Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Δευτέρα 1 Μαΐου 2023
Ἄρσις - Λῆψις Θείας Χάριτος κατὰ τὸν ἅγιοΓρηγόριο Παλαμᾶ. ΓΈΡΩΝ ΕΦΡΑΊΜ ΣΚΉΤΗ ΑΓΊΟΥ ΆΝΔΡΕΑΜ ΑΠΟΚΑΛΎΨΕΙΣ.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὠνομάσθη αὐτοκίνητον ὄν, καὶ αὐτὴ ἡ λέξις πρῶτα ἐχρησιμοποιήθη ὑπὸ τοῦ ἁγιωτάτου Γρηγορίου Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης, τοῦ θαυματουργοῦ, τοῦ καὶ Παλαμᾶ ὀνομαζομένου. Μολονότι τὸ
Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἀκίνητον, ὠνομάσθη αὐτοκίνητον - ἐφ᾽ ὅσον πληροῖ τὰ πάντα εἶναι ἀκίνητον. Δὲν κινεῖται ὁ Θεός, πληροῖ τὰ πάντα. Ἡ Χάρις Του εἶναι ἐπίσης πανταχοῦ παροῦσα, διότι ὅπου εἶναι ὁ Θεὸς ἐκεῖ καὶ ἡ Χάρις Του. Παντοῦ ὁ Θεός, πανταχοῦ καὶ ἡ Χάρις.
Ἀλλά, πολύ σωστά, οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὠνόμασαν τὴν
Χάριν αὐτοκίνητον, δηλαδὴ ὅτι ἀφ' ἑαυτοῦ
κινεῖται,ἀναλόγως τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεως καὶ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς μετανοίας καὶ τῆς ψυχοσωματικῆς ὡριμότητος ἑκάστου ἀγωνιζομένου, εἴτε λαϊκοῦ εἴτε μοναχοῦ
εἴτε κληρικοῦ, ὀρθοδόξως πάντοτε.
Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεσσαλονίκης, κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπον ὀνομάζει τὴν Χάριν αὐτοκίνητον, διότι ἀπὸ
μόνη της, κινεῖται πρὸς τὸν νοῦν, δηλαδὴ πρὸς τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς κάθε ἀγωνιζομένου δούλου τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ αὐτὴ ἡ Χάρις, ἡ ὁποία διὰ πρώτην φοράν
ἐπεσκίασε τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸ ἅγιον Βάπτισμα, ἔκτοτε
ἀρχίζει νὰ συνεργάζεται μὲ τὸν ἄνθρωπον καθώς, προϊὄντος τοῦ χρόνου, αὐξάνεται καὶ ἡ γνῶσις, ἡ Θεόθεν
παιδεία, ἡ ἐξωτερικὴ γνῶσις, καὶ ὄχι μόνο τῆς ἐξωτερικῆς γνώσεως αὐξανομένης, ἀλλὰ καὶ τῶν ἀγωνισμάτων, τῶν σωματικῶν καὶ τῶν πνευματικῶν. Ὅσον κερδίζωμε εἰς ἀρετάς, τόσον ἡ Χάρις αὐξάνει. Ὅσον κάμνωμε συγκαταβάσεις καὶ συγκαταθέσεις καὶ πτώσεις
σὲ λόγους, σὲ σκέψεις, σὲ ἔργα, τόσον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος συστέλλεται, συστέλλεται καὶ πολλάκις
καθίσταται ἀνενέργητος εἰς ἡμᾶς, μολονότι εἶναι πανταχοῦ παροῦσα.
Τὸ πιὸ οἰκτρὸν ὂν εἰς ὅλον τὸ σύμπαν, τὸ νοητὸν καὶ
τὸ αἰσθητόν, εἶναι ὁ σατανᾶς καὶ οἱ δαίμονες αὐτοῦ.
Διότι, ἐνῷ κολυμποῦν εἰς τόσην Χάριν Ἁγίου Πνεύματος, μετὰ τὴν πτῶσιν των καὶ εἰς τὴν συνέχειαν δὲν Τὴν
γεύονται καθόλου. Αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦν οἱ ἴδιοι, διότι ἔχουν καὶ τὴν ἐμπειρίαν, πρὶν πέσουν, ἀλλὰ καὶ τὴν
μνήμην. Ἡ πτῶσις δὲν ἀφαιρεῖ ποσῶς τὴν μνήμην, μάλιστα αὐτὴ ἡ μνήμη τῆς Χάριτος εἶναι ἕνα ἀδυσώπητον
μαστίγιον, εἶναι μία φωτιά, ἡ ὁποία θὰ κατατυραννῇ,
εἰς αἰῶνας αἰώνων, αὐτὸ τὸ πνευματικὸν ὄν, τὸν διάβολον. Θὰ ἦτο καλύτερο νὰ ὑστερεῖτο τῆς μνήμης, νὰ μὴν
ἐνεθυμεῖτο ὅτι κάποτε εἶχε τὴν Χάριν καὶ τὴν ἐγεύετο.
Εἰς ἡμᾶς, τοὺς ἀγωνιζομένους μοναχοὺς καὶ εἰς τοὺς
εὐλαβεῖς προσκυνητάς, γίνεται αὐτὴ ἡ συνεργασία τόσους καὶ τόσους χρόνους, καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἐποχήν
μας, μὲ τὰς τόσας Πατερικὰς ἐκδόσεις, ὅλων τῶν
πλοῦτον, μὲ τόσας ὡραίας ἐκδόσεις, καὶ ἐμεῖς ἀπολαμβανομε καμμία γενεά, δὲν εἶχε τόσον Πατερικὸν ἀπὸ πλευρᾶς αὐτῶν τῶν κειμένων τῶν ἱερῶν, Πατέρων.
Ὅπως οἱ ἀξιωματικοὶ προμηθεύονται τὰ ὅπλα -κακῶς τὸ κάμνουν, διότι δὲν ὑπάρχει ἀγάπη πρὸς τοὺς νὰ ἔχωμε τὰ πνευματικὰ ὅπλα· καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι
ἀνθρώπους - ἔτσι, ὅμως, καὶ ἐμεῖς εἴμεθα ὑποχρεωμένοι καὶ ἡ μελέτη, ἡ ἱερὰ μελέτη. Δὲν ἔχει καμμία σχέσιν μὲ
τὴν ἀνάγνωσιν ἡ ἱερὰ μελέτη, διότι δὲν θέλομε νὰ αὐξήσωμε τις γνώσεις μας εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, οὔτε
θέλομε νὰ πάρωμε πτυχία εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, ἀλλὰ
αὐτὴ ἡ γνῶσις λέγεται μελέτη, καὶ μάλιστα ἱερά, ἱερωτάτη μελέτη. Εχει σχέσιν μὲ τὸν Χριστό μας, ἔχει σχέσιν μὲ τὴν Θεογνωσίαν, ἔχει σχέσιν μὲ τὴν ἰδική μας
αὐτογνωσίαν, ἔχει σχέσιν μὲ τὴν ἰδική μας ψυχικὴν καὶ
σωματικὴν αἰώνιον σωτηρίαν, ἔχει σχέσιν μὲ τὴν συνεργασίαν σὰν ἀδελφογνωσία, ἐδῶ ἐπὶ τῆς γῆς. Διότι
συνεργαζόμενοι καλούμεθα ἁπαξάπαντες, καὶ ἐδῶ καὶ
πάνω νὰ εἴμεθα μαζὶ εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, νὰ μὴ λείψῃ κανείς.
Αὐτὴ ἡ αὐτοκίνητος, ὅμως, Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διὰ λόγους πολλοὺς ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔγραψαν, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς λόγους ποὺ ἐμεῖς δὲν τοὺς
γνωρίζομε, αἴρεται καὶ συστέλλεται· καὶ αὐτὴ ἡ ἄρσις
καὶ συστολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κατὰ παιδαγωγικὸν τρόπον μᾶς δοκιμάζει καὶ μᾶς σοφίζει. Τουλάχιστον, οἱ νεώτεροι Γέροντες, ποὺ ἐξ αὐτῶν πλεῖστοι ἐκοιμήθησαν, ἀπεφάνθησαν ὅτι τὴν περισσοτέρα Χάριν τὴν
ἔλαβον, ὅταν εἶχαν ἄρσιν τῆς Χάριτος, διότι τότε ἔχυσαν τὰ περισσότερα δάκρυα. Καλὰ εἶναι καὶ τὰ δάκρυα
τῆς θείας ἀγάπης, διότι κανεὶς τότε κολυμπᾶ εἰς τὴν
Χάριν, ἀλλὰ ὅταν αὐτὴ συσταλῇ, τότε δημιουργεῖται
καινούρια αἴσθησις, καινούρια δρύση, καινούριος
χρουνὸς ἀγωγῆς χαρίτων. Λόγῳ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας, αὐτὴ ἡ πύρωσις, ἡ θέρμανσις, ἡ ἄφεσις δηλαδὴ
τῆς πνευματικῆς θερμότητος τῆς πνευματικῆς καρδίας
ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας, ἀλλοιώνουν καὶ μεταμορφώνουν τὸν νοῦν, ἀλλὰ μεταβάλλουν καὶ τὸ σῶμα .
᾿Ελεγε παραδείγματος χάριν, ἕνας γέροντας ὅτι
ὅταν θὰ φύγῃ δι᾽ ὀλίγον ἡ Χάρις, ἀμέσως τὸ σῶμα γίνεται βαρύ, σὰν μολύβι δυσκίνητον, καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἀκίνητον. Ποῦ νὰ σηκωθῇ τὸ χέρι διὰ σταυρόν; Ποῦ νὰ
καμφθοῦν τὰ γόνατα διὰ μετανοίας; Αὐτὰ εἶναι ψιλὰ
γράμματα. Αὐτὰ πηγαίνουν πλέον εἰς τὴν ἄκρην καὶ
ἀρχίζουν τὰ χρέη καὶ αὐξάνουν κατ᾽ ἔτος. Χρέος εἰς τὶς
μετάνοιες, χρέος εἰς τὰ κομποσκοίνια, χρέος ἐδῶ, χρέος
παντοῦ. Βαραίνει καὶ τὸ σῶμα, βαραίνει καὶ ὁ νοῦς,
φεύγει ἡ πνευματικὴ ὄρεξις καὶ διάθεσις, διότι ἡ Χάρις
συνεστάλη καὶ μάλιστα καθ᾿ ὑπερβολήν, διὰ πολλοὺς
λόγους. Ὅμως, μετ᾽ ὀλίγον πάλι ἐπανέρχεται ἡ Χάρις,
ὅσον χρόνον καὶ νὰ κρατήσῃ αὐτὴ ἡ συστολή, καὶ πάλιν, ἀρχίζει τὸ σῶμα καὶ γίνεται ἐλαφρότερον, κουφίζεται, ἀνακουφίζεται καὶ ἡ ψυχή, ἔρχονται πάλι αὐτὰ τὰ
δάκρυα τῆς παρηγορίας, ἀρχίζει πάλι καὶ ρέει ἡ προσευχὴ ἐντός μας.
Ἕνας ἄλλος γέροντας, ὁ ὁποῖος ἀκόμη ζῇ, μᾶς ἔλεγε
ὅτι μόλις πλησιάσῃ ὁ ἐχθρὸς καὶ θέλει νὰ εἰσέλθῃ διὰ νὰ
μᾶς κάμνῃ κακό, διανοητικά, μέσα μας, ἀμέσως ἡ εὐχὴ
τοῦ Ἰησοῦ σταματᾶ. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ καταλάβωμε ὅτι ὁ
ἐχθρὸς ἐπλησίασε διὰ νὰ μᾶς κάμῃ ζημίαν. Ἀπὸ ἐκεῖ θὰ
ψυχῆς, διανοητικά, ἐγκεφαλικὰ τοὐλάχιστον. Ὅτι δηλαδὴ ἡ εὐχὴ ἐμειώθη ἐπικινδύνως καὶ μετ᾽ ὀλίγον ἐσταμάτησε.
Ἔρχεται καὶ ἡ λησμοσύνη καὶ δὲν ἐνθυμεῖται ὁ
ἄνθρωπος ὅτι ξέχασε νὰ λέγῃ τὴν εὐχήν. Ὅταν θὰ
ἀρχίσῃ νὰ τὴν ἐνθυμῆται, ὅταν θὰ ἀρχίσῃ πάλι ἡ εὐχὴ
νὰ ἐπαναλαμβάνεται, ἤδη ἔχει γίνει ἡ ζημία καὶ ἡ
πτῶσις. Τότε, μόλις φύγῃ ὁ ἐχθρός, ἔρχεται ἡ Χάρις νὰ
παρηγορήσῃ τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ μὴν ἀπελπισθῇ, καὶ
ἀρχίζει πάλι ἡ εὐχή.
῎Αλλη κατάστασις τῆς εὐχῆς αὐτή· ἀλλὰ τέλος πάντων, ἡ εὐχὴ παρηγορεῖ τὸν νοῦν, παρηγορεῖ καὶ τὸ
σῶμα. Ἀρχίζει καὶ κουφίζεται, νιώθει πάλι ἐλαφρύτερο
τὸ σῶμα, ἀπὸ μολύβι γίνεται ἐλαφρύτερο καὶ ἀπὸ ἕνα πούπουλο.
Ετσι λοιπόν, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὠνόμασε αὐτὴν τὴν Χάριν αὐτοκίνητον, διότι ὡς αὐτοκίνητος οὖσα ἡ Χάρις
πηγαίνει εἰς ὅποιον θέλει καὶ παρηγορεῖ ἀλλὰ καὶ παιδαγωγεῖ καὶ συνεχίζει καὶ σωφρονίζει ὅλους τοὺς ἀγωνιζομένους. Δὲν ὑπῆρξε ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε
συστολὴ τῆς Χάριτος, ἐκτὸς ἐλαχίστων ἁγίων τῆς
Ἐκκλησίας μας, συγκεκριμένων καὶ ἐπωνύμων. Ὅλοι
οἱ ὑπόλοιποι πρέπει νὰ παιδαγωγούμεθα, ὀλίγον ἢ πο-
λύ, κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπον.
Κατὰ τριπλὸν τρόπον ἐνεργεῖ αὐτὴ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος εἰς ὅλους· πρῶτον τοὺς φωτίζει, καὶ εἶναι
ὅλα φῶτα, νοητὰ φῶτα, εἶναι ὅλοι νοητοὶ ἥλιοι, μικρότεροι καὶ μεγαλύτεροι. Ὅμως, ὅλοι εἶναι πάμφωτοι καὶ
ὑπέρλαμπροι καὶ πάγκαλοι μὲ ἕνα φῶς, τὸ ὁποῖον δὲν
ἠμπορεῖ κανεὶς οὔτε νὰ περιγράψῃ, οὔτε νὰ ἐκφράσῃ.
Καὶ ἔτσι λοιπόν, εἶναι ἀνέκφραστος ὁ φωτισμὸς εἰς τὴν
Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀπὸ τὸν κάθε ἕναν ποὺ καταυγάζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον.
Μετὰ τὸν φωτισμόν, δίδει τὴν ἐμπειρικὴ Θεογνωσία,
ὥστε νὰ γνωρίζῃ κανεὶς εἰς αἰῶνας αἰώνων,ἀπὸ πρῶτο
χέρι, ὅπως λέγομεν ἐδῶ, δηλαδὴ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀγαθὸν
Παράκλητον, ὅσα πρέπει νὰ γνωρίζῃ· συνεχῶς αὐξάνεται αὐτὴ ἡ γνῶσις περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ συγκε-
κριμένα περὶ τοῦ σεσαρκωμένου Χριστοῦ μας. Ὅλοι
ἔχουν αὐτὴν τὴν ὄρεξιν καὶ τὴν διάθεσην, νὰ μαθαίνουν
περισσότερα περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὄχι δηλαδὴ μὲ
ποιὸν τρόπον ἔγινε ὁ Θεός, διότι αὐτὸ ὄχι μόνον δὲν
εἶναι λογικόν, ἀλλὰ εἶναι καὶ σατανικόν, καὶ δὲν συνιστᾶται διὰ κανέναν ἄνθρωπον νὰ σκέπτεται ἢ νὰ ἐρωτᾶ
κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον. Ἀλλὰ μίαν ἄλλην γνῶσιν μανθάνει κανείς, ἡ ὁποία εἶναι ἡ αἰώνιος γνῶσις καὶ τὸ
αἰώνιον ποτὸν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
Καὶ τὸ τρίτον ποὺ δίδει εἶναι ἡ ἀνεκλάλητος εὐωδία,
δηλαδὴ ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι γνωστὸν
ὅτι, ὅπως ὅλα τὰ λουλούδια ἐδῶ, εἰς τὸν κόσμον, ποὺ τὸ
καθένα ἔχει τὸ ἰδικό του χρῶμα καὶ σχῆμα ἀλλὰ καὶ
εὐωδίαν, ἔτσι καὶ ὁ καθένας εὐωδιάζει ἐντελῶς ξεχωριστά, σὲ ὑπέρμετρον βαθμόν, διὰ νὰ ξεχωρίζῃ μὲ τὰ ἔργα
τῆς μετανοίας του ποὺ ἐποίησεν ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, ἀλλὰ
διὰ νὰ ξεχωρίζῃ καὶ ἡ προσωπικότης ἑνὸς ἑκάστου σεσωσμένου
Ὁ καθένας εὐωδιάζει μὲ ἕναν ἰδιαίτερον
τρόπον, καὶ περισσότερον ἀπὸ ὅλους ὁ Τίμιος Σταυρός.
Φανταζόμεθα, δηλαδή, πόσον εὐωδιάζει ὁ ἴδιος ὁ Χριστόν μας.
καὶ πάνω ἀπὸ τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἡ Παναγία μας. Αὐτὲς τὶς εὐωδίες τὶς
πνευματικές, τοῦ οὐρανοῦ, ὁ Χριστὸς κατὰ ἕναν τρόπον
ὑλικόν, φθαρτὸν καὶ πεπερασμένον, τὶς ἔφερε καὶ ἐδῶ
εἰς τὴν γῆν, εἰς τὰ λουλούδια, καὶ μάλιστα εἰς ἐκεῖνα τὰ
φυτὰ ποὺ καὶ ὅταν ξεραθοῦν παραμένουν μὲ τὴν εὐωδία, λόγου χάριν ὁ βασιλικὸς καὶ τὰ ὅμοια τούτου. Δια αὐτὸ καὶ εἰς τὴν ἰατρικήν, αὐτὰ ποὺ εὐωδιάζουν, ὠνομάσθησαν μεγάλα βότανα· ὅσα εὐωδιάζουν εἶπαν οἱ
παλαιότεροι Πατέρες, εἶναι μεγάλα βότανα, μεγάλα θεραπευτικὰ βοηθήματα εἰς ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον, κάθε ἀγωνιζόμενος παρακαλεῖ τὴν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ τὸν φωτίζῃ, νὰ
τὸν συνετίζῃ, ὥστε καὶ ἐν ὥρᾳ Χάριτος νὰ μὴν ἐπαίρεται, νὰ μὴν ἔχῃ οἴησιν, διότι μετ᾽ ὀλίγον θὰ ἔλθῃ ἡ ἄρσις
τῆς Χάριτος - δὲν ἀργεῖ ἡ ἡμέρα νὰ διαδεχθῇ τὴν νύκτα
καὶ οὕτω καθ' ἑξῆς. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἔχῃ πάλιν αὐτὴν τὴν
συστολὴν καὶ αὐτὴν τὴν ἀπομάκρυνσιν, νὰ μὴν ἀπελπισθῇ καὶ ἀπογοητευθῇ, διότι μετ᾽ ὀλίγον ἔρχεται πάλιν ἡ
Χάρις διὰ νὰ τὸν παρηγορήσῃ. Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον,
Χάρις καὶ ἄρσις τῆς Χάριτος, καὶ τὰ δύο μαζί, παιδαγωγοῦν καὶ ψήνουν καλά - καλὰ τὸν ἄνθρωπον, καὶ τὸν
κάνουν διπυρίτη, ὅπως τὸ παξιμάδι. ῎Αλλο ἄρτος, ἄλλο
παξιμάδι, ἔχει πολὺ καλὰ ψηθῆ, καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές
καὶ πλέον δὲν ὑπάρχει ἴχνος ὑγρασίας πάθους. Καὶ
ἠμπορεῖ νὰ διατηρηθῇ γιὰ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αὐτὴν τὴν Χάριν νὰ παρακαλοῦμε καὶ νὰ ἐκλιπαροῦμε,
νύχτα καὶ ἡμέρα δι᾽ εὐχῶν ὅλων τῶν ἁγιορειτῶν Πατέρων ποὺ ἡγίασαν, φανερῶν καὶ ἀφανῶν, νὰ μᾶς παρηγορῇ καὶ νὰ μᾶς στηρίζῃ διὰ νὰ ἀξιωθῶμεν, συνεργού-
σης τῆς Χάριτος, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
Μελετῶντας προσεκτικὰ τὸ ἅγιον Εὐαγγέλιον τοῦ
Χριστοῦ μας, ὁποιοδήποτε κεφάλαιο καὶ χωρίο εἶναι
αὐτό, Ἐκεῖνος, ἐφ' ὅσον εἶναι λόγια τοῦ Ἰδίου, δύναται
νὰ ἀποκαλύψῃ εἰς ἡμᾶς τοὺς ἁμαρτωλοὺς αὐτὸ ποὺ
ἐννοεῖ· ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔγραψαν οἱ ἁγιώτατοι Απόστολοι μαθηταί Του. Χρησιμοποιῶντας τὴν λέξιν «μακάριοι», ἐννοεῖ ὅτι «μακάριος» θὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος,
ἐὰν ἐφαρμόσῃ κάθε ἐντολήν - τοὺς μακαρισμοὺς δηλαδὴ σὲ μίαν γενικὴν ἔκφρασιν. Μακάριοι θὰ εἶναι οἱ
πιστοί, ὅταν θὰ ἐφαρμόσουν τοῦτο ἢ δὲν θὰ ἐφαρμόσουν τὸ ἄλλο. Πολλοὶ ἐπεθύμησαν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας νὰ
γίνουν ἄξιοι τῶν μακαρισμῶν, διότι σωστὰ ἑρμήνευσαν
τὴν λέξιν ὅτι, ὅταν ὁ Χριστός μας χρησιμοποιῇ αὐτὴν
τὴν λέξιν, «μακάριος» καὶ «τρισμακάριος», ποὺ λέγουν
καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες, σημαίνει ὄντως πὼς θὰ ἔχῃ παρρησίαν εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Τοὺς περιμένει
πολύ μεγάλη δόξα καὶ τιμὴ εἰς τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὅταν ὁ Θεὸς ἔτσι ὁμολογῇ καὶ ἔτσι δοξάζῃ ἀπὸ
τὴν ἀρχήν, φανταζόμεθα τί περιμένει τὸν πιστὸν εἰς τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
“Όμως, μέσα εἰς τὴν ἰδίαν λέξιν κρύβεται καὶ ἡ ἀπόλυτος ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, τὸ αὐτεξούσιον. Δὲν
εἶναι εύκολο πράγμα νὰ ἐφαρμοσθῇ ἡ ἀρετή, ὅσο
ἡ κενοδοξία κατατρώγει ἄσκημα καὶ ὕπουλα καὶ
τὸ γνωρίζαμε. Διότι ἀφ' ἑνὸς μὲν τὰ πάθη ἀνθίστανται,
κρυφά, καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου, πολλὲς φορὲς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός
μας, ἔτσι παιδαγωγικῷ τῷ τρόπῳ, δὲν μᾶς ἀφήνει ἀκόμη νὰ πάρωμε αὐτὴν τὴν βαθείαν ἀνάσαν τῆς Χάριτος
ποὺ θέλομε. Δίδει λίγα-λίγα τὰ ψιχουλάκια, λίγες-λίγες
μικρὲς μπουκιὲς ἢ λίγες-λίγες φέτες. Ἐμεῖς ἐπιθυμοῦμε,
πολλὲς φορές, ὅλον τὸν ἄρτον, καὶ ὅλον τὸν φοῦρνον
Σὰν θεῖος πόθος εἶναι καλός, ἀλλὰ εἰς τὴν πρᾶξιν πραγματικὰ εἶναι κόπος καὶ θέλει νὰ χυθῇ αἷμα, διότι πρέπει
κανεὶς νὰ τὸ κάμνῃ αὐτὸ διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ
αὐτεξουσίως. Διὰ νὰ ἐφαρμοσθῇ αὐτὸ πρακτικῶς, εἶναι
ὑποχρεωμένος ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχῃ σαφῆ ἐπίγνωσι, ὄχι
ἁπλῶς γνῶσι, ἀλλὰ σαφῆ ἐπίγνωσι, διὰ ποῖον λόγον
πρέπει νὰ ἐφαρμοσθῇ κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον, ὅπως τὸ
διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Διατὶ νὰ εἶναι μακάριος
αὐτός; Ἐπειδὴ τὸ γράφει ἔτσι; Μήπως ἔχει κάποιαν κεκρυμμένην ἔννοιαν αὐτὸς ὁ λόγος, ἐφ' ὅσον εἶναι θεϊκός; Δὲν εἶναι λογικός, δὲν εἶναι ἀνθρώπινος, κάτι βαθύτερον λοιπὸν πρέπει νὰ ἔχῃ.
Πάντως, σὲ κάθε ἐφαρμογὴ ἐντολῆς, μὲ τὸ «ὅστις θέλει», ὁ Χριστός μας πρῶτα-πρῶτα στεφανώνει τὸ αὐτεξούσιον, ἐπαινεῖ καὶ ἐγκωμιάζει τὴν λογικὴν καὶ τὴν
βούλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἐνῷ γνωρίζει ὅτι ἠμπορεῖ
νὰ κάμνῃ τὸ κακόν, ἐπιλέγει τὸ καλὸν διὰ τὴν ἀγάπην
Του.
Αὐτὴ ἡ λέξις: «διὰ τὴν ἀγάπην Του», εἶναι ὄντως δυσκολωτάτη. Διότι πρέπει νὰ περάσωμε πρῶτα ἀπὸ τὸν
θεῖον φόβον τῆς κολάσεως, νὰ φθάσωμεν εἰς τὸν θεῖον
φόσον τοῦ μισθωτοῦ ἐργάτου, καὶ κατόπιν νὰ φθάσωμεν εἰς τὸν φόβον τοῦ οἰκείου καὶ τοῦ συγγενοῦς, διὰ νὰ
γίνωμεν ἀδελφοί Του καὶ τέκνα Του. Υπάρχει μία ἱεράρχησις εἰς τὸν θεῖον φόβον καὶ εἰς τὴν θείαν ἀγάπην.
Ὁ Χριστὸς ἐγκωμιάζει τὴν τελευταίαν κατάστασιν
καὶ κατηγορίαν. Ολα τὰ ἄλλα ἐπαινοῦνται ἀπὸ ἐμᾶς
τοὺς ἀνθρώπους, ἐφ' ὅσον βαδίζωμε πρὸς τὴν ἀρετήν,
ἀλλὰ ἀκόμη δὲν κατέχομε τὴν ἀρετήν. Ἀλλὰ ὁ ὁδοδείκτης ὁδηγεῖ μὲ ἀσφάλειαν, διὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν μετάνοιαν ἢ τὴν ταπείνωσιν ἢ τὰ δάκρυα ἢ τὸ πένθος ἢ τὴν
ἐλεημοσύνην ἢ ὁποιαδήποτε ἄλλην ἀρετήν.
Καὶ ἔτσι, λοιπόν, εἶναι πραγματικὰ πολὺ δύσκολον.
Δι᾿ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνουν οἱ Πατέρες, «πρέπει νὰ χυθῇ
πολὺ καρδιακὸν αἷμα» ἢ ὅλον τὸ αἷμα τῆς καρδίας. Νὰ φύγῃ ὅλος ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Νὰ γίνῃ τὸ στάδιον τῆς
κενώσεως, τοῦ ἀδειάσματος, τοῦ τελείου καὶ κατόπιν νὰ
καθαρισθῇ τὸ ἔσωθεν τῆς παροψίδος, διὰ νὰ ἀρχίσῃ
μετὰ τὸ Μύρον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀρετή.
Διαφορετικά, ὁπωσδήποτε, θὰ ταλαιπωρούμεθα. Θὰ
ἔχωμε δυσκολίες, πολλές δυσκολίες, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ
πολλές - πολλὲς ἐλπίδες.
Καθὼς περνᾶ ὁ καιρός, μὲ τὸν ἀγῶνα, μὲ τὴν μελέτην,
μὲ τὴν προσευχήν, ἀλλοιώνεται ὁ νοῦς, φωτίζεται, εὐρύνεται, πλατύνεται. ᾿Αποκτᾶ κανεὶς περισσοτέραν ἐμπει-
ρίαν καὶ γνῶσιν. Αὐτὸ εἶναι πολὺ χρήσιμον· ἐφ᾽ ὅσον ὡς
μοναχοὶ εἴμεθα εἰς τὴν πρώτην γραμμὴν τῆς μάχης, ὡς
μοναχοὶ δεχόμεθα τὶς πρῶτες ριπὲς τοῦ ἐχθροῦ. Ἐκεῖ θὰ
πέσουν οἱ πρῶτες κανονιές, σὲ αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται
εἰς τὴν πρώτην γραμμήν. Καὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι θυσίασαν
τὰ πάντα διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, οἱ μοναχοί, εἶναι
ὑποχρεωμένοι νὰ ὑπομείνουν τώρα καὶ τὰ λαδώματα
τοῦ ἐχθροῦ ἢ τὰ μελλοντικὰ λαδώματα.
Ἐξομολογεῖτο κάποιος, ὁ ὁποῖος ἐργάζεται χρόνια
τὴν ἀρετὴν καὶ τὶς ἀρετὲς γενικά, ἔλεγεν, ὄχι μὲ αὐτό.
μεμψίαν καὶ ταπείνωσιν, ἐν πραγματικότητι, ὅτι «δὲν ἔχω ἀποκτήσει αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, τόσα χρόνια. Καὶ ἀρχίζει ὁ λογισμὸς νὰ κεντᾷ ἄσκημα, τὸ λάδι τῆς ὑπομονῆς
σώθηκε ἐπικίνδυνα· θὰ τὰ ἐγκαταλείψω ὅλα».
Ἐδῶ πλέον, εἰσερχόμεθα σὲ ἄλλη τροχιά, σὲ ἄλλη
σφαῖρα, ἐπικίνδυνη. Καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ κάμνωμε ἐπικίνδυνα πράγματα, ἂν δὲν μᾶς φυλάξῃ ὁ ἀγαθὸς λογισμός. Υπάρχει πολλὲς φορὲς ὁ φόβος, δι᾿ αὐτὸ ὄχι λίγες
φορὲς ἀκοῦμε καὶ διαβάζομε ὅτι ἄνθρωποι πνευματικοὶ
ἔφτασαν σὲ ἀκραῖες καταστάσεις.
Δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῇ πόσους σχηματισμοὺς καὶ πόσους κλυδωνισμοὺς ὑπέστη ὁ ἄνθρωπος,
μέχρι νὰ φθάσῃ εἰς ἐκεῖνο τὸ σημεῖον, ποὺ μέχρι στιγμῆς ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς κρατᾶ. Καὶ ὄντως μᾶς κρατᾶ
σὰν ἀρτιγέννητα βρέφη, ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ καὶ ἄλλοι Πατέρες.
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ μέγας, εἰς ἕναν πολὺ ὡραῖον
λόγον, εἰς τὶς ποιμαντικές του ὁμιλίες, τὸ ἀναλύει αὐτό.
Λέγει ὅτι τόσο πολύ μᾶς προσέχει ὁ Χριστός, σὰν νὰ
εἴμεθα νεογνά.
Πῶς ἡ μητέρα πρωτοθηλάζει εἰς τὴν ἀρχὴν τὸ βρέφος καὶ μετὰ μὲ πόσην ἄφατον στοργὴν κρατᾶ πιὰ
τὴν ἀγκάλην της τὸ πρῶτο της τέκνον, ἐνῷ δὲν τὸ φανταζόταν ὅτι θὰ γινόταν μητέρα! Μὲ τὶ ἄπειρη στοργή
καὶ τὶ ὡραίους λογισμοὺς καὶ τὶ ὡραίους δραματισμούς,
καὶ χωρίς νὰ γνωρίζῃ τί θὰ γίνῃ τὸ παιδὶ ἀργότερα.
Ἀλλὰ σκέπτεται τὸ πιὸ ἰδανικόν, τὸ καλύτερο.
Εἰς αὐτὸν καὶ εἰς ἀκόμη πιὸ ἄπειρον βαθμὸν ἡ Θεία
Χάρις μᾶς τρέφει μὲ τὸ ἄυλον γάλα τῶν ἀγαθῶν λογισμῶν, μέσῳ τῶν ἀγγέλων καὶ κυρίως τοῦ φύλακος ἀγγέλου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος καὶ ἡ διακονία του, ἡ ἐργασία
του, καὶ ὁ Χριστὸς τὸν στέλνει νὰ βομβαρδίζῃ τὸν λογι-
σμόν μας μὲ ἀγαθοὺς λογισμούς, θεϊκοὺς καὶ ἀγγελικούς. Ὅπως καὶ οἱ ἄγγελοι ἔχουν ἀγγελικοὺς λογισμούς, ἁγίους λογισμούς, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ ἔχωμε.
Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ πεπτωκὸς ἄνθρωπος εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ ἔχῃ τὴν κλίμακα καὶ τῶν δύο λογισμῶν,
τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνισότης, ἡ ἀντιπαλότης, θὰ μᾶς συνοδεύῃ ἐφ᾽ ὅρου ζωῆς, μέχρι τοῦ τάφου. Ὅσο ἀγαθοὶ καὶ νὰ εἴμεθα, εὑρισκόμεθα εἰς ἕναν
κόσμον κακόν, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὁ ἴδιος ὁ κακός, ὁ διάβολος, μᾶς πολεμᾶ ὅλους ἀμείλικτα, καὶ πιὸ πολὺ
αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ.
Προοδεύεις; Θὰ βομβαρδίζεσαι μὲ πιὸ πολλὰ ὅπλα.
Εἶναι ὁ πνευματικός νόμος αὐτός. Δὲν ἀγωνίζεσαι; Δὲν
πολεμῆσαι. Ἁμαρτάνεις; Δὲν πολεμῆσαι καθόλου. Διατί δὲν πολεμῆσαι; Μά, αὐτοπολεμήθηκες, ἐτελείωσε.
Ἐπολέμησες σὺ ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν ἐφόνευσες. Δὲν χρειάζεται ὁ ἐχθρὸς νὰ πολεμήσῃ καθόλου. Θὰ
πολεμήσῃ τὸν γενναῖον πολεμιστήν, ὁ ὁποῖος καταβάλλει κόπο και αγωνίζεται.
Ἐμεῖς, σεβαίως, δὲν μονομαχοῦμε μὲ τὸν ἐχθρόν, διότι αὐτὸ θὰ ἦτο ἐσχάτη ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ πράττοντας
αὐθυπάρχουσαν χάριν καὶ ἐνέργειαν. Αὐτὴ τρέχει καὶ σπεύδει, σὰν φωτιά, σὰν κεραυνὸς καὶ κατακαίει τὸν
διάδολον, ὅπου τὸν εὕρῃ. Καὶ ἐπειδὴ τὸ καταλαβαίνει ὁ ἐχθρός, μετὰ σὰν τοξότης ρίχνει πεπυρωμένα βέλη. Δὲν
λέγομε κάθε φορὰ εἰς τὸ ᾿Απόδειπνον «τὰ πεπυρωμένα
βέλη τοῦ πονηροῦ»;
Πολλὲς φορὲς ἕνας λογισμός, κακὸς λογισμός, μᾶς τινάζει μέχρι τὸν τρίτον οὐρανὸν ἀπὸ τὸν πόνον καὶ τὴν
ἀγωνίαν. Δημιουργεῖ ὁπωσδήποτε ἐπικίνδυνες καταστάσεις καὶ ἀλλοιώσεις, ἀλλάζουν τὰ συναισθήματα,
ἀλλάζει ὁ λογισμός, πολλὲς φορὲς ἀλλάζει καὶ τὸ νευρικὸν σύστημα, ὅλη ἡ ὑγεία τοῦ σώματος· καὶ πρέπει νὰ
γευθῇ κανεὶς αὐτὴν τὴν κατάστασιν, νὰ πιῇ τὸ ποτήρι,
μέχρι τελευταίας σταγόνας, καὶ μετὰ παρέρχεται ἡ ὥρα
τῆς δοκιμασίας.
Πέρασε τὸ μπουρίνι τὸ δυνατό, ἔβρεξε, ἔβρεξε, ἔπεσαν οἱ κεραυνοί, ἐτελείωσε τὸ θέμα, ξαστέρωσε. Ἀλλά,
κάπου ἔπεσαν καὶ κεραυνοὶ καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενον, νὰ μὴν ἔχουν προκαλέσῃ ζημία, νὰ μὴν ἔχῃ ἀνάψει
κάποιος φωτιά.
ΕΡΩΤΗΣΙΣ: -Ἤθελα, γέροντα, νὰ ρωτήσω πάνω σὲ
αὐτὸ ποὺ εἴπατε, στὴ θεία ἐγκατάλειψι, τὴν ὁποία καὶ ὁ
ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ὡς ἄνθρωπος
ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρὸ τὴν ἐδοκίμασε, ὅταν εἶπε εἰς τὸν
οὐράνιο Πατέρα Του «ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;».
- Ὁ Θεὸς Πατὴρ οὐδέποτε ἐγκατέλειψε τὸν Υἱὸν,ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ βιώσῃ ὁ Χριστὸς τὴν ἁμαρτίαν, ἀναμάρτητος ὤν.
Διότι ἡ ἁμαρτία δὲν Τοῦ φορτώθηκε σὰν
τσουβάλι ἐπάνω Του, ὅπως φορτωνόμαστε ἕνα τσουβάλι τσιμέντο, λόγου χάριν, ἀλλὰ ἐπέρασε μέσα ἀπὸ ὅλα
τὰ κύτταρά Του. Ἡ ἁμαρτία διῆλθεν ἀπὸ ὅλον τὸ εἶναι
Του, τὸ σῶμα Του, ὅπως τὸ ἠλεκτρικὸν ρεῦμα περνᾶ
ἀπὸ ὅλον τὸν ὀργανισμό. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις, ἡ βιωματικὴ
αἴσθησις τῆς ἁμαρτωλότητος εἰς τὸν Χριστόν, χωρὶς νὰ
δημιουργῇ ἁμαρτία μέσα εἰς τὸ ἀναμάρτητον σῶμα
Του, αὐτὴ ἡ αἴσθησις εἶναι μία ἀβάστακτος δυσκολία
διὰ τὸν Χριστόν, διότι μισεῖ ἀπείρως τὴν ἁμαρτίαν·
ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν κατάστασι, ποὺ μόνον τότε ἠθέλησε νὰ τὴν γευθῇ. Διότι τὴν ἐσήκωνε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ
τώρα ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ξεπληρώσῃ τὴν ἁμαρτία. Μέχρι τότε κουβαλοῦσε τὴν ἁμαρτία, τώρα ὅμως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ
ξεπληρώσῃ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ὅλων τῶν αἰώνων,
ὅλων τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ ὁπωσδήποτε πάσχει.
Ἀλλὰ ἂν τὸ πάρωμε ἀπολύτως, ὅτι δυστυχῶς, ὁ οὐράνιος Πατέρας Τὸν ἐγκατέλειψε, τελεία καὶ παύλα, κρῖμα!
Ποῦ εἶναι ὁ Πατέρας καὶ τὸν ἄφησε τὸν ἀγαπημένο του
Υἱό; Ἀλλὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ πιστέψωμε καὶ εἶναι
ἀληθινὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ἀλήθεια τὸ λέγει, ἐρωτηματικῶς.
«Ἠλί, Ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί;», ἐρωτηματικῶς.
Αν εἴπωμε θαυμαστικῶς: «Θεέ μου, κρῖμα! Διατί;»
Καὶ ὅταν θὰ γίνῃ ἡ ἐγκατάλειψις, μετὰ θὰ γίνῃ καὶ ὁ
θάνατος, πρὸ τῆς ὥρας, δὲν θὰ ἀντέξῃ ἡ καρδία.
Ὅμως, ὁ Χριστὸς βιώνει κάτι ποὺ δὲν τὸ εἶχε βιώσει
μέχρι τότε ἄλλη φορά. Τότε ἦλθε ἡ ὥρα νὰ πιῇ τὸ ποτήριον, ἐκείνη τὴν στιγμή. Διότι ὁ Χριστὸς αἴρει τὴν
Λόγοι πενιχροὶ ἐξ ῾Αγίου Ὄρους
ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ δὲν ἐβίωνε τρία χρόνια, συνεχῶς, τὴν αἴσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος!
Θὰ γίνῃ, διότι ἤδη, ὅταν συγχωροῦσε τὶς ἁμαρτίες,
τὶς ἐπιμέρους τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ὁ Χριστὸς ὅλες αὐτὲς
τὶς ἁμαρτίες, σὰν κανόνα, θὰ τὶς πλήρωνε, θὰ τὶς προπλήρωνε ἐπὶ τοῦ σταυροῦ Του.
Τότε, ὅμως, ἔρχεται ἡ ὥρα νὰ περάσουν ὅλα τὰ ἁμαρτήματα μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα Του, μέσα ἀπὸ τὸν νοῦ Του.
Καὶ βιώνει τὴν αἴσθησι. Φανταζόμεθα τί ἠλεκτρικὸ
ρεῦμα περνᾶ μέσα ἀπὸ τὸ σῶμα Του καὶ πάσχει τὸ σῶμα
καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πάθος ἀπέθανε - σὲ ἕξι ὧρες, σὲ δύο -μὲ
τὴν αἴσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος. Ἕξι ὧρες ἔπρεπε νὰ
κρατήσῃ αὐτὸς ὁ Γολγοθᾶς, αὐτὴ ἡ σταύρωσις. Ἐπὶ τοῦ
Σταυροῦ του τώρα, ἡ Θεότης ἐνισχύει τὴν ἀνθρωπίνη
φύση διὰ νὰ ἀνθέξῃ, διότι τὰ ἁμαρτήματα εἶναι τόσα
πολλά, ποὺ πρέπει νὰ περάσουν ἕξι ὧρες διὰ τὸν Θεάνθρωπο. Διότι τὰ ἁμαρτήματα, ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μέχρι τώρα,
εἶναι ἀκόμα πιὸ πολλά. Καμμία γενεὰ πονηρὰ δὲν ἔχει
φθάσει εἰς τὴν ἐποχή μας, καὶ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα θὰ εἶναι
ἀκόμα πιὸ πονηρὰ τὰ πράγματα, σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα ὁ Χριστὸς τὰ ἐπλήρωσε
ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ, καὶ πέρασαν διωματικὰ μέσα ἀπὸ
Αὐτὸν, ἀλλὰ δὲν ἐστάθησαν διὰ νὰ τὸν καταστήσουν
ἁμαρτωλό, διότι ὁ Χριστὸς συγκατάθεσι δὲν ἔκαμνε,
δὲν εἶχε λογισμούς. Ποτὲ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε λογισμούς,
κάτι ποὺ ὁπωσδήποτε οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ
οὐδέποτε ἐφαντάσθηκαν.
Βλέπουν μόνο τὴν ὡραία ἀνθρωπότητα, ἦτο καὶ
ὄμορφος ὁ Χριστός, ἄρα λοιπὸν εἶναι ἕνας ὡραῖος
ἄνδρας, ποὺ θὰ ἕλκυε ἐρωτικῶς καὶ σαρκικῶς τις γυναῖκες. Ἀλλὰ ὁ ὄμορφος Χριστός, ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὡραιότερός του ἐπὶ γῆς κανένας ἄνδρας, τοὺς ἀνέπαυε θεϊκὰ
καὶ πνευματικὰ ὅλους, καὶ τοὺς ἀγαθοὺς καὶ τοὺς πονηρούς. Οὐδέποτε κανεὶς ἐσκανδαλίσθη πονηρὰ καὶ σαρκικὰ ἀπὸ τὸν Χριστό. Ποτέ, κανένας. Διότι ἡ ὀμορφιὰ
Του εἶχε μία θεϊκὴν Χάριν, ἡ ὁποία ἀφώπλιζε καὶ σταματοῦσαν ὅλοι οἱ λογισμοί, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, κυρίως τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων. Καμμία πόρνη δὲν πλη.
σίαζε τὸν Χριστὸ μὲ κάποιο λογισμό, ἴσως ἡδονικό,
ἴσως συγκαταθέσεως. Πλησίαζαν τὰ σώματα καὶ γινόταν τελεία νέκρωσις τοῦ πάθους, ἀφανισμός. Τὸ πῦρ τῆς
Θεότητος κατέκαιε τὰ πάντα, ἐβίωναν τὴν κατάσταση.
Μετά, ὁ Χριστὸς δὲν ὑποχρέωσε κάποιους, δυναμικά, νὰ γίνουν μαθηταί του, ἀπὸ ἀγάπη τὸ ἔκαμναν
αὐτοί, διότι ἐλευθερώθησαν, ἐθεραπεύθησαν. Καὶ ὅταν
ὁ Χριστὸς συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες των, πραγματικὰ τοὺς
καθιστᾶ ἀναμάρτητους, γιὰ λίγο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου