Θυμάμαι τέτοιες
μέρες Ιουλίου στην προσκοπική κατασκήνωση, είχαμε ένα συμπρόσκοπο που τον
κοροϊδεύαμε. Σκληρά παιδιά εμείς τότε, θα πεις, όπως και το κάθε παιδί... Ο
ίδιος -ήσυχος τύπος, με γυαλάκια και προσηλωμένος σε ό, τι έκανε-
αντιλαμβανότανε τον εμπαιγμό ωστόσο δε διαμαρτύρονταν ποτέ. Κάποιες φορές
ανταποκρινότανε μα η διάθεσή του παρέμενε σχεδόν στωϊκή. Θυμάμαι να 'χει μια
σοφία στο πρόσωπο μολονότι εμείς ανίκανοι να την δούμε, βρίσκαμε σχεδόν πάνω
του το κάθε τι αστείο.
Ένα απ' αυτά
ήταν η συνήθεια του να κάθεται να παρατηρεί τα μυρμήγκια. Μπορούσε να κάθεται
ώρα πολλή όχι μόνο να παρατηρεί τα μυρμήγκια αλλά να συμμετέχει κατά κάποιο
τρόπο ενεργά στη ζωή τους... εκεί φερ' ειπείν που κάποιο μυρμήγκι αναγκάζονταν
να διασχίσει μια σχετική απόσταση, ο ίδιος έφτιαχνε στο χώμα γεφυρούλες ώστε το
μυρμήγκι να μην αναγκαστεί να κάνει περισσή απόσταση και να κουραστεί.
Με κάποιο τρόπο
έχω την αίσθηση ότι καταλάβαινε το μεγάλο μυστήριο που τα μυρμήγκια κουβαλούν.
Τα μυρμήγκια μεριμνάνε όσο-όσο. Για όσο κουραστούν, τόσο θα αναπαυθούν τον
ερχόμενο Χειμώνα. Θα 'χε δει κι αυτός κι όλοι μας μαζί του, πως τα μυρμήγκια
επίσης κάνουνε σειρά κι ακολουθεί το ένα τ' άλλο. Τα μυρμήγκια εμπιστεύονται τον
ένα τ' άλλο. Το πέρασμά τους διαγράφει την απόσταση που διανύουν ώστε τ' άλλα
μυρμήγκια να μη χαθούν, να τα ακολουθήσουν πιστά στο δρόμο για τη φωλιά τους,
μιαν αποθήκη δηλαδή για να βγάλουν το Χειμώνα.
Αν εμείς ως
προσκοπάκια τηρούσαμε την “προσκοπική υπόσχεση” που είχαμε δώσει, σίγουρα θα
έπρεπε να είχαμε καταλάβει το μεγαλείο της παρατήρησης του συμπροσκόπου μας! Μα
αν το καλοσκεφτείς, το ίδιο κι ευρύτερα συμβαίνει. Έχουμε θέμα με την
υποκρισία, είτε ξεχωριστά ο καθένας, είτε ως κοινωνία. Ενώ μιλάμε για το μάθημα
των θρησκευτικών, αυξάνονται στις γειτονιές τα προποτζίδικα με κόσμο ως τις
δώδεκα το βράδυ -μάλιστα ορισμένα διανυκτερεύουν. Μεγαλώνουν οι αλυσίδες
ενεχυροδανειστηρίων κι αυξάνονται οι σιτιζόμενοι των συσσιτίων. Φτιάχνουμε
γενιές ευκαιριατζήδων: χωρίς σταματημό αναζητούμε την ευκαιρία γιατί είχαμε
μάθει στο παραπάνω και μάλιστα σ' ένα ξεκούραστο παραπάνω. Οι καιροί αλλάζουν,
τα πράγματα πια δύσκολα. Αν θέλω εγώ παραπάνω, κάποιοι άλλοι δε θα 'χουνε
καθόλου.
Ούτε που να το
διανοηθεί τούτο το μυρμήγκι...!
Θα 'τρωγε τελικά
το ένα τ' άλλο, η τροφή θα ρήμαζε μες τον καβγά και στη φωλιά δε θα φτανε
τίποτε. Ούτε μυρμήγκι, ούτε τροφή. Σοφά τα μυρμήγκια: απ' την τάξη που 'χουν,
λίγη να 'χαμε, θα ζούσαμε μες στο παράδεισο. Τελικά, δεν είναι μόνο τα παιδιά σκληρά.
Σκληροί είμαστ' όλοι. Σκληροί σα τις σφήκες, που επίσης είχε στη κατασκήνωση
και κανένας δε τολμούσε να πειράξει. Να 'ναι καλά εκείνος ο συμπρόσκοπος όπου
και να 'ναι: του ζητώ χρόνια πολλά μετά, στον ίδιο θερινό κατασκηνωτικό καιρό,
μια ταπεινή συγγνώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου