Την άνοιξη του 1942 πέρασε την είσοδο της Μονής Νεάμτς ένας ταπεινός χριστιανός μ' ένα παιδάκι στο χέρι. Προσκύνησε πρώτα την Εικόνα της Παναγίας και μετά ζήτησε να συνάντηση τον ηγούμενο.
-Από που είσαι, παιδί μου, και πώς ονομάζεσαι;
-Είμαι από την κοινότητα Τίργκου Τρότους του νομού Μπακέου. Ονομάζομαι Ευθύμιος Μπουλούκ. Είμαι 30 ετών και οι γονείς μου με νύμφευσαν. Ό Θεός μου έδωσε αυτό το παιδί ηλικίας τώρα επτά ετών, πού έχω μαζί μου. Τον περασμένο χρόνο απέθανε ή γυναίκα μου κι εγώ υποσχέθηκα στον Θεό να πάω για μοναχός. Παρακαλώ, ημπορείτε να με δεχθήτε στο μοναστήρι;
-Ναι, σε δέχομαι, του είπε ό ηγούμενος, αλλά τί θα γίνει με το παιδί;
-Θα μείνει μαζί μου. Θα γίνουμε και οι δύο μοναχοί. Ή Παναγία θα φροντίσει για την ζωή και την ψυχή του.
Ό ηγούμενος σκέφθηκε αρκετά και μετά είπε στον Ευθύμιο:
-Ευθύμιε, καλό έργο εξέλεξες. Μείνε μαζί μας εδώ στην Μονή της Κυρίας Θεοτόκου. Σας δέχομαι και τούς δύο. Μόνο εσύ να φροντίζεις για την ανατροφή του παιδιού. Πηγαίνετε στον Οικονόμο να σας δώση κελί. Ό Θεός να σας εύλογη.
Έμειναν και οι δύο σ' ένα κελί. Τις νύκτες, το παιδάκι κοιμόταν και ό πατέρας του σηκωνόταν να κάνη τις μετάνοιες του, τα κομποσκοίνια του και μετά αθόρυβα να πάη στην εκκλησία.
Καθημερινά δούλευε στο ξυλουργείο της Μονής, διότι ήταν καλός ξυλουργός από τον κόσμο. Δούλευε με σιωπή λέγοντας μέσα του και την ευχή του Ιησού.
Βλέποντας οι Πατέρες την πνευματική πρόοδο του, στις 26 Δεκεμβρίου του 1944 πρότειναν στον ηγούμενο και τον έκειρε μοναχό δίδοντας του το όνομα Ιωάννης. Ό νέος τώρα μοναχός προσέθεσε κόπους επάνω στους κόπους και προώδευσε πολύ στην αρετή. Επίσης ήταν χαρούμενος διότι και το μικρό του αγγελάκι, ό Ηλίας, μεγάλωνε μέσα σ' αυτό τον επίγειο παράδεισο της Θεοτόκου.
Επειδή τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος, το παιδάκι του ασθένησε και το καλοκαίρι του 1945 μετετέθη από τα επίγεια στα ουράνια στην ηλικία των 8 ετών. Το άγιο σώμα του ετάφη δίπλα στους κοιμηθέντας μοναχούς της Μονής.
Παραμένοντας τώρα μόνος του ό ταπεινός Ιωάννης επιδόθηκε περισσότερο στην προσευχή, στην ανελλιπή συμμετοχή των ακολουθιών, στην ησυχία του κελιού και στην αδιάκριτη υπακοή.
Μετά από 15 χρόνια υπακοής και υπομονής του Κοινοβίου ό π. Ιωάννης επιθύμησε την ησυχία και την μοναξιά. Γι' αυτό με την ευλογία του ηγουμένου, μετέβη στην σκήτη Βοβιντένια, όπου ασκήθηκε μόνος του δύο χρόνια στην ταπείνωση, την πτωχεία και την προσευχή.
Για να έχει συνεχή μνήμη θανάτου, σαν καλός ξυλουργός πού ήταν, κατασκεύασε ένα φέρετρο και ένα σταυρό για τον εαυτό του. Στον σταυρό έγραψε τα λόγια: «Μετά των Αγίων άνάπαυσον, Χριστέ, την ψυχήν του δούλου σου, μονάχου Ιωάννου, ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός...». Κάθε φορά πού έβλεπε το φέρετρο του, κουνούσε θρηνητικά το κεφάλι του και αναλυόταν σε δάκρυα μετανοίας και μνήμης θανάτου.
Το έτος 1968 ό π. Ιωάννης αναχώρησε για την έρημο, μέσα στα αιωνόβια δάση του νομού Νεάμτς, 4 χιλιόμετρα υψηλότερα από το μοναστήρι του, σε τοποθεσία πού λέγεται «Παλαιά Εικόνα». Εδώ ήταν ένα μικρό ξέφωτο και στο μέσον μία ξύλινη εκκλησούλα με μερικά ερειπωμένα κελιά. Εδώ ήταν κρυμμένη ή θαυματουργή Εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου, ή οποία ευρέθηκε το 1821. Το 1853 ντόπιοι μοναχοί ίδρυσαν αυτή την εκκλησία και λίγα κελιά γύρω της για τούς ασκητές, οπότε επήρε το όνομα: «Ή Σκήτη Εικόνα».
Εδώ αγωνίσθηκε ό π. Ιωάννης, ένας από τούς τελευταίους ερημίτες της μονής Νεάμτς, επί πέντε χρόνια, μέχρι την μετάβασί του στους ουρανούς. Δεξιά του κελιού έσκαψε μία σπηλιά μέσα στο έδαφος, όπου κατέβαινε και προσευχόταν με αγρυπνίες και δάκρυα. Κανείς δεν φρόντιζε για την τροφή του και για την περιποίηση του. Μόνον ό Θεός τον φρόντιζε σε ότι είχε ανάγκη. Χωρίς μαθητή, χωρίς περιουσία, χωρίς χρήματα, χωρίς δικαιώματα και χωρίς κάποια ανθρώπινη παρηγοριά. Ζούσε όμως την δική του ψυχική μακαριότητα μέσα σ' αυτό το ερημικό περιβάλλον. Μόνη παρηγοριά του ή προσευχή. Ένα πόθο τώρα είχε, πότε να μεταβεί το συντομότερο στον Νυμφίο του Χριστό.
Πώς αγωνιζόταν, πώς προσευχόταν και τί είδους αιτήματα ανέπεμπε στον Θεό ό π. Ιωάννης δεν μας είναι δυνατόν να τα γνωρίζουμε. Αυτό το μυστήριο το γνωρίζει μόνο ό Θεός. Αυτοί πού τον έζησαν από κοντά μας ομιλούν για την ταπείνωση του, την πραότητα του και για την βία στους αγώνες του. Κάποτε τον ερώτησε κάποιος μοναχός:
-Πώς αισθάνεστε εδώ, πάτερ Ιωάννη;
-Καλά, Πάτερ, με τις άγιες ευχές σας.
-Τί επιθυμείτε να έχετε σ' αυτή την ζωή;
-Επιθυμώ να ιδώ την παλαιά εκκλησία ανακατασκευασμένη. Ιδού έφερα εδώ την ξυλεία. Μόνο να γίνει ή έναρξης του έργου. Επίσης επιθυμώ, μετά τον θάνατο μου να με θάψετε δίπλα σ' αυτά τα τρία έλατα, πού είναι πλησίον της εκκλησούλας. Ποθώ πολύ να ταφώ εδώ.
Την άνοιξη του 1972 ό π. Ιωάννης έγραψε στον Πνευματικό του, πού έμενε στην Μονή: «Άγιε Πνευματικέ, στο Όνομα της Κυρίας Θεοτόκου, έλα να με εξομολόγησης γιατί αισθάνομαι μεγάλη αδυναμία και δεν ημπορώ πλέον να κατέβω στην Μονή από την κοιλάδα...». Έτσι, μετά την εξομολόγηση ό π. Ιωάννης ενισχύθηκε από την Θεία Κοινωνία και περίμενε την ώρα της εσχάτης αναχωρήσεως.
Πέρασαν ακόμη δύο μήνες και την 4ην Ιουνίου του 1972 κοιμήθηκε εν Κυρίω ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, ενδεδυμένος τα ράσα του, με το κομποσκοίνι του στο χέρι και με πολλή ευλάβεια. Έτσι τελειώθηκε και αυτός ό ερημίτης των βουνών του Νεάμτς.
Το σώμα του, κατά την επιθυμία του, ετάφη πλησίον της εκκλησούλας...
«Άνάπαυσον, Κύριε, μετά των δικαίων τον δούλο σου ερημίτη Ιωάννη!»
ΒΙΒΛ. ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΚΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ. "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου