Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΠΟΥ ΈΓΙΝΕ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ.. ΕΤΟΣ 1052 Μ.Χ



Δύο ευλαβείς άνδρες, από τούς οποίους ό ένας ονομαζόταν Ιωάννης και ό άλλος Φιλόθεος, συμφώνησαν στον κόσμο κατά τη θεία εντολή και διακήρυξη του Κυρίου και απαρνήθηκαν με σύνεση τα εγκόσμια- ντύθηκαν το ιερό σχήμα των μοναχών και προχώρησαν με τη θέληση τους στους ασκητικούς αγώνες. Επειδή ή πρόνοια του Θεού έμελλε μέσω των ανδρών αυτών να ανεγείρει μοναστήρι για να ασκούνται στην αρετή όσοι θα ήθελαν να απαρνηθούν τον κόσμο και να ζήσουν βίο ευαγγελικό διά των κόπων πού καταβάλλουν χάριν της ευσέβειας οι μοναχοί, τούς παρακινεί άνωθεν -μολονότι ζούσαν με φτώχεια και στέρηση και πολλές φορές δεν είχαν ούτε και την καθημερινή τροφή- και χτίζουν με τη δύναμη και τη βοήθεια του Θεού ιερό μοναστήρι στον Ανάπλου της Προποντίδας τού Βυζαντίου. 


Ή μονή ήταν τόσο μεγαλοπρεπής και ωραία, τόσο όμορφη και χαριτωμένη, ώστε να απορούν αυτοί πού γνώριζαν τη φτώχεια και την έλλειψη πόρων των ανδρών και έβλεπαν τις πολυέξοδες εγκαταστάσεις και την καλή κατασκευή της μονής. Μετά από την αποπεράτωση τού μοναστηρίου αυτού, ό ένας από τούς δύο, πού αγαπούσε πολύ το θεό και ήταν θερμός στους πνευματικούς αγώνες -ό όποιος πολύ ταιριαστά ονομάστηκε και Φιλόθεος-, ανοικοδόμησε ένα ησυχαστικό κελί για να το χρησιμοποιήσει ό ίδιος σαν έγκλειστα, κατοίκησε σ' αυτό, απέκλεισε κάθε έξοδο και αποφάσισε να επιδοθεί με προθυμία στους τελειότερους αγώνες της ησυχαστικής ζωής. Ό άλλος, ό Ιωάννης, όντας ασθενής στις δυνάμεις του σώματος -ως ευνούχος πού ήταν- ανέλαβε τη διαχείριση της μονής, πού ασκούσε ως φρόνιμος οικονόμος.

Όταν πια ό Φιλόθεος αποφάσισε να εισέλθει στο Ιερό εργαστήρι της ησυχίας, σκέφτηκε να μεταβεί προηγουμένως στη Βασιλεύουσα, να προσευχηθεί στους πάνσεπτους ναούς της, να συναντήσει και να συζητήσει με πνευματικούς άνδρες για το σκοπό αυτό, και ύστερα να αποχαιρετήσει όλους και να προχωρήσει, πρώτα ο θεός, προς την ησυχαστική ζωή του κελιού εκείνου. Αφού, λοιπόν, έφθασε στην Κωνσταντινούπολη και προσκύνησε τούς πάνσεπτους ναούς της και προσευχήθηκε μέσα σ' αυτούς προς το θεό, ήρθε και στην περίφημη μονή του Στουδίου, για να χαιρετήσει τον Νικήτα τον επονομαζόμενο Στηθάτο και να τον συμβουλευτεί γι' αυτό το σκοπό του. Ό άνδρας αυτός, πού αναφέραμε, είχε διατελέσει ένθερμος μαθητής του θεολόγου τούτου Πατέρα. 

Συνομιλώντας, λοιπόν, με τον Φιλόθεο κι εξιστορώντας το βίο του Αγίου, ποιους πειρασμούς και πόσες θλίψεις υπέμεινε για την αγάπη του προς το Χριστό και τον πνευματικό του πατέρα, τη χάρη πού έλαβε άνωθεν εξίσου με τούς Αποστόλους, πώς επίσης θεολόγησε με την έμπνευση του θείου Πνεύματος, αν και δεν γνώριζε τη θύραθεν παιδεία, και πώς συνέγραψε λόγους διδακτικούς για την οικοδομή της Εκκλησίας του Χριστού, παρακίνησε, πολύ φυσικά, την ψυχή του φιλόθεου σε θερμή αγάπη προς τον Άγιο.  Αφού, λοιπόν, όταν ζήτησε κάποιο βιβλίο, του εγχείρισε ένα από τα θεόπνευστα συγγράμματα του Αγίου, τον κατευόδωσε γεμάτο χαρά για να εισέλθει στην εγκλείστρα και να χύσει εκεί τούς ιδρώτες για την απόκτηση της αρετής. Ό θεοφιλής εκείνος Φιλόθεος πριν να εισέλθει στο εργαστήρι της ησυχίας, για να επιδοθεί με προθυμία στους ιερούς αγώνες, πολιορκήθηκε από λογισμούς ταραχής όπως ήταν φυσικό, για τη σκληρή άσκηση της έγκλείστρας και για τούς ίδρωτες ίσως και τα αγωνίσματα της. Γιατί, βέβαια, τέτοια είναι ή αγωνιστική ψυχή. Πάντοτε γυρεύει να προσθέτει και νέους κόπους, ώστε σ' αυτήν να εκπληρώνεται ξεκάθαρα το σοφό εκείνο λόγιο: «Όποιος προσθέτει γνώση, προσθέτει πόνο».


 Καθώς, λοιπόν, ό άνδρας βρισκόταν σ' αυτή την κατάσταση και παρακαλούσε θερμά το θεό να του χαρίσει υπομονή και δύναμη και σύνεση για να μπορέσει να υπομείνει με καρτερία τις θλίψεις και τη στενοχώρια της έγκλείστρας, μια νύχτα πού δεν κοιμόταν άκουσε σαν κάποιος να χτυπούσε στον πυλώνα. Μόλις έτρεξε να δει ποιος χτυπούσε, βλέπει, όταν άνοιξε την πόρτα, έναν ασπρομάλλη άνδρα -ευνούχος κι αυτός-κόσμιο και σεμνοπρεπή, με μορφή αγγελική και το πρόσωπο ολοφώτεινο από τη θεία χάρη, και του λέει: «Ποιος είσαι, τίμιε πάτερ; και ποιόν γυρεύεις, πού έχεις έρθει προς την ταπεινότητα μου;» Εκείνος με γλυκιά φωνή αποκρίθηκε: «Είμαι ό Συμεών, πού κατοικώ στο μοναστήρι της αγίας Μαρίνας κοντά στη Χρυσούπολη και ήρθα έδώ να μείνω και να συγκατοικήσω μαζί σας». Ό Φιλόθεος τον ρώτησε: «Και ποιος σου έσχισε το χιτώνα, πάτερ;» 

Διότι τον είδε να φορά σχισμένο χιτώνα. Κι ό Άγιος απάντησε: «Κάποιοι κακοί άνθρωποι μου το έχουν κάνει χωρίς λόγο. Άλλα τί έχεις, αγαπητέ Φιλόθεε, και είσαι ανήσυχος; Γι' αυτά πού πρέπει να ενδιαφέρεσαι και να φροντίζεις, γνώριζε καλά κατ' αρχάς τούτο: ότι αυτός πού πρόκειται να κοινωνήσει τα φρικτά μυστήρια οφείλει να απαρνηθεί ιδιαίτερα την πολυποσία και τα δείπνα- να χρησιμοποιεί το βράδυ για πόση μόνο τρία ποτήρια για την ενίσχυση του σώματος και μετά τη μετάληψη τους να αρκείται πάλι στα ίδια, με δίαιτα και τράπεζα λιτή». Τί άραγε ήθελε να δηλώσει και να δείξει μ' αυτά; «Διότι», είπε, «πρέπει να γνωρίζεις σι πού αναλαμβάνεις τέτοιους ασκητικούς και ησυχαστικούς αγώνες, ότι οφείλεις να καθαρίζεις τον εαυτό σου με την εγκράτεια και τα δάκρυα και την προσευχή κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να είσαι έτοιμος καθημερινά για να λαμβάνεις τα μυστήρια του Χριστού. Χάρις στη μετάληψη αυτή θα ησυχάζεις και θα προσεύχεσαι χωρίς ρεμβασμούς, και ό νους σου θα φωτίζεται από την πλούσια μετοχή του Αγίου Πνεύματος και τη θεωρία των απόκρυφων μυστηρίων του Θεού, όπως είναι γραμμένο: 'Το Πνεύμα ερευνά τα πάντα, ακόμη και τα βάθη του Θεού».


Ενώ, λοιπόν, Ό Άγιος έλεγε αυτά στον Φιλόθεο, έβαλε το χέρι του μέσα από τα ρούχα εκείνου και έπιασε το γυμνό στομάχι του, όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, και κρατώντας το έμοιαζε σαν να το μετρούσε κινώντας το χέρι, και
με τα δάχτυλα το έσφιγγε στην παλάμη του σαν να ήθελε να το κάνει να χωρά λίγες τροφές.


Έπειτα, αφού ασπάστηκε το Φιλόθεο, είπε: «Αν θέλεις, αγαπητέ Φιλόθεε, πέρασε τον Βόσπορο και έλα να σε φιλοξενήσουμε. Έτσι θα σε δούμε και θα σε ασπαστούμε και πάλι». Όταν εκείνος είπε τα λόγια τούτα κι αυτός τα άκουσε, ό Άγιος αμέσως εξαφανίστηκε από μπροστά του. Τότε ό Φιλόθεος επανήλθε στον εαυτό του και βρήκε την ψυχή του γεμάτη από χαρά και ειρήνη. Έκτατε ή εγκράτεια του έγινε φυσική κατάσταση και περνούσε τη ζωή του εγκλείστου με ολιγάρκεια και λιτή τράπεζα. Με χαρά, επίσης, εξιστορούσε στους συμμοναστές του την οπτασία και την επίσκεψη και εμφάνιση του 'Αγίου στον ίδιο. 'Αλλά και μόλις αισθάνθηκε από κει κάποια βοήθεια ό καθ' όλα σεμνός Φιλόθεος, έκρινε ότι το δράμα ήταν από το θεό κι όχι άπατη του διαβόλου και αποφάσισε να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του. Ξεκινά, λοιπόν, μαζί και με τούς αδελφούς πού έμεναν κοντά του σε αναζήτηση του Αγίου. Αφού πέρασε προς τη δική μας Χρυσούπολη, σύμφωνα με την παραγγελία πού του είχε δώσει ό Άγιος, αναζητά το μοναστήρι του Αγίου. Όταν το βρήκε, και οι μοναχοί εκεί του υπέδειξαν τον τάφο πού περιείχε τα λείψανα του Αγίου, πέφτει μπρούμυτα και αποδίδει την προσκύνηση στο θεολόγο πατέρα Συμεών, όπως ήταν εύλογο, με κάθε τιμή κι ευχαριστία. Από τότε, αφού έλαβε την εικόνα του Αγίου, τα εγκώμια πού έγραψε προς τιμήν του ό μαθητής του Αγίου πού αναφέραμε και ακόμη τις θεόπνευστες διδασκαλίες του, έχει μέσα του ολόκληρο τον Άγιο- και ό Άγιος ζει μαζί με όλους όσοι μονάζουν εκεί. Γι' αυτό και κάθε χρόνο πανηγυρίζει με χαρά τη μνήμη του αγίου Πατέρα και καθημερινά προοδεύει και, κατά τούς λόγους του Ψαλμωδού, διαθέτει πνευματικές αναβάσεις μέσα στην καρδιά του. Αυτά είναι τα θαύματα που έκανε ο Άγιος για την ωφέλεια άλλων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΆΓΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΝΕΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΚΡΙΤΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: