Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012
Ό τυφλός οδοιπόρος του Θεού.
Από το σημείο αυτό αρχίζει μια νέα
θαυμαστή περίοδος στη ζωή του π. Αλεξίου. Παραδομένος εντελώς στη χάρη και την
πρόνοια του Θεού, ό τυφλός και αδύναμος διάκονος, ξεκινάει μια μεγάλη πορεία. Θα
ζήσει θαυμαστά γεγονότα, νέες δοκιμασίες, απίστευτα όλα για την κοινή λογική
μας! Ή χάρη του Θεού θα τον οδηγήσει σε τόπους μακρινούς. Ένα άλλο φως θα
αντικαταστήσει τα τυφλά μάτια του και θα φωτίζει το δρόμο του. Διηγείται ό ίδιος
γι' αυτή την αόρατη παρουσία τού Κυρίου:
«Στις οδοιπορίες μου με καθοδηγούσε και
με βοηθούσε ό Θεός. Μου έστειλε ένα "θερμό πνεύμα". Εμπιστεύθηκα σ'
αυτό. Ήταν σαν φως στους οφθαλμούς μου. Προχωρούσε μπροστά μου και είχε πολλή
θερμότητα. Το χειμώνα μέσα στην παγωνιά ερχόταν απ' αυτό ασυνήθιστη ζέστη. Κι εγώ
ακολουθούσα αύτη τη θερμότητα και βάδιζα, βάδιζα, βάδιζα...
»Το πνεύμα αυτό ήταν ό οδηγός μου. Στα
χέρια είχα δύο μπαστουνάκια. Με το ένα ερευνούσα το δρόμο. Το άλλο ήταν το
στήριγμα μου. Όπου με οδηγούσε αυτό το πνεύμα, εκεί και πήγαινα».
Σ' όλες τις οδοιπορίες του ό π.
Αλέξιος προσευχόταν στον Κύριο και στον άγιο Νικόλαο και τους παρακαλούσε να τον
βοηθούν και να τον προστατεύουν.
Κάποτε περπατούσε πάνω στα βουνά. Βρέθηκε
κοντά στο γκρεμό, αλλά ή χάρη τού Θεού τον προφύλαξε και δεν έκανε το μοιραίο
βήμα. Άλλοτε πάλι γλίστρησε και κύλησε σε μια πλαγιά τού βουνού, αλλά ένιωσε
κάποιο χέρι να τον συγκρατεί. «Ποιος είσαι;» ρώτησε ό τυφλός διάκος, και
προσπαθούσε μάταια να ψάξει με τα χέρια γύρω του. «Βαρβάρα», άκουσε μια φωνή. Ό
π. Αλέξιος θεωρούσε ότι εκείνη τη φορά τον έσωσε ή αγία Βαρβάρα.
Στις οδοιπορίες του ό π. Αλέξιος
συναντούσε διάφορους ανθρώπους. Μερικοί τον θεράπευαν, τον τάιζαν, τον πήγαιναν
όπου ήθελε. Άλλοι, αντίθετα, δεν τού έδιναν ούτε μία μπουκιά ψωμί, τον
λιθοβολούσαν, τον χτυπούσαν, τον κορόιδευαν. Κάποια στιγμή τον βρήκαν κλέφτες και
κακούργοι, οι όποιοι τού επιτέθηκαν, τον χτύπησαν, τού αφαίρεσαν τα ρούχα, τον
άφησαν γυμνό και έφυγαν. Με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη θυμόταν μια χωρική από τα
Ουράλια βουνά, τη Βαρβάρα, τον άντρα της Δημήτριο και τα παιδιά τους Ιβάν και
Βλαδίμηρο. Είχε πέσει τότε σε κακοκαιρία. Τον πήραν σπίτι τους, τον
φιλοξένησαν, τον τάισαν, τον έπλυναν κιόλας. Έμεινε μαζί τους τρεις μέρες μέχρι
να τελειώσει ή χιονοθύελλα.
Σαν οδοιπόρος ό π. Αλέξιος, έφτασε
μέχρι την πόλη Μπουζουλούκ στα Ουράλια, όπου φοβόταν στην αρχή τα τραμ. Έλεγε
μάλιστα: «Δεν έζησα ποτέ στον κόσμο και δεν μπορούσα
να καταλάβω γιατί τόσες φωνές, τόσος
θόρυβος, τόση φασαρία».
Στο Μπουζουλούκ τον συνέλαβαν ως άστεγο.
Τον έστειλαν στο νοσοκομείο της πόλης. Εκεί βρέθηκε μια πιστή χριστιανή νοσηλεύτρια,
ή όποια τον βοήθησε. Όταν τελείωσε ή θεραπεία του και τον άφησαν ελεύθερο, τον
έβγαλε έξω από την πόλη και ό π. Αλέξιος συνέχισε την οδοιπορία του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΣΤΑΡΕΤΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΗ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου