Που και που όμως βρίσκει τον τρόπο και το κουράγιο να απαντά όταν τον ρωτούν κάτι. Ως μοναχός, φτάνει στο τέλος του επίγειου ταξιδιού του γεμάτος γαλήνη, αλλά όχι δίχως φροντίδες. Ως σώφρων άνθρωπος, πού ετοιμάζεται για το άλλο, το μεγάλο ταξίδι, ξέρει πως για ένα τέτοιο ταξίδι πρέπει κανείς να φροντίσει για όλα από πριν, να ετοιμάσει τα απαραίτητα και να εφοδιαστεί με τη σκέψη ότι εκεί όπου θα πάει θα είναι καλύτερα να περισσέψει παρά να λείψει κάτι, όταν φτάσει στο τέρμα. Αφιερώνει και σ' εμένα λίγο χρόνο.
Τον κοιτάζω, του μιλάω και μέσα μου πλημυρίζει ή πεποίθηση πώς ό πόνος τελικά έχει νόημα, πώς ή ζωή ολόκληρη δεν μπορεί να μην έχει νόημα. "Όπως πάντα με βασανίζει ή φράση πού είπε κάποτε ό Σαρτρ: «Είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι», φράση ή όποια δεν στερείται δύναμης ούτε και αλήθειας, ακόμα και θεολογικής. Ό Μερλώ Ποντύ συμπληρώνει: «Είμαστε καταδικασμένοι να δίνουμε στα πράγματα νόημα. Ό Σορίν Βασίλιε είπε: «Σημασία δεν έχει ή πραγματικότητα άλλα ή αλήθεια (η οποία είναι άλλο πράγμα) και το νόημα». Ό πατριάρχης Αθηναγόρας τέλος είπε «Από τί πράγμα πεινάει ό σημερινός άνθρωπος; από αγάπη και από νόημα στη ζωή του».
Στον π. Χαραλάμπιε —σαν σε άγιο— σκέφτομαι να εκμυστηρευθώ (θα είναι ό πρώτος) δυο όνειρα πού είχα δει σης φυλακές της Ζιλάβας, εδώ και ενάμιση χρόνο στο κελί είκοσι πέντε.
Την πρώτη φορά είδα στο όνειρο μου τη μητέρα (πήγαινε πάντοτε στην εκκλησία του χωριού και μιλούσε τόσο τέλεια και γοητευτικά τα ρουμανικά) να με παίρνει από το χέρι και να με οδηγεί σ' έναν τοίχο μιας εκκλησίας του Κυρίου έναν τοίχο πελώριο ζωγραφισμένο ολόκληρο με αγίους και καλυμμένο με εικόνες. Με οδηγούσε προς τις ζωγραφισμένες μορφές και τις εικόνες και με προέτρεπε να τις ασπαστώ.
Ήταν χειμώνας του '62, ένας χειμώνας πολύ άγριος με το βοριά να λυσσομανά και τα χωριά αποκλεισμένα από το χιόνι. Ό συγγραφέας Όντομπέσκου στο
Ή μικρή ξυλόσομπα έχει ξεχαρβαλωθεί, δεν γίνεται να ανάψουμε ούτε μια τόση δα μικρή φωτίτσα με τα δυο τρία ξυλαράκια πού καταφέραμε να βρούμε από της 15 Δεκεμβρίου έως την 1η Μαρτίου. Ή καπνιά μέσα στο κελί τυλίγει τα πάντα με ένα παχύ στρώμα, με μια παγωμένη μαυρίλα, ή όποια συνεχίζει να απλώνεται και να σε τραβάει κοντά της. Τρεμουλιάζουμε από το κρύο, νιώθουμε πνιγμένοι από την βρόμα και πεινάμε φοβερά. Εξαιτίας του χιονιού έχει διακοπεί ό ανεφοδιασμός της φυλακής. Μας δίνουν ένα μικρό κομμάτι παγωμένη σούπα μια φορά την ήμερα και αυτό όποτε το θυμούνται. Νερό δεν υπάρχει άλλο. Το μικρό βαρέλι που χρησιμοποιούμε για τουαλέτα είναι ξεχειλισμένο.
Παραδόξως το κρύο, αντί να εξουδετερώσει την οσμή των περιττωμάτων, την εξαγριώνει. Παραμονεύουμε να δούμε πότε θα φτάσει το φαγητό, σαν τα άγρια φυλακισμένα ζώα, των οποίων ή τροφή και ή τύχη είναι στα χέρια ενός ξεχασιάρη αφέντη. Το φαγητό, πού φτάνει κάποια στιγμή τελικά, είναι από καλαμποκάλευρο, άβραστο και παγωμένο από το κρύο.
Δίπλα μου κοιμάται ένας σοφέρ (είναι ό σοφέρ του Τσιμποϊέσκου). Τον έκλεισαν κι αυτόν στη φυλακή μαζί με το αφεντικό του και μάλιστα τον καταδίκασαν σε πολλά χρόνια φυλακή (όπως και τον Κέρτσιου, οδηγό του Άλιμανεστεάνου, γιατί πήγαινε τρόφιμα στον κύριο του, όταν εκείνος βρισκόταν σε κατ' οίκον περιορισμό στο Μπαραγκάν). Στο δικαστήριο φέρθηκε πολύ όμορφα, παραδέχθηκε ότι πιστεύει στον χριστιανισμό και ακολούθησε τον κύριο του στη φυλακή, έτσι όπως ακολουθούσαν τους σταυροφόρους οι ασπιδοφόροι σωματοφυλακές τους, στις σταυροφορίες, στους πολέμους και στους κινδύνους. Την καθημερινή ζωή της φυλακής πάντως με δυσκολία την υπομένει,
Νευριάζει εύκολα και (όπως οι περισσότεροι απλοί άνθρωποι) υποφέρει από τον συνωστισμό, τη βρόμα και τις ελλείψεις, πιο πολύ απ' ότι οι διανοούμενοι και γενικά οι ευκατάστατοι. Τον ενοχλεί το τρομερό ροχαλητό του διπλανού. Με δισταγμό με παρακαλεί ν' αλλάξουμε θέσεις: να περάσω εγώ στη θέση του, πιο κοντά στην πηγή του ροχαλητού και να 'ρθει εκείνος στη δική μου. Ή απόσταση που κερδίζει απ' αυτή τη μετακίνηση είναι ασήμαντη από κάθε άποψη, άλλα ό άνθρωπος σε παρόμοιες καταστάσεις δημιουργεί αυταπάτες και, όταν τα πάντα εκτυλίσσονται στα όρια αντοχής του νεύρο-ψυχικού κόσμου, τότε ακόμη και μια μικρή μετακίνηση λίγων εκατοστών μπορεί να συμβάλει στον καθησυχασμό ενός ανθρώπου. Αλλάζουμε θέσεις.
Τη δεύτερη μέρα, προς το βράδυ, ό σοφέρ κατευθύνεται και πάλι προς το μέρος μου και με περισσότερο δισταγμό αυτή τη φορά μου ζητά και πάλι να αλλάξουμε θέσεις. Θέλει να ξαναγυρίσει στην αρχική του θέση. Εκεί όπου κοιμήθηκε δεν του άρεσε, υπέφερε. Αλλάζουμε και πάλι θέσεις.
Δεν περίμεναν πάντως να τους δεχτούμε όπως τούς δεχτήκαμε. Τους καλωσορίσαμε με ηρεμία και γελάσαμε όλοι με τα χάλια μας. Πού να τους βάλουμε όλους όμως να κοιμηθούν; Στριμωχνόμαστε όλοι μας για να εξοικονομήσουμε λίγο χώρο και γι` αυτούς. Ένας χώρος πού τις πιο πολλές φορές υπάρχει μόνο μέσα στη φαντασία μας, σαν κι αυτόν πού συναντά κανείς στη γεωμετρία. Μερικοί το μόνο πού καταφέρνουν είναι να λαγοκοιμούνται σε κάτι πάγκους. Σε έναν κρατούμενο ογκώδη και εξοργισμένο (το πρόσωπο του οποίου φανερώνει κούραση και αρκετά βασανιστήρια) προσφέρω τη θέση μου, μιας και μαζί είναι αδύνατον να χωρέσουμε, αλλά και όσο να 'ναι στην κατάσταση πού βρίσκεται έχει πιο πολύ ανάγκη τον ύπνο έστω και για δυο τρεις ώρες ανάπαυσης. Περνώ την υπόλοιπη νύχτα σ' έναν πάγκο.
Τη δεύτερη νύχτα κοιμάμαι τσακισμένος από την κούραση. Και τότε, εκείνη την νύχτα, αξιώνομαι να δώ ένα θαυμαστό όνειρο, μια οπτασία. Βλέπω τον Κύριο Ιησού Χριστό όχι προσηλωμένο στον σταυρό, άλλα σαν γιγάντιο φώς —κατάλευκο και εκθαμβωτικό—, και νιώθω ανείπωτα ευτυχισμένος. Το φώς με κατακλύζει από όλες τις μεριές, είναι μια τέλεια ευτυχία και εξαλείφει τα πάντα. Λούζομαι από εκτυφλωτικό φώς, πλέω σε φώς, βρίσκομαι μέσα στο φώς και σε έκσταση. Νιώθω πώς θα διαρκεί αιώνια, «'Εγώ είμαι», ακούω ναι μου λέει το φώς, όχι όμως με λόγια άλλα με τη σκέψη. «'Εγώ είμαι», και το νιώθω με το νου και τις αισθήσεις. Νιώθω ότι είναι ό Κύριος και ότι βρίσκομαι κατάμεσα στο φώς του Θαβώρ. Δεν βλέπω απλώς το φώς, ζω μέσα στο φώς
Μα πάνω απ' όλα νιώθω ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος. Είμαι ευτυχισμένος και το νιώθω και το λέω στον εαυτό μου. Και το φώς αυτό λες και είναι πιο λαμπρό από το φώς πού εμείς ξέρουμε, λες και το φώς αυτό μιλάει και μου λέει ποιος είναι. Το όνειρο μου φαίνεται πώς διαρκεί πολύ, πάρα πολύ. Η ευτυχία πού νιώθω όχι μόνο διαρκεί συνεχώς, άλλα αυξάνεται ολοένα και περισσότερο. Αν το κακό δεν έχει τέλος, τότε ούτε και το καλό έχει όρια, ό κύκλοι του φωτός πού με περιβάλλει γίνεται ολοένα και πιο πλατύς, ενώ ή ευτυχία, που στην αρχή με τύλιξε σαν μεταξένιο πέπλο, ξαφνικά αλλάζει τακτική, γίνεται δυνατή, πετάγεται και κατρακυλά πάνω μου σαν χιονοστιβάδα, ή οποία (ενάντια στο νόμο της βαρύτητας) με σηκώνει ψηλά και κατόπιν ξανά αλλάζει τρόπους:Mε νανουρίζει τρυφερά και στο τέλος αμείλικτα με αντικαθιστά. Δεν υπάρχω πια. Αλλά όχι υπάρχω. Μα τόσο δυνατός πού δεν αναγνωρίζω πλέον τον εαυτό μου.
Ο π. Χαραλάμπιε με ακούει με προσοχή, δεν χαμογελάει, δεν ξαφνιάζεται. Mου άπαντα λέγοντας μου πώς δεν πιστεύει ότι τα δύο αυτά όνειρα είναι Αντίθετα με μακαρίζει. Μου ζητά όμως πολλή εχεμύθεια και ταπεινή αυτοκυριαρχία. Κυρίως όμως μου ζητά (είναι δύσκολο, παραδέχεται κι εκείνος, να καταλάβει αυτό κανείς, μα πρέπει, μου λέει, να προσπαθήσω) να τα δώ όλα ως φυσιολογικά, ως κάτι μη ξεχωριστό, κάτι το όποιο δεν πρέπει να με εμποδίσει και να με βγάλει από το δρόμο πού έχω διαλέξει. Μου ζητά το πρώτο όνειρο το δώ σαν μια καλή σκέψη για τη μητέρα, σαν ένα χαιρετισμό. Όσο για το δεύτερο, μου λέει πώς το έλεος του Κυρίου μας είναι αμέτρητο. Όταν περνά, συμβαίνει ή άκρη του μανδύα Του να αγγίξει κάποιον πού κάνεις δεν περιμένει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου