Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 1 Μαρτίου 2009
Όταν γνώρισα έναν άγιο: τον πατέρα Παΐσιο
Αναφέρει ο Πάουλο Κοέλο στον «Αλχημιστή» ότι όταν ένας άνθρωπος επιθυμεί κάτι πραγματικά, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τον βοηθήσει να πραγματοποιήσει το όνειρο του, παραφράζοντας αυτή τη διατύπωση θα έλεγα ότι στην δική μου περίπτωση ο Δημιουργός του σύμπαντος έκανε τα αδύνατα δυνατά για να τον γνωρίσω τον π. Παΐσιο, που τόσο πολύ επιθυμούσα. Πάντα με συγκινούσαν οι βίοι των αγίων και επικαλούμουν τις πρεσβείες τους. Αναρωτιόμουν, μάλιστα, αν θα είχα την ευκαιρία κάποτε να γνωρίσω από κοντά ένα από αυτά τα αγαπημένα παιδιά του Θεού. Για να είμαι φιλαλήθης, όμως, πίστευα πώς στην εποχή των «χλιαρών» χριστιανών που ζούμε σήμερα, δεν θα υπήρχαν πολλές πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο, Ήταν άνοιξη του 1993 όταν μία παρέα μου πρότεινε να πάμε στο Άγιον Όρος, Δέχτηκα αμέσως. Ενδόμυχα, είχα την κρυφή ελπίδα να γνωρίσω κάποια όσιακή μορφή σαν και αυτή του πατέρα Πορφύριου, που είχα ακούσει ότι είχε ανατραφεί πνευματικά στο Θεοβάδιστον Όρος. Φθάνοντας στο Περιβόλι της Παναγίας άκουσα να μιλάνε πρώτη φορά για τον πατέρα Παΐσιο, Μου μίλησαν για την καρτερικότητα με την οποία αντιμετώπιζε το καμίνι της αρρώστιας, την αδελφική αγάπη που έδειχνε στους συνανθρώπους του, τα θαύματα του. «Αυτό είναι!» σκέφτηκα. Επιτέλους, το όνειρο μου έμοιαζε να είναι κοντύτερα από ποτέ στην εκπλήρωση του.
- «Που μπορώ να βρω τον πατέρα Παΐσιο; ρώτησα κάποιον απότην παρέα.
- «Στο κελί του, την "Παναγούδα", στις Καρυές, αλλά λόγω τηςαρρώστιας του δέχεται δύσκολα κόσμο», μου απάντησε.
- «Εγώ θα πάω να τον βρω», είπα με αποφασιστικότητα. Ή υπόλοιπη παρέα μου δήλωσε πώς δεν ήθελε να συμμετάσχει σε ταξίδι μεαμφίβολη έκβαση. Στο καραβάκι από τα Καυσοκαλύβια για τη Δάφνη ήμουν προβληματισμένος. Οι τεχνοκρατικές μου καταβολές μου υποδείκνυαν το άτοπο του εγχειρήματος. Πήγαινα σε κάποιο άγνωστο μέρος, χωρίς να γνωρίζω που θα μείνω και χωρίς να έχω εξασφαλίσει ότι θα δω αυτόν που επιθυμώ. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μοναχό που στεκόταν δίπλα μου. Πήρα θάρρος και τον ρώτησα για το αν υπήρχε πιθανότητα να δει κανείς εύκολα τον Γέροντα. Ή απάντηση δεν ήταν ενθαρρυντική. Τον παρακάλεσα να μου υποδείξει κάποιο μέρος όπου θα μπορούσα να διανυκτερεύσω, για να μπορέσω να είμαι κοντά στην "Παναγούδα". Μου συνέστησε τη μονή Κουτλουμουσίου στις Καρυές. Μου είπε να βρω τον μοναχό Παΐσιο και να τον παρακαλέσω να με κρατήσει εκ μέρους του. «Δόξα σοι ο Θεός» να και κάτι θετικό, σκέφτηκα. Φθάνοντας στο μοναστήρι αναζήτησα τον μοναχό, που μου είχε υποδείξει ο π. Θεολόγος στο πλοιάριο προς τη Δάφνη.
- Ευλογείτε!
- Ό Κύριος.
- Με στέλνει ο μοναχός Θεολόγος και παρακαλεί, αν είναι δυνατόν, να με φιλοξενήσετε, διότι θέλω να πάω στον π. Παΐσιο.
- Ξέρετε, κάνουμε μία ανακαίνιση στη μονή και δεν μπορούμε ναφιλοξενήσουμε περισσότερα από δυο άτομα. Τέλος πάντων, περιμένετε να δω λίγο τους υπόλοιπους προσκυνητές και κάτι θα κάνουμε...Πέρασαν περίπου δυο ώρες γεμάτες αγωνία όπου ο, συνονόματος μετον Γέροντα που αναζητούσα, μοναχός άκουγε με προσοχή τον κάθεπροσκυνητή και προσπαθούσε ανάλογα με το πρόγραμμα του να τουεξασφαλίσει διαμονή σε κάποιο άλλο μοναστήρι, Είχα μείνει τελευταίος. «Θα σε φιλοξενήσουμε απόψε». Μου είπε με την ήρεμη φωνή του. «Δόξα σοι ο Θεός!» σκέφτηκα για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα.Ήταν πια προχωρημένο απόγευμα όταν ξεκίνησα από το Κουτλουμούσι για το κελί του Γέροντα. Καθώς περπατούσα στο μονοπάτι που με οδηγούσε στην "Παναγούδα", βρήκα έναν προσκυνητή.
- «Καλά πάω> για το κελί του π. Παϊσίου;»
- Καλά πάς, αλλά περίμενα δυο ώρες άπ' έξω μαζί με πολύ κόσμοκαι δεν είχε βγει» μου αποκρίθηκε.
«Εγώ θα πάω» σκέφτηκα και συνέχισα. Όταν έφτασα είδα τον Γέροντα να κάθεται σε ένα κούτσουρο και γύρω του ένα πολυπληθές ακροατήριο να κρέμεται, στην κυριολεξία, από τα χείλη του. «Δόξα σοι ο Θεός» σκέφτηκα για μία ακόμη φορά. Παρότι το σώμα του ήταν ταλαιπωρημένο από την αρρώστια και την άσκηση, το πρόσωπο του έλαμπε σαν μικρού παιδιού. Αμέσως, καταλάβαινες πώς επάνω του αναπαύεται ή Χάρις του Θεού. Ό Γέροντας δεν μπορούσε, να δει πλέον τον κόσμο προσωπικά. Θα μας έβλεπε όλους μαζί. Οι προσκυνητές εξομολογούνταν δημόσια τον πόνο τους. Ζητώντας τη γνώμη του, κυρίως, για προβλήματα υγείας, οικογενειακά, αλλά και για την μαγεία. Αυτός απαντούσε με απλότητα και ταπεινοφροσύνη χωρίς ύφος δασκάλου. Μου έκανε τεράστια εντύπωση πώς ανέφερε συχνά το «Να έχετε παλικαριά, να μην φοβάστε!». Είχε την ικανότητα να κάνει τα προβλήματα των άλλων δικά του και με την αγία του διάκριση κατάφερνε να επιφέρει την καλή «αλλοίωση» στις ψυχές τους. Ή προσευχή και ή ανυπόκριτη αγάπη του για τους πονεμένους ανθρώπους έκαναν θαύματα. Πλούσιος μέσα στην φτώχεια του, δυνατός μέσα στην αρρώστια του, σοφός παρότι ολιγογράμματος, ένας σύγχρονος άγιος. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ό πατέρας Παίσιος σηκώθηκε με κόπο από το κούτσουρο που καθόταν.
- Άντε παλικάρια, πηγαίνετε στο καλό! Να βρείτε έναν καλό πνευματικό, να προσεύχεστε και να κοινωνάτε.
Με τόσο λίγες λέξεις είχε πει τα πάντα. Με τον γνωστό ανεπιτήδευτο λόγο του είχε συμπυκνώσει σε δυο φράσεις τόμους ολόκληρους θεολογίας.
Αυτή ή μικρή σε διάρκεια συνάντηση είχε μία τεράστια επίδραση στη ζωή μου. Το όνειρο μου είχε επιτευχθεί και μαζί του, ίσως, και ή προσωπική μου σωτηρία. Ό Δημιουργός του σύμπαντος, που ενδιαφέρεται προσωπικά για κάθε του πλάσμα είχε εκπληρώσει την επιθυμία μου. Επιτέλους, είχα γνωρίσει έναν άγιο, διότι άγιοι υπάρχουν, αρκεί να τολμούμε να τους αναζητούμε. Έφυγα από το κελί του «ξαλαφρωμένος». Γύρναγα προς το Μοναστήρι του Κουτλουμουσίου και νόμιζα ότι τα πόδια μου είχαν φτερά. Είχα πάρει την απάντηση που ήθελα χωρίς, μάλιστα, να χρειαστεί να τον ρωτήσω κάτι: -«Όλα τα δάκτυλα του χεριού δεν είναι ίδια, όμως ο Θεός τα αγαπάει όλα το ίδιο». Δι' ευχών του πατρός ημών Παϊσίου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον μας.
Αθήνα, Σεπτέμβρίος 2008 Πρωτάτον αριθ. 112
Κωνσταντίνος Ζιάβρας
- «Που μπορώ να βρω τον πατέρα Παΐσιο; ρώτησα κάποιον απότην παρέα.
- «Στο κελί του, την "Παναγούδα", στις Καρυές, αλλά λόγω τηςαρρώστιας του δέχεται δύσκολα κόσμο», μου απάντησε.
- «Εγώ θα πάω να τον βρω», είπα με αποφασιστικότητα. Ή υπόλοιπη παρέα μου δήλωσε πώς δεν ήθελε να συμμετάσχει σε ταξίδι μεαμφίβολη έκβαση. Στο καραβάκι από τα Καυσοκαλύβια για τη Δάφνη ήμουν προβληματισμένος. Οι τεχνοκρατικές μου καταβολές μου υποδείκνυαν το άτοπο του εγχειρήματος. Πήγαινα σε κάποιο άγνωστο μέρος, χωρίς να γνωρίζω που θα μείνω και χωρίς να έχω εξασφαλίσει ότι θα δω αυτόν που επιθυμώ. Εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου έπεσαν σε ένα μοναχό που στεκόταν δίπλα μου. Πήρα θάρρος και τον ρώτησα για το αν υπήρχε πιθανότητα να δει κανείς εύκολα τον Γέροντα. Ή απάντηση δεν ήταν ενθαρρυντική. Τον παρακάλεσα να μου υποδείξει κάποιο μέρος όπου θα μπορούσα να διανυκτερεύσω, για να μπορέσω να είμαι κοντά στην "Παναγούδα". Μου συνέστησε τη μονή Κουτλουμουσίου στις Καρυές. Μου είπε να βρω τον μοναχό Παΐσιο και να τον παρακαλέσω να με κρατήσει εκ μέρους του. «Δόξα σοι ο Θεός» να και κάτι θετικό, σκέφτηκα. Φθάνοντας στο μοναστήρι αναζήτησα τον μοναχό, που μου είχε υποδείξει ο π. Θεολόγος στο πλοιάριο προς τη Δάφνη.
- Ευλογείτε!
- Ό Κύριος.
- Με στέλνει ο μοναχός Θεολόγος και παρακαλεί, αν είναι δυνατόν, να με φιλοξενήσετε, διότι θέλω να πάω στον π. Παΐσιο.
- Ξέρετε, κάνουμε μία ανακαίνιση στη μονή και δεν μπορούμε ναφιλοξενήσουμε περισσότερα από δυο άτομα. Τέλος πάντων, περιμένετε να δω λίγο τους υπόλοιπους προσκυνητές και κάτι θα κάνουμε...Πέρασαν περίπου δυο ώρες γεμάτες αγωνία όπου ο, συνονόματος μετον Γέροντα που αναζητούσα, μοναχός άκουγε με προσοχή τον κάθεπροσκυνητή και προσπαθούσε ανάλογα με το πρόγραμμα του να τουεξασφαλίσει διαμονή σε κάποιο άλλο μοναστήρι, Είχα μείνει τελευταίος. «Θα σε φιλοξενήσουμε απόψε». Μου είπε με την ήρεμη φωνή του. «Δόξα σοι ο Θεός!» σκέφτηκα για δεύτερη φορά μέσα στη μέρα.Ήταν πια προχωρημένο απόγευμα όταν ξεκίνησα από το Κουτλουμούσι για το κελί του Γέροντα. Καθώς περπατούσα στο μονοπάτι που με οδηγούσε στην "Παναγούδα", βρήκα έναν προσκυνητή.
- «Καλά πάω> για το κελί του π. Παϊσίου;»
- Καλά πάς, αλλά περίμενα δυο ώρες άπ' έξω μαζί με πολύ κόσμοκαι δεν είχε βγει» μου αποκρίθηκε.
«Εγώ θα πάω» σκέφτηκα και συνέχισα. Όταν έφτασα είδα τον Γέροντα να κάθεται σε ένα κούτσουρο και γύρω του ένα πολυπληθές ακροατήριο να κρέμεται, στην κυριολεξία, από τα χείλη του. «Δόξα σοι ο Θεός» σκέφτηκα για μία ακόμη φορά. Παρότι το σώμα του ήταν ταλαιπωρημένο από την αρρώστια και την άσκηση, το πρόσωπο του έλαμπε σαν μικρού παιδιού. Αμέσως, καταλάβαινες πώς επάνω του αναπαύεται ή Χάρις του Θεού. Ό Γέροντας δεν μπορούσε, να δει πλέον τον κόσμο προσωπικά. Θα μας έβλεπε όλους μαζί. Οι προσκυνητές εξομολογούνταν δημόσια τον πόνο τους. Ζητώντας τη γνώμη του, κυρίως, για προβλήματα υγείας, οικογενειακά, αλλά και για την μαγεία. Αυτός απαντούσε με απλότητα και ταπεινοφροσύνη χωρίς ύφος δασκάλου. Μου έκανε τεράστια εντύπωση πώς ανέφερε συχνά το «Να έχετε παλικαριά, να μην φοβάστε!». Είχε την ικανότητα να κάνει τα προβλήματα των άλλων δικά του και με την αγία του διάκριση κατάφερνε να επιφέρει την καλή «αλλοίωση» στις ψυχές τους. Ή προσευχή και ή ανυπόκριτη αγάπη του για τους πονεμένους ανθρώπους έκαναν θαύματα. Πλούσιος μέσα στην φτώχεια του, δυνατός μέσα στην αρρώστια του, σοφός παρότι ολιγογράμματος, ένας σύγχρονος άγιος. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Ό πατέρας Παίσιος σηκώθηκε με κόπο από το κούτσουρο που καθόταν.
- Άντε παλικάρια, πηγαίνετε στο καλό! Να βρείτε έναν καλό πνευματικό, να προσεύχεστε και να κοινωνάτε.
Με τόσο λίγες λέξεις είχε πει τα πάντα. Με τον γνωστό ανεπιτήδευτο λόγο του είχε συμπυκνώσει σε δυο φράσεις τόμους ολόκληρους θεολογίας.
Αυτή ή μικρή σε διάρκεια συνάντηση είχε μία τεράστια επίδραση στη ζωή μου. Το όνειρο μου είχε επιτευχθεί και μαζί του, ίσως, και ή προσωπική μου σωτηρία. Ό Δημιουργός του σύμπαντος, που ενδιαφέρεται προσωπικά για κάθε του πλάσμα είχε εκπληρώσει την επιθυμία μου. Επιτέλους, είχα γνωρίσει έναν άγιο, διότι άγιοι υπάρχουν, αρκεί να τολμούμε να τους αναζητούμε. Έφυγα από το κελί του «ξαλαφρωμένος». Γύρναγα προς το Μοναστήρι του Κουτλουμουσίου και νόμιζα ότι τα πόδια μου είχαν φτερά. Είχα πάρει την απάντηση που ήθελα χωρίς, μάλιστα, να χρειαστεί να τον ρωτήσω κάτι: -«Όλα τα δάκτυλα του χεριού δεν είναι ίδια, όμως ο Θεός τα αγαπάει όλα το ίδιο». Δι' ευχών του πατρός ημών Παϊσίου, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον μας.
Αθήνα, Σεπτέμβρίος 2008 Πρωτάτον αριθ. 112
Κωνσταντίνος Ζιάβρας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου