Ή ιστορία πού θα διηγηθούμε είναι αποκαλυπτική των τεχνασμάτων του διαβόλου και συνάμα διδακτική για την δύναμη της Ορθοδοξίας μας και την πνευματική εξουσία των ιερέων του Χριστού μας.
Μού την διηγήθηκε ό ευλαβής ιερέας μας π. Φώτιος και άφορα το παιδί του πού πρόσφατα μπλέχθηκε στα δίχτυα της μαγείας, διότι επιθύμησε εύκολα την ανεύρεση πλούτου.
Το παιδί του, ορθόδοξος Χριστιανός με το όνομα Μπερντέ, (στις αρχές έβαπτίζοντο εδώ διατηρώντας το παλιό τους όνομα, κατ' εντολή του Κράτους) είναι παντρεμένο και εργάζεται στο χωριό Κάντο, πού απέχει από το Κολουέζι
Κάποια ημέρα ήλθε στο χωριό του ένας μάγος ταχυδακτυλουργός. Είδε το ωραίο σπίτι του περιμανδρωμένο και καθαρό και ζήτησε άδεια να μπει μέσα. «Εγώ του λέγει ό μάγος, μπορώ να φέρω πλήθος πελατών να πλουτίσεις μέσα σε λίγο καιρό». Αμέσως μπροστά και σε πολλούς άλλους ανθρώπους άρχισε να κάνει τα ταχυδακτυλουργικά του μαγικά τεχνάσματα. Επήρε ένα χαρτί το έβαλε στο στόμα του, μετά το κράτησε στα χέρια του, έφτυσε μέσα, το έτριψε λίγο και αυτό αμέσως έγινε φίδι. Πάλι το φίδι το μετέβαλε σε χαρτί και στην συνέχεια αυτό σε άλλο ανεύρεση- αντικείμενο ή ζώο. Όλοι οι βλέποντες θαύμαζαν ώσάν να είχαν μπροστά τους ένα θεό.
Παλαιότερα και δεν πήγαινε καλά. Ό άνδρας της διαφώνησε και της είπε ότι ή καρδιά του είναι βαρύθυμη και αντιδρά. Τελικά επεκράτησε ή γνώμη της γυναίκας του, ή οποία δεν ήταν ορθόδοξη. «"Ας πάρουμε τα μαγικά φάρμακα, του λέγει, και θα δεις ότι θα έλθει χαρά στο σπίτι μας».
Κάλεσαν λοιπόν τον μάγο να τούς βοηθήσει. Αυτός ήλθε. Μέσα σε δύο μπουκάλια με νερό έριξε κάποιο φάρμακο και το νερό επήρε το χρώμα πορτοκαλάδας. Το ένα μπουκάλι το σκέπασε με ένα γυναικείο μαντήλι. "Έσκαψε ένα λάκκο μέσα στην αυλή και το σκέπασε εκεί. Είπε στο ανδρόγυνο: «Αυτό το μπουκάλι συμβολίζει μία γυναίκα πού πέθανε παλαιότερα. Αυτή θα καλέσει κόσμο για ν' αγοράσουν τα ποτά σάς». Στο άλλο μπουκάλι έβαλε μέσα την φωτογραφία του Μπερντέ και το έβαλε σ' ένα λάκκο μέσα στο σπίτι, πίσω από την πόρτα εισόδου. Μετά άνοιξε μικρή τομή στο δεξί χέρι και των δύο, άλειψε το μέρος εκείνο με ένα φάρμακο και το υπόλοιπο το κρέμασε στην οροφή του σπιτιού. Μετά επήρε τέσσερεις ρίζες από κάποιο δένδρο και τις έβαλε από μία στις τέσσερεις γωνίες του σπιτιού. Και είπε: «Μ' αυτές τις ρίζες και το φάρμακο πού έβαλα στην οροφή δεν μπορεί να μπει μάγος στο σπίτι σας ούτε να κτυπήσει το σπίτι σας κεραυνός. Τώρα, είπε, θα έρχεται πολύς κόσμος στο μαγαζί σας και θα πιάνετε πολλά λεφτά».
-Ό Μπερντέ τον έρωτα: Για την δουλειά σου τί θέλεις να σου δώσω;
-Θα μου δώσης χρήματα.
-Πόσα χρήματα ζητάς;
-Θα μείνω εδώ στο σπίτι σου τρεις ήμερες. Πριν φύγω θα με πληρώσεις, όσα θα σου ειπώ.
Ό Μπερντέ την πρώτη ήμερα έπιασε 500 χιλιάδες ζαΐρια. Τις άλλες ήμερες το ίδιο. "Έτσι σε τρεις ήμερες είχε συγκεντρώσει 1. 500. 000 ζαΐρια.
Ό μάγος του λέγει. Τώρα φεύγω. Δός μου όλα τα χρήματα, όσα έπιασες.
Τα επήρε και πριν φύγει του λέγει: Πρόσεχε να μη πάς με άλλη γυναίκα, εκτός από την δική σου. Και, άμα πεθάνει κάποιος αδελφός σου να μην αγγίσεις επάνω του, αλλά να στέκεσαι σε απόσταση. Πήρε τα χρήματα και έφυγε.
Περίμενε ό Μπερντέ να έλθει και τις άλλες ημέρες κόσμος, αλλά μάταια. Ηλθε δυστυχία στο σπίτι από έλλειψη τροφίμων. Επήγε μια μέρα στο χωράφι, έβγαλε ένα τσουβάλι μανιόκ (βολβοί από ένα αφρικάνικο φυτό πού ξηραίνονται στον ήλιο και γίνονται σκόνη για το μπουκάρι (ζυμάρι) τους) και ήλθε στο Κολουέζι να το πουλήσει. Με τα χρήματα πού πήρε αγόρασε ένα τσουβάλι καλαμπόκι. Εκείνη την νύκτα πειρασθείς από τον διάβολο κοιμήθηκε με ξένη γυναίκα. Μετά ήπιε λουτούκου (δυνατό μεθυστικό αφρικάνικο ποτό) και εμέθυσε. Κατόπιν έφαγε ένα χόρτο, το Ντιάμα, και έχασε τελείως τα μυαλά του.
Τρελάθηκε πλέον αληθινά και δεν ήξερε τί έκανε. Κοιμόταν στις ξένες αυλές, οι στρατιώτες τον κτυπούσαν, τα παιδιά τού έριχναν λάσπες, κυλιόταν στους δρόμους, φώναζε και ετάραζε τον κόσμο. Επήγε στην Ιεραποστολή των Παπικών και εκείνοι τον κτύπησαν και τον κυνήγησαν.
Ό πατέρας του, π. Φώτιος ειδοποιήθηκε ότι το παιδί του τρελάθηκε και γυρίζει σαν σκύλος στους δρόμους του Κολουέζι. Ήλθε στην Ιεραποστολή μας, μας είπε το γεγονός και έστειλε τα άλλα τρία παιδιά του να τον συλλάβουν, να τον δέσουν και να τον φέρουν στο χωριό του, το Κισότε. Όταν τον έφεραν δεμένο στο χωριό, ό Μπερντέ είπε στον πατέρα του: «Μπαμπά, όταν μ' έπιασαν τ' αδέλφια μου, είδα ένα δυνατό φως μπροστά μου σαν αστραπή. Πιστεύω ότι δεν θα πεθάνω».
Τον ρώτησε ό π. Φώτιος γιατί είναι σ' αυτή την κατάσταση και ό γιός του τα διηγήθηκε όλα.
Μπήκαν στην εκκλησία, τον εξομολόγησε, του διάβασε τούς εξορκισμούς του Μεγάλου Βασιλείου και αμέσως το ακάθαρτο πνεύμα έφυγε. Βγήκε από την εκκλησία τελείως ειρηνικός.
Μετά είπε στον πατέρα του: «Πάμε τώρα στο σπίτι μου να βγάλεις τα φάρμακα πού έβαλε ό μάγος.
Ό π. Φώτιος πήρε ευλογία από τον υπεύθυνο της Ιεραποστολής και επήγε με τον γιό του στο χωριό Κάντο. Διάβασε την Ακολουθία του Μικρού Αγιασμού, έβγαλε τα μπουκάλια και τις ρίζες και τα έ- σταύρωσε με τον Τίμιο Σταυρό. Όταν έβγαλε το μαντήλι από το ένα μπουκάλι και την φωτογραφία του παιδιού του από το άλλο, ευλόγησε σταυροειδώς τα μαγικά φάρμακα και τα έχυσε. Τότε ακούστηκαν γοερές κραυγές. Ράντισε όλο το σπίτι με Αγιασμό, τούς τόπους πού είχαν τοποθετηθεί τα φάρμακα και τελευταία ήπιε και το παιδί του. Ό γιός του σταθερά και εξομολογητικά του είπε: «"Ήθελα να δουλέψω κατά το θέλημα του Θεού, αλλά πλανήθηκα. Δεν θα ξανακάνω ποτέ πάλι τα 'ίδια. Θα μείνω πιστός στην Εκκλησία μας».
Τελειώνοντας το άγιαστικό και αποστολικό έργο του ό π. Φώτιος επέστρεψε ειρηνικός και χαρούμενος στην Ιεραποστολή. Μας διηγήθηκε όλα αυτά και όλοι δοξάσαμε το Θεό. Τώρα, όπου πηγαίνει, διηγείται το γεγονός αυτό σαν διδακτικό μάθημα για να στηρίξει τούς Χριστιανούς των επτά ενοριών του.
ΒΙΒΛ. Η ΔΡΑΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ.
ΜΟΝΑΧΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΤΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου