Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024

Εἰσήγηση ἀρχιμ. Νεκταρίου N. Πέττα, διδάκτορος Φιλοσοφίας. Τετάρτη 23η Νοεμβρίου 2016 στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Ἄνω Δευτερᾶς τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολης Ταμασοῦ, μέ θέμα: «Σύγχρονες μορφές τῆς Ἐκκλησίας. Τά παραδείγματα τῶν ἁγίων Σοφιανοῦ καί Βλασίου τοῦ Ἀκαρνᾶνος».







 Εἰσήγηση ἀρχιμ. Νεκταρίου N. Πέττα, διδάκτορος Φιλοσοφίας.

Τετάρτη 23η Νοεμβρίου στόν Ἱερό Ναό Ἁγίου Γεωργίου Ἄνω Δευτερᾶς τῆς

Ἱερᾶς Μητρόπολης Ταμασοῦ, μέ θέμα: «Σύγχρονες μορφές τῆς Ἐκκλησίας. Τά

παραδείγματα τῶν ἁγίων Σοφιανοῦ καί Βλασίου τοῦ Ἀκαρνᾶνος».

Καταρχήν εὐχαριστῶ τόν φιλάγιο ποιμενάρχη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας,

Πανιερώτατο Μητροπολίτη Ταμασοῦ καί Ὀρεινῆς κ. Ἠσαΐα, μέ τοῦ ὁποῖου τήν

εὐλογία εἶμαι ἐδῶ, ἀνάμεσά σας, σέ αὐτή τήν πνευματική σύναξη.

«Ἡ Ἐκκλησία, ὡς ζῶν σῶμα τοῦ ζῶντος Θεοῦ - γράφει ὁ καθηγητής

Συμεών Πασχαλίδης – διασώζει διαχρονικά ἐν ἑαυτῇ τό στοιχεῖο τῆς ἁγιότητος. Ὁ

λόγος τοῦ Θεοῦ πρός τόν περιούσιο λαό Του (Λευϊτ. 11, 44), πού ἐπαναλαμβάνει

ὁ ἀπ. Πέτρος, «κατά τόν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καί αὐτοί ἅγιοι ἐν πάσῃ

ἀναστροφῇ γενήθητε· διότι γέγραπται, ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἅγιος ἐγώ εἰμι» (Α΄ Πέτρ.

1, 16), δέν συνιστᾶ ἁπλῶς δείκτη γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρός τήν ὁδό τῆς

ἁγιότητος, ἀλλά προσδιορίζει μέ δυναμικό τρόπο καί τήν διαχρονικότητά της.

Ἐφ’ ὅσον ὁ Θεός αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ἅγιος, τότε καί ἡ Ἐκκλησία Του εἶναι

ἁγία. Καί ἐφόσον εἶναι ἁγία ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τότε καί τά μέλη Της, οἱ

πιστοί, εἶναι ἅγια, καί τό ἀντίστροφο».

Ἡ Ἁγία λοιπόν Ἐκκλησία, ἀναδεικνύει Ἁγίους σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τίς

ἱστορικές περιόδους, σέ ὅλες τίς χῶρες καί τούς λαούς, ἀνεξαρτήτως φυλετικῶν,

γλωσσικῶν, μορφωτικῶν κ. ἄ. διακρίσεων.

Στήν Εἰσήγηση, πού μᾶς ἀνατέθηκε, θά παρουσιάσουμε δύο σχετικῶς

ἄγνωστες στό εὐρύ ἐκκλησιαστικό κοινό ἱερές μορφές, πού σχετίζονανται μέ τήν

σύγκρουση μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἰσλάμ, καί μαρτυρικό νησί της Κύπρου

γνωρίζει καλά τί σημαίνει ἡ σύγκρουση αὐτή. Τόν ἱερομάρτυρα Βλάσιο ἀπό τήν

Ἀκαρνανία, ὁ ὁποῖος τελειώθηκε μαζί μέ συμμοναστές του ἀπό Ἀγαρηνούς πειρατές,

καί τόν ὅσιο Σοφιανό, ἐπίσκοπο Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου, ὁ ὁποῖος

ἀγνωνίσθηκε κατά τῶν ἐξισμαλισμῶν τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν τῆς Βορείου

Ἠπείρου.


Ὁ ἱερομάρτυρας Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάν (+ 1006).


Ὁ νεοφανής ἱερομάρτυς Βλάσιος ἦταν ἡγούμενος στήν Ἱερά Μονή τῶν

Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, πού βρισκόταν στήν περιοχή τῶν Σκλαβαίνων (πρώην

Κιάφα), πλησίον τῆς παραλιακῆς Παλαίρου Ἀκαρνανίας. Ἐτελειώθει μέ μαρτυρικό

θάνατο ἀπό πειρατική ἐπιδρομή, ἀπό τούς καταραμένους ἀπόγονους τῆς Ἄγαρ, μαζί

μέ πέντε συμμοναστές του καί πλῆθος χριστιανῶν λαϊκῶν (ἀντρῶν, γυναικών καί

παιδιῶν), πού ἀποτελοῦσαν τούς κατοίκους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, γιά τήν πίστη

τους στό Χριστό. Τόν ἀποκεφάλισαν, ἀφοῦ προηγουμένως κάρφωσαν ἀργά στό

σῶμα του πέντε καρφιά. Στήν συνέχεια οἱ δήμιοί του προσπάθησαν νά κάψουν τό

σῶμα του, ἀλλά αὐτό δέν κάηκε. Οἱ διασωθέντες Χριστιανοί, πού ἔφθασαν στό

σημεῖο, ἔθαψαν τόν Ἅγιο Βλάσιο χωριστά ἀπό τούς πέντε συμμαρτυρήσαντες

συνασκητές του, τούς ὁποίους ἐνταφίασαν σέ κοινό τάφο. Τούς ὑπόλοιπους

χριστιανούς τούς ἔθαψαν σέ μεγαλύτερο ὁμαδικό τάφο. Τό μαρτύριό τους, σύμφωνα

μέ ἀποκαλύψεις, ἔλαβε χώρα τήν 19η Δεκεμβρίου, ἡμέρα Κυριακή. Σέ πέτρινη

ἐπιγραφή πού βρέθηκε στό σημεῖο τοῦ τάφου του, σημειωνόταν τό ἔτος 1006 μ.Χ.,

πού πιθανῶς ὑποδηλώνει καί τόν χρόνο τοῦ μαρτυρίου του.


2

Σταδιακά λησμονεῖται καί σκεπάζεται ἀπό τήν λήθη τοῦ χρόνου τό μαρτύριο

καί ἡ ἱστορικότητα τοῦ Ἁγίου Βλασίου καί τῶν σύν αὐτῷ, ἀλλά καί ὅλων τῶν

γεγονότων, τά ὁποία ἔλαβαν χώρα. Ἀγνοεῖται παντελῶς ἡ ὀντότητα τοῦ μεγάλου

αὐτοῦ Ἁγίου. Μόνο στίς διηγήσεις τῆς προφορικῆς παραδόσεως ἀναφέρεται ἡ

σφαγή, πού ἔγινε σέ ἀπροσδιόριστο παρελθοντικό χρόνο. Ἐκεῖθεν καί ἡ ὀνομασία

τῆς περιοχῆς ἀπό Κιάφα σέ «Σκλάβαινα» (περιοχή πού ὑπέστη σκλαβιά καί

αἰχμαλωσία). Χάθηκε κάθε ἱστορική ἤ καί μορφολογική ἔνδειξη τῆς ὕπαρξης τοῦ

Ἁγίου γιά 900 καί πλέον χρόνια. Ὅλα τά σκέπασε τό σκότος τῆς λησμοσύνης.

Ἄν καί τό ὅλο ἱστορικό χάθηκε στά βάθη τῶν αἰώνων, ἄν καί τίποτα δέν

καταμαρτυροῦσε γιά τά γεγονότα τῶν Σκλαβαίνων, ἄν καί ὁ τόπος εἶχε ἀλλάξει ριζικά

ἀπό μορφολογικής, ἀλλά καί πληθυσμιακής πλευρά, τό θεῖο δῶρο τῆς Ἀγάπης τοῦ

Θεοῦ πρός τό σύγχρονο ἄνθρωπο ἀναδύεται ὡς θεῖο φῶς ἀπό τό φάσμα τῶν

σκοτεινῶν 900 καί πλέον χρόνων. Ἔτσι ἀπό τό ἔτος 1915 μ.Χ. καί ἑξῆς ἀρχίζουν νά

συμβαίνουν ἀνεξήγητα, ἀλλά καί θαυμαστά γεγονότα στήν περιοχή τῶν Σκλαβαίνων.

Πολλοί ἀπό τούς κατοίκους τῆς περιοχῆς ἀρχίζουν νά βλέπουν σέ ὄνειρα κάποιον

ἐπιβλητικό καί ἱεροπρεπῆ ρασοφόρο, ὁ ὁποῖος τούς ἔλεγε: «Εἶμαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος.

Νά σκάψετε στό σημεῖο αὐτό καί νά βγάλετε τά λείψανά μου» καί τούς ἔδειχνε

συγκεκριμένο τόπο.

Σημειωτέον ὅτι ἐπί τοῦ σημείου τοῦ τάφου καμμία ἔνδειξη δέν δήλωνε τήν

ὕπαρξή του. Ἐπάνω ἀπό αὐτό, ἐν ἀγνοίᾳ εἶχαν κατασκευασθεῖ ποιμνιοστάσια καί

στάβλιζαν στό σημεῖο αὐτό πρόβατα. Οἱ κάτοικοι, ἀδυνατώντας νά ἐξηγήσουν τό

γεγονός τῶν ἐμφανίσεων αὐτῶν τοῦ Ἱερέα, κατασκεύασαν ἕνα πέτρινο εἰκονοστάσι,

πού ἀπό σύγχυση τό ἀφιέρωσαν στόν ἅγιο Βλάσιο, ἐπίσκοπο Σεβαστείας, στό

σημεῖο πού τούς ἔδειχνε ὁ τοπικός Ἅγιος. Δέν ἐπιχείρησαν ὅμως ποτέ νά σκάψουν

εἴτε ἀπό δυσπιστία, εἴτε ἀπό τόν φόβο τῆς ἀπογοήτευσης. Οἱ ἐμφανίσεις ὅμως τοῦ

Ἁγίου ἄρχισαν νά γίνονται ἐπίμονες καί ἐπιτακτικές μέ ἀποδέκτες περισσότερους

κατοίκους τῆς περιοχῆς. Ἀλλά καί πάλι δέν προχωροῦσαν στό ἔργο τῆς ἐκταφῆς τοῦ

ἄγνωστου τάφου.

Κατά τό ἔτος 1923 ὁ Πανάγαθος Θεός εὐδόκησε, ὥστε νά δοξασθεῖ καί ἐπί

τῆς γῆς ὁ ἔνδοξος ἱερομάρτυρας τοῦ Βλάσιος. Καί αὐτό μέ τήν θαυμαστή διά ζώσης

φανέρωσή του στήν μακαριστή πλέον ὁσιοτάτη γερόντισσα Εὐφροσύνη Κατσαρᾶ,

μία ἁπλή, γνήσια καί εὐσεβῆ πολύτεκνη γυναίκα χήρα, ἡ ὁποία λάτρευε τόν Θεό σέ

ὅλη της τήν ζωή. Ἦταν νύκτα τῆς 23ης Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1923. Ἡ Εὐφροσύνη

φρόντιζε τήν ἑτοιμοθάνατη κόρη της, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπό τυφοειδῆ πυρετό. Ξαφνικά

ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, ἀφοῦ ἀκούσθηκε δυνατός κρότος, ἄνοιξαν τά

πορτοπαράθυρα τῆς οἰκίας καί ἐκτυφλωτικό φῶς εἰσῆλθε ἐντός αὐτῆς. Ἀπό τήν

ὑπερκόσμια αὐτή λάμψη πρόβαλλε ἕνας ἐπιβλητικός ἀρχιμανδρίτης, ἐνδεδυμένος

ἅπασα τήν ἱερατική στολή, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στό χέρι ποιμαντική ράβδο. Τά

χαρακτηριστικά του τά διέκρινε μέ κάθε λεπτομέρεια ἡ γερόντισσα Εὐφροσύνη, ἐνῶ

ἡ θηγατέρα της Σοφία ἀντιλαμβάνονταν μόνο τήν ἐκτυφλωτική λάμψη.

Ὁ ἅγιος Ἱερέας, ἀπευθυνόμενος στήν Εὐφροσύνη, τῆς εἶπε ὅτι εἶναι ὁ ἅγιος

Βλάσιος, καί τῆς ζήτησε νά τόν ἀκολουθήσει, γιά νά τῆς ὑποδείξει τό ἀκριβές σημεῖο

τοῦ τάφου του, προκειμένου νά μεριμνήσει γιά τήν ἐκταφή του. Σαστισμένη ἡ

γερόντισσα ἀπό τό γεγονός πού βίωνε, προέβαλε στόν Ἅγιο τόν δισταγμό της λόγω

τῆς ἀσθένειας τῆς θυγατέρας της. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἔβγαλε τόν ἐγκόλπιο σταυρό

του, σταύρωσε τήν ἑτοιμοθάνατη θυγατέρα της καί τῆς ζήτησε πάλι νά τόν

ἀκολουθήσει. Καί ἔτσι ἔγινε. Μέσα στό ἀποπνικτικό σκοτάδι ἡ Εὐφροσύνη

ἀκολούθησε τόν φωτοβόλο ἅγιο Βλάσιο, ὁ ὁποῖος τήν ὁδήγησε στό σημεῖο, ὅπου

εἶχαν χτίσει τό προσκυνητάρι. Ἐκεῖ μέ τήν ράβδο, πού κρατοῦσε, χάραξε ἕνα κύκλο

στό χῶμα, ὑποδεικνύοντας τό σημεῖο, ὅπου θά ἔπρεπε νά σκάψουν, γιά νά βγάλουν


3

τά ἅγια καί χαριτόβρυτα λείψανά του. Στήν συνέχεια ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ ἐπέστρεψε τήν

Εὐφροσύνη στό σπίτι της, ἐξαφανίσθηκε. Ἐκεῖ ἡ γερόντισσα βρῆκε τήν θυγατέρα της

πολύ καλύτερα καί θεραπευμένη.

Ἀπό τήν ἑπομένη κιόλας ἡμέρα ἄρχισε ἡ Εὐφροσύνη τίς ἐνέργειες, γιά τήν

ἀνακομιδή τῶν λειψάνων. Ὅλοι ὅμως τήν ἀντιμετώπιζαν μέ κάποια δυσπιστία καί

ἐπιφύλαξη. Ἀρωγός τῶν προσπαθειῶν της αὐτῶν ἦταν ὁ ἅγιος Βλάσιος, πού τήν

καθοδηγοῦσε. Ὁ ἅγιος Βλάσιος ἐμφανίζονταν ἐπίσης καί σέ ἄλλα ἄτομα,

προκειμένου νά γίνει αὐτή πιστευτή. Πράγματι οἱ προσπάθειες τῆς ἀπέδωσαν καί

ἄρχισαν οἱ ἐργασίες τῆς ἀνακομιδῆς μέ πολλές ἐπιφυλάξεις καί μεγάλη ἔνταση.

Τήν τρίτη ἡμέρα τῶν ἐργασιῶν, καί ἐνῶ γιά πολλοστή φορά ἦταν ἕτοιμοι

ἐγκαταλείψουν τῖς πρασπάθειες, ἡ σκαπάνη χτύπησε σέ μία πέτρινη πλάκα. Ρίγη

συγκίνησης καί δέος κατέλαβαν τούς παρευρισκομένους. Ὅταν ἀφαίρεσαν τήν

ἐπιτάφια πλάκα μία οὐράνια εὐωδία ξεχύθηκε καί ἁπλώθηκε στήν ἀτμόσφαιρα.

Ἐντός τοῦ τάφου βρίσκονταν τά λείψανα τοῦ ἁγίου Βλασίου, ὁ ὁποῖος τόσα ἔτη

πρωτύτερα μέ ἐνύπνια τούς ζητοῦσε νά τά βγάλουν ἀπό τή γῆ. Ἐντός τοῦ τάφου καί

ἐπί τῶν ἱερῶν λειψάνων βρέθηκαν ἕνας ἐγκόλπιος βαρύτατος σιδερένιος σταυρός

καί τά πέντε καρφιά τοῦ μαρτυρίου του, ἡ Εὐφροσύνη ἀφοῦ περισυνέλεξε τά ἱερά

λείψανα, σύμφωνα μέ ὁδηγίες τοῦ Ἁγίου, ἄρχισε νά ἐνεργεῖ τά δέοντα γιά τήν

ἀνέγερση τοῦ ἱεροῦ του Ναοῦ καί τήν ἁγιογράφηση τῆς ἱερᾶς του εἰκόνας.

Ἐπίσης ὁ ἅγιος Βλάσιος ἔκανε δύο ἐμφανίσεις, μία σέ ὅραμα στόν

εὐλαβέστατο ἀείμνηστο Ἀρχιμ. Ἀρσένιο Τσαταλιό (τήν 6-12-1978) καί ἄλλη μία στόν

ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη (στό Ἅγιο Ὅρος τό 1980).

Ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου μέχρι σήμερα ἄπειρες εἶναι οἱ θαυμαστές

ἐπεμβάσεις καί οἱ ἐμφανίσεις του καί τά πολλά θαύματά του στά πέρατα τῆς

οἰκουμένης. Ὁ Θεός χαρίτωσε τόν μεγαλομάρτυρα καί ἱερομάρτυρα Βλάσιο καί τούς

συναθλητές του καί ἐπί τῆς γῆς.

Ἐφέτος ἔγινε καί ἡ ἐπίσημη διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του. Ὅπως ἀναφέρεται

στό δελτίο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου: «Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρείαν τῆς Α.

Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τάς τακτικάς αὐτῆς συνεδρίας, ἀπό τῆς

Δευτέρας 29ης Αὐγούστου μέχρι καί τῆς Τετάρτης 31ης Αὐγούστου 2016.

Κατά τάς συνεδρίας ταύτας, ἐξητάσθησαν ἅπαντα τά ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει

ἀναγεγραμμένα θέματα, ἐφ ὧν καί ἐλήφθησαν αἱ προσήκουσαι ἀποφάσεις, ἀνεγράφη

δ’ εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὁ Ἱερομάρτυς Βλάσιος, ὁ μαρτυρήσας

ἐν Σκλαβαίνοις Βονίτσης Ἀκαρνανίας, τῆς μνήμης αὐτοῦ ἀγομένης τῇ 7ῃ Ἰουλίου

ἑκάστου ἔτους».

Μέ τήν προτροπή τοῦ φιλαγίου οἰκείου ποιμενάρχου Σεβασμιωτάτου

Μητροπολίτου Αἰτωλοακαρνανίας κ. Κοσμᾶ, συνέγραψα βιβλίο ὑπό τόν τίτλον: «Ὁ

ἅγιος Βλάσιος, ὁ ἐν Σκλαβαίνοις, καί οἱ σύν αὐτῷ πέντε Ὁσιομάρτυρες» (ἐκδ.

Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος» 2011), τό ὁποῖο προλογίζει ὁ ἐν λόγῳ

Ἱεράρχης. Σέ αὐτό δημοσιεύεται Ἀκολουθία καί Παρακλητικός Κανόνας γιά τούς ἐν

λόγῳ Μάρτυρες. Ἐπίσης ἔχουμε ἐπιμεληθεῖ καί τυροῦμε στό ἀρχεῖο μας καί

Παρακλητικό Κανόνα καί ἀκολουθία τοῦ Ἁγιασμοῦ, ὅταν ὑπάρχει λείψανό του.

Ἡ λάρνακα τῶν Πατέρων φέρει τήν ἐπιγραφή: «Ι. ΛΑΡΝΑΞ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ

ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΣΚΛΑΒΑΙΝΟΙΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΑΣΚΗΣΑΝΤΩΝ ΚΑΙ

ΑΘΛΗΣΑΝΤΩΝ / ΕΓΕΝΕΤΟ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑΣ ΑΝΘΗΣ ΠΕΤΤΑ».

Ἡ θαυματουγός χείρ τοῦ ἁγίου Βλασίου φέρει διακοσμήσεις μέ ἄνθη καί σύμβολα,

ἐνῶ συνοδεύεται ἀπό τήν ἐπιγραφή: «ΙΕΡΑ ΧΕΙΡ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ

ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΒΛΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΚΑΡΝΑΝΟΣ ΤΟΥ ΕΝ / ΣΚΛΑΒΑΙΝΟΙΣ

ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΑΣΚΗΣΑΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΣΑΝΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΑΝΟΥΣ ΚΑΙ /

ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΥ, ΜΑΡΤΥΡΥΣΑΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1006 Τῌ 19ῃ


4

ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ», χαμηλότερα ἡ ἀφιερωματική ἐπιγραφή ἀναφέρει: «ΕΓΕΝΕΤΟ

ΚΟΠΟΙΣ ΙΕΡΕΩΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ Α. ΠΕΤΤΑ ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗΡΙΩ 1999».


Ὁ Ὅσιος Σοφιανός (+ 1711)


Μία σημαντική φυσιογνωμία τῆς Πολύτσανης (τῆς σημερινῆς Ἀλβανίας) εἶναι ὁ

Ἐπίσκοπος Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου Σοφιανός. Ὑπῆρξε ἕνας

διακεκριμένος Ἱεράρχης καί ἀργότερα, μετά τήν παραίτηση ἀπό τό θρόνο, κατέστη

μία ἀπό τῆς ἐξέχουσες μοναστικές φυσιογνωμίες τοῦ 17ου καί ἀρχῶν τοῦ 18ου

αἰώνα.

Ἡ παρουσία καί ἡ δράση του ἐπηρέασε τήν πορεία τῆς ἱστορίας τῆς Ἠπείρου.

Κατέχοντας τούς οἴακες τῆς πίστης καί τοῦ ἔθνους, ὁδήγησε τήν ὀλκάδα τῆς

ἐπαρχίας του, καί ὄχι μόνο, σέ ἀσφαλές λιμάνι, παρ’ ὅλο πού εἶχε νά ἀντιμετωπίσει

θάλασσα τρικυμιώδη.

Ἔζησε σέ τραγική ἐποχή γιά τήν Ἤπειρο, διότι οἱ πιέσεις τῶν Ὀθωμανῶν

γίνονταν ἀνυπόφορες καί οἱ Χριστιανοί ὁμαδικῶς ἐξισλαμίζοντο. Ὁ κίνδυνος ἦταν

τόσο μεγάλος, ὥστε ὁ χείμαρρος τῆς ἐξωμοσίας κατάκλυζε ὁλόκληρη τήν Ἤπειρο.

Εὐτυχῶς, κατά τήν κρισιμότατη αὐτή στιγμή ἐμφανίσθηκε στά δύσμοιρα ἐκεῖνα

ἐδάφη τῆς Ἠπείρου, ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὅσιος Ἐπίσκοπος

Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου Σοφιανός. Ἀρκετοί τόν χαρακτηρίζουν

πρόδρομο, ἀπόστολο καί ἰσάξιο τοῦ Ἱερομάρτυρα Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Καί οἱ δυό,

μαζί μέ ἄλλους ἄγνωστους ἥρωες, μέ τά φλογερά κηρύγματά τους καί τήν ἵδρυση

ἑλληνικῶν σχολείων, ἀνέκοψαν τό κύμα τοῦ ὁμαδικοῦ ἐξισλαμισμοῦ σέ ὁλόκληρη τήν

Ἤπειρο καί ἀπέτρεψαν τόν κίνδυνο τοῦ ἀφανισμοῦ τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου καί

τῆς ἑλληνόφωνης κοινότητας στήν ἀκριτική αὐτή περιοχή.

Ἀσφαλῶς ὁ ὅσιος Σοφιανός, κατέχει ἰδιαίτερη θέση στό πάνθεο τῶν ἡρώων

καί τῶν μαρτύρων τοῦ τόπου μας. Γιά τήν Πολύτσανη μάλιστα ὁ Ὅσιος ἀποτελεῖ τήν

ἡρωικότερη μορφή, τόν ἐξοχότερο Μάρτυρα καί τόν ἀκατάβλητο ὑπερασπιστή καί

φύλακα Ἅγιό της.

Περί τῆς καταγωγῆς τοῦ Σοφιανοῦ, τοῦ χρόνου τῆς γέννησής του, τῆς

ἀνάρρησής του στόν ἐπισκοπικό θρόνο τῆς Δρυϊνουπόλεως καί τῆς παραίτησής του,

οἱ πηγές δέν διασώζουν πολλές πληροφορίες. Πιθανῶς καταγόταν ἀπό τήν

Πολύτσανη, ὅπως αὐτό συμπεραίνεται ἀπό τό πρός αὐτήν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον του.

Ὁ Φώτιος Οἰκονόμου στούς ἐπισκοπικούς καταλόγους τῶν ἐν Ἠπείρῳ

Ἱεραρχῶν ἀναφέρει γιά τόν Σοφιανό ὅτι ἐκόσμησε τό θρόνο τῆς Μητρόπολης

Δρυϊνουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου κατά τήν περίοδο 1672-1770.

Ἀργότερα, λόγω τοῦ δύσκολου προβλήματος τῆς ἐξωμοσίας, παραιτεῖται ἀπό

τό θρόνο καί, ὡς μοναχός πλέον, ἱδρύει στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου

Πολύτσανης, σχολή μέ σκοπό τήν ἐκμάθηση τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων καί τήν

διάδοση της πίστεως. Σύμφωνα ἄλλωστε μέ τόν β΄ Κανόνα τῆς Συνόδου τοῦ 879,

τῆς φερόμενης ὡς Η΄ Οἰκουμενικῆς, Ἐπίσκοπος, ἄν καρεῖ μοναχός, τότε παύει νά

ἐνεργεῖ τά τῆς ἀρχιερωσύνης, ἐφόσον δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ταυτόχρονα καί

ποιμένας καί ποιμαινόμενος. «Ἆρα εἰς ὑποταγήν ἑαυτούς παραδιδόντες δύνανται ἔτι

οἱ αὐτοί τῆς αὐτῆς ποιμεναρχίας ἔχεσθαι;», ρωτᾶ ὁ εἰσηγητής τοῦ Κανόνα, Μ.

Φώτιος. Ὁ συγκεκριμένος Κανόνας ἐφαρμόσθηκε ἐκτός τῶν Ἀρχιερέων (τό μέτρο

αὐτό ὁρισμένες φορές χρησιμοποιοῦνταν ὡς ἑκούσιο ὅριο τῆς ἡλικίας τῶν

ἀρχιερατικῶν καθηκόντων), καί σέ Πρεσβυτέρους, καί κάποιες φορές ὡς ἕνα


5

διακριτικό τρόπο σιωπηρῆς «καθαίρεσης». Ἔτσι ὁ ὅσιος Σοφιανός «ἀπετάχθη» τήν

ἀρχιερωσύνη καί ἔδρασε μέ περισσότερη ἄνεση.

Μαζί μέ ἄλλους κληρικούς καί μοναχούς, ὁ ὅσιος Σοφιανός μέ τήν διδαχή, τίς

συμβουλές καί τήν ἀκατάβλητη ὑποδειγματική ὑπομονή, ὕψωσε μεγάλο

ἀναχαιτιστικό φράγμα στήν βάρβαρη καί ἀλλόθρησκη ἐπιβουλή γιά ἐξισλαμισμό τῆς

περιοχῆς του.

Ἡ ἁγιότης του, ἡ θρησκευτική πίστη καί ὁ ζῆλος του ἦταν τόσος, ὥστε

Ὀθωμανοί, Ἀρβανίτες καί Ἕλληνες ἐξωμότες τῆς Πρεμετῆς, τοῦ Ἀργυροκάστρου καί

τοῦ Δελβίνου ὁρκίζονταν στό ὄνομά του.

Τό τέλος τῆς πολύπλευρης δράσης καί τῆς πρόσκαιρης ζωῆς του τόν βρίσκει

στό Μοναστήρι του στήν Πολύτσιανη τήν 26η Νοεμβρίου τοῦ 1711.

Γιά τήν καλύτερη ἐκτίμηση τῆς δράσης καί τῶν ἀγώνων του, ἐκτίθενται

κατωτέρω τά ἱστορικά γεγονότα τόσο τῆς ἐποχῆς του, ὅσο καί τῆς περιοχῆς, ὅπου

ἔζησε.

Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα, στό χῶρο τῆς μέσης Ἠπείρου, ἕνας μεγάλος

κίνδυνος διαφαίνεται ἀπειλητικός. Ἡ ἐποχή αὐτή γιά τήν εὐρύτερη περιοχή τῆς

Ἠπείρου θεωρεῖται ἀπό τίς σκληρότερες γιά τήν ἱστορία της, γιατί εἶχε ν’

ἀντιμετωπίσει ἕνα ὀργανωμένο κίνημα ὁμαδικῶν ἐξισλαμισμῶν, πού ἐπέβαλαν οἱ

Τοῦρκοι, γιά νά ἀφανίσουν τίς μακραίωνες ρίζες τῶν ἑλληνορθόδοξων κατοίκων τῆς

περιοχῆς αὐτῆς.

Τό φαινόμενο τῶν ἐξισλαμισμῶν δέν ἦταν καινοφανές πρόβλημα, καί μάλιστα

γιά τίς βόρειες ἐπαρχίες τῆς Ἠπείρου. Εἶχε ἐμφανισθεῖ ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Μουράτ

τοῦ Β’ (1421 - 1451) καί ἔλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ

ἐθνομάρτυρα Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, τοῦ καί Σκυλοσόφου

ἐπονομαζόμενου (1611). Αὐτό τό ὕπουλο φαινόμενο τοῦ ἐξισλαμισμοῦ τά ἑπόμενα

χρόνια θά ἀποτελέσει τό μεγαλύτερο καρκίνωμα στήν εὐρύτερη περιοχή.

Τό ρεῦμα τῆς ἐξώμοσης, στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα, εἶχε λάβει τέτοια ἔκταση

στίς περιοχές τῆς Βορείου Ἠπείρου, νῦν Νοτίου Ἀλβανίας, ὥστε ὁ Ἀραβαντινός

σημειώνει ὅτι «ὑπῆρχε κίνδυνος, νά κατακλύσῃ ὅλην τήν Ἤπειρον». Ὁ Ἰταλός

περιηγητής Monteatvano συνοψίζει λέγοντας ὅτι «ὑπῆρχε φόβος ἐξισλαμισμοῦ ὅλων

τῶν κατοίκων τῶν περιοχῶν αὐτῶν, ἐντός μιᾶς δεκαετίας».

Ὑπό τίς δύσκολες αὐτές συνθῆκες, πού ὁ Δούρειος Ἵππος γιά τόν ἑλληνισμό

καί τήν ὀρθοδοξία ἦταν ἤδη ἐντός τῶν τειχῶν, κατά θεία οἰκονομία, ἀναδεικνύεται

ποιμένας τῆς περιοχῆς ὁ Σοφιανός. Ἐκεῖνος ὑψώνει τό ἀνάστημά του μπροστά στό

κίνδυνο, ἀκολουθώντας μύρια παραδείγματα ποιμένων τῆς φυλῆς του.

Ὁ Μπάρας σημειώνει μεταξύ ἄλλων γιά τήν δράση τοῦ Ὁσίου: «Τό εὐτύχημα

ὅμως ἦταν, ὅτι στήν κρίσιμη ἐκείνη περίοδο, ἕνα καινούργιο ἐθνικό ἀστέρι φάνηκε

στόν Ἠπειρωτικό ὁρίζοντα. Ἦταν ὁ νεαρός Δεσπότης Δρυϊνουπόλεως καί

Ἀργυροκάστρου Σοφιανός». Καί συνεχίζει: «Ὁ Σοφιανός ἄρχισε τήν ἀντιστασιακή του

δράση παρασκηνιακά». Ἀναφέρει ἀκόμη ὅτι ἵδρυσε: «Σχολή Μονῆς Ἁγ. Ἀθανασίου

Πολύτσιανης. Ἱδρύθη τό 1672. Μεταξύ τῶν διδασκάλων αὐτῆς ἀναφέρεται καί ὁ

παραιτηθείς Ἐπίσκοπος Δρυϊνουπόλεως Σοφιανός, μέ μαθητάς καί μοναχούς ἀπό τίς

γύρω περιοχές Ρίζας καί Ζαγοριᾶς, τούς ὁποίους ὠργάνωνε γιά τόν ἀγώνα ἐναντίον

τῶν ἐξωμοτῶν».

Μέ τή φλογερή του διδασκαλία καί τίς ἐπίμονες προσπάθειες, σύμφωνα μέ

τόν Οἰκονομίδη: «κατώρθωσεν ἀφ’ ἑνός μέν νά στερεώσῃ τούς ἐν τῇ πίστει

κλονιζομένους, νά ἐγείρῃ τεῖχος ἀδιάσειστον εἰς τόν ὁρμητικόν τοῦ ἐξισλαμισμοῦ

χείμαρρον καί νά περιορίσῃ τά ἐπικινδυνότατα μικτά συνοικέσια, ἀφ’ ἑτέρου δέ διά τῆς

ἥν ἤσκει ἐπιρροῆς ἐφ’ ὅλων τῶν Ὀθωμανῶν τοῦ Ἀργυροκάστρου καί τῶν


6

περιχώρων, νά συγκεντρώσῃ ἐπί τό αὐτό ὅλους τούς ἐξωμότας καί κατοικίσῃ αὐτούς

εἰς τό Μαλέσοβον».

Τό γεγονός τῆς ἐπιρροῆς τοῦ Ἱεράρχη στό μουσουλμανικό πληθυσμό τῆς

περιοχῆς, πού ἦταν πολύ μεγάλη, σύμφωνα μέ τό Λαμπρίδη, ἐξηγεῖται ἀπό τό

γεγονός, ὅτι «οἱ Ὀθωμανοί ἐθεώρουν καί ἐσέβοντο τόν Ἐπίσκοπον τοῦτον ὡς Ἅγιον·

διά τε τούς χρηστούς καί ἁγίους αὐτοῦ τρόπους καί διά τό ἑξῆς γεγονός, ἀπωλέσθη

ποτέ νεάνιδος Ὀθωμανίδος φέσιον ὑπό φλωρίων κεκαλυμμένον, ὅπερ ἀνεῦρεν ὁ

ἀρχιερεύς οὗτος ἐντός φωλεᾶς πελαργοῦ. Ἐθεωρήθη δέ τοῦτο ὡς θαῦμα τοῦ ἁγνοῦ

καί εὐσεβοῦς τούτου Ἐπισκόπου παρά τῶν Ὀθωμανῶν».

Ὁ βιογράφος τοῦ ὁσίου Σοφιανοῦ καταγράφει καί ἄλλο ἕνα θαῦμα, πού τόν

κατέστησε περισσότερο σεβαστό σέ ὅλους τούς πληθυσμούς τῆς περιοχῆς. Πολλοί

εἶναι αὐτοί, πού μνημονεύουν τό σημεῖο αὐτό, ὅμως χαρακτηριστική εἶναι ἡ ἀφήγηση

τοῦ Ἀθανασίου Λίνα: «Πρίν ἀπό 250 χρόνια εἶχε περάσει κάποιος διαβάτης ἀπό τήν

Πολίτσανη καί φιλοξενήθηκε μία βδομάδα στό μοναστήρι. Ἐκεῖ μία μέρα ὁ ἅγιος

Σοφιανός καί ὁ διαβάτης συζητοῦσαν γιά κάποιο θαῦμα, πού ἄκουγε καί ὁ ἡγούμενος

τῆς Μονῆς. Σέ μία στιγμή ὁ ξένος γυρίζει καί λέγει: «Δέν τό πιστεύω». Γυρίζει τότε ὁ

Ἅγιος καί λέγει: «Θέλεις νά πιστέψεις; Ναί! Καλά λοιπόν». Στή φωτιά ἦταν τρία δαυλιά

ἀπό ἄγρια κερασιά πού καίγονταν. Φωνάζει ἕναν μικρό καλόγερο καί τοῦ λέει: «Πάρε

τήν ἀξίνα κι ἕνα φτυάρι κι ἐλᾶτε μαζί μου».

Παίρνοντας καί τά ἀναμμένα δαυλιά στά χέρια, ἔτσι λοιπόν φλογισμένα καθώς

ἦταν, τά φύτεψε ὁ ὅσιος Σοφιανός καί εἶπε: «Τό Μάιο θ΄ ἀνθίσουν καί θά κάμουν

καρπό». Καί πράγματι μέ τή δύναμη τῆς πίστης καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ τό θαῦμα

ἔγινε καί μέχρι σήμερα τά τρία αὐτά δεντράκια ἔχουν ὕψος ἑνός μέτρου περίπου καί

εἶναι πολύ χοντρά. Μά ἀπό τά πλάγια τά κλωνάρια, πού ἔχουν μεγαλώσει, εἶναι πολύ

ψηλά καί σκιάζουν τούς τάφους 15 Πολιτσανιτῶν πού πολέμησαν μέ τόν Τάσιο

Φετάνη, γιατί ἤθελε νά ὑποτάξει τήν Πολίτσανη καί νά τήν κάμει τσιφλίκι του».

Κατά τό Γερμανό γεωγράφο Philippson «παραιτηθείς προσῆλθεν εἰς τήν παρά

τήν Πολύτσανην Μονήν τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἵνα διδάξῃ τούς περιοίκους καί

ἐνίσχυσῃ αὐτούς εἰς τήν ἐγκαρτέρησιν καί τήν ἀποτροπήν τοῦ κινδύνου τῆς

ἐξωμοσίας».

Μέ τά δραστικά αὐτά μέτρα ὁ ὅσιος Σοφιανός ἀναχαίτισε τόν ὁμαδικό

ἐξισλαμισμό καί ἔσωσε ὁλόκληρη τήν Ἤπειρο, στή μεταβατική αὐτή ἐποχή. Ὁ

κατεξοχήν ἱστοριοδίφης τῆς Ἠπείρου Ἀραβαντινός σημειώνει: «Ὁ σεβάσμιος οὗτος

ἀνήρ τά μέγιστα συνετέλεσεν εἰς ἀναχαίτισιν τοῦ χειμάρρου τῆς ἐξωμοσίας τοῦ

ἀπειλοῦντος νά κατακλύσῃ ὁλόκληρον τήν Ἤπειρον».

Οἱ τολμηροί ἀγῶνες τοῦ ὁσίου Σοφιανοῦ ἐνίσχυσαν τό φρόνημα τῶν κατοίκων

τῆς Ἠπείρου καί χαλύβδωσαν τή δύναμή τους, ὄχι μόνο κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς

του, ἀλλά καί τούς μετέπειτα χρόνους. Ἡ δυνατή σφραγίδα τοῦ περάσματός του

ἐπηρέασε τούς συντοπίτες του, ὅταν ἐπαναλήφθηκαν οἱ ἐξισλαμιστικές πιέσεις τῶν

Τούρκων. Γράφει γιά τό γεγονός αὐτό ὁ Philippson: «Εἰς τήν διδασκαλίαν αὐτοῦ

ὀφείλεται ἡ ἐμμονή τοῦ τμήματος τούτου καί τῆς Ρίζης καί Ζαγοριᾶς εἰς τήν πάτριον

θρησκείαν κατά τό 1730 -1735, ὅτε οἱ κάτοικοι τῶν χωρίων ἀντέστησαν κατά τῶν

ἀγρίως ἐπιτεθέντων γειτόνων ἐξωμοτῶν, οἵτινες ἄλλοτε διά τῆς βίας, ἄλλοτε δέ διά

μυρίων ἐκβιαστικῶν τρόπων, προσεπάθουν νά ἐκβιάσουν αὐτούς καί

ἀλλαξοπιστήσουν».

Ἔτσι τά μέρη αὐτά εἶχαν δώσει νικηφόρα τή μάχη κατά τοῦ ἐξισλαμισμοῦ. Καί,

ὅταν μετά 70 περίπου χρόνια, ἔφθασε στήν Ἤπειρο ὁ ἰσαπόστολος πατρο-Κοσμᾶς ὁ

Αἰτωλός, ὄχι μόνο δέν συνάντησε ἐμπόδια καί δυσκολίες στήν περιοχή, ἀλλά βρῆκε

τό πρόσφορο ἔδαφος γιά τή στερέωση τῆς χριστιανικῆς πίστης, τήν ἀνάπτυξη τῆς

ἑλληνικῆς παιδείας καί τήν καλλιέργεια τῆς ἐθνικῆς ἰδέας.


7

Ἀλλά τό ἔργο τοῦ ὁσίου Σοφιανοῦ, ὅσο καί ἄν δέν ἔχει προβληθεῖ στό βαθμό

πού θά ἔπρεπε ἀπό τούς σύγχρονους Ἕλληνες, δέν παύει νά εἶναι καίριο καί

σπουδαῖο μέ σημαντικές προεκτάσεις γιά τό ἔθνος καί τήν πίστη μας.

Γιά τό λόγο αὐτό ὁ ὅσιος Σοφιανός, Ἐπίσκοπος Δρυϊνουπόλεως καί

Ἀργυροκάστρου, ἀποτελεῖ κέντρο ἀναφορᾶς τίς ὄψιμης ἱστορίας τοῦ τόπου ἀπό τούς

Ἠπειρῶτες λογίους καί ἱστορικούς. Ὁ λαός μάλιστα, τοῦ ὁποίου τό κριτήριο εἶναι

ἀλάθητο καί ἰσχυρό, καί ἀναγνωρίζει καί τιμᾶ τούς πραγματικά ἄξιους καί μεγάλους,

ἀνακήρυξε τόν Σοφιανό τοπικό ἅγιο καί ἀνέκαθεν τιμοῦσε τή μνήμη του τήν 26η

Νοεμβρίου, ἐπέτειο τοῦ θανάτου του, μέ εὐλαβικό θρησκευτικό πανηγύρι. Ἐκεῖ, στή

Μονή τῶν Ἁγίων Ἀθανασίου καί Σοφιανού στήν Πολύτσανη, ὅπου ἀσκήτεψε καί

ἐτάφη ὁ Ὅσιος καί τήν κατέστησε κέντρο ἑλληνορθόδοξης παιδείας, ὅσο ζοῦσε,

συγκεντρώνονταν κάθε χρόνο χιλιάδες χριστιανοί καί μουσουλμάνοι, γιά νά τιμήσουν

μέ τήν πρέπουσα εὐγνωμοσύνη τόν ὄψιμο ἅγιο τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ

Ἑλληνισμοῦ, τή σεπτή μορφή τοῦ ἐπισκόπου τους, τοῦ Σοφιανοῦ. Ἀνάλογο

προσκύνημα γίνεται καί στόν κεντρικό ναό τῶν Ταξιαρχῶν στήν Πολύτσανη, πού

φιλοξενεῖ τό ἱερό σκήνωμά του, παρακαλώντας τον γιά κάθε πρόβλημα σωματικό ἤ

πνευματικό.

Ἀκόμη καί κατά τήν περίοδο, πού τό Μοναστήρι του εἶχε μετατραπεῖ σέ

στρατόπεδο ἀπό τό κομμουνιστικό καθεστώς στή χώρα αὐτή, τό ταξίδι τῆς ψυχῆς

τοῦ ἀδούλωτου λαοῦ της, στρέφεται πρός τή μορφή του, γιά νά ἀντλήσει δύναμη καί

παραμυθία, μέ τήν κρυφή προσδοκία, πώς κάποιος σύγχρονος Σοφιανός,

ἀκολουθώντας τά βήματά του, θ’ ἀπαλλάξει τόν τόπο καί πάλι ἀπό τή σύγχρονη

λαίλαπα τῆς ἐξωμοσίας καί τῶν διωγμῶν, πού ἐπέβαλε ὁ ἀλβανικός ἀθεϊσμός. Γιατί,

ὅπως εὔστοχα σημειώνει ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος «γιά τήν εὐγνώμονη Πολύτσανη ὁ

Σοφιανός εἶναι ἅγιος καί στήν καρδιά της μένει ἀνεξάλειπτη ἡ μνήμη του».

Στίς ἡμέρες μας ὁ ὅσιος Σοφιανός καταγράφεται στήν 26 Νοεμβρίου στά

Ἑορτολόγια τῆς Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἀλβανίας. Ἐπίσης ἡ τιμή

τοῦ εἶναι ἰδιαίτερα διαδεδομένη καί πολλοί χριστιανοί φέρουν τό ὄνομά του. Ἀκόμα

καί στήν περιφέρεια τῆς Κορυτσάς μέχρι σήμερα υπάρχει ρωμαίικο χωριό, πού φέρει

τό ὄνομα τοῦ Ὁσίου καί ὀνομάζεται Σοφιανός (στά ἀλβανικά Sofian).

Μέ τήν καθοδήγηση ὁσιόφιλου ἁγιορείτου γέροντα, πού διακονοῦσε στήν

ἐπαρχία τοῦ ὁσίου Σοφιανού καί τώρα εἶναι Ἀρχιερέας τῆς ἐκεῖ Αὐτοκεφάλου

Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ ἐλαχιστότητά μου ἔγραψε βιβλίο ὑπό τόν τίτλον: «Ὁ ὅσιος

Σογιανός ἐπίσκοπος Δρυινουπόλεως καί Ἀργυροκάστρου ὁ σημειοφόρος (+26-11-

1711) καί ἡ Πολύτσανη Πωγωνίου» (ἐκδ. Ἰνστιτούτου «Χριστοφόρος Παπουλᾶκος»

2009). Σέ αὐτό περιλαμβάνεται καί παγηρυρική Ἀκολουθία ἐπί τῆς μνήμη του.

Ὑπάρχουν συνολικά τρεῖς πανηγυρικές Ἀκολουθίες, καθώς καί Παρακλητικός

Κανόνας, Χαιρετιστήριοι Οἶκοι καί Εὐλογητάρια. Μέ τήν συνδρομή τριῶν πιστῶν

Κυπρίων, πού ἀναφέρονται καί στήν ἐπιγραφή, ἀνακατασκευάσθηκε ὁ τάφος του,

διότι οἱ μουσουλμάνοι τόν εἶχαν βεβηλώσει. Ἐπίσης ἡ νέα λάρνακα μέ τά περίτεχνα

ἄμφια πού κεντήθηκαν ἀπό πιστές μοναχές ἐδῶ στήν Κύπρο, εἶναι ἀφιερώματα

πιστῆς χριστιανῆς, τῆς κυρίας Ἀγάθης Ἐπιστηθίου.

Μεγάλη εὐλογία ἦταν ἡ πανηγυρική ἀγρυπνία, πού ἔγινε μέ τήν εὐκαιρία τῆς

συμπληρώσεως τρακοσίων ἐτῶν ἀπό τήν κοίμησή του, στήν γεραρά Μονή τῶν

Ἁγίων Πάντων ἤ τοῦ Βαρλαάμ Μετεώρων. Ἐπίσης σημαντικό εἶναι ὅτι στήν Α΄

Ἐπιστημονική Ἁγιολογικής Ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κυρηνείας μέ θέμα:

«ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. Ὑγιῆ πρότυπα προσφορᾶς πρός τήν

Ἐκκλησία καί τόν συνάνθρωπον», πού ἔγινε τήν Κυριακή 22α Νοεμβρίου 2015 στόν

Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἀποστόλου Βαρνάβα στήν Κοκκινοτριμιθιά, ὁ καθηγητής


8

τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης κ. Μιχάλης Τρίτος στήν εἰσήγησή του

ἀναφέρθηκε στόν ὅσιο Σοφιανό.

Συμπεράσματα

Οἱ δύο Ἅγιοι, τούς ὁποίους παρουσιάσαμε μέ κάθε δυνατή συντομία, ἔχουν

πέραν τῶν πολλῶν ἄλλων κοινῶν τους σημείων, κάτι πολύ σημαντικό: Ἀγωνίσθηκαν

καί θυσιάσθηκαν γιά τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας.

Ὁ ἅγιος Βλάσιος καί οἱ συμμάρτυρές του ὑπῆρξαν θύματα τυφλῆς

μουσουλμανικῆς βίας, ἡ ὁποία τούς ἀνέδειξε Μάρτυρες τῆς Πίστεως. Ἔδωσαν, γιά

νά τό ποῦμε θεολογικά, τήν αἱματηρή μαρτυρία τῆς Πίστεως, ἀφοῦ προηγουμένως

ἔδωσαν τήν Χριστιανική μαρτυρία μέ τήν ζωή τους ὡς Χριστιανῶν, καί δή μοναχῶν,

αὐτό πού θεολογικά ὀνομάζεται ἀναίμακτη μαρτυρία.

Ὁ ἅγιος Σοφιανός, ποῦ ἀγαπᾶ καί τήν Κύπρο μας, μέσα ἀπό θαυμαστά

σημεῖα, πού ἐπιτελεῖ σέ αὐτό τό μαρτυρικό τόπο, ἀγωνίσθηκε ὡς Ἐπίσκοπος γιά νά

ἀποτρέψει τούς ἐξισλαμισμούς τῶν πιεζομένων Χριστιανικῶν πληθυσμῶν καί

τελειώθηκε ὁσιακῶς, ἀγωνιζόμενος ὡς μοναχός γιά τόν ἴδιο σκοπό, διδάσκοντας στή

σχολή του καί στό μοναστήρι του τά ἑλληνικά γράμματα καί τήν ἑλληνική γλῶσσα,

πού ἀπό τήν ἀρχή τῆς Χριστιανικῆς Ἱστορίας διατύπωσαν, στήριξαν καί διέδωσαν

τήν Χριστιανική Πίστη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: