Στην
αρχή της μοναχικής της ζωής ζούσε μόνη της στο μοναστήρι. Τέσσερα χρόνια
αργότερα ο Μητροπολίτης χειροτόνησε την Γερασίμη από την Αθήνα και την Ευφημία,
η οποία κοιμήθηκε νωρίς. Η γερόντισσα, παρά την σοβαρή αναπηρία της, που
σιγά-σιγά θα την καθήλωνε για20 ολόκληρα χρόνια, εργαζόταν σκληρά την ημέρα.
«Ήμουν καλά στην αρχή. Περπατούσα με μπαστούνια, κατέβαινα κάτω, στον ναό. Στο
χέρι έπλενα τα σεντόνια των προσκυνητών. Φιλοξενούσα αρκετό κόσμο.Τις Κυριακές
γεμάτος ο ναός ασφυκτικά,όπως και οι διάδρομοι.
Έφτιαχνα
φαγητά και γλυκά αποβραδίς. Τις σαρακοστές,τηγανίτες, ψωμί με λάδι κι ελιές.
Ξαφνικά είδα ότι δεν μπορούσα να ανεβοκατεβαίνω τα σκαλιά, ε, και σιγά-σιγά,
καθηλώθηκα...».
Η
γερόντισσα ήταν μοναχή με όλη την σημασία της λέξεως. Έμαθε και έζησε την
μοναχική ζωή, στην γνήσια έκφρασή της. Είχε την αρετή της μακαρίας απλότητος,
πέρα από το φιλότιμο και την λιτότητα που την διέκρινε. Συνήθιζε να λέει πως
από μικρή ήταν πολύ αγαθή. Δεν είχε πονηριά μέσα της.
Η
απλότητα και η ταπείνωση ήταν πολύτιμα στολίδια της. Η ψυχή της ήταν παιδική.Το
στοιχείο αυτό της παιδικής απλότητος,που το εγκωμιάζει ο ίδιος ο Χριστός στο
Ευαγγέλιο, αποτελεί διακριτικό γνώρισμα των Αγίων.
Τηρούσε
αυστηρότατα τα μοναχικά της καθήκοντα και τις ακολουθίες του νυχθημέρου.Πίστευε
πως μια παρέκκλιση από τα παραδεδομένα και μάλιστα, χωρίς σοβαρό λόγο, μπορεί
να φέρει και δεύτερη. Την δεύτερη εύκολα την διαδέχεται η τρίτη και τότε το
κακό προχωρεί. Κάθε μοναχός υποχρεούται να κάνει καθημερινά με το κομποσχοίνι
του ορισμένο αριθμό προσευχών και γονυκλισιών. Πρόκειται για τον λεγόμενο
μοναχικό κανόνα, όπως προαναφέραμε. Η γερόντισσα, εκτός από τον καθιερωμένο
κανόνα, έκανε επιπλέον επί μονίμου βάσεως τον διπλάσιο, γιατί,όπως έλεγε
χαριτολογώντας, μα και σοβαρά:«μπορεί να πέσω αύριο στο κρεβάτι.Γιατί να μην
κάνω τώρα λίγο παραπάνω που μπορώ;».
Λόγω
της αναπηρίας της , δεν μπορούσε να κάνει μετάνοιες. Έκανε τα κομποσχοίνια της
με μεγάλους σταυρούς, πάντοτε καθιστή στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι της και ποτέ
ξαπλωμένη. Όταν κάποιος της προσέφερε ένα κανονικό μαξιλάρι για τις πολύωρες
ακολουθίες της, αρνήθηκε κατηγορηματικά,δεν θέλησε να το χρησιμοποιήσει, γιατί
το θεώρησε άνεση και πολυτέλεια. «Όχι,όχι, ευλογημένε, παρ’ το από 'δω, εγώ
είμαι μοναχή. Τί θα πω στον Κύριό μου,όταν παρουσιαστώ;»
-
Γερόντισσα, το πόδι σας χρειάζεται ανάπαυση, μην το κουράζετε τόσο, να
ξαπλώνετε λιγάκι. Γελώντας, απαντούσε: -Τέτοιο που 'ναι, τέτοια του
χρειάζονται, για να βάλει μυαλό.
Κάποια
φορά, μας εκμυστηρεύτηκε ότι απ' την μασχάλη της έτρεχε συνεχώς αίμα, λόγω των
μεγάλων σταυρών που έκανε. Ήταν καύσωνας. Της πήγαμε μία κρέμα, που την
δέχθηκε. Μας είπε ότι ήταν πολύ καλή.Όταν την ξαναρωτήσαμε μετά από καιρό
σχετικά με την πληγή αυτή, αν η κρέμα την είχε όντως βοηθήσει, γιατί φαινόταν
πως υπέφερε, απάντησε πάλι με τα εξής:«Τί δουλειά έχει η καλογερική με την
άνεση και τις κρέμες;».
Το
πρωί ξυπνούσε στις 03:00. Μία ώρα χρειαζόταν για να κατέβει από το κρεβατάκι
της,στηριζόμενη στους αγκώνες, για να πάει στο λουτρό, που ήταν κατασκευασμένο
ακριβώς δίπλα απ' αυτό.
Τα"πρωινά",
όπως χαρακτηριστικά έλεγε τις ακολουθίες του μεσονυκτικού και του όρθρου, τα
άρχιζε στις 04:00 και τα τέλειωνε γύρω στις 09:00. Δεν παρέλειπε τίποτε. Την
ακολουθία των "Ωρών",την τελούσε, όπως στα μοναστήρια. Τέλειωνε τον
όρθρο με τα αναγνώσματα του Αποστόλου και του Ευαγγελίου.
Αμέσως
μετά άρχιζε το κομποσχοίνι επί ώρες ατέλειωτες. «Δεν αφήνω το κομποσχοίνι ποτέ
από το χέρι μου. Και όταν μιλάω με τον κόσμο και όταν κοιμάμαι, το κρατώ και
λέω την ευχή με το πνεύμα μου». Το τρίτο δάκτυλο του αριστερού χεριού της με το
οποίο κρατούσε το κομποσχοίνι της, είχε ένα εμφανέστατο βαθούλωμα.
Ο
καθημερινός της απλός κανόνας ήταν δώδεκα 300άρια κομποσχοίνια με σταυρούς,100
μετάνοιες, τις οποίες έκανε σε σταυρούς,κλίνοντας το σώμα της προς τα κάτω,
και27 σταυρωτά κατοστάρια!
Βέβαια,σε
καθημερινή βάση, δεν παρέλειπε και τα"απόρρητα", όπως τα ονόμαζε.
Αυτά ήταν 15 300άρια σταυρωτά (από 3 στην Αγία Τριάδα, στην κυρία Θεοτόκο,
στους Αγίους της ημέρας, στους Αγίους Πάντες και στον Φύλακα Άγγελο). Όλες τις
ακολουθίες της,της τελούσε ψαλτά.
Τους
Χαιρετισμούς της Υπεραγίας Θεοτόκου,τους διάβαζε 2 φορές την ημέρα με άκρα
ευλάβεια και με δάκρυα στα μάτια. Συχνά,στους επισκέπτες της διηγούνταν την
ιστορία, που η Παναγία παρουσιάστηκε σε μοναχό και τον διαβεβαίωσε πως, όποιος
διαβάζει με ευλάβεια τους Χαιρετισμούς Της, θα τον προστατεύει, όχι μόνο σ'
αυτήν την ζωή την πρόσκαιρη, αλλά και κατά την ώρα που η ψυχή θα χωρίζεται από
το σώμα,την ώρα του θανάτου. Μετά τους πρωινούς Χαιρετισμούς άρχιζε να ψάλλει
μελωδικότατα την παράκληση της Παναγίας, εναλλάξ,μια μέρα την μικρή, μια μέρα
την μεγάλη,και αμέσως μετά του Αγίου Νεκταρίου,όπου στο τέλος έλεγε αρκετά
τροπάρια και μεγαλυνάρια Αγίων. Η φωνή της ήταν χαρακτηριστική, μελωδική και
γλυκύτατη.Η χροιά της είχε κάτι το ιδιαίτερο. Τον Κανόνα στον Δεσπότη Χριστό,
τον έψαλλε σε καθημερινή βάση. Και αμέσως μετά,διέκοπτε τα καθήκοντά της για το
λιτό,μεσημεριανό φαγητό της, το οποίο βρισκόταν στο μικρό ψυγείο, που ήταν
κοντά της.Την φροντίδα του φαγητού της είχαν αναλάβει οι κατά σάρκα αδελφές της,
που της το έφερναν από το σπίτι. Το κρατούσε2 και 3 μέρες.
Αν
κανείς την έβλεπε για πρώτη φορά, θα δάκρυζε. Αναπηρία 100%. Έτρωγε σαν
σπουργίτι,εκεί όπου καθόταν και προσευχόταν στο τσιμεντένιο σκαλοπάτι.
Να
σημειωθεί ότι κρατούσε αυστηρά τις νηστείες, ιδιαίτερα τα τριήμερα, κατά τα
οποία δεν έπινε ούτε νερό.
Αμέσως
μετά το μεσημεριανό φαγητό, άρχιζε την ακολουθία της Ενάτης Ώρας και τον
Εσπερινό. Στη συνέχεια, έψελνε το Θεοτοκάριο του Αγίου Νικοδήμου και του Αγίου
Νεκταρίου και ολοκλήρωνε με την ακολουθία του Αποδείπνου και των Χαιρετισμών.
Πάντοτε,πετούσε
από χαρά, παρά τις δοκιμασίες της. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά της ήταν μια
συνεχής χαρά και μακαριότητα.Ζούσε έντονα με φόβο Θεού την κάθε στιγμή.
Ήταν
πολύ λεπτός χαρακτήρας και είχε πάντοτε μια συνεχή πνευματική δίψα. Είχε τον
Θεομητορικό πόθο μέσα της. Γλυκομίλητη σε όλους. Απλή, άκακη και διδακτική. Ακόμα
κι αν θύμωνε, συγχωρούσε ευθύς αμέσως. Έλεγε: «Σκέπαζε τα πράγματα για να σε
σκεπάζει και εσένα ο Θεός».Δεν μνησικακούσε ποτέ, δεν έβλαψε κανέναν, αντιθέτως
ευεργέτησε πολλούς με την προσευχή της. Το βλέμμα της ήταν ήμερο και διαχεόταν
με φως πνευματικό, ταπεινό, πράο, ανεξίκακο, γεμάτο αγάπη και γλυκύτητα. Αγάπη,
όχι όπως την φανταζόμαστε εμείς οι κοσμικοί. Συνήθιζε να λέει, με γεμάτα πάντα
τα μάτια δάκρυα: «Αγαπάω πάρα πολύ τον Χριστό μου. Αλλά,Χριστούλη μου, έχω μια
μικρή αδυναμία στην Μανούλα σου» ή, άλλες φορές: «Χριστέ μου, μην θυμώσεις μαζί
μου,δεν διαβάζω γρήγορα, θέλω να συμμετέχει και το πνεύμα μου!»
Είχε
προσλάβει, μες στην απλότητά της, το αιώνιο μήνυμα του Θεού, με αποτέλεσμα να
μεταφράζει την χριστιανική αλήθεια σε καθημερινό τρόπο ζωής. Στις δύσκολες ώρες
των δοκιμασιών της δηλαδή στην περιφρόνηση, στις συκοφαντίες, στην ψυχολογική
πίεση που δεχόταν να εγκαταλείψει το μοναστήρι πονούσε καρδιακά από την
σκληρότητα αυτών των ανθρώπων, και μάλιστα ανθρώπων της εκκλησίας. Έλεγε
πάντοτε: «Δεν υπάρχει αληθινή αγάπη! Πολλοί χριστιανοί, είτε ρασοφόροι, είτε
λαϊκοί, είναι σκληροί άνθρωποι. Δεν αγαπούν. Νηστεύουν, αγρυπνούν,
εξομολογούνται, προσεύχονται, κοινωνούν, αλλά δεν εφαρμόζουν την εντολή της
αγάπης». Αγαπούσε υπερβολικά τον Άγιο Γέροντα Πορφύριο και έλεγε σχετικά:
«Αυτός ο Άγιος είδε την κόλαση γεμάτη από τέτοιους ανθρώπους. Αλλοίμονό μας! Να
μην δώσει ο Θεός γιατί και θα κολαστούμε και στο τέλος θα μας μείνει και ο
κόπος της άσκησης!».
Γνήσια
μοναχή, ειρηνική, ανυπόκριτη, με ακτημοσύνη, με ευλάβεια και ειλικρινή πόθο.
Ό,τι χρήματα της έδιναν, τα έδινε ελεημοσύνη. Ακόμα και τα έξοδα για τον τάφο
της τα είχε πληρώσει χρόνια πριν.Κάποτε, δεν δέχθηκε λάμπα για να βοηθηθεί στις
νυχτερινές ακολουθίες της: «Το κεράκι είναι αρκετό». Ενώ δεν έβλεπε, εντούτοις
αγωνιζόταν μην τυχόν και της το καταλογίσει ο Θεός εν ημέρα κρίσεως:«Εδώ δεν
ήρθαμε για να καλοπεράσουμε,αλλά για να αγωνισθούμε, εξετάσεις δίνουμε».
Δοσμένη στην σιωπή, τα χείλη της και η καρδιά της έλεγαν αδιαλείπτως την
μονολόγιστο ευχή: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και συνέχιζε με το:
«Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Ακόμα και όταν συνομιλούσε, εσωτερικά
διατηρούσε την αδιάλειπτο ευχή.
Δεν
είχε συχνές επισκέψεις. Κανέναν δεν έδιωχνε. Πολλοί, βέβαια, που πήγαιναν ήταν
φορτικοί. Είχε καρτερικότητα και ιώβειο υπομονή. Μιλούσε με χαμόγελο,όσο
κουρασμένη και αν ήταν. Μόλις έφευγε ο επισκέπτης συνέχιζε από εκεί που
σταμάτησε. Γι' αυτό καθημερινά ξάπλωνε μετά την μία τα ξημερώματα. Ο ύπνος της
δεν ξεπερνούσε τις 2-3 ώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου