπὸ τὴν ξύλινη παραστάδα κρεμότανε  ἕνα παλαιὸ μεταλλικὸ κλουβί, κατοικητήριο δυὸ καστανόξανθων καρδερινῶν , τὰ ὁποία  κελαϊδοῦσαν ἁρμονικά, φωνούντα καὶ ἀντιφωνοῦντα μεταξὺ τοὺς σὰν καλόφωνοι ψαλτάδες.

Ἀμέσως σκίρτησε τὸ σκουριασμένο μάνταλο τῆς ξύλινης ἐξώθυρας καὶ μία νεανικὴ καὶ τριανταφυλλένια  ὄψη ἀνέτειλε.

Ἦταν ἡ Ἀριάνδη, γυμνασιοπούλα, ἀρκετὰ ὑψηλὴ γιὰ τὴν ἐφηβική της ἡλικία καὶ μὲ μακριὰ ,σὰν κυματούμενος ποταμὸς , καστανὰ μαλλιά.

    Μὲ εἶχε βοηθήσει καὶ πέρυσι στὸ ἱερὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου διαβάζοντας μὲ καταπληκτικὴ ὀρθοφωνία καὶ κατάνυξη τοὺς ἑπτὰ ἁρμόδιους Ἀποστόλους.

-Καλησπέρα Ἀριάνδη, πὼς εἶσαι;

-Καλὰ Πάτερ,τὴν εὐλογία σας.

-Νὰ σοῦ δίνει ἡ Παναγία μας καλὴ πρόοδο στὴν ζωή σου.

             Ἀφοῦ πέρασα ἕνα μικρὸ διαδρομίσκο βρέθηκα κατόπιν πρὸ μίας εὐχάριστης ἔκπληξης

Ὅλη ἡ γειτονιὰ « ἐν ἀγαλλιάσει καὶ ἀφελότητι καρδίας» ἦταν  κυκλικὰ συναγμένη γύρω ἀπὸ ἕνα εὐτρεπισμένο τραπέζι.

Ἦταν ὅλοι τους ἐκεῖ.Ὅμως ἐτούτη ποὺ δέσποζε  ξεχωριστὰ σὲ αὐτὴν τὴν συντροφιὰ  ἦταν ἡ οἰκοδέσποινα ἐκείνης τῆς ἀρχοντοοικίας.

Ἡ ἀγαπητὴ κυρά-Μεταξὶα ,ἦταν ἀληθινὴ  βασίλισσα  μετὰ τᾶς καμελῖας της. Ψηλή,παχιά,κυρτωμένη, σχηματίζουσα γωνία 30 περίπου μοιρῶν, μὲ ἐπιβλητικὸ καὶ καταλυτικὸ χαρακτήρα, διατηρώντας συνάμα καὶ τὴν ἀριστοκρατική της ἀρχοντιά,  ὅπως καὶ οἱ πρόγονοί της καὶ ἔχοντας καταφέρει νὰ μεταποιήσει  τὸν συμβίο της, τὸν τολμηρὸ Ψαροδῆμο, σὲ σωστὸ ἀρνάκι. 

Ἡ φωνὴ τῆς ἔμοιαζε μὲ ἦχο βαρύτονης ρώσικης καμπάνας. Ὅμως παρ’ὅλο τὸ ἀνδροπρεπὲς ἦταν κορυφὴ νοικοκυροσύνης καὶ καθαριότητας. Τὸ σπίτι ἔλαμπε ἀπὸ πάστρα καὶ ἡ ἀνθοβολοῦσα αὐλὴ μύριζε πάντοτε φρέσκο ἀσβέστη.

Τώρα πὼς αὐτὴ ἡ κόμισσα ἔκανε ζευγάρι μὲ τὸν κύρ-Δῆμο, τὸν ψαρόμαγκα, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο θέμα ποὺ περιμένει νὰ ἐξιχνιαστεῖ ἀπὸ τοὺς ἐρευνητές του.

Γιὰ νὰ ποῦμε ὅμως καὶ τὴν ἀλήθεια, πέραν κάποιων ἐλαχίστων  ἁψιμαχιῶν, στὶς ποὶες νικήτρια ἔβγαινε πάντοτε ἡ κυρά-Μεταξία, ἦταν ἕνα ἀγαπημένο καὶ ἀξιοζήλευτο  ζευγάρι.

                       Ὁ δὲ Ψαροδῆμος,ἢ καὶ Ψαρὸς κατὰ τοὺς ἄλλους , μὴ ἐκφυγῶν καὶ αὐτὸς τὸ παρατσούκλι  ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι στὴν κοινότητα τοῦ παλαιοῦ Ἀναπλιοῦ, ἦταν ἀγαθὸς ἄνθρωπος μὲ γελαστὸ πάντα πρόσωπο καὶ μὲ μεγάλο ἄσπρο μουστάκι ἄνω τῶν δέκα πόντων.

Φοροῦσε πάντοτε ,ἐκτὸς τῆς οἰκίας του, μαύρη τραγιάσκα καὶ ἀντιμετώπισε  σχεδὸν τὰ πάντα ἀπὸ τὴν εὐχάριστή τους ὄψη, γιατί ὅπως πολὺ σοφὰ ἔλεγε,ἡ ζωὴ εἶναι σὰν τὸ τζάκι, ποὺ ἢ μένεις στὴ θέρμη του καὶ ζεσταίνεσαι ἢ κάθεσαι στὴν στάχτη του καὶ μουντζουρώνεσαι.(οὐδὲν ποιὸ ἀπίθανό της ἁπλῆς ἀλήθειας.)…


 ΠΑΤΗΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια: