Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2012

Το Στοίχημα (Άντον Τσέχωφ)







Σε κείνη τη συγκέντρωση ήταν πολλοί γνωστικοί άνθρωποι κι έγιναν ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Μεταξύ άλλων μιλήσανε και για τη θανατική ποινή. Οι επισκέπτες, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν αρκετοί επιστήμονες και δημοσιογράφοι, στη πλειοψηφία τους τάχτηκαν αρνητικά, σχετικά με τη ποινή του θανάτου. Βρίσκανε ξεπερασμένο αυτό τον τρόπο τιμωρίας, ανάρμοστο κι ανήθικο για χριστιανικές κυβερνήσεις. Ορισμένοι υποστήριζαν ότι η θανατική ποινή θα ‘πρεπε ν’ αντικατασταθεί με τα ισόβια δεσμά.

-”Εγώ δε συμφωνώ μαζί σας“, είπε ο οικοδεσπότης. “Δε δοκίμασα μήτε τονα μήτε τ’ άλλο, αλλά αν μπορεί κανείς να κρίνει a priori τότε, κατά τη γνώμη μου, η θανατική ποινή είναι ηθικότερη και πιο ανθρωπιστική από τα ισόβια. Η εκτέλεση σκοτώνει αμέσως, μα τα ισόβια σκοτώνουνε σιγά-σιγά. Ποιός δήμιος απ’ τους δυο είναι πιο ανθρωπιστικός; Αυτός που σκοτώνει μέσα σε λίγα λεπτά ή αυτός που σκοτώνει λίγο-λίγο τη ζωή για πολλά χρόνια“;

-”Και το ένα και το άλλο είναι το ίδιο ανήθικα” παρατήρησε κάποιος από τους επισκέπτες, “επειδή έχουν ένα και τον αυτό σκοπό: την αφαίρεση ζωής. Η κυβέρνηση δεν είναι Θεός. Δεν έχει το δικαίωμα ν’ αφαιρέσει κείνο που δε μπορεί να δώσει πίσω, αν το θελήσει“.

Μεταξύ των επισκεπτών ήταν κι ένας νομικός, νέος άνθρωπος γύρω στα εικοσιπέντε. Όταν του ζητήσανε τη γνώμη, είπε:
-”Κι η ποινή του θανάτου και τα ισόβια είναι το ίδιον ανήθικα, αλλά αν μου πρότειναν να διαλέξω εν από τα δυο, θα διάλεγα βέβαια το δεύτερο. Να ζεις με κάποιο τρόπο, είναι καλύτερα από το να μη ζεις“.
Η συζήτηση άναψε για τα καλά. Ο τραπεζίτης, που τότε ήταν νεώτερος και πιο νευρώδης, έγινε ξαφνικά έξω φρενών, χτύπησε τη γροθιά του στο τραπέζι κι απευθυνόμενος στον νεαρό νομκό, φώναξε:
-”Δεν είναι αλήθεια! Βάζω στοίχημα δυο εκατομμύρια πως δε θα μείνετε σε κελί μήτε πέντε χρόνια“.
-”Αν το λέτε σοβαρά“, απάντησε ο νεαρός, “βάζω στοίχημα πως θα μείνω όχι πέντε, μα δεκαπέντε χρόνια“!

Κι αυτό λοιπόν το ανήκουστο κι ανόητο στοίχημα μπήκε! Ο τραπεζίτης μη ξέροντας τότε, μήτε κι ο ίδιος πόσα εκατομμύρια είχε, κακομαθημένος κι απερίσκεπτος, ήταν ενθουσιασμένος με το στοίχημα. Στο δείπνο πείραζε τον νομικό κι έλεγε:
-”Βάλτε λίγο μυαλό νεαρέ μου, πριν ακόμα είναι αργά. Για μένα δυο εκατομμύρια δεν είναι τίποτα, σεις όμως κινδυνεύετε να χάσετε τρία-τέσσερα από τα καλύτερά σας χρόνια. Λέω τρία-τέσσερα, γιατί δε θα μείνετε περισσότερο. Επίσης, μη ξεχνάτε πως η εθελοντική φυλάκιση είναι πολύ πιο βαριά από την υποχρεωτική. Η σκέψη πως οποιαδήποτε στιγμή έχετε το δικαίωμα να βγείτε λεύτερος έξω, θα δηλητηριάζει όλη σας την ύπαρξη μες στο κελί. Σας λυπάμαι“!

Ο τραπεζίτης τώρα, βηματίζοντας πέρα-δώθε, θυμόταν όλ’ αυτά κι αναρωτιόταν: “Γιατί μπήκε αυτό το στοίχημα; Ποιό τ’ όφελος που ο νομικός έχασε δεκαπέντε χρόνια ζωής κι εγώ πετάω δυο εκατομμύρια; Μπορεί αυτό ν’ αποδείξει στους ανθρώπους πως η θανατική καταδίκη είναι χειρότερη από τα ισόβια; Όχι βέβαια. Μωρολογίες κι ανοησίες. Από τη δική μου πλευρά ήταν μια παραξενιά ανθρώπου που ‘ναι χορτάτος κι από τη πλευρά του νομικού, απληστία για λεφτά…” Θυμήθηκε επίσης αυτά που γίναν ύστερα από το βράδυ κείνο.

Αποφάσισαν ο νομικός να εκτίσει την εθελοντική ποινή του κάτω από την αυστηρότερην επίβλεψη, σε μιαν από τις πτέρυγες κοντά στο σπίτι του τραπεζίτη. 

Συμφωνήσαν ότι στη διάρκεια των δεκαπέντε ετών δε θα ‘χε το δικαίωμα να περάσει το κατώφλι της πτέρυγας, να βλέπει ανθρώπους ζωντανούς, ν’ ακούει ανθρώπινες φωνές και να παίρνει γράμματα ή εφημερίδες. Του επιτρεπόταν να ‘χει μουσικό όργανο, να διαβάζει βιβλία, να γράφει, να πίνει κρασί και να καπνίζει. Με τον έξω κόσμο, σύμφωνα μ’ ειδικόν όρο, μπορούσε να επικοινωνεί μόνο χωρίς να μιλά, μες από ‘να μικρό παράθυρο φτιαγμένο ειδικά γι’ αυτό τον σκοπό. Η συμφωνία πρόβλεπε ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, ώστε να υπάρχει αυστηρή απομόνωση κι υποχρέωνε τον νομικό να μείνει στη φυλακή ακριβώς δεκαπέντε χρόνια: από τις δώδεκα το μεσημέρι της δεκάτης τετάρτης Νοέμβρη 1870, έως και τις δώδεκα το μεσημέρι της δεκάτης τετάρτης Νοέμβρη του 1885. Η παραμικρή απόπειρα από τον νομικό να παραβεί τους όρους, έστω και δυο λεπτά πριν από το τέλος της συμφωνίας, απελευθέρωνε τον τραπεζίτη από την υποχρέωση να του πληρώσει τα δυο εκατομμύρια.

Τον πρώτο χρόνο φυλακής κι όσο μπορεί να κρίνει κανείς από τα σύντομα σημειώματα, υπέφερε πολύ από μοναξιά και πλήξη. Από τη πτέρυγα, νύχτα και μέρα, ακουγότανε συνεχώς το πιάνο. Το κρασί, έγραφε, διεγείρει τις επιθυμίες, που ‘ναι εχθροί του φυλακισμένου. ‘Αλλωστε να πίνεις ωραίο κρασί και να μη βλέπεις κανένα, δεν υπάρχει τίποτα πιο πληκτικό. Όσο για τον καπνό, βρωμίζει τον αέρα στο δωμάτιό του. Τον πρώτο χρόνο του στέλνανε βιβλία κυρίως ελαφρού περιεχομένου. Περιοδικά, ερωτικά μυθιστορήματα, διηγήματα μ’ εγκληματικό και φανταστικό περιεχόμενο, κωμωδίες κι άλλα.

Τη δεύτερη χρονιά η μουσική σίγησε στη πτέρυγα κι ο νομικός ζητούσε στα σημειώματά του μόνο κλασικούς. Τον πέμπτο χρόνο ακούστηκε πάλι μουσική κι ο έγκλειστος παρακάλεσε για κρασί. Εκείνοι που τόνε παρακολουθούσαν από το παράθυρο λέγανε πως ολόκληρη κείνη τη χρονιά μόνον έτρωγε, έπινε και ξάπλωνε στο στρώμα, συχνά χασμουριότανε και μιλούσε θυμωμένα με τον εαυτό του. Βιβλία δε διάβαζε. Μερικές φορές, καθότανε τις νύχτες να γράφει. Έγραφε για πολλή ώρα και κοντά στα ξημερώματα έσκιζε σε μικρά κομμάτια, όλα όσα είχε γράψει. ‘Άλλες φορές τον ακούγανε να κλαίει.

Στο δεύτερο μισό του έκτου χρόνου, ασχολήθηκε επίμονα με τη μελέτη γλωσσών, φιλοσοφίας κι ιστορίας. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη μελέτη αυτών των επιστημών, τόσο, που ο τραπεζίτης μόλις πρόφταινε να του στέλνει βιβλία. Μέσα σε τέσσερα χρόνια ζήτησε και του στείλανε, γύρω στους εξακόσιους τόμους. Κατά τη περίοδο αυτής της μανίας, ο τραπεζίτης, μεταξύ άλλων, έλαβε από τον κατάδικό του το εξής γράμμα:

  “Αγαπητέ μου δεσμοφύλακα! Σας γράφω αυτές τις γραμμές σ’ έξι γλώσσες. Δείξτε τες στους ειδικούς να τις διαβάσουν. Αν δε βρούνε κανένα λάθος, τότε πολύ θα σας παρακαλούσα, προστάξτε να πυροβολήσουνε στον κήπο με το ντουφέκι κι αυτό θα μου πει πως οι προσπάθειές μου δε πήγανε χαμένες. Οι μεγαλοφυΐες όλων των εποχών κι όλων των χωρών του κόσμου μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες, αλλά μέσα σ’ όλους καίει μια και μόνη φλόγα. Ω αν ξέρατε ποια ουράνια ευτυχία δοκιμάζει τώρα η ψυχή μου, που ξέρω πως να τους καταλάβω“.

Η επιθυμία του καταδίκου εκπληρώθηκε. Ο τραπεζίτης πρόσταξε να πυροβολήσουνε στον κήπο δυο φορές. Στη συνέχεια, μετά τον δέκατο χρόνο, ο νομικός καθόταν ακίνητος στο τραπέζι και διάβαζε μόνο το Ευαγγέλιο. Στον τραπεζίτη φαινότανε παράξενο που ένας άνθρωπος που κατάφερε να διαβάσει σε τέσσερα χρόνια εξακόσιους δύσκολους τόμους, χρειάστηκε ένα σχεδόν χρόνο για να διαβάσει έν ευκολόητο κι όχι βιβλίο. Μετά το Ευαγγέλιο, πήρανε σειρά η ιστορία των θρησκειών κι η θεολογία.
   
Τα τελευταία δυο χρόνια της φυλάκισης, ο κατάδικος διάβαζε υπερβολικά πολύ, χωρίς καμιά διάκριση. Τη μια φορά μελετούσε φυσικές επιστήμες, την άλλη ζητούσε Μπάιρον ή Σέξπιρ. Σε μερικά σημειώματά του παρακαλούσε να του στείλουνε ταυτόχρονα, χημεία, εγχειρίδιο ιατρικής, κάποιο μυθιστόρημα και κάποια φιλοσοφική ή θεολογική πραγματεία. Μ’ όλα τούτα τα διαβάσματα που ‘κανε, έμοιαζε σε να κολυμπούσε στη θάλασσα, ανάμεσα στα συντρίμμια κάποιου καραβιού κι επιθυμώντας να σωθεί πιανόταν άπληστα πότε από το ‘να συντρίμμι και πότε απ’ τ΄άλλο.

Ο τραπεζίτης θυμόταν όλ’ αυτά τα χρόνια και σκεπτόταν: “Αύριο το μεσημέρι στις δώδεκα, θα ‘ναι λεύτερος. Κατά τη συμφωνία, υποχρεώνομαι να του πληρώσω δυο εκατομμύρια. Αν το κάνω, θα χρεωκοπήσω οριστικά…”. Πριν από δεκαπέντε χρόνια δεν ήξερε μήτε κι ο ίδιος πόσα είχε, μα τώρα φοβόταν να θέσει στον εαυτό του το ερώτημα: Τα λεφτά που είχε ή τα χρέη του ήτανε πιότερα; Το ριψοκίνδυνο χρηματιστηριακό παιγνίδι, οι τολμηρές κερδοσκοπίες και το θερμόαιμο του χαρακτήρα του, από τον οποίο δε μπορούσε ν’ απαλλαγεί ακόμα και στα γεράματα, οδήγησαν λίγο-λίγο τις δουλειές του σε παρακμή κι ο απαθής, ο επηρμένος, ο περήφανος ζάπλουτος μεταμορφώθηκε σ’ ένα κοινό και μέτριο τραπεζίτη που τρέμει σε κάθε άνοδο και κάθοδο στις αξίες που παίρνανε τα χρεώγραφα.

“Καταραμένο στοίχημα!” μουρμούριζεν ο γέρος πιάνοντας μ’ απόγνωση το κεφάλι του. “Γιατί άντεξε; Γιατί δε πέθανε αυτός ο άνθρωπος; Είναι ακόμα σαράντα ετών. Θα μου πάρει ότι έχω και δεν έχω, θα παντρευτεί, θα απολάυσει τη ζωή, θα παίζει στο χρηματιστήριο κι εγώ σα ζητιάνος, θα βλέπω με ζήλεια και θ’ ακούω κάθε μέρα να μου λέει τα ίδια λόγια: ‘Μένω υπόχρεος απέναντί σας για την ευτυχία μου, επιτρέψτε μου να σας βοηθήσω!’ Ε όχι, αυτό πάει πολύ! Η μοναδική σωτηρία από τη χρεωκοπία και τη ντροπή, είναι ο θάνατος αυτού του ανθρώπου“!


Χτύπησε η ώρα τρεις. Ο τραπεζίτης έβαλε τ’ αφτί του ν’ αφουγκραστεί. Στο σπίτι , όλοι κοιμόντουσαν και το μόνο που ακουγόταν ήταν αθόρυβος έξω από τα παράθυρα που κάνανε τα παγωμένα από το κρύο δέντρα, να γέρνουν ακατάπαυστα από ‘δω κι από κει. Προσπαθώντας να μη βγάλει μήτε άχνα, πήρε από το χρηματοκιβώτιο το κλειδί της φυλακής, που επί δεκαπέντε χρόνια δεν άνοιξε ποτέ, φόρεσε το παλτό του και βγήκε από το σπίτι.


Έξω ήτανε σκοτεινιά κι έκανε κρύο. Έβρεχε. Στο αλσύλλιο φυσούσε με βουή, δυνατός, υγρός αγέρας. Ο τραπεζίτης προσπαθούσε να εντείνει την όρασή του, αλλά δεν έβλεπε μήτε γη, μήτε τα λευκά αγάλματα, μήτε τα δέντρα, μήτε τη πτέρυγα. Πλησιάζοντας προς το μέρος της, φώναξε δυο-τρεις φορές τον φύλακα. Απάντηση καμιά. Ήτανε φανερό πως είχε πάει να καλυφθεί από τη κακοκαιρία και τώρα θα κοιμότανε κάπου στη κουζίνα ή στο θερμοκήπιο.


“Αν έχω το κουράγιο να κάμω αυτό που σκοπεύω“, σκέφτηκε ο γέρος, “οι υποψίες θα πέσουνε πρώτα απ’ όλα στον φύλακα“. Και ψηλαφώντας στο σκοτάδι τα σκαλοπάτια και τη πόρτα, μπήκε στον προθάλαμο της πτέρυγας. Προχώρησε λίγο χωρίς να βλέπει και βρέθηκε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. Άναψε ένα σπίρτο. Δεν υπήρχε ψυχή. Είδε μόνο το κρεβάτι χωρίς στρώμα, ενώ στη γωνιά μαύριζε μια μαντεμένια σόμπα. Οι σφραγίδες στη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του φυλακισμένου, ήταν άθικτες. Όταν έσβησε το σπίρτο, ο γέρος, τρέμοντας από τη ταραχή, κοίταξε στο παραθυράκι.


Μες στο δωμάτιο φώτιζε αμυδρά ένα κερί. Ο ίδιος ο φυλακισμένος καθότανε κοντά στο τραπέζι. Φαινόταν μόνον η ράχη του, τα μαλλιά και τα πόδια. Πάνω στο τραπέζι, στα δυο καθίσματα και στο χαλί κοντά στο τραπέζι, βρίσκονταν ανοιχτά βιβλία. Πέρασαν πέντε λεπτά κι ο φυλακισμένος δε κουνήθηκε διόλου. Τα δεκαπέντε χρόνια στη φυλακή τόνε δίδαξαν να κάθεται ακίνητος. Ο τραπεζίτης χτύπησε με το δάχτυλο στο παράθυρο, αλλά ο φυλακισμένος δεν απάντησε στο χτύπο, μήτε με μια κίνηση. Ο τραπεζίτης τότε έβγαλε προσεχτικά τις σφραγίδες από τη πορτάκι έβαλε το κλειδί στη κλειδωνιά. Από τη σκουριασμένη κλειδαριά ακούστηκε ένας βραχνός ήχος κι η πόρτα άνοιξε. Ο τραπεζίτης περίμενε πως θ’ ακουστεί αμέσως κραυγή έκπληξης και βήματα, μα περάσανε δυο-τρία λεπτά και μέσα ήταν ησυχία όπως πριν. Αποφάσισε να μπει στο δωμάτιο.


Στο τραπέζι καθόταν ακίνητος ένας άνθρωπος που δεν έμοιαζε με τους συνηθισμένους. Ήτανε σκελετός τυλιγμένος εφαρμοστά με δέρμα, είχε μακριά σγουρά μαλλιά όπως οι γυναίκες και τραχύμαλλη γενειάδα. Το χρώμα στο πρόσωπό του ήτανε κίτρινο μ απόχρωση χωματένια, τα μάγουλα βαθουλωτά, η ράχη μακρουλή και στενή και το χέρι που κρατούσε το μαλλιαρό κεφάλι ήτανε τόσο λεπτό κι αδύνατο, που, όταν το κοίταζες ένιωθες φρίκη. Τα μαλλιά του λάμπανε σαν ασήμι και κοιτάζοντας το γεροντικό κι εξαντλημένο πρόσωπο, κανείς δε θα πίστευε πως ήταν μόνο σαράντα ετών. Κοιμόταν… Μπροστά στο γερμένο κεφάλι του, πάνω στο τραπέζι, ήταν ένα φύλλο χαρτιού, που ‘χε κάτι γραμμένο με ψιλά γράμματα.


“Απαίσιος άνθρωπος!” σκέφτηκε ο τραπεζίτης. “Κοιμάται και στα όνειρά του ίσως βλέπει εκατομμύρια! Αρκεί να πάρω αυτό τον μισοπεθαμένο, να τόνε πετάξω στο κρεβάτι και να τόνε πνίξω απλά με το μαξιλάρι. Ακόμα κι η πιο ευσυνείδητη πραγματογνωμοσύνη δε πρόκειται να βρει σημάδια βίαιου θανάτου. Αλλά για να δούμε τι γράφει εδώ…” Άπλωσε το χέρι, πήρε από το τραπέζι το χαρτί και διάβασε τα εξής:


“Αύριο στις δώδεκα το μεσημέρι, παίρνω την ελευθερία μου και το δικαίωμα να επικοινωνώ με τους ανθρώπους ξανά. Προτού όμως αφήσω τούτο το δωμάτιο και προτού δω τον ήλιο, θεωρώ αναγκαίο να σας πω λίγα λόγια. Με καθαρή τη συνείδηση μπρος στον Θεό που με βλέπει, σας δηλώνω πως περιφρονώ και την ελευθερία και τη ζωή και την υγεία κι όλα όσα ονομάζονται στα βιβλία σας αγαθά του κόσμου.
Επί δεκαπέντε χρόνια σπούδασα προσεχτικά τη ζωή. Είναι αλήθεια πως δεν είδα γη κι ανθρώπους, αλλά διαβάζοντας τα βιβλία σας, γεύτηκα το αρωματικό κρασί, τραγούδησα τραγούδια, κυνήγησα ελάφια κι αγριογούρουνα, αγάπησα γυναίκες… Αιθέριες καλλονές, πλασμένες με τη μαγεία που τους εμφύσησε η μεγαλοφυΐα των ποιητών σας, μ’ επισκέπτονταν τα βράδια σα πανάλαφρο νέφος και μου ‘λεγαν ψιθυριστά, θαυμάσια παραμύθια, που μεθούσανε το νου μου. Μες από τα βιβλία σας σκαρφάλωνα στις κορφές του Έλμπορους και του Μονμπλάν, απ’ όπου τα πρωινά έβλεπα τον ήλιο ν’ ανατέλλει και τα δειλινά να πλημμυρίζει τον ουρανό και τις κορφές των βουνών με το πορφυρό του χρυσάφι. 


Από κει ψηλά, έβλεπα πως λάμπαν οι αστραπές, όταν πάνω από το κεφάλι μου χαράκωναν εκτυφλωτικά τα νέφη. Έβλεπα πράσινα δάση, λιβάδια, ποτάμια, λίμνες, πόλεις, άκουγα τις Σειρήνες να τραγουδάνε και τους βοσκούς να παίζουνε τις φλογέρες τους, ψηλάφιζα τα φτερά εξαίσιων διαβόλων που ‘ρχονταν πετώντας να μιλήσουμε για τον Θεό… Ριχνόμουν μες στην απύθμενην άβυσσο των βιβλίων σας, έκανα θαύματα, σκότωνα, έκαιγα πόλεις, έκανα κηρύγματα νέων θρησκειών, κατακτούσα ολάκερα βασίλεια…


Τα βιβλία σας μου δώσανε σοφία. Όλα τούτα που για αιώνες δημιουργούσεν η ακούραστη ανθρώπινη σκέψη, στριμωχτήκαν μες στο νου μου, σ’  ένα μικρό σβώλο. Ξέρω πως είμαι πιο γνωστικός απ’ όλους σας. Περιφρονώ τα βιβλία σας κι όλα τα καλά του κόσμου, περιφρονώ τη σύνεση και τη σοφία. Είν’ όλα εφήμερα, ασήμαντα, πλασματικά κι απατηλά. Είναι αρρωστημένη φαντασία. Είστε σοφοί και περήφανοι, αλλά ο θάνατος θα σας εξαφανίσει από προσώπου γης, ακριβώς όπως θα κάνει και με τα ποντίκια, που ‘ναι κάτω από το πάτωμα. Όσο για τους απογόνους σας, την ιστορία, την αθανασία των μεγαλοφυών ανθρώπων σας, θα παγώσουν όλα ή θα καούν κι αυτά μαζί με τη γήινη σφαίρα.


Έχετε χάσει τα λογικά σας και δε βαδίζετε στο σωστό δρόμο. Το ψέμα το δέχεστε σαν αλήθεια και την ασχήμια για ομορφιά. Θα σας έκανε έκπληξη αν σαν αποτέλεσμα κάποιων συνθηκών, στις μηλιές και στις πορτοκαλιές μεγαλώνανε ξαφνικά αντί καρποί, βατράχια και σαύρες ή αν τα τριαντάφυλλα αρχίζανε ν’ αναδίδουν μυρωδιά ιδρωμένων αλόγων. Εκπλήσσομαι λοιπόν, με σας που ανταλλάξατε τον ουρανό με τη γη. Δε θέλω να σας καταλάβω.
Για να σας αποδείξω στη πράξη τη περιφρόνησή μου σε κάτι με τ’ οποίο εσείς ζείτε, αρνούμαι να πάρω τα δυο εκατομμύρια που κάποτε ονειρευόμουνα σα να ‘ταν ο παράδεισος και που τώρα καταφρονώ. Για ν’ αφαιρέσω από τον εαυτό μου το δικαίωμα αυτό, θα φύγω από δω πέντε ώρες πριν από τον προσυμφωνημένο χρόνο και με τον τρόπον αυτό, θα καταπατήσω τη συμφωνία“.


Αφού τα διάβασε αυτά ο τραπεζίτης, άφησε το χαρτί στο τραπέζι, φίλησε τον παράξενο αυτόν άνθρωπο στο κεφάλι, άρχισε να κλαίει και βγήκε από τη πτέρυγα. Ποτέ άλλη φορά, ακόμα κι ύστερα από μεγάλες χασούρες στο χρηματιστήριο, δεν αισθανόταν τέτοια καταφρόνεση για τον εαυτό του, όπως τώρα δα. Όταν έφτασε στο σπίτι, ξάπλωσε στο κρεβάτι, αλλά η συγκίνηση και τα κλάματα δε τον αφήναν να κοιμηθεί για πολλή ώρα.


Την άλλη μέρα το πρωί, τρέξανε χλωμοί οι φύλακες και του ανακοινώσανε πως ο άνθρωπος που ‘μενε στη πτέρυγα, βγήκε από το παράθυρο στον κήπο, πήγε στην εξώπορτα κι ύστερα κάπου εξαφανίστηκε. Ο τραπεζίτης μαζί με τους υπηρέτες πήγε αμέσως στη πτέρυγα και διαπίστωσε την απόδραση του φυλακισμένου του. Για να μη προκληθούνε περιττές διαδόσεις, πήρε από το τραπέζι το χαρτί με την απάρνηση κι επιστρέφοντας στο σπίτι του, το κλείδωσε μες στο χρηματοκιβώτιο».



Δεν υπάρχουν σχόλια: