Στα χρόνια που μαρτύρησε ο άγιος μεγαλομάρτυρας Μερκούριος ήταν κάποιος ιερέας μέθυσος που πάντα πήγαινε στις ταβέρνες και έπινε συνεχώς οίνων. Μια λοιπόν μέρα ο άρχοντας εκείνης της πόλης έστειλε την δούλη του στο σπίτι του ιερέως να τον βρει. Αντί αυτού όμως βρήκε την πρεσβυτέρα και τις λέει. Που είναι ο ιερέας. Η δε πρεσβύτερα τις λέει ότι είναι στα καπηλειά. Η δούλη του είπε . ο άρχοντας με έστειλε διότι αύριο θέλει να κάνει μια θεια λειτουργία και μνημόσυνο στους γονείς ,του. Αυτά είπε και έφυγε. Η δε πρεσβυτέρα η οποία είχε και αυτή δούλα τις λέει. Εγώ πηγαίνω στο σπίτι της μητέρας μου όπου και θα κοιμηθώ. Όταν λοιπόν έλθει ο ιερεύς ανάπαυσον αυτών στην κλίνη ,του διότι αύριο έχει Θεια Λειτουργία. Όταν έγινε βράδυ ήρθε ο ιερέας στο σπίτι μεθυσμένος. Και αναπαύτηκε στο κρεβάτι του. Η δε δούλη του επειδή εισήλθε ο διάβολος μέσα της έπεσε πλησίον του Ιερέως.
Έξυπνος δε ο Ιερέας ήλε σε σμίξει μαζί της νομίζοντας πως είναι η πρεσβυτέρα του. Το πρωί ήλθε η πρεσβυτέρα και τον βρήκε αυτόν να κοιμάται και του λέει. «Ανάστα και ψάλε την ακολουθία σου διότι ο άρχοντας έχει λειτουργιά για τους γονείς του.»
Ο ιερέας στρέψας από την άλλη πλευρά αποκοιμήθηκε.
Και πάλη ήλθε κοντά του η πρεσβύτερα και του λέει. « Δεν σου είπα να σηκωθείς διότι σήμερα θα λειτουργήσεις;» Ο δε Ιερέας μειδίασας τις λέει. « Τι λέγεις ταλαίπωρη; Δεν είδε ς τι κάναμε αυτήν την νύχτα αλλά λες ότι λειτουργιά έχω.»
Η δε πρεσβυτέρα ,του λέει. «τι κάναμε; Διότι εγώ στην οικία του πατέρα μου κοιμήθηκα.» τότε ο ιερέας της λέει. «Εγώ την νύχτα αυτή έπεσον μετά γυναικός και ποιος θήρευασα εμάς;». Τότε ρώτησε την δούλη του. Και αυτή του είπε.
«Ο σατανάς με πείραξε και έπεσα πλησίον και αυτόν ήρθε μαζί μου σε σμίξει.»
Τότε έκλαψαν και λυπηθήκαν πολύ. Λέγει δε ο ιερέας. Σωπάστε μήπως μας ακούσει κανείς διότι ο Θεός είναι άσπλαχνος και πολυέλεος και δια της εξομολόγησης θα με συγχωρήσει ο Κύριος».
Έψαλε λίγη ακολουθία και λόγο ντροπής πήγε στον άρχοντα να λειτουργήσει. Μετά δε την προσκομιδή όταν είπε την ευχή « Ο Θεός, ο Θεός ημών ο τον ουράνιον άρτον κλπ…» ήλθε ο Άγγελος. Για να τελειώσει τα ΆΓΙΑ ΔΩΡΑ και είδε την ιερέα λέγει προς αυτών.
« ω αφορισμένε του Θεού πως τόλμησες να εισέλθεις να λειτουργήσεις τα Θεία Μυστήρια; Δεν είδες ότι ακάθαρτος και βέβηλος είσαι εσύ για την αμαρτία που έπραξες την προηγουμένη νύχτα; Εμείς ασώματοι και άυλοι όντες ευλαβούμεθα να δούμε το Αγίων Πρόσωπο της μακαρίας Θεότητας στο Άγιο Μυστήριο της Θειας Ευχαριστίας αλλά με τις φτερούγες μας καλύπτουμε το πρόσωπο μας και περιιστάμεθα με πολύ τρόμο και φόβο και συ τα καταφρονείς όλα και επιχειρείσαι τα Άγια Των Αγίων και επί στόματος φαγείν μέλλεις;’.
Ο δε ιερέας είπε στον Άγγελο. «ΕΠΕΙΔΗ ΕΣΥ ΜΕ ΑΦΟΡΙΣΕΣ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΕΣΥ ΑΦΩΡΙΣΜΕΝΟΣ» και ω του θαύματος!!!!!
Αμέσως απεπτερώθει ο άγγελος και έμεινε ως άνθρωπος στην Εκκλησία.
Ο δε ιερέας δεν το είδε αυτό μετά το τέλος της Θείας Λειτουργιάς πήγε στο σπίτι του άρχοντα και το βράδυ γύρισε στην οικία του. Μετά από κάποιες μέρες κάποιος άνθρωπος πέθανε στην χώρα εκείνοι και κάλεσαν τους ιερείς να τον ψάλουν. Κάλεσαν λοιπόν και τον ιερέα αυτόν. Την ώρα λοιπόν της νεκρώσιμου ακολουθίας όταν ο ιερέας αυτός είπε « Συ ει η ανάστασις , η ζωή και η ανάπαυσις….» ω του θαύματος!!!!!!!!!
Ευθύς ο νεκρός ανακάθισε και είπε στον ιερέα. Ότι « αν και νεκρούς αναστήσεις δεν είσαι άξιος να φορέσεις το πετραχήλι η να λειτουργήσεις η να κανείς κάτι το ιερατικό.» αυτά είπε ο νεκρός και έπεσε πάλι μέσα στο μνήμα. Ο δε λαός και οι υπόλοιποι ιερείς βλέποντας το παράδοξο αυτό θαύμα είχαν μεγάλη απορία και ρωτούσαν τον ιερέα. « Τι σημαίνει αυτό το μεγάλο θαύμα;». Τότε ο ιερέας εξομολογήθηκε ενώπιων όλων το αμάρτημα του. Τότε λέγουν οι υπόλοιποι ιερείς.
«Από τώρα και στο εξής σε συμφορουμε εμείς και όπως θέλεις ποίησον» και έφυγε αυτός λυπημένος στον οίκο του και διηγήθηκε τα γεννώμενα. Τότε λέει προς την πρεσβυτέρα.
«Τι θα κάνουμε από εδώ και στο εξής; Επιστήμη άλλη δεν γνωρίζω πως θα σας θρέψω; Αλλά θα φύγουμε από αυτόν τον τόπο να πάμε σε μια άγνωστη χώρα να μην μας γνωρίζουν για να περάσουμε το υπόλοιπο της ζωή μας.»
Φύγανε λοιπόν σε άλλη πόλη που κανείς δεν τους γνώριζε και λειτουργούσε εκεί. Και ω! του θαύματος. Το πρόσωπο του δε λόγω ,του αφορισμού από τον άγγελο έγινε μέλαν.
Αφού πέθανε η πρεσβυτέρα και τα παιδιά αυτού έζησε μόνος 375 χρόνια.
Υπήρχε εκείνο το καιρό Μητροπολίτης αξιόλογος και δίκαιος σε όλα.
Όταν ήλθε η εορτή του Άγιου Μερκουρίου και ο άρχοντας εκείνης της πόλεως γιόρτασε τον άγιο κάλεσε και τον μητροπολίτη και βρέθηκε και ο ιερέας εκείνος. Όταν δε στην τράπεζα άρχισε ο Αρχιερέας να διηγείται το συναξάρι του Άγιου και τον άκουγαν όλοι ο ιερέας είπε. «Συ μεν Δέσποτα μου άγιε, εκ του αγίου συναξαριού μιλάς για τους άθλους του αγίου. Εγώ δε ήμουν εκείνη την εποχή παρών και έβλεπα τον μαρτύρα αγωνιζόμενων και αθλούντα. Ήταν δε και γείτονας μου και πολλές φορές είχαμε φαί μαζί.
Ο δε Αρχιερέας τον κοίταξε τον ιερέα και του λέει. « εσύ είσαι 40 χρόνια εδώ πως λες ότι είδες τον Άγιο. Αφού αυτός μαρτύρησε περίπου πριν 370 χρόνια. Συ δε πως ήσουν γεννημένος και τα είδες αυτά;». Αυτός δε έπαιρνε όρκο ότι λέει αλήθεια και δεν ψεύδεται.
Ο αρχιερέας τότε τον πήρε κατά μόνας και του ζήτησε να τα εξομολογηθεί όλα τότε ο ιερέας του είπε όλη την ιστορία και πως τον αφόρισε ο άγγελος και ο ιερέας τον άγγελο και αφορισθέντες έμειναν. Τότε ο αρχιερέας του λέει. «Γνωρίζεις ότι είσαι δεμένος από Άγγελο και μέχρι τώρα ζεις και δεν θα πεθάνεις εις τον αιώνα αλλά να πας στην Εκκλησιάς εκείνη που έγινε ο αφορισμός διότι και τώρα ο Άγγελος εκεί είναι επειδή και εσύ τον έδεσες . ο δε ιερέας του απαντά. « δεν μπορώ άγιε του Θεού Δέσποτα μου να κάνω αυτό που μου ζητάς διότι είναι πολύ μακριά και τρόπο δεν έχω να πάω. Ούτε έχω άλογο να ιππεύσω για να πάω.
Τότε λέει ο αρχιερέας σε αυτόν. « Εάν δεν μπορέσεις να πάς εκεί ούτε εσύ θα πεθάνεις ούτε ο άγγελος πτερούνται για να φύγει για τους ουρανούς.»
Ο δε αρχιερέας πάλη παρακαλούσε λέγοντας . «Επειδή λες ότι δεν μπορείς θα κάνω έλεος σε εσένα και θα σου δώσω άλογο και χρήματα να πας και θα έρθω και εγώ μαζί σου.»
Φύγανε λοιπόν και έφτασαν σε μια ερημωμένη χώρα όπου δεν υπήρχε ούτε σπίτι ούτε πλατεία τίποτα.
Ο αρχιερέας τον ρώτησε εδώ είναι η πόλη;
Αυτή είναι η πόλη αλλά είναι έρημη άγιε Δέσποτα.
Δεν γνωρίζεις την εκκλησία; Και βλέποντας ο ιερέας είδε σε μια μεγάλη απόσταση δέντρα και είπε ότι εικάζει ότι εκεί βρίσκεται η εκκλησία. Αφού έφτασαν εκεί βρήκαν ένα ναό ερημωμένο όπου λίγα ερείπια επί του Άγιου βήματος υπήρχαν. Και αφού κατέβηκαν από τα άλογα λέει ο αρχιερέας. «πήγαινε προ το βήμα»
Και μόλις προχώρησε βρήκε ο ιερέας τον άγγελο ιστάμενων εκεί και λέγει ο άγγελος. «καλώς ήλθες για να συγχωρεθούμε συναλλήλως». Λέγει ο ιερέας.
«Ευλόγησον άγιε άγγελλε του Θεού συγχώρησον μοι» ο δε άγγελος είπε. « Συγχώρησον έμενα πρώτα και τότε και εγώ διότι ένα συγχωρήσω εγώ εσένα εσύ θα πεθάνεις αυτήν την ώρα και εγώ θα μείνω δεμένος..»
Τότε λέγει ο ιερέας. « Εάν και εγώ σε συγχωρέσω θα έχεις πτερωθεί και θα φύγεις στους ουρανούς και εγώ θα μείνω στο δεσμό».
Τότε λέγει ο άγγελος. «Ομνύω στον θρόνο του Θεού τον ασάλευτο ότι δεν θα σε αφήσω στα δεσμά».
Όλα αυτά δε ο αρχιερέας τα άκουγε έξωθεν.
Τότε λέγει ο ιερέας προς τον άγγελο « Εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Άγιου Πνεύματος ας είσαι συγχωρεμένος παρ εμού του αμαρτωλού» και ευθύς ω του θαύματος!!!
Επτερώθει ο άγγελος και πετούσε σε ύψος και είπε προς τον ιερέα. « ας είσαι συγχωρεμένος και συ ω πρεσβύτερε». Και πριν τελειώσει τους λόγον του ο άγγελος βρέθηκαν τα οστά του ιερέως σωρηδόν στο τόπο που στεκόταν.
Ο δε αρχιερέας είπε προς τον άγγελο «ω, άγιε άγγελε δέομαι σε εσένα κάνε μου μια χάρη και ψάλε μου ένα αγγελικό ύμνο να ακούσω και εγώ». Ο δε Άγγελος ,του είπε « αυτό που ζητάς δεν μπορεί να γίνει διότι αν ακούσης την αγγελική φωνή επί τόπου θα πεθάνεις διότι δεν υπάρχει σάρκα θνητή να ακούσει φωνή Άγγελου και να ζήσει. Πλην όμως επειδή έκανες μεγαλεία αγαθοσύνη σε εμένα και τον Ιερέα μείνε λίγο έως ανέλθω μέχρι τρίτο ουρανό και να ψάλω λίγο διότι μέχρι εκεί μπορείς να βαστάξεις». Έτσι όταν ανήλθε έως τρίτου ουρανού έψαλλε το αλληλούια από δε της γλυκιάς του μελωδίας έπεσε ο αρχιερέας στην γη σαν νεκρός μέχρι 3 ώρες και μόλις και με το ζόρι μετά συνήρθε. Αφού τον Θεό ευχαρίστησε επέστρεψε στην επαρχία και έγραψε την διήγηση αυτή του ιερέως για μεγάλη ωφέλεια .Για να ακούμε εμείς οι ράθυμοι και να διορθώσουμε και σπουδαίοι και προσεκτικοί να γινόμαστε καθαροί των αισχρών λογισμών και άπρεπων επιθυμιών .
Ήταν κάποιος ιερέας στην επαρχία ,του Μεγάλου Βασιλείου καθαρός και χρήσιμος. Ο δε παμπόνηρος διάβολος ο οποίος φθονεί πάντοτε τους δούλους ,του Θεού τι έκανε;
Τον καιρό εκείνο ήταν πλησίον στο σπίτι ,του ιερέως μια γυναίκα μοιχαλίς και παραδομένη στην διαβολική αγάπη της μοιχείας. Και τι σκέφτηκε; Την παρακινεί ο διάβολος να κάνει αισχρά μίξη με τον δούλο ,του Θεού τον ιερέα και πολύ καιρό πείραζε αυτόν. Ο δε ιερέας όταν είδε ότι παντελώς αυτή είναι νικημένη από το διάβολο και φοβούμενος ,του Θεό την απόφευγε και όταν είδε ο μισόκαλος διάβολος την υπομονή ,του ιερέως τι έκανε; Έφτασαν τα Χριστούγεννα και ένας χριστιανός κάλεσε αυτόν στην τράπεζα του να τον φιλεύει. Ο ιερέας ήπιε πολύ κρασί και μέθυσε.
Όταν πέρασε πολύ η νύχτα ο ιερέας σηκώθηκε και πήγε στο σπίτι ,του. Όταν έφρασε χτυπούσε την πόρτα αλλά κανείς δεν τον άκουσε διότι η πρεσβύτερα κοιμόταν βαριά. Η δε πονηρά μοιχαλίς μόλις τον άκουσε χάρηκε πόλη. Ο δε ιερέας επειδή ήταν πολύ μεθυσμένος έπεσε μπροστά στην πόρτα να του σπιτιού ,του να κοιμηθεί. Τότε εκείνη η κακότροπος γυναίκα ήλθε και έπεσε πλησίον αυτού. ο ιερέας νόμιζαν ότι ήταν η πρεσβύτερα ,του από την πολλή του μέθη εποίησε –αλλοίμονο- μην πονηρά εκείνη πράξη της αμαρτίας.
Μετά από αυτά τα γεγονότα λησμονεί την μεγάλη αυτή αμαρτία και αφού πέρασαν πολλές μέρες πήγε να λειτουργήσει . εκεί λοιπόν που λειτουργούσε μέσα στο άγιο θυσιαστήριο – ω ,του θαύματος- τον είδε η πρεσβύτερα σαν αράπη μαύρο διότι πρωτύτερα όταν λειτουργούσε τον έβλεπε να λάμπει σαν τον ήλιο λοιπόν η πρεσβύτερα αυτού όταν είδε αυτό το μεγάλο μυστήριο έλεγε μετά κλαυθμού. Αλίμονο τι έπαθα η ταλαίπωρος!!ποιος εξαπάτησε τον άνδρα μου και δεν είναι δεκτός μέσα στον Ιερόν Ναό;
Σιώπησε ώσπου να τελείωση η λειτουργιά και όταν πήγαν στο σπίτι λέει στον ιερέα μετά δακρύων. Αλλοίμονο ποιος ήσουν πρώτα και πως κατάντησες τώρα!!
Αλλοίμονο και σε μένα διότι πρώτα ήσουν Άγγελος και τώρα είσαι διάβολος. Λέγει ο ιερέας . Τι λες ω ταλαίπωρη; Από πότε με γνωρίζεις ότι ήμουν Άγγελος και τώρα έγινα διάβολος; Λέγει η πρεσβυτέρα. Όταν λειτουργούσες πρωτύτερα είχες την χάρη του Θεού και έλαμπε το πρόσωπο σου σαν τον ήλιο. Τώρα δε που λειτουργείς και στεκόσουν μέσα στο ναό ήσουν σαν αράπη. Τότε ο ιερέας μόλις κατανόησε και θυμήθηκε ότι χωρίς να το θέλει έκαμε την αμαρτία επειδή και εκείνη η κακότροπος γυναίκα το έλεγε φανερά σε όλη την χώρα.
Τότε ο ιερέας έλαβε την πρεσβυτέρα ,του και πήγαν στο Μέγα Βασίλειο να εξομολογηθούν. Και ο άγιος θέλοντας να τους θεραπεύσει τους κανόνισε να κάνουν ένα χρόνο ξηροφαγία και χίλιες μετάνοιες κάθε εσπέρα. Τότε λέγει προς αυτούς. Σύρετε τέκνα μου, και όταν σωθεί ο χρόνος πάλι να έλθετε εδώ για να σε συγχωρήσω να λειτουργείς. Και όταν πέρασε ο χρόνο ξαναήρθαν παλιά στον Άγιο Βασίλειο. Και πάλι ο άγιος ως καλό ποιμένας δάσκαλος και Πατήρ νουθέτησε αυτούς και τους παρακάλεσε να κάνουν ακόμη ένα χρόνο τον ίδιο κανόνα.
Και αυτοί δέχτηκαν τον λόγο ,του Αγίου μετά χαράς και έφυγαν. Και όταν τέλειωσαν και εκείνο το χρόνο και οι χρόνοι έγιναν τρεις ήρθαν πάλι στον άγιο. Έτυχε δε εκείνη την μέρα να πεθάνει ένας χριστιανός πλησίον την μητρόπολης. Ήταν εκεί δε ο μέγας άρχων και κάλεσε τον Μέγα Βασίλειο με τους κληρικούς ,του όλους. Ο δε Άγιος φώναξε και τούτον τον Ιερέα τον κάποτε ανάξιο και ,του λέει. Πήγαινε ω αδελφέ και λαβε και συ το πετραχήλι και έλα στον νεκρό. Πήγε λοιπόν πήρε το πετραχήλι ,του καθώς ,του είπε ο άγιος και πήγε να ψάλει το λείψανο.
Και πρώτο μεν ο αρχιερέας είπε την ευχή πάνω στο λείψανο, κατόπιν και οι υπόλοιποι αυτός δε ο ιερέας φοβόνταν για την αναξιότητα ,του και ότι βέβαια ήταν εξευτελισμένος και στο χωριό. Απέρριψε όμως τελικά τον φόβο ,του και λαβών το θυμιατό πήγε πλησίον ,του νεκρού και άρχισε να λέει την ευχή. Και ω ,του θαύματος! Όταν είπε « ΟΤΙ ΣΥ ΕΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» και τα λοιπά της ευχής αμέσως ανέστη ο νεκρός κα κάθισε και όλοι άρχισαν να λέγουν το Κύριε Ελέησον και δόξασαν το Θεό η οποία δίνει τέτοια εξουσία στους ανθρώπους ο οποίος είναι ακόμη στην αμαρτία να αναστήσει νεκρό δόξα τη αυτού φιλανθρωπίας και ευσπλαχνία. Αφού λοιπόν κάθισε ο νεκρός λέει μεγαλόφωνος και μετά παρρησίας μεγάλη προς τον ιερές. Τι λοιπόν ω ιερεύς; Αν και νεκρό με ανέστησες αλλά δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσεις, ουδέ να επιχειρισθής πλέον τα Θεία Μυστήρια. Διότι αν και με ανέστησες αλλά και δια τον πολύ σου μόχθο και κόπο με τις νηστείας την ξηροφαγία και την αγρυπνία που έκανες τρία χρόνια τώρα παρακαλώντας τον Θεό, για αυτό ο Κύριος δεν παρίδε την δεησίν σου. Τότε ο ταπεινός εκείνος ιερέας έλαβε την απόφαση επορεύθει στην οικία του χαίρων και ευλογών τον Θεό.
Βλέπετε αδελφοί εάν κάποιος φθείρει την παρθενία ,του δεν μπορεί να ιερωθεί ή να λειτουργεί; Να γίνει άγιος και θαυματουργός μπορεί αλλά στο βαθμό της ιεροσύνης δεν μπορεί να ανέλθει. Λοιπόν αδελφοί ας φύγουμε την μέθη διότι η μέθη έκανε την αμαρτία του ιερέως και αλλά πολλά έκαμε η μέθη και όχι μόνο αυτήν την αμαρτία αλλά μύρια κακά όπου δεν έχουν αριθμό για αυτό αδελφοί όσοι βρώμισαν το βαθμό της ιεροσύνης δια την μέθης η με άλλο πάθος ας πάψουν την Λειτουργιά για να μην πέσουν σε πάθη ατιμίας και εμπαίζονται από τους δαίμονες καθώς και οι προηγούμενοι έπαθαν. Και όχι μόνο εδώ αλλά να μην παραδίδουν στον σατανά και στην άλλη ζωή.
Αφού ακούσαμε αυτά ας κάνουμε αγαθά για να αξιωθούμε της Βασιλείας των Ουρανών εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών ώ ή δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου