Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

ΜΟΝΑΧΗ ΣΑΡΡΑ ΣΑΒΒΙΔΗ ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟΥ ΜΕΓΑΡΩΝ’


ΥΠΟ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΜΟΝΑΧΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΣ ΜΟΝΗΣ.

Είναι δύσκολο να περιγραφή η ζωή ενός αγίου ανθρώπου καθώς όλη η υπόσταση του κεκερυπται εν τω Χριστώ και μόλις εκ των ενεργειών και των εκδηλώσεων της ζωής αντιλαμβάνεται κανείς το κρυπτό της καρδιάς ανθρώπων.

Εξ' άλλου, ή τελική αποκάλυψις της άγιότητος είναι έργον της κρίσεως του Θεού. Διό τούτο και ημείς μετά φόβου χειριζόμεθα αυτό το θέμα και τολμούμε να σκιαγραφήσουμε τον βίο της Γερόντισσας Σάρρας, καθώς και τα της εκταφής της, τα όποια αποτελούν σημεία και αποδείξεις της ευαρεστήσεως της ενώπιον του Θεού.

Ή μοναχή Σάρρα, κατά κόσμον Πελαγία, έγεννήθη το 1904 εις την Νίγδην της Μ. Ασίας. Ήτο το τρίτο παιδί της οικογενείας Σαββίδου και είχε ακόμη δύο αδέλφια, την Κλεοπάτρα και τον Σάββα. Οι γονείς της ήταν ευσεβείς και πιστοί άνθρωποι και αυτή την ευλάβεια και την πίστη κληροδότησαν και εις τα τέκνα των, ως εφόδια για όλη των την ζωή. Μετά τον θάνατον των γονέων τους, τα τρία αδέλφια ήλθαν εις την Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν αρκετό καιρό.

Το 1922 όμως αναγκάστηκαν να φύγουν και να μεταβούν εις τον Πειραιά δι' ολίγον χρονικό διάστημα έμειναν εις ένα συγγενικό των σπίτι και μετά εγκαταστάθηκαν εις το Κουκάκι εργαζόμενοι διά την κάλυψη των βιοτικών αναγκών.

Ή Πελαγία κατ' αρχάς είργάζετο εις ένα εργοστάσιο υποκαμίσων και συντόμως με την επιμέλεια της και την ισχυρά θέληση, πού την διέκρινε, ανεδείχθη μία εκταφής των καλυτέρων ραπτριών. Τότε της εδόθη ή ευκαιρία, με την μεσολάβηση ίου ευσεβούς εργοδότου της, να γνωρίσει τον Αρχάς. Ιγνάτιο Κολλιόπουλο, τον όποιον έκτοτε είχε και πνευματικό πατέρα. Με την καθοδήγηση αυτού του αγαθού ιερέως, ή Πελαγία με την αδελφή της και μερικές άλλες νέες, άρχισαν να ζουν πνευματική ζωή έμελέτων την Αγία Γραφή, προσηύχοντο και έσκέπτοντο τον παρθενικό βίο. Αυτή ή παρθενική ομήγυρης διατηρείται μέχρι το 1933, διότι έκτοτε μερικές εξ αυτών των νέων έντάχθηκαν εις μοναστική αδελφότητα κι άλλες άρχισαν να εργάζονται ως νοσοκόμες ή ιεραπόστολοι.

Ή Πελαγία με την αδελφή της εν συνεχεία ηκροάσθησαν δια ολίγον εις το Βρεφοκομείο των Αθηνών εκεί αντιμετώπισαν πολλά εμπόδια, τα όποια τις έκαναν να παραιτηθούν και να αλλάξουν ορίζοντα δράσεως.

Το 1938 προσελήφθησαν εις το νοσοκομείο «Άγιος Σάββας», ως νοσηλεύτριαι άδελφαί. Φυσικά δεν διέθεταν πολλές γνώσεις, λόγω τού ότι εις την Νίγδη διέκοψαν την εκπαίδευση τους έτσι το νοσοκομείο έφερε ειδικούς καθηγητές και τούς έδωσε την ευκαιρία να καταρτισθούν εις τα μαθήματα της σχολής των νοσοκόμων.

Ωστόσο, όμως, ή έλλειψης των γνώσεων ανεπληρώθη από το μεγάλο κεφάλαιο της αγάπης, ή οποία τις κοσμούσε. Αυτή ή αγάπης ανέδειξε την Πελαγία αγαθή δούλη τού Δεσπότου Χριστού.

Ή ευσπλαχνία και ό πόθος να διακονήσει τον πάσχοντα αδελφό της άνοιξε ευρείς ορίζοντας δράσεως και την κατέστησε εύχρηστον σκεύος αυτοθυσίας. Οι συνθήκες εργασίας ήταν δύσκολες, διότι το νοσοκομείο τότε άρχισε να λειτουργεί. Το προσωπικό ήτο ολίγο και οι ανάγκες των ασθενών πολλές. Ή ευαίσθητη ψυχή της Πελαγίας αντιλαμβάνεται αυτές τις ανάγκες κι έτσι αποδύεται εις μεγάλους αγώνας. Ξεχνά τον εαυτόν της και βρίσκεται συνεχώς πλησίον τού ασθενούς. Δεν υπολογίζει κόπους, δεν γνωρίζει ξεκούραση. Όλοι μαρτυρούν ότι ή Πελαγία δεν γνωρίζει ωράριο. Τέσσαρες ώρες ξεκουράζεται και τις υπόλοιπες τρέχει, τρέχει ως άλλος επίγειος άγγελος με φαιδρό πρόσωπο. Σιωπηλή, αθόρυβη και με την ιδιάζουσα ιλαρότητα τού προσώπου της, την οποίαν διατηρούσε ακόμη και κατά την αντιμετώπιση δυσχερών περιστάσεων, προσφέρει όλη της την ύπαρξι.

Ποτέ δεν την ειδόν να δυσανασχετεί, να δείχνει κούραση. Δεν κάνει διάκριση μεταξύ σημαντικού και ευτελούς έργου, αλλάξουν σπεύδει προθύμως μετά ζήλου να εκτέλεση πάσα διακονία, ως να επρόκειτο περί τίνος πολυτελούς εργασίας. Έτσι, με πολλή υπομονή την βρίσκομε να προσφέρει κάθε τί πού ανακουφίζει τον ασθενή και ακόμη να καθαρίζει από τα σκουλήκια τις πληγές των ασθενών. Ήτο, λοιπόν, φυσικόν αυτή ή αγάπης της και ό τρόπος της διακονίας της να καταστεί φάρμακο, το οποίον αποτελεσματικά επέφερε όχι μόνο την σωματική ανακούφιση αλλάξουν και το σπουδαιότερο, την σωτηρία της ψυχής των ασθενών.

Ή αδέλφια. Πελαγία δεν έκανε πολλά κηρύγματα, όμως ή ζωή της κήρυττε Χριστόν με τόση δύναμη, ώστε οι ασθενείς να ζητούν τον Θεόν. Με την Βοήθεια, λοιπόν, καταλλήλων πνευματικών και την ακάματο εργασία της αδέλφια. Πελαγίας ως και των λοιπών αδελφών, επιτελείτο θεάρεστο έργον εις το νοσοκομείο «Άγιος Σάββας». Όλοι σχεδόν οι ασθενείς εξομολογούντο, μεταλάμβαναν των αχράντων μυστηρίων και ούτως έτοιμοι έφευγαν διά την άλλην ζωή.

Αλλάξουν το σπουδαιότερο είναι ότι ή ζωή της έγινε φωτεινό παράδειγμα διά τας υπολοίπους άδελφάς και ειδικά διά τις μικρότερες, οι όποιες την διεδέχθησαν εις την διακονία αυτή. Έγινε ή αδέλφια. Πελαγία ή αγία απαρχή μιας φυτείας αδελφών, οι οποίες μεθ' υπομονής κι αυτές ειργάσθησαν κι έδωσαν το πρότυπο μιας καλής και ευσυνείδητου αδελφής.

Είργάσθη, λοιπόν, ή αδέλφια. Πελαγία, έκδαπανήσασα έαυτήν και έξαντλήσασα όλο το απόθεμα των ψυχικών και σωματικών της δυνάμεων. Ηύξησε φιλότιμα το τάλαντον εις το δεκαπλάσιον διά τούτο ό Δεσπότης Χριστός ώσφράνθη την όσμήν των ίδρώτων της και ως εκλεκτή δούλη και νύμφη την καλεί διά να ζήση μία ζωή ανωτέρα, αυτή πού ζούσε εις τον θάλαμο της ψυχής της. Την κάλεσε, λέγω, εις την μοναχική βιωτή διά την τελείωση της.

Το 1960, λοιπόν, λαμβάνει συνταξιοδότηση με την αδελφή της και με άλλες τέσσαρες άδελφάς μένουν εις μία δική της οικία, εις την περιοχήν τής Αγίας Παρασκευής. Έδώ ζούν ως εις μοναστήρι και προετοιμάζονται διά την άγγελικήν ζωή. Εν τω μεταξύ εις το διάστημα αυτό ή αδέλφια. Πελαγία υπέστη ένα ελαφρύ εγκεφαλικό επεισόδιο και ημιπληγία, με αποτέλεσμα να πάσχει το αριστερό χέρι και πόδι. Όμως ποτέ δεν παραπονέθηκε διό την δυσχέρεια αυτή.

Το 1974 έρχεται με την αδελφή της εις την Μονή τού Αγίου Ιωάννου Μακρυνού και μετά την κεκανονισμένη δοκιμασίαν γίνεται μοναχή και λαμβάνει το όνομα Σάρρα. Ήδη ή στολή της ψυχής της είναι ευτρεπισμένη και πεποικιλμένη με πάν είδος αρετής και τούτο φαίνεται εις κάθε τομέα και εκδήλωση τής ζωής του κοινοβίου.

Είναι υπάκουη εις τας εντολές τής Ηγουμένης και ζει ως ένσαρκος άγγελος απορρίπτουσα κάθε δεσμό με τον κόσμο. Σιωπηλή, ποτέ δεν εξέφερε κρίσεις. Τελείως αφιερωμένη εις τον Θεόν και την λατρείαν Του, όλη την ημέρα μελετά την δικαιοσύνη του Θεού, προσφέρει με τα χείλη και την καρδιά την ευχή μαρτυρούν δεν οι αδελφές ότι όταν έλεγε την ευχή, το πρόσωπο της έλαμπε από χαρά και αγαλλίαση.

Δεν υστερεί όμως και εις τα έργα τής φιλαδελφίας, μολονότι οι σωματικές της δυνάμεις δεν τής επιτρέπουν την εκτέλεση διακονίας, εν τούτοις επινοεί τρόπους να βοηθήσει- την συναντάμε συχνά στην κουζίνα να σκουπίζει πιάτα και το πλέον συγκινητικό είναι ότι και κατά τις ώρες τής αναπαύσεως, διαφεύγει την προσοχή των αδελφών και προσφέρει μικροϋπηρεσίες εις το ξένιο. Τόση είναι ή ορμή τού πάθους τής αγάπης της και τής θυσίας της. Ή αφάνεια της, ή ταπείνωσης της, ή μυστική εργασίας της, ή ευχαριστιακή της λατρεία συνετέλεσαν ώστε να κυοφορείται εις τις ψυχές μας ή πληροφορία τής άγιότητός της.

Μετά τούς αγώνας αυτούς, ως άλλος Ιώβ, ρίπτεται εις την κάμινο τής ασθενείας, διά να δοκιμασθή ως χρυσός εν χωνευτηρίω και να προσφερθή ως ολοκαύτωμα εις τας χείρας τού Θεού.

Έτσι, λοιπόν, το 1981 υπέστη μία υποτροπή τού εγκεφαλικού, με αποτέλεσμα να μείνει κατάκοιτη από το 1981 έως το 1985. Δεν έφθανε ή κατάκλισις, αλλάξουν ήκολούθησε και ή ολοκληρωτική τύφλωσις, καθώς και ή μαλάκυνσις τού εγκεφάλου.

Αυτά δεν παρεχωρήθησαν, παρά μόνο ευδοκία Θεού, διά να μαρτυρηθεί έτι πλέον ή καθαρότης τού βίου, ή υπακοή, το νηφάλιο και ή ποιότης τού έσω άνθρωπου. Εις όλο αυτό το διάστημα δεν παραπονέθηκε ποτέ, δεν γόγγυσε, αλλάξουν ή δοξολογία ήτο πάντα εις τα χείλη της αδιαλείπτως ψέλλιζε τον Εξάψαλμο και το Μεσονύκτιο, πού έλεγε κατ' ιδίαν.

Ότι έκανε εις την προηγουμένη συνειδητή της ζωή, είχε σφραγίσει την ύπαρξη της- έλεγε την ευχή αργά και καθαρά. Τα λόγια της ήσαν λόγια αγνά, αρωματισμένα.

Ήτο πάντα ιλαρά και γαλήνια• ουδεμία σύσπασης παρετηρειτο εις το χαριτωμένο πρόσωπο της. Ολαι ζούσαμε ένα πανηγύρι κοντά της. Ή σιωπή και ή μεγάλη υπομονή της μας έλεγε πολλά, ωφελούμεθα πραγματικά και μόνο να είμαστε κοντά της. Ή δεν διακονία της γινόταν ευχάριστη ποιός δεν θάλαμο ήθελε να διακονήσει αυτή την ψυχή, πού ήνάλωσε όλη της την ζωή εις την διακονία; Νοιώθαμε δέος, όταν εγγίζαμε τα μέλη τού σώματος της, καθ' όσον ήσαν μέλη αγνής παρθένου, μιας αγίας ψυχής. Μαρτυρούν οι αδελφές, οι οποίες την διακονούσαν, ότι δεν ήσθάνοντο κόπο, πετούσαν- και το κυριότερο είναι ότι αι διακονούσαι άπηλλάσσοντο και από πολλούς και ποικίλους πειρασμούς.

Την Ιδια ανάπαυση αισθανθήκαμε και όταν έκοιμήθη. Ή κηδεία της ήτο μία εορτή αναστάσιμη και όλοι αισθανόμενα χαρά, διότι αποκτούσαμε σπέρμα άγιον εις την άνω Ιερουσαλήμ. Όλα αυτά τα ζούσαμε και είχαμε την πληροφορία διά την άγίαν της ζωή, όμως, είμαστε πολύ φειδωλοί εις την απόφανση περί τής άγιότητός της, διότι αυτό, όπως είπαμε και προηγουμένως, είναι θέμα τής κρίσεως τού Θεού. Ωστόσο, όμως, τα γεγονότα τής εκταφής επικροτούν την άποψη ότι ή αδέλφια. Σάρρα ευαρέστησε εις τον Θεόν, διότι κατά τούς Πατέρας, ή ευωδία είναι σημείο ευδοκιμήσεως μιας ψυχής ενώπιων τού θεού.

Αξίζει να περιγράψουμε πώς έγινε ή εκταφής. Ήτο μεσημέρι τής 6ης Φεβρουαρίου 1992, παραμονή τού Αγίου Παρθενίου, όταν αρχίσαμε να σκάβωμε τον τάφο τής Γερόντισσας Σάρρας. Ενώπιων είχαμε προχωρήσει και βρισκόμασταν στο μέσον, όταν φτάσαμε προς το μέρος τής κεφαλής, ξαφνικά βρεθήκαμε προς μιας απροόπτου εκπλήξεως. Κύματα ευωδίας μας περιέλουαν. Αισθανόμασταν ότι ποταμός αρωμάτων ανέβλυζε από το χώμα. Κάθιδρως έγινε ή αδελφή πού έσκαβε και οι παρευρισκόμενες μοναχές συμμετείχαν συγκλονισμένες στο θαύμα. Ή ευωδία απλώθηκε εις μεγάλη απόσταση νιώθαμε ότι βρισκόμασταν εις ανθοφόρο παράδεισο. Και αυτό εν καιρώ χειμώνος και μέσα σ' ένα δάσος, πού ούτε καν υπήρχαν λουλούδια. Κυριαρχούσε παντού ή ευωδία τού λεμονανθού και τής αγράμπελης. Αυτή ή ευωδία έγινε αισθητή στις αδελφές πού ήσαν στο μοναστήρι και τις προαπαντούσε σ' όλο το δρόμο προς το κοιμητήριο. Αυτό έπεβεβαιώθη και από τον αοίδιμο Πνευματικό τής Μονής π. Δαμασκηνό, καθώς και την Καθηγούμενη τής Μονής μοναχή Μακρίνα. Κατά την τέλεσι τού Τρισάγιου μάλιστα, μάς έπνιξε ή ευωδία του λεμονανθού.

Ό χώρος γύρω από το μοναστήρι, ευωδίασε και, όταν μετά από πολλή ώρα μάς επεσκέφθη κάποιος ιερομόναχος, ένοιωσε αυτή την πλημμύρα τού αρώματος και ώδηγήθη από το ίδιο το μύρο εις το κοιμητήριο.

Δεν μπορούμε να εκφράσουμε τί είχαμε αισθανθεί αυτές τις ώρες. Μόνο λέγαμε ότι ζήσαμε αναστάσιμες στιγμές, παραδεισένιες είμεθα αύτόπται μάρτυρες τής πίστεως «ότι εκταφής γυμνών όστέων αναβλύζουν μύρα ευωδίας» και μέσα μας κυριαρχούσε ή σκέψης «ζή Κύριος».

Ευχαριστούμε τον Θεό, ό οποίος μάς παρεχώρησε αυτή την ευλογία, διότι ενισχυθήκαμε εις την ελπίδα τής Αναστάσεως έτι και έτι.

ΒΙΒΛΙΟΓ. ΜΟΝΑΖΟΥΣΩΝ ΣΥΝΑΞΙΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: