Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ ΤΌΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ ΙΩΣΗΦ ΗΓΟΥΜΕΝΟY ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΡΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙOY ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, ROSCOE, NY
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΑΠΟ
ΤΌΝ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗ
ΙΩΣΗΦ ΗΓΟΥΜΕΝΟY ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΡΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙOY
ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ, ROSCOE, NY
Άγαπητοί μας άδελφοί,
Ό Κυριάκος έδωσε τό άκρον τής άγάπης του μέ κίνδυνο τής ζωής του στόν έχθρόν του. Άύτήν τήν θυσιαστηκήν άγάπην, πού παραμερίζει
πάθη καί άντιπαλότητες εύχώμαστε ή Χάρις τού Γεννηθέντος Χριστού μας νά άμβάλει
στές ψυχές μας, βλέποντας ό καθένας μας τόν πλησίον του σάν είκόνα Χριστού,
όπως καί τόσο σοφά έλεγαν οί πατέρες μας, Ἑίδες τόν άδελφόν σου, είδες Κύριον τόν Θεόν σου.»
Σάς εύχώμαστε Καλά καί Εύλογημένο τό Άγιον Δωδεκαήμερον καί
πλούσιο πνευματικά τό ἐπί τής θύρας νέον
Έτος 2017.
Μέ πολλήν τήν έν Χριστώ τώ τεχθέντι άγάπην
Άρχιμανδρίτης Ίωσήφ καί οί σύν έν Χριστώ άδελφοί
Ἠ άληθινή αύτή ίστορία διαδραματίζεται κάπου στά χρόνια τού
Έλληνοϊταλικού πολέμου καί τής κατοχής άπό τούς Γερμανούς πού άκολούθησε. Ό Κυριάκος κατέβαινε τήν άπότομην όροσειράν
τής Πινδου, όταν βογγιτά πού άκούγονταν τόν έκαμε νά σταματήση. Κατέβασε τό όπλο του καί πήρε θέση
μάχης. Προχωρούσε πολύ προσεκτικά πρός
τό μέρος πού άκούγονταν τό βογγιτά. Aqua—Aqua! Ίταλικό
άναφιλητό καί έκκλησιν διά νερό τόν έκαμε νά σκύψη στήν ρίζαν ένός θάμνου. Άνάσκελα πεσμένος στές λάσπες σάλευε μέ όσες
δυνάμεις τού άπόμειναν, ένας Ίταλός στρατιώτης.
Οί δύο άνδρες κοιτάχτηκαν στά μάτια.
Δέν γνώριζε ό ένας τήν γλώσσαν τού άλλου. Τό μόνον πού γνώριζε ό ένας διά τόν άλλον, ήταν ότι ήσαν έχθροί.
Κοντοστάθηκε στήν άρχήν
άμήχανος ό Κυριάκος, μά ύστερα έσκυψε, έβγαλε άπό τό γυλιό ένα πρόχειρο
έπίδεσμα καί λίγο ίώδιο. Καθάρισε τό
γεμάτο αίματα πρόσωπό του καί τές πληγές, έδεσε κατόπιν τό κεφάλι τού έχθρού
του καί όσο νερό είχε στό παγούρι του, τό έδωσε νά χορτάσι ό πληγωμένος Ίταλός.
Ύστερα τόν σήκωσε καί ύποβαστάζοντάς τον, σάν νά μοιάζαν δύο άδέλφια
άγκαλιασμένα, τόν έφερε καί τόν άφησε στόν σταθμόν τών πρώτων βοηθειών. Έκανε νά φύγη, μά τά χέιρα τού Ίταλού μέ
δύναμιν τόν κράτησαν. Άπόρησε
περισσότερο όταν ό Ίταλός ψαχουλεύοντας στό μέρος τής καρδιάς, τράβηξε καί
έβγαλε άπό τό λαιμόν του ένα μενταγιόν κρεμασμένο άπό χρυσή καδένα. Τό χούφτωσε μέ τά δύ του χέρια, τό φίλησε καί
μέ δάκρυα τό άπόθεσε στές χούφτες τού Κυριάκου.
Τό γεμάτο εύγνωμοσύνη βλέμμα του, δέν σήκωνε άντιρρήσεις. Τό δώρο τής
εύγνωμοσύνης τού ένός,στό δώρο τής άγάπης τού άλλου Ήταν παραμονές Χριστουγέννων.
Ώσπου ήλθαν οί Γερμανοί,
πόλεμοι, κακουχίες, στερήσεις, πείνα.
Πολλοί τότε πέθαιναν άπό άσιτεία.
Άμέτριτες φορές είχε ξεκρεμάσει ό Κυριάκος τό πανάκριβο Ίταλικό
μενταγιόν διά νά τό πουλήση, καί άλλες τόσες τό ξαναφόραγε. Δέν άποφάσιζε νά τό πουλήση. «Νά τό πουλήσουμεν Κυριάκο» τού μίλησε μιά
μέρα ή γυναίκα του. «Μέσα στήν μαύρη
κατοχήν λειώνομεν άπό τήν πείναν μέρα μέ τήν μέραν.» «Ἑχει ό Θεός, έλεγε καί ξανάλεγε ό Κυριάκος. Ἑχει ό Θεός.» Στό τέλος όμως δέν άντεξε βλέποντας τά παιδάκιά του νά πεθαίνουν
άπό τήν πείναν. Σηκώθηκε, βγήκε στόν
δρόμον προχωρώντας βιαστικά. Σέ λίγο
βρέθηκε μπροστά σἐ ένα
καμιόνι Ίταλικό. Σάν ύπνωτισμένος διέσχεσε
τόν δρόμον καί βρέθηκε πίσω άπό τήν κλειστήν καρότσα τού φορτηγού. Παραμέρισε τό μουσαμά τής καρότσας καί τί νά
δεί. Ζεστό, άχνιστά, καρβέλια ψωμί. Πόσον καιρό άλήθεια είχε νά μυσίση ζεστό
ψωμί. Κοιτούσε, άνέπεε τήν μοσχοβολιά
καί όνειρευότανε. Ώ, νά μπορύσε νά
φωνάξη όλα τά παιδιά τής κατοχής καί τά δικά του, έστω καί μόνον νά μυρίσουν
λιγάκι.
Ώσπου, σέ κάποια στιγμή δύο
γεροδεμένοι Ίταλοί στρατιώτες τόν τσάκισαν τήν ώραν πού μέ κλειστά τά μάτια
όσφραινόνταν καί τόν έριξαν κάτω. Θά τόν άποτέλειωναν άν δέν ήταν ό άξιωματικός
τους άπό πίσω νά τούς σταματήσει. «Έλεος»είπε
ό Κυριάκος. «Λίγο ψωμί. Έλεος. Πεθαίνομεν.» Καί στές λέξεις αύτές έβγαλε
μέ άργές κινήσεις τό άκριβό κόσμημα καί πέρασε στό λαιμό τού άξιωματικού. Ήταν ό, τι πολυτιμότερο είχε Κυριάκος έκείνην
τήν στιγμήν διά νά τό άνταλλάξη μέ λίγο ψωμί.
Σύγκορμος τραντάχηκε άπό τούς λυγμούς ό Ίταλός καί έκλεισε στές χούφτες
του τά σκελετωμένα χέρια τού Κυριάκου, τού σωτήρα του. Άμέσως άνεγνώρισε στό πρόσωπο τού Κυριάκου
τόν Έλληνα φαντάρο πού καιρό πρίν, τού έσωσε τήν ζωήν. Έκανε νά φύγη
μά τά χέρια τού Ίταλού δέν τόν άφηναν.
Τά χέρια τού Θεού δέν τόν άφηναν.
Καί ήταν τόση ή εύγνωμοσύνη τού Ίταλού άξιωμτικού στό σωτήρα του, τόν Κυριάκον, πού στάθηκε
ίκανή νά θρέψη αύτόν καί όλην τήν Oίκογένειάν του μέχρι τό τέλος
τής κατοχής.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου