Ὁ ἀπλὸς καὶ ταπεινὸς πατριάρχης Παῦλος,
ἕνας στοργικὸς κι εὐαίσθητος Πατέρας
Ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐκλογή του σὲ ἐπίσκοπο Ράσκας καὶ
Πριζρένης, καὶ ἀργότερα ὡς Πατριάρχης πλέον στο Βελιγράδι, ὁ Παῦλος συνέχισε να
διάγει τὸν βίο του ὡς μοναχός, μὲ μόνη διαφορὰ ὅτι λόγω τῆς θέσης του
επωμιζόταν εὐθύνες ἀνώτερες ἀπὸ αὐτὲς ἑνὸς ἁπλοῦ μοναχοῦ.
Σηκωνόταν
καθημερινά στις 4.00 το πρωὶ καὶ ἔκανε τὸν μοναχικό του κανόνα, ὁ ὁποῖος
συνίστατο ἀπό ὁρισμένο ἀριθμὸ προσευχῶν καὶ ἐδαφιαίων μετανοιών.
Στις
5.00 τελοῦσε τὴ θεία Λειτουργία. Ἀρχικὰ λειτουργοῦσε στὸ παρεκκλήσι ποὺ
βρίσκεται στὸν τρίτο ὄροφο τοῦ Πατριαρχείου καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Συμεὼν
τὸν Μυροβλύτη.
Μετὰ
ἀπὸ κάποιο διάστημα ὅμως τὸ παρεκκλήσι δὲν χωροῦσε πλέον τὸν διαρκῶς αὐξανόμενο
ἀριθμὸ πιστῶν, ποὺ ὁ Πατριάρχης ἄφηνε να προσέρχονται ἐλεύθερα στην πρωινὴ αὐτὴ
θεία Λειτουργία, καὶ οἱ ὁποῖοι μάλιστα κατέφθαναν στις 5.00 το πρωί.
Ἔτσι
λοιπόν, ἀποφάσισε να λειτουργεῖ στὴ μεγάλη αἴθουσα τοῦ Πατριαρχείου, στο
ισόγειο, ὄχι μόνο γιὰ τὴν εὐρύτητα τοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ διευκόλυνση τῶν
πιὸ ἡλικιωμένων καὶ ἀσθενῶν, ποὺ δυσκολεύονταν νὰ ἀνεβαίνουν τὰ σκαλοπάτια. Ἡ αἴθουσα
αὐτή, ποὺ χωροῦσε μέχρι καὶ πεντακόσιους ἀνθρώπους, συχνὰ ἦταν ἀσφυκτικά
γεμάτη.
Ὁ
Πατριάρχης δὲν εἶχε στὴ διάθεσή του ἐπαγγελματικὴ ἐκκλησιαστικὴ χορωδία, ὅπως
συνηθίζεται σὲ ἄλλες ὀρθόδοξες χώρες, οὔτε κἂν συγκροτημένο χορὸ ψαλτῶν. Ἐπιθυμία
του ἦταν να ψάλλουν στη Λειτουργία οἱ ἁπλοὶ ἐνορίτες.
Συχνὰ
ἔφερνε μαζί του γιὰ μνημόνευση μεγάλους καταλόγους μὲ ὀνόματα πιστῶν,
κεκοιμημένων ἢ ζώντων, ἀσθενῶν καὶ εὑρισκομένων σὲ ἀνάγκη, ποὺ εἴτε
παρευρίσκονταν στὴ Λειτουργία εἴτε ἔστελναν τὰ ὀνόματά τους μὲ οἰκείους τους, μὲ
τὴν παράκληση νὰ μνημονευθοῦν ἀπὸ τὸν Πατριάρχη. Στὰ αἰτήματα αὐτὰ ἀνταποκρινόταν
πάντα με μεγάλη ευαισθησία. Ἔτσι, οἱ Λειτουργίες αὐτὲς ἦταν ἀσυνήθιστα μακρές,
μολονότι τελοῦνταν κατὰ τρόπο ἁπλό, χωρίς τὴν ἐπισημότητα καὶ λαμπρότητα τῶν ἀρχιερατικῶν
Λειτουργιών, καθότι λειτουργοῦσε συνήθως μόνος του, χωρὶς τὶς ὑπηρεσίες
διακόνων.
Στὸ
τέλος τῆς Λειτουργίας κήρυττε, ἑρμηνεύοντας σχεδόν πάντα τὸ Εὐαγγέλιο ἢ τὸν Ἀπόστολο
τῆς ἡμέρας, μὲ ἀποκλειστικό σκοπό την πνευματική οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν. Με γλώσσα
ἁπλὴ καὶ κατανοητὴ ἀπὸ ὅλους, ἑστίαζε μόνο σε ἕνα θέμα, γιὰ νὰ ἐντυπώνεται στὸ ἐκκλησίασμα,
καὶ ἐπιπλέον τὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματος να παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη
τους.
Ἡ
καθημερινή πρωινή Λειτουργία ἦταν κανόνας, τὸν ὁποῖο ὁ Πατριάρχης τηροῦσε μὲ
πειθαρχία. Ἀκόμη καὶ ὅταν ἐπρόκειτο να ταξιδεύσει, σηκωνόταν στις 4.00 τὸ πρωὶ
καὶ λειτουργοῦσε πρὶν τὴν ἀναχώρησή του. Μιὰ φορὰ ἔτυχε νὰ ἐπιστρέψει
ξημερώματα ἀπὸ ταξίδι στην Αυστραλία, καὶ ἐντούτοις πῆγε ἀπευθείας στὴν ἐκκλησία
γιὰ νὰ λειτουργήσει. Ὁ πρωθιερέας π. Λουκᾶς Νοβάκοβιτς, ὁ ὁποῖος ἐπὶ σειρά ἐτῶν
διακονοῦσε τὸν Πατριάρχη, ἀναφέρει τὸ ἑξῆς περιστατικό:
Θυμᾶμαι
τὸ ἔτος 2000 ποὺ εἴχαμε πάει στη Μόσχα γιὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ τοῦ Σωτῆρος
Χριστοῦ, φιλοξενηθήκαμε σὲ ἕνα ξενοδοχεῖο κοντὰ στὴ μονὴ Ντανιλόβσκυ μαζὶ μὲ τοὺς
ἄλλους προσκεκλημένους τοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ναὸς θὰ ἐγκαινιαζόταν τὴν επόμενη ἡμέρα,
ἀλλὰ ἦταν προγραμματισμένο ὁ Μακαριώτατος νὰ λειτουργήσει τὴ μεθεπόμενη. Θὰ ἔμενε
ἔτσι μία ἡμέρα χωρὶς νὰ λειτουργήσει. Ωστόσο, στις 4.00 το πρωὶ τῆς ἡμέρας τῶν ἐγκαινίων,
ὁ Μακαριώτατος μοῦ χτυπάει τὴν πόρτα καὶ μοῦ λέει:
–
Πάτερ Λουκᾶ, πᾶμε κάπου νά τελέσουμε τη Θεία Λειτουργία.
Δὲν ἤξερα
τί νὰ κάνω. Ἦταν 5.00 ἡ ὥρα, ὅταν πήγαμε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς μονῆς
Ντανιλόβσκι καὶ εἴδαμε κάποιους μοναχοὺς νὰ ἑτοιμάζονται γιὰ τὴν ἀκολουθία. Τὰ ἔχασαν
μόλις μᾶς εἶδαν. Ἐγὼ τοὺς εἶπα:
– Ὁ
Μακαριώτατος θὰ ἤθελε νὰ τελέσει τη Θεία Λειτουργία.
– Ποῦ
εἶναι τὰ ἄμφιά του; ρώτησαν.
– Δὲν
τὰ ἔχει μαζί του, διότι ἤδη τά ἔχουμε στείλει στὸν ναὸ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἴσως
ὅμως θὰ μπορούσατε ἐσεῖς νὰ μᾶς βρεῖτε μία ἱερατική στολή…
Βρῆκαν
εὔκολα ἄμφια, ἀλλὰ τοὺς ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ποὺ εἶδαν τὸν Πατριάρχη να
λειτουργεί ὡς ἁπλὸς ἱερέας.
Τὸ ἴδιο
τυπικὸ τηροῦσε καὶ γιὰ τὶς ἑσπερινὲς ἀκολουθίες. Προσπαθοῦσε κάθε ἡμέρα νὰ εἶναι
παρὼν στον μητροπολιτικό ναό γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ. Ἐὰν ἐπρόκειτο να
μετακινηθεῖ κάπου ἐκτὸς Βελιγραδίου, κανόνιζε νὰ ἔχει ἐπιστρέψει πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα
τῆς ἀκολουθίας. Κάποτε, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τοῦ Πέτς, μετὰ ἀπὸ ὀκτάωρο
κοπιαστικό ταξίδι, κατευθύνθηκε ἀμέσως πρὸς τὸν ναὸ γιὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ.
Δὲν ἱερουργοῦσε πάντα, ἀλλὰ ὡς ἄριστος ψάλτης71 ποὺ ἦταν πήγαινε συνήθως στὸ ἀναλόγιο.
[…] Ὁ
Πατριάρχης βεβαίως δὲν ἀρκοῦνταν μόνο στην ἐπιτέλεση τοῦ μοναχικοῦ του κανόνα,
στις πρωινές καὶ ἑσπερινὲς ἀκολουθίες. Ὅλη του ἡ ἡμέρα ἦταν διαποτισμένη μὲ τὴν
προσευχή, εἴτε διευθετοῦσε διάφορες ὑποθέσεις μὲ τοὺς συνεργάτες του, εἴτε
δεχόταν επισκέπτες, εἴτε συμμετείχε σε συναντήσεις καὶ ἐπίσημες τελετές. Πέρα ὅμως
ἀπὸ τὴν ἡμέρα, μεγάλο μέρος τῆς νύκτας ἦταν ἐπίσης ἀφιερωμένο στὴν προσευχή…
71. Ἤδη
ἀπὸ τὴν παιδική του ηλικία, στο χωριό που γεννήθηκε, τὸν εἰχαν διακρίνει γιὰ τὸ
χάρισμα τῆς φωνῆς του καὶ τὸν φώναζαν «ὁ ψάλτης»
***
Ὡς
Πατριάρχης, ὁ Μακαριώτατος Παῦλος δεχόταν πολλὰ δῶρα καὶ μὲ τὴν εὐαισθησία ποὺ
τὸν διέκρινε τὰ μοίραζε μὲ σύνεση σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Ὅταν, παραδείγματος
χάριν, τοῦ δώριζε κάποιος ἕνα παλτό ἢ ράσο, περίμενε νὰ συναντήσει ἕναν πτωχὸ ἱερέα,
γιὰ νὰ τοῦ τὸ χαρίσει.
Ὡς ἐπίσκοπος,
στα τριάντα χρόνια τῆς διακονίας του, δὲν χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴ διαμονή του
παρά μόνον ἕναν ταπεινὸ χῶρο στὸ ἐπισκοπικό μέγαρο, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὡς
Πατριάρχης περιοριζόταν στη χρήση μόνο ἑνὸς μικροῦ τμήματος τοῦ διαμερίσματος
ποὺ τοῦ εἶχε παραχωρηθεῖ. Ἡ Σνέζανα Μίλκοβιτς, ἕνα ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα πρόσωπα πού ἔμπαινε
στους προσωπικούς του χώρους, μᾶς δίνει την παρακάτω περιγραφή:
Μπαίνοντας
συναντοῦσες ἕναν ἀρκετὰ μεγάλο προθάλαμο. Ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου βρισκόταν ἕνα
στρογγυλό ξύλινο πορτ μαντὼ μὲ τέσσερις κρεμάστρες γιὰ τὰ παλτὸ καὶ στὸ κάτω
μέρος μια στρογγυλή ὀμπρελοθήκη. Τέτοια έπιπλα βλέπουμε μόνο σε κάποια Καφέ, στὰ
ὁποῖα οἱ ἰδιοκτήτες τους ἐπιθυμοῦν νὰ διατηρήσουν τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ
παρελθόντος. Λίγο πιο πέρα ἦταν τὸ γραφεῖο του -συνήθως παραφορτωμένο με
βιβλία, χαρτιά, περιοδικά, μικρές εἰκονίτσες, φωτογραφίες, ἕνας καναπές και δύο
πολυθρόνες.
Καμιά
φορά μοῦ ἐπέτρεπε να τον συνοδεύσω ἀπὸ τὴν κουζίνα, ποὺ ἦταν ἐπίσης γεμάτη
βιβλία, ὣς τὸ δωμάτιό του, τον προσωπικό του χῶρο, ὅπου δὲν ἄφηνε κανέναν νὰ εἰσέλθει.
Πιστεύω πως αὐτὸς ἦταν ὁ μικρότερος χῶρος τοῦ Πατριαρχείου, καὶ ἀναρωτιέμαι τί
νὰ ἐξυπηρετοῦσε, πρὶν ἀποφασίσει νὰ ἐγκατασταθεῖ ἐκεῖνος ἐκεῖ….»72
Ο
Πατριάρχης Παῦλος δὲν θέλησε νὰ ἔχει προσωπική τηλεφωνική γραμμή, ὄχι γιὰ μὴν ἐνοχλεῖται
ἀπὸ τα τηλεφωνήματα πολλῶν καὶ ποικίλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔχει
κανένα προνόμιο. Έκανε χρήση τῆς κοινῆς τηλεφωνικῆς γραμμῆς, ὅπως καὶ ὅλο τὸ
προσωπικὸ τοῦ Πατριαρχείου.
Ἂν
καὶ οἱ πατριάρχες γενικότερα περιστοιχίζονται ἀπὸ βοηθητικό προσωπικὸ ποὺ
μεριμνά γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησή τους, ὁ Παῦλος ἐπέμενε να φροντίζει ὁ ἴδιος γιὰ τὶς
καθημερινές ανάγκες του, όπως έκανε καὶ ὡς ἐπίσκοπος Ράσκας και Πριζρένης.
Ἔτσι,
μόνος του προετοίμαζε τα γεύματά του, ὁποῖα προμηθευόταν ὁ ἴδιος ἀπό τά
καταστήματα ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀποκλειστικά ἀπό λαχανικά, τα τῆς γειτονιᾶς.
Διεκπεραίωνε ἐπίσης ὁ ἴδιος προσωπικὰ ὅλες τὶς οἰκιακὲς ἀνάγκες τοῦ
διαμερίσματός του.
Ὅταν
ἦταν ἄρρωστος, ἀπέφευγε να καλέσει γιατρὸ καὶ θεραπευόταν μόνος του μὲ ἰαματικά
βότανα. Ἡ φυτοθεραπεία τοῦ κέντρισε τὸ ἐνδιαφέρον κατὰ τὸ σύντομο διάστημα που
φοίτησε στην Ιατρική, ἀλλὰ κυρίως ἔμαθε νὰ ἀναγνωρίζει τὰ βότανα, να τὰ μαζεύει
ἀπὸ τὴ φύση καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ, ἀπὸ τὴ χρονιὰ ποὺ ἔζησε στὸ μοναστήρι, καὶ
κατόπιν ὡς ἐπίσκοπος Ράσκας καὶ Πριζρένης. Ὅταν συναντοῦσε κάποιον ἄρρωστο
κληρικὸ ἢ πιστό λαϊκό, δὲν ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ τοῦ συστήσει κάποιο τσάι ἀπὸ
βότανα, κάποιο αφέψημα ἢ ἐκχύλισμα ποὺ ἔπρεπε να χρησιμοποιήσει.
Το
ιδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς προσωπικότητας τοῦ Πατριάρχη Παύλου ἦταν ὅτι δὲν
τοῦ ἄρεσε οὔτε ἡ πολυτέλεια οὔτε ἡ σπατάλη. Σὲ ὅλα τὸν διέκρινε τὸ πνεῦμα τῆς οἰκονομίας.
Στο τέλος τοῦ γεύματος μάζευε προσεκτικὰ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔμεναν στο τραπέζι καὶ
τὰ ἔτρωγε.
[…]Κρατοῦσε
τὰ ροῦχα του ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο. Διατήρησε μέχρι τὴν Πατριαρχία του τὸ
ζωστικὸ ποὺ ἔλαβε κατὰ τὴ μοναχική του κουρά καὶ τὸ ὁποῖο φοροῦσε καθ’ ὅλο τὸ
διάστημα τῆς ἐπισκοπικῆς του διακονίας στὴν Πριζρένη. Ἔπλενε και σιδέρωνε μόνος
τὰ ροῦχα του και, ὅταν σχίζονταν ἢ φθείρονταν, τὰ ἔραβε καὶ τὰ μπάλωνε ὁ ἴδιος.
Επίσης, ἐπιδιόρθωνε τα παπούτσια του. Ὅταν λόγω τῆς ὑπερβολικῆς χρήσης τους
διαλύονταν τόσο ποὺ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ τὰ φορέσει, τὰ μπάλωνε με κομμάτια ἀπὸ
ἄλλο παλιό ζευγάρι. Μιὰ φορὰ ἔκανε γιὰ τὸν ἑαυτό του ἕνα ζευγάρι μποτάκια
μεταποιώντας γυναικείες μπότες, ἐνῶ ἄλλη φορὰ ἐπιδιόρθωσε ἕνα ζευγάρι παπούτσια
ποὺ βρῆκε δίπλα στον κάδο ἀπορριμμάτων κοντὰ στὸ Πατριαρχεῖο.
Τόσο
ὡς ἐπίσκοπος, ὅσο καὶ ὡς Πατριάρχης, καιταπιανόταν μὲ διάφορες τεχνικές ἐργασίες
στοὺς χώρους τοῦ Πατριαρχείου. Δὲν ὑπῆρχε πρακτική ἐργασία ποὺ νὰ μὴν μποροῦσε
νὰ τὴν κάνει. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διαμονής του στο μοναστήρι ἔμαθε νὰ ράβει, νὰ
μπαλώνει, νὰ πλένει τὰ ροῦχα, νὰ ἐπιδιορθώνει ὑποδήματα, ἀλλὰ καὶ νὰ καλλιεργεῖ
τὴ γῆ, να κλαδεύει τὰ καρποφόρα δένδρα, νὰ βιβλιοδετεῖ, νὰ χτίζει, νὰ
καταγίνεται με ηλεκτρολογικὲς καὶ ὑδραυλικὲς ἐργασίες καὶ νὰ ἐπισκευάζει
ηλεκτρικές συσκευές… Ὅταν διαπίστωνε μία βλάβη στὶς ἐγκαταστάσεις τοῦ
Πατριαρχείου, ἔσπευδε ὁ ἴδιος νὰ τὴν ἐπιδιορθώσει. Ὁ διευθυντὴς τοῦ
Τυπογραφείου στὸ Πατριαρχεῖο ἀφηγείται:
Ὅταν
κατὰ τὶς ἐπισκέψεις του στο γραφείο μου ἔβλεπε πως κάτι δεν λειτουργοῦσε σωστά,
παραδείγματος χάριν, ὅτι ἡ πόρτα δὲν ἔκλεινε καλά, ὅτι ἀπὸ κάπου ἔμπαινε τὸ νερὸ
τῆς βροχῆς, ὅτι ὑπῆρχε πρόβλημα στὴν ἠλεκτροδότηση τοῦ χώρου, ἤθελε μόνος του
να διαπιστώσει τὴν αἰτία τῆς βλάβης, πρὶν ἀποφανθεῖ σὰν εἰδικός: «γιά νά δοῦμε
πῶς θὰ τὸ φτιάξουμε αυτό;». Παντοῦ συμπεριφερόταν ὅπως ὁ νοικοκύρης στο σπίτι
του, ὄχι μόνο ἐδῶ στὸ Πατριαρχεῖο ἀλλὰ σὲ κάθε μοναστήρι καὶ σὲ κάθε ναό, ὅπου
καὶ ἂν βρισκόταν…
Κατὰ
τὶς ποιμαντικὲς ἐπισκέψεις του σε διάφο- ρους ναούς, ἐὰν ἔβλεπε ὅτι τὸ ράσο ἢ τὸ
φαιλόνιο τοῦ ἐφημέριου ἦταν ξηλωμένα ἢ σχισμένα, τοῦ πρότεινε νὰ τὰ πάρει μαζί
του γιὰ νὰ τὰ μπαλώσει.
Ἡ ἀπέχθειά
του πρὸς τὴ σπατάλη καὶ ἡ φροντίδα του για τη σωστή συντήρηση τῶν κτηρίων τοῦ
Πατριαρχείου, συχνὰ τὸν ἔκαναν νὰ περιφέρεται μετὰ τὸ δεῖπνο σὲ ὅλα τὰ κτήρια,
γιὰ νὰ σβήσει τὰ φῶτα ἢ νὰ κλείσει τις πόρτες ποὺ ἄφησαν πίσω τους άνοικτες ἀφηρημένοι
ἢ βιαστικοὶ ὑπάλληλοι.
Δεν
ζητοῦσε ποτέ τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀντιθέτως μοίραζε ὅλα ὅσα εἶχε. Καὶ
ὅταν ἦταν μαζί μὲ ἄλλους, προτιμοῦσε νὰ μὴν φάει κάτι, τὸ ὁποῖο δὲν ἦταν δυνατὸν
νὰ μοιραστεῖ. Περὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἀφηγοῦνται διάφορα περιστατικά. Ἕνας ἐπισκέπτης
ἀναφέρει ὅτι ὁ Πατριάρχης ἔκοψε στὰ δύο ἕνα μικρὸ κομμάτι καρπούζι που μόλις τοῦ
εἶχαν προσφέρει, γιὰ νὰ τὸ μοιραστεί μαζί του. Μία ἄλλη φορὰ ταξίδευε ὁδικῶς σὲ
μακρινὴ ἀποστολή μὲ ἕναν ἐπίσκοπο. Ὁ Πατριάρχης εἶχε μόνο ἕνα μῆλο μαζί του, τὸ
ὁποῖο τοῦ εἶχαν δώσει γιά τό ταξίδι του. Τὸ φύλαγε μέχρι το τέλος τοῦ ταξιδιοῦ
κάπως στενοχωρημένος, ἐπειδὴ δὲν εἶχε μαχαίρι γιὰ νὰ τὸ μοιραστεῖ μὲ τὸν
συνταξιδιώτη του.
Δὲν ἐπέτρεπε
στὸν ἑαυτό του κανένα προνόμιο οὔτε ἀκόμη καὶ μέσα στὸ Πατριαρχεῖο. Αρνούνταν νὰ
πάρει ὁποιοδήποτε ἀντικείμενο, ἂν προηγουμένως δὲν τὸ εἶχε πληρώσει. Ὁ
διευθυντής τοῦ Πατριαρχικοῦ Τυπογραφείου ἔλεγε χαρακτηριστικά:
Ἐὰν ὁ
Πατριάρχης χρειαζόταν κάποιο βιβλίο ἢ κάτι ποὺ εἶχε τυπωθεῖ στὸ Τυπογραφεῖο τοῦ
Πατριαρ- χείου, δὲν τὰ ἔπαιρνε ἐὰν πρῶτα δὲν τὰ πλήρωνε με δικά του χρήματα,
παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ Τυ- πογραφεῖο ἦταν ὑπὸ τὴν ἐποπτεία του. Δὲν ἤθελε
κανένας νὰ ἐπιβαρύνεται γιὰ τὰ δικά του ἔξοδα.
Κάποια
μέρα ταξίδευε μόνος μὲ τὸ τρὰμ τοῦ Βελιγραδίου καὶ λόγω συνωστισμοῦ δὲν μπόρεσε
νὰ πλησιάσει τὸν εἰσπράκτορα γιὰ νὰ κόψει εἰσιτήριο. Ἔτσι, πῆγε νὰ τὸ πληρώσει
στο τέλος τῆς διαδρομῆς. Ὁ ὑπάλληλος ἀρνήθηκε να πάρει χρήματα, λέγοντάς του ὅτι,
ἀφ’ ἑνός, ἡ διαδρομὴ τελείωσε καί, ἀφ’ ἑτέρου, ἡ ἑταιρεία τὸν ἀπαλλάσσει ὡς
Πατριάρχη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑποχρέωση. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ πάρει ὁ εἰσπράκτορας
τὸ ἀντίτιμο τοῦ εἰσιτηρίου.
72. Milković Snezana, Moj deda, patrijarh Pavle [Ο παππούς μου Πατριάρχης Παῦλος),
Βελιγράδι 2013, σελ. 80-81. Κατ’ ἀκρίβειαν ἡ Snezana Milković ἦταν ἐγγονη τῆς ἐξαδέλφης τοῦ
πατριάρχη. Ωστόσο είναι σύνηθες στη Σερβία νὰ ἀποκαλοῦνται μεταξύ τους: παπποὺς
καὶ ἐγγονή.
***
Ἔλεγε
ὁ ἴδιος: «Δὲν ἔχω τηλεόραση οὔτε ραδιόφωνο καὶ δὲν διαβάζω ἐφημερίδες, ἀλλὰ οἱ
περιστάσεις γύρω μου εἶναι τέτοιες, ποὺ ὅλες οἱ σημαντικές πληροφορίες φθάνουν
σ’ ἐμένα».
Ήταν
χαρακτηριστικὸ τὸ πατρικὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ εὐαισθησία του πρὸς ὅλους τοὺς
συνεργάτες του. Γνώριζε, ἐπὶ παραδείγματι, τὴν ἡμερομηνία τῆς οἰκογενειακῆς
σλάβας τοῦ καθενὸς καὶ τοὺς βοηθοῦσε οἰκονομικά, ὥστε νὰ ὑποδεχθοῦν ἀξιοπρεπῶς
τοὺς ἐπισκέπτες τους αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Επίσης, ἔκανε δῶρα στα παιδιά τους.
Ὁ
Πατριάρχης εἶχε μία ἐξαδέλφη, τὴν ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν, ὅπως ἐπίσης εἶχε καὶ
ἀνήψια στο Βελιγράδι. Ὅσο ἦταν ἐπίσκοπος Ράσκας καὶ Πριζρένης καί ἐρχόταν στην
πρωτεύουσα γιὰ νὰ συμμετάσχει σε Σύνοδο, πήγαινε καμιὰ φορὰ νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ.
Οἱ συγγενεῖς του αὐτοὶ νόμιζαν ὅτι, αφότου ἔγινε Πατριάρχης, ἂν καὶ θὰ ἔμενε
πλέον στὴν ἴδια πόλη με αυτούς, θὰ τὸν ἔβλεπαν πιά σπανίως, λόγω τῶν πολλαπλῶν ὑποχρεώσεών
του. Ωστόσο συνέβαινε τὸ ἀντίθετο. Τοὺς ἐπισκεπτόταν συχνά, χρησιμοποιώντας τὰ
μέσα μαζικής με μεταφορᾶς ἤ, ἂν τύχαινε νὰ περνάει μὲ τὰ πόδια κοντὰ ἀπὸ τὸ
σπίτι τους, σταματοῦσε νὰ τοὺς δεῖ, ἔστω καὶ ἐὰν δὲν εἶχε χρόνο να μείνει πολλή
ώραμαζί τους. Τὴν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὅμως δὲν παρέλειπε ποτὲ νὰ τοὺς ἐπισκεφθεῖ,
παραμένοντας μαζί τους γιὰ δεῖπνο.
Ἡ ἐγγονὴ
τῆς ἐξαδέλφης του, Σνέζανα Μίλκοβιτς, ἀφηγείται:
Τότε
εἴχαμε αρκετό χρόνο νὰ τὸν ρωτήσει ὁ καθένας μας, ἰδιαίτερα ἐμεῖς τὰ παιδιά, γιὰ
ὅλα ὅσα μᾶς ἐνδιέφεραν είχε μεγάλη ὑπομονὴ μὲ μᾶς τοὺς μικρούς. Ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις
μας μὲ ἀνέκδοτα, ἱστορίες, παροιμίες, βίους ἁγίων ἢ ἀναφερόμενος στὸ ἀγαπημένο
του μυθιστόρημα Οἱ Ἄθλιοι τοῦ Βίκτωρος Οὐγκώ, μιλώντας συχνὰ γιὰ τὸν Γιάννη Ἁγιάννη
καὶ τὴν Τιτίκα. Σὲ ὅλες αυτές τις συζητήσεις οὐσιαστικὰ μᾶς περνοῦσε μηνύματα
μέσα ἀπὸ τὶς ἱστορίες που διηγοῦνταν. Δὲν ἐπέκρινε ποτέ κανέναν οὔτε μᾶς ἔκανε ἀπ
̓ εὐθείας συστάσεις, ἀλλά ὅλα αὐτὰ γίνονταν μέσα ἀπὸ ἕνα ἀνέκδοτο, ἕνα ἀστεῖο
καὶ πάντοτε μὲ καλὴ διάθεση. Ὅταν ἔπρεπε νὰ ἀναχωρήσει καὶ τοῦ προτείναμε νὰ τὸν
πᾶμε μὲ τὸ αὐτοκίνητό μας, ἔβρισκε πάντα μία πρόφαση, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ, λέγοντας
γιὰ παράδειγμα: «Κρατείστε την καλή σας διάθεση γιὰ τὴν ἑπόμενη φορά» ἤ «μοῦ εἶναι
πιὸ εὔκολο νὰ μπῶ στὸ ἀστικὸ λεωφορείο, γιατὶ δὲν χρειάζεται νὰ σκύψω».
***
Παρὰ
τὰ σημαντικά θέματα, τὴ μεγάλη εὐθύνη, τὸ πλῆθος καὶ τὸ βάρος τῶν ὑποχρεώσεων
που συνδέονταν μὲ τὸ λειτούργημά του, ὁ Πατριάρχης Παύλος δεχόταν τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους
καὶ ἄκουγε προσεκτικά τα προβλήματά τους.
Προσευχόταν
γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς, που συχνὰ ἀπευθύνονταν σ’ αὐτὸν μὲ εἰδικὰ αἰτήματα.
Μερικές φορὲς μάλιστα ζητοῦσε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κοντά του νὰ ἑνώσουν τις
προσευχές τους με τις δικές του. Σὲ ὅλα αὐτὰ ἦταν ἀφανὴς καὶ διακριτικός, ἀλλὰ
συχνά, μετὰ ἀπὸ πολὺ καιρό, ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων τὰ αἰτήματα εἶχαν εισακουστεῖ
μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν πόσα του χρωστοῦσαν.
Ἡ
Σνέζανα Μίλκοβιτς ἀφηγεῖται τὰ ἑξῆς:
Τὸ ἔτος
2000 ἡ ὑγεία μου είχε ἐπιδεινωθεί σοβαρά. Ἤμουν στη λίστα αναμονῆς γιὰ ἐγχείρηση.
Στην κλινική μοῦ εἶπαν: «Πᾶτε στο σπίτι σας καὶ περιμένετε ειδοποίηση· θὰ σᾶς
καλέσουμε, ὅταν θὰ φθάσει ή σειρά σας». Κύλισαν τριάντα ἑπτὰ ἡμέρες μέσα στον
φόβο, γιατὶ καὶ μία μόνο ἡμέρα ἐπιπλέον ἀναμονῆς μποροῦσε νὰ σημάνει τὴν ἀρχὴ
μιᾶς μὴ ἀναστρέψιμης κατάστασης. Μέχρι τότε δὲν εἶναι ζητήσει καμία χάρη ἀπὸ τὸν
Πατριάρχη. Ενθυμούμενη ὅμως μια φράση του, «ἐσὺ ζήτα καὶ ἐγὼ θὰ ἀποφασίζω», πῆρα
τὸ θάρρος νὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μὲ βοηθήσει, ἐξηγώντας του τα πάντα γιὰ τὸν
κίνδυνο εκ τῆς περαιτέρω αναμονῆς. Δεν θυμᾶμαι τί ἀκριβῶς μοῦ εἶπε, ἀλλὰ
σαφέστατα σήμαινε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει. Κατάλαβα ὅτι, ἐὰν θὰ ἐπενέβαινε
για χάρη μου, αὐτὸ θὰ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ προσπεράσω ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι μέχρι
τότε περίμεναν ὑπομονετικά τη σειρά τους. Ωστόσο, μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή μου
αυτή, τὰ πράγματα ἄρχισαν νὰ πηγαίνουν καλύτερα με τὴν ὑγεία μου. Το προσωπικὸ
τῆς κλινικῆς ποὺ μὲ φρόντισε γιὰ τὴ χειρουργικὴ ἐπέμβαση ἦταν πολὺ εὐγενικοί
μαζί μου.
Κάποια
μέρα, μια γυναίκα ποὺ ἐργαζόταν ὡς καθαρίστρια στο Πατριαρχεῖο καὶ
παρευρισκόταν στη θεία Λειτουργία ποὺ τελοῦσε ὁ Πατριάρχης καθημερινά στις 6.00
το πρωὶ στὸ παρεκκλήσιό του, μοῦ εἶπε πὼς τῆς μιλοῦσε συχνὰ γιὰ μένα:
—Ὅταν
ἀρρώστησες, μετὰ τὴ Λειτουργία, ὅταν ὅλος ὁ κόσμος ἔφευγε, ὁ Πατριάρχης μου
ζητοῦσε να μένω γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε γιὰ τὴ Σνέζανα.
Ὅταν
ἐπέστρεψα στο σπίτι, τὰ δάκρυα δὲν σταματοῦσαν νὰ κυλοῦν στὸ πρόσωπό μου, ὅπως
καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ μοῦ εἶχε πεῖ πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει, ἀλλὰ αὐτὴ
τὴ φορὰ ἔκλαιγα μὲ ἄλλη διάθεση. Ὁ Παππούς ἔκανε αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε χρέος του,
χωρὶς νὰ τὸν ἐνδιαφέρει τί σκέπτεται ὁ ἄλλος. Δὲν τὸν ἀπασχολοῦσε ποὺ ἐγὼ δὲν ἤξερα
ὅτι προσεύχεται γιὰ μένα· τὸ ἤξερε ὁ Κύριος καὶ αὐτὸ ἀρκοῦσε.
***
ε.
Ενώπιον τοῦ πολέμου
Μὲ τὸ
μέρος τῶν θυμάτων
Κατά
τη μακρά περίοδο τῶν ἐπὶ τῆς πατριαρχίας του ἐθνοφυλετικῶν πολέμων, ὁ
Πατριάρχης Παῦλος, στην προσπάθειά του νὰ ἐφαρμόζει σε κάθε περίσταση τίς ἀρχές
τοῦ Εὐαγγελίου, στάθηκε μακριὰ ἀπὸ κάθε εμπάθεια και πολιτική σκοπιμότητα.
Δὲν ὑποστήριζε
κανένα σερβικό κόμμα, οὔτε κἂν τη Σερβία, ἀλλὰ ἦταν μὲ τὸ μέρος τῶν θυμάτων, ὅπου
καὶ ἂν ἀνῆκαν αὐτά. Σὲ ἀνακοίνωση, ποὺ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὴν ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας
τον Δεκέμβριο τοῦ 1992, ὁ Πατριάρχης δήλωσε τὰ ἀκόλουθα:
Συμπάσχουμε
στο μαρτύριο κάθε ἀνθρώπινου πλάσματος σὰν νὰ εἶναι δικό μας. Ὅλα τὰ δάκρυα, ὅλες
οἱ πληγές, σωματικὲς ἢ ἠθικές, καὶ κάθε σταγόνα αἵματος που χύνεται, εἶναι ἀδελφικὰ
δάκρυα, ἀδελφικές πληγές καὶ ἀδελφικὸ αἷμα.
Μόνος
του ἀνέλαβε ἐπίσης να βοηθήσει τους δεινοπαθοῦντες σὲ ὅποια θρησκεία καὶ ἂν ἀνῆκαν,
προσευχόμενος γιὰ ὅλους χωρίς διάκριση και προσφέροντάς τους ὑλικὴ βοήθεια.
Παύλος
πατριάρχης Σερβίας, ένας Άγιος των ημερών μας, Jean-Claude Larchet, Επιμέλεια – Μετάφραση: Ι. Κοινόβιον
Ευαγγελισμού Ορμύλιας, Εκδότης: Ι. Μ. Ορμύλιας, σελ. 127-130, 132,134, 135-136,
138-140, 146-149, 83.
***
Αντώνιος
Σισανίου και Σιατίστης: ο άνθρωπος του Θεού
Ενθουσιάστηκε
άλλοτε τόσο πολύ με τη βιογραφία της οσίας Μαρίας Σκομπτσόβα, μιάς ρωσίδας
αγίας με στοιχεία διά Χριστόν σαλότητας που έζησε στο Παρίσι, ώστε μου άρπαξε
κυριολεκτικά απ’το χέρι το βιβλίο[1] προτού να το τελειώσω, το διάβασε ολόκληρο
και μου είπε με νόημα: «αυτή μας κάνει σπουδαία κριτική όλων μας, κληρικών και
λαικών κι έχει πολύ δίκιο. Μαρίες Σκομπτσόβες και Παύλους Σερβίας θέλουμε»[2]!
Και μου το έδωσε πίσω να συνεχίσω το διάβασμα κι εγώ.
[1]Σεργκέι
Χάκελ, Μαρία Σκομπτσόβα- μιὰ διὰ Χριστὸν σαλὴ στοὺς μοντέρνους καιρούς,
μετάφραση Νίκης Τσιρώνη, ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ
[2]Μαρτυρία
π.Εφραὶμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου
Παύλος,
ο άγιος πατριάρχης των Σέρβων, το άνθος το σπάνιο, πού μοσχοβόλησε Ορθοδοξία σε
δύσκολους καιρούς.
«Μόνον
Συ, Κύριε, γνωρίζεις τι χρειάζεται εις ημάς»
(η
προσευχή του Πατριάρχου Σερβίας κ. Παύλου).
«Πριν
αρχίσετε να κρίνετε την ζωή μου, πάρτε τα παπούτσια μου και πηγαίνετε στο δρόμο
μου!
Περπατήστε
στους δρόμους, στους λόφους και στις κοιλάδες. Νιώστε τον πόνο και την ευτυχία.
Περάστε
από τα χρόνια που πέρασα, πέστε πάνω στη κάθε πέτρα που βρήκα στο δρόμο.
Σηκωθείτε
και συνεχίστε πάλι με τον ίδιο τρόπο, όπως και εγώ! Και τότε μπορείτε να με
κρίνετε.»
Μην
μιλάτε στους ανθρώπους για τον Κύριο, αν δεν θέλουν να ακούσουν γι’ Αυτόν.
Ζήστε όπως ο Κύριος και οι ίδιοι θα σας ρωτήσουν για να μάθουν…
Η
Ορθοδοξία είναι η πίστη που αναγνωρίζεται από τον τρόπο που τη ζούμε, το πως
ενεργούμε και το πως φερόμαστε. Η Ορθοδοξία είναι τρόπος ζωής.
Όλοι
μας κοιτούν. Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στην Εκκλησία, και η Εκκλησία είναι η
δύναμη του Υιού του Θεού. Δεν έχουμε δικαίωμα να την ταπεινώνουμε με τις
αυθαίρετες πράξεις μας.
Ό,τι
κι αν κάνεις, να ξέρεις ότι σε παρακολουθούν τα μάτια των μαρτύρων. Ας είναι κι
αυτοί μπροστά στα δικά μας μάτια για να μην ατιμάσουμε το χριστιανικό μας
όνομα, αυτούς και ολόκληρη την Εκκλησία. Όποτε θέλετε να πάτε σε ένα μπαρ, να
θυμάστε ότι οι μάρτυρες σας παρακολουθούν.
Δίδασκε
στους μαθητές θεολογία πάνω στα λειτουργικά κείμενα, μιλώντας τους για τα
πάντα, και κυρίως για τη θέωση και την αγιότητα ως απώτερο σκοπό της ανθρώπινης
ζωής.
Εσείς
οι νέοι, που τώρα μπαίνετε στην κοινωνία, δώστε τη μαρτυρία σας για τον Υιό του
Θεού με την ίδια σας τη ζωή, όχι μόνο με τον λόγο σας. Μην ξεχνάτε ότι δε
γίνεται να είσαι χριστιανός και να μη ζεις στο ύψος αυτών που λες, της αλήθειας
που καταθέτεις, όσο μελιστάλαχτες κι αν είναι οι λέξεις που χρησιμοποιείς για
την αλήθεια που εκστομίζεις. Αυτόν τον λόγο τον εναποθέτω στην ψυχή και στην
καρδιά σας, τον επαναλαμβάνω σε μένα τον ίδιο και προτρέπω όσους έχουν αυτιά να
την ακούσουν. Ούτε η Εκκλησία, ούτε το έθνος μας, ούτε η οικογένεια μας, ούτε
εμείς οι ίδιοι- κανείς δε θα κερδίσει τίποτα αν δε ζούμε στο ύψος της
διδασκαλίας του Χριστού. Είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερο να συναχθούν δυο ή τρεις
στο όνομα του Θεού και να εκπληρώσουν το θέλημα Του, παρά εκατομμύρια άλλοι που
το παραβιάζουν με κάθε τρόπο.
«Για
να περπατήσεις πιο γρήγορα προς το καλύτερο, πρέπει να αφαιρέσεις πολλά αγκάθια
σε αυτό το μονοπάτι, οπλίσου με υπομονή, αγάπα τον πλησίον σου και μάθε να
περιμένεις.»
***Ο
άγιος Πορφύριος προσεύχεται για την εκλογή του Παύλου σε Πατριάρχη
Άλλη
φορά μόλις μπήκα στο κελλάκι του Αγίου, μου λέει: «Καλώς την. Κάνε, σε
παρακαλώ, προσευχή και μην μου μιλάς, γιατί έχουν εκλογές στην Γιουγκοσλαβία σε
λίγο. Θα ψηφίσουν καινούργιο Πατριάρχη. Μακάρι να βγάλουν τον Παύλο. Κάνε, σε
παρακαλώ, κι εσύ προσευχή».
Κάναμε
εν σιωπή προσευχή. Σε λίγη ώρα παίρνει ο Δεσπότης Αθανάσιος Γιέφτιτς τηλέφωνο,
για να ενημερώση τον Παππούλη ότι έχουν εκλογές και να τον ρωτήση ποιον να
ψηφίσουν. Και ο Παππούλης του απαντά: «Ρωτάς, Αθανάσιε, ποιον να ψηφίσετε; Τον
Παύλο να ψηφίσετε!»
Κλείνει
το τηλέφωνο και συνεχίσαμε την προσευχή, ώσπου μετά από μία ώρα και ένα
τέταρτο, ο Δεσπότης Αθανάσιος ξαναπήρε τηλέφωνο για να πη: «Γέροντα, με την
ευχή σας, παμψηφεί βγήκε ο Παύλος!»
Μαρτυρία
Γερόντισσας Στυλιανής, Ι. Μονή Παντοκράτορος Ταώ (Νταού Πεντέλης)
Από
το βιβλίο: «Ο Όσιος Πορφύριος (Μαρτυρίες – Διηγήσεις – Νουθεσίες)». Α’.
Μαρτυρίες. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 19.
***
Από
τότε που εξελέγη Πατριάρχης, λειτουργούσε κάθε μέρα! Η εκλογή του συνέπεσε με
την πιο τραγική περίοδο της ιστορίας της Σερβίας, τότε που ο φρικτός πόλεμος
κατέστρεφε την άλλοτε ενωμένη Γιουγκοσλαβία. Τότε ακριβώς έδειξε την αγιότητά
του. Συνέπασχε με τον μαρτυρικό λαό της καταφανώς αδικούμενης Σερβίας, αλλά
ποτέ δεν παρασύρθηκε και μάλιστα καταδίκαζε έντονα κάθε ακραίο εθνικισμό.
***
Γράφει
ο π.Λίβυος: «Ο επίσκοπος της εκκλησίας του Χριστού Παύλος και Πατριάρχης της
Σερβικής εκκλησίας, δεν άσκησε -ως συνήθως γίνεται από τις θέσεις αυτές-
εξουσία. Δεν άφησε τον εαυτό του να γοητευθεί από την δαιμονική γοητεία της
εξουσίας. Δεν υπηρέτησε την διπλωματία. Ούτε ιερή ούτε ανίερη. Δεν έκανε
μικροπολιτική και μακροπολιτική. Ήταν Χριστιανός. Ακέραιος. Αυθεντικός.
Μαρτυρικώς μαρτυρών την πίστη του στο Χριστό.
Αγωνίστηκε
κόντρα σε όλες τις αντιεκκλησιαστικές, αντιχριστιανικές κοσμικές απόψεις και
αντιλήψεις ότι η διοίκηση της εκκλησίας δεν ασκείται με προσευχή και νηστεία,
με αρετή και πνευματικότητα, αλλά με δημόσιες σχέσεις, με διπλωματία και
πολιτική. Καθώς δε και με την νεοεκφρασθείσα αλλά καθόλου άγνωστη από το
εκκλησιαστικό παρελθόν άποψη ότι η αποστολή του επισκόπου δεν είναι η τέλεση
της Θείας Ευχαριστίας και η εν Χριστώ διακονία, αλλά η διοικητική γραφειοκρατική
συνδιαλλαγή με το κράτος και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, κάτι σαν
εκκλησιαστικός νομάρχης.
Ο
Πατριάρχης Παύλος εκλέχτηκε με κλήρο κατά την Σερβική παράδοση. Δεν πήρε μέρος
σε συντεχνίες και εκλογικά μαγειρέματα. Άφησε τον Θεό να μιλήσει μέσα από
καθαρές διαδικασίες.
Όταν
κηρύχτηκε από τον υπεραντλαντικό σουλτάνο (Η.Π.Α) ο πόλεμος ενάντια στην Σερβία
δεν υπεράσπισε τον λαό του μόνο με παρουσία, φιλανθρωπική διακονία κ.α τα οποία
επιτυχώς πολλές φορές διεκπεραιώνουν και μη θρησκευτικές ομάδες εθελοντών
ακτιβιστών και οργανισμών. Αλλά ως αληθινός χριστιανός επίσκοπος μπόλιασε την
φιλανθρωπία με την προσευχή και νηστεία. Δεν έφαγε λάδι όσες μέρες κράτησε ο
πόλεμος πενθών για τον σφαγιασθέντα λαό του και τελούσε την Θεία Λειτουργία
καθημερινά όπου και εάν βρισκόταν. »
***Θυμάται
η αδελφή Θεοδώρα Ζάρκοβιτς:
Ήταν
μεγάλος ασκητής- λέει η αδελφή Θεοδώρα, από την Πρίζρεν μέχρι την Gracanica πάντα ταξίδευε με το λεοφωρείο, όπως
όλος ο κόσμος. Πολλές φορές από την Gracanica μέχρι την Πρίστινα πήγαινε με τα πόδια.
Θυμάμαι,
μια φορά του είπα: «Σεβασμιώτατε, είναι ντροπή να πηγαίνετε με τα πόδια μέχρι
την Πρίστινα», και αυτός μου ανταπάντησε: «Σώπα Θεοδώρα, για ποια ντροπή μιλάς
όταν Κύριος ο Θεός μου έδωσε τα πόδια με αυτά να περπατάω». Ήταν ένας ζωντανός
άγιος που περπατάει…
Περπατούσε
πολύ, ενώ για τις μετακινήσεις του χρησιμοποιούσε το λεωφορείο και το τρένο. Τα
παπούτσια του τα έφτιαχνε μόνος του από λάστιχα αυτοκινήτων. Όλοι γνώριζαν ότι
δεν είχε πατήσει «ούτε μυρμήγκι».
Έλεγε
μια φορά :
«Βλέπετε
τι καλά παπούτσια έχω; Τα βρήκα κοντά στον κάδο όταν πήγα στο πατριαρχείο.
Κάποιος τα πέταξε, αλλά είναι γνήσιο δέρμα. Τα έραψα λίγο – και ιδού, μπορούν
να χρησιμεύσουν για πολύ καιρό».
***
Eίμαστε
άνθρωποι, παιδιά του Θεού, και ας εμπιστευόμαστε περισσότερο τη δικαιοσύνη Του
παρά τον θυμό μας, όσο δικαιολογημένος κι αν φαίνεται.
Η
προσευχή είναι η βαθύτερη έκφραση αντίστασης στο κακό.
Το
κακό ξεχασμένο, κρυφό και αμετανόητο γίνεται η πηγή νέων κακών.
Προσευχόμαστε
στον Κύριο να συνετίσει όλους εκείνους που φέρνουν ή σπέρνουν συμφορές στα
έθνη, αλλά και εμείς να κατανοήσουμε, ώστε να μείνουμε μακριά από κάθε τι
απάνθρωπο και ανάρμοστο. Όπως εκείνοι οι Άγιοι πολεμιστές, στις τοιχογραφίες
μας, ας είμαστε οι πιο αποφασισμένοι υποστηρικτές του καλού σε αυτόν τον
παρόντα κόσμο του κακού γύρω μας και μέσα μας. Γιατί το κακό, όπως κάθε δύναμη,
είναι προσωρινό. Αξίζουμε να έχουμε τον Θεό μέσα μας, οπότε ο Θεός θα μας βοηθήσει
να απαλλαγούμε από τους φόβους μας, να ανοιχτούμε σε οτιδήποτε οδηγεί σε πρόοδο
και ελπίδα.
Είναι
καλύτερα να πεθάνουμε ως άνθρωποι παρά να επιβιώσουμε ως απάνθρωποι, γιατί ένας
νεκρός είναι καλύτερος από έναν ζωντανό μη-άνθρωπο, γιατί ακόμη και οι νεκροί
είναι ζωντανοί για τον Θεό, ενώ οι απάνθρωποι είναι νεκροί μπροστά Του κι ας
περπατούν.
«Έχουμε
υποχρέωση και στην πλέον δύσκολη κατάσταση να συμπεριφερώμεθα ως άνθρωποι. Δεν
υπάρχει», φώναζε, «συμφέρον ούτε εθνικό ούτε προσωπικό που θα μπορούσε να αποτελεί
δικαιολογία του να μην είμαστε άνθρωποι»! Η φράση μάλιστα αυτή, που συχνά
επανελάμβανε, «να είμαστε άνθρωποι», γέμισαν τα αυτιά ακόμη και των μικρών
παιδιών, τα οποία χαϊδευτικά τον ονομάζουν : «Ο Παύλος, να είμαστε άνθρωποι »!
Έλεγε
ο άγιος πατριάρχης Παύλος: Ότι η ζωή είναι δύσκολη δεν είναι εξαίρεση, είναι ο
κανόνας. Μόνο ο 20ος αιώνας πίστεψε ότι η ζωή είναι εύκολη και ευχάριστη, ένα
όνειρο που δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία (…) Τις δυσκολίες όμως μπορούμε
ευκολότερα να τις υποφέρουμε όταν μέσα μας και ανάμεσά μας υπάρχει ανθρώπινη
ζεστασιά. Επειδή κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του ο Κύριος δεν θα μας ρωτήσει σε τι
καιρούς ζήσαμε, αλλά πώς φερθήκαμε στον πλησίον μας. Ήταν η «κόλαση» μας ή ο
«παράδεισός» μας;»
Ο
δρόμος του Θεού δεν είναι εύκολος, αλλά είναι τίμιος. Εάν είμαστε με τον
Χριστός, θα αντέξουμε έως το τέλος!
Μην
ξεχνάτε ποτέ τα λόγια του Ευαγγελιστού Ιωάννη ‘’Πως όμως μπορείτε εσείς να
πιστέψετε, αφού αποζητάτε τον έπαινο ο ένας του άλλου, και δεν επιδιώκετε τον
έπαινο του μοναδικού Θεού; (Ιωαν. 5,44). Επιζητώντας τον έπαινο του κόσμου από
ματαιοδοξία, αδυνατούμε να επιζητήσουμε την αληθινή δόξα, αυτήν που προέρχεται
από τον Θεό.
…
μπροστά στον Θεό είναι αδύνατον να παρουσιαστούμε τάχα καλύτεροι απ’ ότι
είμαστε, να κρύψουμε την ανεντιμότητα, την αδικία και κάθε άλλο κακό. Ο Θεός
βλέπει τα πάντα, ακούει τα πάντα, βλέπει τα έργα μας, ακόμη κι όσα κάνουμε στα
σκοτεινά, και θ’ ανταμείψει τον καθένα ανάλογα με την αξία του, γιατί μας
προίκισε με δώρα σπουδαία κι αναμένει να καλλιεργήσουμε τις δεξιότητες που μας
προσέφερε μαζί με την ελευθερία μας. Στο τέλος της Αποκαλύψεως, λέει ο Κύριος,
‘’ο άδικος ας συνεχίσει να αδικεί, ο ακάθαρτος ας συνεχίσει τα βδελυρά έργα
του, Ας συνεχίσει κι ο δίκαιος να κάνει το δίκαιο, κι ο άγιος την αγιοσύνη του.
Να, έρχομαι σύντομα, και φέρνω μαζί μου την ανταμοιβή, για ν’ ανταποδώσω στον
καθένα ανάλογα με τα έργα του (Αποκ. 22,11-12). Και καταλήγει ‘’Ναι, έρχομαι
σύντομα’’ (Αποκ. 22,20)
***
Βρίσκει
κανείς σήμερα αγίους…;
Παύλος
Σερβίας και π. Γεράσιμος Φωκάς Κεφαλληνίας
TO
1999 ο π. Γεράσιμος Φωκάς,
Μητροπολίτης Κεφαλληνίας, μπήκε στη φωτιά του πολέμου, πήγε στη Σερβία που
βομβαρδιζόταν, συνόδευσε μαζί με τον κ. Γ. Πολλάτο δύο νταλίκες με προμήθειες
από την Κεφαλονιά για μια ανακούφιση του χειμαζομένου εκείνου λαού.
Σημειωτέον
ότι από εκεί γύρισε ξυπόλυτος, έδωσε και τα παπούτσια του σε έναν πρόσφυγα
μουσουλμάνο.
Είχε
δει και τον Πατριάρχη Παύλο, τον οποίον υπεραγαπούσε και συχνά ζωντάνευε σε
διηγήσεις τα λόγια του.
Μεταξύ
άλλων ανέφερε και το εξής:
Βλέποντας
εκείνο τον βασανισμένο, αλλά άκαμπτο στην πίστη του Χριστού λαό, είπα στον
Πατριάρχη Παύλο:
«Παναγιώτατε,
βρίσκει κανείς σήμερα αγίους κι ανάμεσα σε λαϊκούς;»
«Και
βέβαια, π. Γεράσιμε, για άκουσε αυτό:
Σε
μια πόλη της Ρωσίας, κατά τον εμφύλιο, την μια κυριαρχούσαν οι μεν και έσφαζαν
και ρήμαζαν, την άλλη κυριαρχούσαν οι δε και έσφαζαν και ρήμαζαν.
Το
ίδιο ήταν, έσφαζαν και ρήμαζαν. Μέσα σ’ εκείνο τον χαλασμό μια κοπέλα, η
Κατερίνα, έμαθε ότι αυτοί που ήταν προ των πυλών θα σκότωναν μια φίλη της,
μητέρα πέντε παιδιών.
Η
Κατερίνα πήγε στο σπίτι της φίλης της και της είπε να πάρει τα παιδιά της και
να φύγει, πριν έρθουν οι εχθροί.
Ποιοι
ήταν οι εχθροί; Δεν έχει καμία σημασία, το ίδιο πράγμα και οι δύο ήτανε,
έσφαζαν και ρήμαζαν.
Έμεινε
αυτή στη θέση της. Αν δεν εύρισκαν κανένα θα συνέχιζαν να καταδιώκουν τη μητέρα
μέχρι να την βρουν και να την σκοτώσουν.
Σκότωσαν
την Κατερίνα.
Δεν
είναι αγία αυτή η κοπέλα που σκέφτηκε τη φίλη της και θυσιάζοντας τη δική της
ζωή, την γλίτωσε για να μεγαλώσει τα παιδιά της;»
***«Να,
ένας άγιος που περπατά στη γη»!
Βρισκόμενος
στην Αμερική στην Αποστολή για την επιστροφή και επανένωση των αποσχισθεισών
επαρχιών της Ορθοδόξου Σερβικής Εκκλησίας στην Αμερική με την μητρική Εκκλησία
της Σερβίας, το καλοκαίρι του 1992, προτού αναχώρηση από το Λος Άντζελες για το
Σικάγο, η Αγιότης ο Πατριάρχης των Σέρβων Παύλος σήκωσε το ράσο του και εισήλθε
στα νερά του Ειρηνικού. Παρέμεινε στη στάση αυτή γιά λίγο ατενίζωντας στο βάθος
και το ύψος του ορίζοντα, οφθαλμοφανώς προσευχόμενος· έσκυψε και από τον βυθόν
πήρε δύο λευκά πετραδάκια, τα φίλησε και τα έβαλε στην τσέπη του.
Έπειτα
σημείωσε το σχήμα του Σταυρού στο σώμα του και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο,
το οποίο τον περίμενε σε μικρή απόσταση. Ένας από τούς πράκτορες του FΒΙ, οι οποίοι τον επέβλεπαν, πλησίασε,
γονάτισε και ασπάσθηκε το χέρι του Σέρβου Πατριάρχου αναφωνώντας: «Να, ένας
άγιος που περπατά στη γη»!
Τα
ίδια λόγια την εποχή εκείνη θα μπορούσαν να ακουσθούν και στην Σερβία από τους
ανθρώπους, οι οποίοι παρακολουθούν τις τελετουργίες του, αλλά και από όσους τον
συναντούν στους δρόμους του Βελιγραδίου, καθώς με το «μπαστουνάκι» του πήγαινε
στην αγορά ή σε κάποια σύναξι ή σε κάποια άλλη εργασία. Μακρύ και δύσκολο δρόμο
διήλθε ο μοναχός και ακολούθως Επίσκοπος Παύλος, έως ότου τον ονομάσουν ζωντανό
ακόμα στην γη «άγιο».
Το
άγιο γερόντι, είναι μπροστά στην Ωραία Πύλη, γονατισμένο, … και οι ποταμοί των
δακρύων του ήρεμοι και φωτεινοί .. Ακόμη σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κλείνω τα
μάτια και η εικόνα είναι ζωντανή μπροστά μου. Συγκλονίζομαι. Η λέξη Πατέρας
ποτέ δεν ήχησε πιο αληθινή από κείνη την ώρα. Αποχαιρετώντας την “καρδιά” της
Σερβίας τον Πατριάρχη Παύλο, το άνθος το σπάνιο, πού μοσχοβόλησε Ορθοδοξία σε
δύσκολους καιρούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου