Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Γράφει ὁ Larry Ginfold:


Γράφει ὁ Larry Ginfold: «Διάβασα ἕνα ἄρθρο
γιά μιά γυναῖκα μαύρη, ἀνάπηρη και γριά, πού
ζοῦσε μέ τόν ἄντρα της στήν πιό φτωχή συνοικία
τῆς Memphis. Το σπίτι τους ἦταν στην πραγματικότητα μιά παράγκα χωρισμένη στα δύο μέ μιά παληά κουρτίνα.
Ἔκοψα τό ἀπόκομμα καί τό κράτησα νά τό δείξω στον Elvis Presley. Ἤξερα πώς θά ἐνδιαφερόταν.
Ἡ ἀρθρογράφος προσπαθοῦσε νά συγκεντρώση τά
χρήματα γιά νά ἀγοράση ἡ γυναῖκα μιά καινούργια
ἀναπηρική πολυθρόνα, διότι αὐτή τήν ὁποία εἶχε
ἦταν διαλυμένη καί δέν μποροῦσε πιά νά μετακινηθῆ.
Ἀργότερα ἔδειξα τό ἄρθρο στον Elvis. Τό διάβασε καί γύρισε πρός τό μέρος μου.
–Mike, φρόντισέ το, εἶπε· ἀγόρασέ της ἀπό τό
ταμεῖο μας μιά ἀναπηρική πολυθρόνα.
Πῆρα τό νούμερο τό ὁποῖο εἶχε ἡ ἀρθρογράφος
τῆς ἐφημερίδος.
—Κυρία, τῆς εἶπα, ἐκπροσωπῶ κάποιον πού θά
θελε νά δωρήση μιά ἀναπηρική πολυθρόνα σ᾿ αὐτή
τή γυναῖκα.
—Ὤ!, ἔκανε,
θέλετε να κάνετε μιά δωρεά;
—Ὄχι, εἶπα·θέλουμε να τῆς ἀγοράσουμε μιά πολυθρόνα καί νά τῆς τήν πᾶμε. Πόσα
χρήματα ἔχετε συγκεντρώσει;
Δίστασε για μιά στιγμή ἀσφαλῶς θά νόμισε
πώς τήν κορόιδευα.
—Ἔχουμε μαζέψει 80 δολλάρια, εἶπε τέλος, ἀλλά
χρειαζόμαστε πολλά ἀκόμη.
—Ὡραῖα, Δῶστε τά 80 δολλάρια στή γυναῖκα και
θά τῆς ἀγοράσουμε ἐμεῖς τήν πολυθρόνα, μόνο πεῖτε μας τή διεύθυνσι.
Ἔμεινε σιωπηλή γιά μιά στιγμή.
-Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ, ἐσᾶς καί τό φίλο σας,
εἶπε τέλος, καί μοῦ ἔδωσε τή διεύθυνσι.
Τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἀγόρασα τήν ἀναπηρική πολυθρόνα ή Priscilla κι ὁ Elvis μέ περίμεναν ἕτοιμοι, ντυμένοι γιά ἔξω, στο χώλ τῆς Graceland.
-Θά ἔρθουμε μαζί σου, εἶπε ὁ Elvis. Θέλουμε να
δοῦμε καί ἐμεῖς αὐτή τή γυναῖκα πού θά πάρη τήν
ἀναπηρική πολυθρόνα.
Ὁ Elvis, ή Priscilla, ἐγώ κι ἄλλος ἕνας ἀπ' τά παι
διά μπήκαμε σ᾽ ἕνα ἁμάξι καί τέσσερεις ἀκόμη ἀπό
μᾶς ἀκολουθοῦσαν μ' ἕνα δεύτερο αμάξι. Πάντα κυκλοφορούσαμε μέ δύο αυτοκίνητα γιά λόγους ασφαλείας –γιά τήν περίπτωσι κατά τήν ὁποία θά πάθαινε κάτι τό ἕνα ἁμάξι στό δρόμο.
Μπήκαμε στην πιο φτωχή γειτονιά τῆς πόλεως
καί τέλος σταματήσαμε μπροστά σέ μιά παράγκα.
Μᾶς ἄνοιξε ἕνας ἡλικιωμένος ἄντρας. Ποτέ μου δέν εἶχα δεῖ τόση φτώχεια. Η παράγκα ἦταν ἄθλια, τα παράθυρα εἶχαν ἐφημερίδες γιά νά κόβουν τόν ἀέρα, ἀντί γιά τζάμια. Μιά παληά σόμπα στη μέση του
δωματίου ὑποτίθεται πώς ζέσταινε τό χῶρο.
Οὔτε ὁ γέρος οὔτε αὐτή ἡ γριά φάνηκαν νά καταλαβαίνουν τί ἤθελαν ὅλοι αὐτοί οἱ λευκοί μέσα στο "σπίτι" τους. Ὁ Elvis μπῆκε κουβαλώντας τήν πολυθρόνα καί τήν ἀκούμπησε στο πάτωμα κοντά στη γυναῖκα.
—Γειά σας, εἶπε ἁπλά. Σᾶς ἔφερα αὐτή τήν πολυθρόνα γιά χριστουγεννιάτικο δῶρο.
Ἡ γυναῖκα κοίταζε μιά τόν Elvis, μιά τήν πολυθρό
να, ἐξακολουθώντας προφανῶς νά μήν καταλαβαίνη τίποτε. Οταν τελικά κατάλαβε πώς ἡ πολυθρόνα ήταν δική της, τά μάτια της γέμισαν δάκρυα καί προσπάθησε νά σηκωθῆ ἀπό τήν καρέκλα της γιά να καθίση στήν πολυθρόνα, ἀλλά, Θεέ μου, δέν εἶχε
καθόλου πόδια! Ὁ Elvis ἔσκυψε, εὐγενικά, τή σήκωσε
καί τήν κάθισε στήν ἀναπηρική πολυθρόνα.
—Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογῆ. Ὁ Θεός νά σᾶς εὐλογή
Τίς εὐχές μου νά ᾽χετε!, φώναζε ἡ κακομοίρα ή γυναῖκα μέ μάτια γεμάτα δάκρυα. Ὁ Elvis ἀπ' τή μιά
καί ἡ Priscilla ἀπό τήν ἄλλη ἔκλαιγαν ἐπίσης. Καί κανένας ἀπό τούς σκληρούς μαφιόζους τοῦ Memphis δέν μπόρεσε να συγκρατήση τά δάκρυά του ἐκεῖνο τά βράδυ. Νοιώθαμε ὅλοι νά ἀγαποῦμε αὐτούς τούς δύοκακόμοιρους γέρους, νά ἀγαποῦμε τήν Priscilla, μά πάνω ἀπ' ὅλα νά ἀγαποῦμε τόν Elvis –γιά τήν καλή του καρδιά καί τήν ειλικρίνεια μέ τήν ὁποία εἶχε δώσει τό δῶρο του.
Καθώς βγαίναμε ὁ Elvis γύρισε σε μένα.
Marty, δώσε μου μερικά χρήματα, εἶπε.
Συνήθως ἐγώ κρατοῦσα τό ταμεῖο μαζί μου.
Πόσα θέλεις, Elvis; ρώτησα.
-Δῶσε μου 200 δολάρια.
Τοῦ ἔδωσα 200 δολάρια, κι ὁ Elvis τά ἔβαλε στο χέρι τῆς γριᾶς λέγοντάς της μαλακά, "Καλά
Χριστούγεννα".
Οἱ δύο γέροι δέν εἶχαν ἀκούσει ποτέ γιά τόν Elvis
Presley, κι ἂν ζοῦνε ἀκόμη σήμερα, ἀμφιβάλλω αν ξέρουν ποιός ἦταν αὐτός πού τούς ἔκανε νά περάσουν τόσο εὐτυχισμένα Χριστούγεννα ἐκείνη τή χρονιά» 
Τό κατ᾿ εἰκόνα!





Δεν υπάρχουν σχόλια: