ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΣ ΕΣΘΙΟΜΕΝΟΣ. ΑΡΧΙΜ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗ.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Κυριακή 2 Αυγούστου 2020
ΒΑΘΕΙΑ ΑΝΟΙΓΜΑΤΑ. ΑΡΧΙΜ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ "ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΝΟΥ"
[3-7-1988]
Βαθεια
ανοίγματα
Σήμερα θά όμιλήσωμε για τα θεία ανοίγματα.
Τί είναι
αυτά; Είναι οι μεταβάσεις τής ψυχής στον αιώνιο κόσμο, διά τής άπαλότητος τής
διαθέσεώς μας προς την Αγάπη του Θεού.
Οσο
κατανοούμε την άγαθότητα του Θεού, γινόμαστε και εμείς άγαθοί.
Πρέπει, λοιπόν,
νά φθάσωμε στην λεπτότητα τής ψυχής, ώστε νά όμιλήσωμε άπαλά προς τον Θεόν.
Λέγει
ό Ψαλμωδός: «Γεύσασθε καί ιδετε ότι χρηστός ό Κύριος». Ένώ κάνομε εμείς το άνοιγμα
προς τά άνω, ό Θεός κάνει τό άνοιγμα προς τά κάτω, προς την άνθρωπίνην ύπαρξιν καί
την πλουτίζει. Μία φορά την πλουτίζει; Ό Θεός είναι άπειρος στον πλούτο. Όσο
εμείς προετοιμάζομε τά ανοίγματα τόσο ό Θεός φωτίζει την υπαρξί μας καί
άποκαλύπτεται όλο και περισσότερο μέσα στην ψυχή μας. Έκτος των έξωτερικών
άποκαλύψεων, πού παρουσιάζει ό Θεός στον κόσμο και τήν Εκκλησία Του, εχομε καί
τις εσωτερικές αποκαλύψεις.
Αποκαλύπτεται
όντως ό Κύριος στην ψυχή, καί τότε αρχίζομε, όπως έχομε πει, τις χρυσές κουβεντοϋλες,
τις απαλές, τις βρεφικές συζητήσεις. Ώς μικρά βρέφη ομιλούμε προς τον Θεόν, όπως
τό βρέφος κλαυθμηρίζει στην μητέρα του.
Μέ
αύτά τα ανοίγματα να ασχολούμεθα συνεχώς, έχοντας πάντοτε τον νοϋ μας στον αδη,
προκειμένου να κάνωμε αύτή τήν δουλειά. Θά ομιλούμε προς τον Θεόν, βλέποντας τήν
πτωχεία μας, ότι είμαστε μηδέν, ώστε να είμαστε πάντοτε κάτω, σέ ταπείνωσι.
’Άς
άνοίγωμε αύτές τις θυρίδες, γιά νά μιλήσωμε μέ τον ούράνιο κόσμο, καί νά τον
άπολαύσωμε ήδη άπό τήν παρούσα ζωή. Μήπως είναι ψεύτικος αυτός ό κόσμος, μήπως
οί άγιοι είναι ψεύτικοι; ’Όχι, οί άγιοι ζούν. Ζή ό Κύριος καί ζούν οί ψυχές των
δικαίων καί όλων των άνθρώπων. Λοιπόν, προς τήν χώρα των ζώντων νά κάνωμε τά
άνοίγματα.
Όταν
κάνωμε άνοίγματα, άνοίγματα και αιτήσεις εύγενεΐς, άντιλαμβάνεσθε πόση αρετή πρέπει
νά στολίζη τις ψυχές μας! Διότι εύγενείς αιτήσεις είναι αιτήματα πιστών καί
αγίων ανθρώπων, πού έχουν εύγένεια ψυχής και εύγνωμοσύνης απέναντι στη θεία
Χάρι καί τις θείες δωρεές.
Θά
πής: Πώς θά ζητήσωμε κάτι πού δεν γνωρίσαμε; Νομίζω ότι γνωρίσαμε, γι’ αυτό καί ζητάμε. Δεν θά
μπορούσαμε νά ζητήσωμε τίποτα άπό τον Θεόν, αν δεν Τον γνωρίζαμε.
Επειδή
Τον γνωρίσαμε, γι’ αύτό είμαστε έδώ πέρα καί γι’ αύτό ζητάμε άπό τον Θεόν.
Διότι ό Θεός μέ τήν άπειρη θεία Χάρι είναι έτοιμος νά μάς στείλη άνωθεν τά
χαρίσματά Του. Αλλά, όμως τί θέλει; Νά μπορέσωμε νά κρατήσωμε αύτά πού θά μάς
δώση. Γι’ αύτό κάνομε ετοιμασία. Ή πράξις είναι ή σκάλα πού θά πατήσωμε, γιά νά
φθάσωμε στην θεωρία.
Όταν
κάνωμε αύτήν τήν καλλιέργεια καί την καλή τοποθέτησι τής κλίμακος προς τά
ούράνια, τότε μπορούμε νά κρατήσωμε τήν θεία Χάρι.
Εί
δ’ άλλως, πώς θά τήν κρατήσωμε; Ό Θεός είναι έτοιμος άνά πάσαν στιγμήν νά μάς δώσει
τά χαρίσματά Του, αλλά εμείς είμαστε έτοιμοι; Μπορούμε νά τά κρατήσωμε ή μήπως
γιά μία στιγμή θά τά ξεχάσωμε όλα;
Τί
είδους ανοίγματα, θά μου πήτε, να κάνωμε;
Ένα,
που έχομε αναφέρει,, είναι «σκέπτομαι τον Θεόν». Μακαριότης μεγάλη! Έμνήσθην
του Θεού καί εύφράνθη ή ψυχή μου. Τί μακαριότης, να σκέπτωμαι μόνο τον Θεόν! Να
απόλυσης ελεύθερα την σκέψι σου προς τον Κύριον, να την γεμίση ό Κύριος. Αντί
νά μιλήσης έσυ, όμιλεί ό Θεός στην σκέψι σου, καί σε άναπαύει πλήρως. Σε παρηγορεί καί αισθάνεσαι την υιοθεσία Του μέσα στην
ψυχή σου. Σε υιοθετεί ό Θεός! «Οιδαμεν... ότι όμοιοι Αύτω έσόμεθα», λέγει ό
άπόστολος Ιωάννης.
Ό
Κύριος έλαβε την μορφή την δική μας, για νά μάς σώση καί νά ζήσωμε μαζί Του. Ό
Θεός, ό Δημιουργός, έγινε άδελφός μας, τρόπον τινά, γιά νά μπορέσωμε νά Του
μιλήσωμε, νά Τον ζήσωμε καί τώρα, άλλά καί στην μέλλουσα ζωή από κοντά, Πρόσωπον
προς πρόσωπον. Ή Χάρις τού άγιου Πνεύματος δύναται νά μάς χαριτώση άπό τώρα,
ώστε νά μιλήσωμε με τον Θεόν καί να άναπαυθή πλήρως ή ψυχή μας. Όταν δε γέμιση ή
ψυχή μας διά των πνευματικών άνοιγμάτων, αναφωνούμε, οπως ό Όσιος Κόνων: «Ού
θέλω ίδείν τον Χριστόν επί της γης». Τον είδα, Τον ζώ, με χορταίνει, με
πλουτίζει, άνά πάσαν στιγμήν.
Τί
παραπάνω θέλω; Δεν ασχολούμαι με αύτό το θέμα. ’Έτσι προφυλασσόμεθα από τον
πονηρό.
Είπαμε
ότι μία κοσμική συμπεριφορά μας βγάζει έξω άπό την βασιλεία τού Θεού. Τότε ποία
θεωρία θά άπολαύσωμε, και ποιο άνοιγμα προς τά ούράνια θά κάνωμε, καί ποία
επιθυμία συναντήσεως των άγιων θά έχωμε; Ούδεμία.
Γι’
αύτό, όταν κάνωμε τά άνοίγματα προς την βασιλεία τού Θεού, προς την αγάπη του Θεού,
άρχίζει ό κόσμος νά μάς ξεχνά κι εμείς νά ξεχνάμε τον κόσμο. Όχι ότι είμαστε
εκτός τού κόσμου καί παραγνωρίζομε την ζωή, αλλά ζούμε πλέον τον άλλο κόσμο. Ό
μοναχός πρέπει νά ζήση την βασιλεία τού Θεού, τον ουράνιο κόσμο, τούς άγιους,
τον ίδιον τον Κύριον, ό Όποιος πρέπει νά τον εύφραίνη καθημερινώς.
Με
ένα άνοιγμα προς τον Θεόν, ό πιστός μένει πάντοτε κοντά Του. Μένει μέσα σ’ αύτό
το άνοιγμα καί εκεί μέσα άπολαμβάνει «ότι χρηστός ό Κύριος». Εύφραίνει ό
Κύριος.
Αναπαύει
ό Κύριος!
’Άν περιορισθούμε στα γήινα, σε μία καλη συμπεριφορά,
σε μία καλωσύνη -τα όποια, βεβαίως είναι έργα τής πίστεως- δεν θά γνωρίσωμε
καλά-καλά τον κόσμο πού πρόκειται να άπολαύσωμε. Όπως λένε οι Πατέρες, πρέπει να
πηδήσωμε από την πράξι στην θεωρία, στα θεία ανοίγματα, για να άπολαύσωμε την
Χάρι τού Θεού, να γνωρισθούμε πλέον καλύτερα με τον Σωτήρά μας.
Ή
άγάπη μας προς τον Χριστόν άποδεικνύεται διά τής τηρήσεως των θείων εντολών.
«Εκείνος
έστιν ό αγαπών με, ό τηρών τας έντολάς μου», λέγει ό Κύριος. Άλλα ή ζεστή γνωριμία
πώς γίνεται; Όταν μαζί συνεχώς κουβεντιάζομε, ολο μαζί, μαζί, μαζί...,
γινόμαστε φίλοι. Όταν θά έχωμε αύτές τις κοντινές συζητήσεις, τις ώραίες, τις
θερμές, τις τρυφερές, τι φίλοι θά γίνωμε! Τί ώραίοι φίλοι! ’Έτσι δεν είναι;
Λοιπόν,
εκείνο θέλομε νά έπιτύχωμε. Γι’ αυτό ήρθαμε εδώ πέρα. Γι’ αύτό ό Θεός μάς έδώσε
τον νού. Μεγάλο δώρο ό νους τού άνθρώπου!
Τί
δημιουργεί! Κόσμους καί κόσμους! (Βέβαια, μπορεί να δημιουργή καί άσχημους
κόσμους).
Ό
νους ό ώραΐος μπορεί να γεμίση την καρδία, την ώραία καρδία, πού έδημιούργησε ό
Θεός, με θείες επιθυμίες καί θεωρίες• καί τότε ή καρδία θά εύφράνη τον νουν,
όπως έχομε πει πολλές φορές. Αύτόν τον κόσμο να σκεπτώμεθα, αύτόν να
προσπαθούμε να άπολαύσωμε, μέ την Χάρι τού Αγίου Πνεύματος, πού θά μάς φωτίση, ώστε
ή καρδία μας νά πλουτίση μέ ούρανό.
Καί
άφού πλουτίση, τί έχει νά κάνη; Ό νους θα άρη την καρδία, καί ή καρδία θά
εύφράνη τον νούν πλέον. Τότε θά άπολαμβάνωμε αύτό πού επιθυμούμε. «Γεύσασθε καί
ίδετε ότι χρηστός ό Κύριος».
Μήπως
δέν γνωρίζομε καί δέν ξέρομε τι ζητάμε; Έάν τό γνωρίζωμε, ας τό ζητάμε. Αφού τό
ζητάμε, όμως, πρέπει νά είμεθα ικανοί και νά τό κρατήσωμε. Ό Θεός είναι έτοιμος
νά μας παρέχη άνά πάσαν στιγμήν αύτήν την δωρεάν.
Αλλά,
πώς θά την κρατήσωμε; Πρέπει νά έχωμε τό άμετάβλητον. ’Όχι σήμερα κάνομε ένα
άνοιγμα καί μία σκέψη προς τά άνω, καί μεθαύριο ένα άνοιγμα προς τά κάτω, προς
τον κόσμο, προς τις επιθυμίες του κόσμου.
Οί άγιοι είχαν τό αμετάβλητον.
Δεν
μετεβάλλοντο άπό την μία κατάστασι στην άλλη, π.χ. άπό την διάθεσι της άγάπης
στην διάθεσι της άντιπαθείας. Ήσαν άνεπηρέαστοι από όλα τά πάθη τά άνθρώπινα.
’Άς γίνωμε, λοιπόν,άμετάβλητοι, θεμελιώνοντας τον οίκο, που θα δέχεται την θεία
Χάρι. Τότε ή θεία Χάρις δεν θά μάς έγκαταλείπη, όπως δεν έγκατέλειπε τους
αγίους.
Τά
θεία άνοίγματα σκοπόν έχουν να μας μεταφέρουν άπό την παρούσα ζωή στην αιωνιότητα
και να μάς κάνουν άπό τώρα γνωστούς στον ούράνιο κόσμο. Καί ξέρετε, είμαστε γνωστοί.
Οί άγιοί μάς γνωρίζουν πολύ καλά καί μεϊς γνωρίζομε τούς άγιους άπό έδώ.
Εκείνοι,
όμως, μάς παρακολουθούν καλύτερα, μάς γνωρίζουν καλύτερα, διότι μάς βλέπουν εν
Πνεύματι άγίω. Πρέπει, λοιπόν, να γίνωμε γνωστοί, να τους γνωρίσωμε καλά-καλά
τούς
Φίλους
μας, ώστε με τά άνοίγματα που κάνομε να έπιτύχωμε, διά των πρεσβειών των, την
άπόλαυσι τής πλήρους κατανοήσεως καί έπιγνώσεως τής άγάπης τού Θεού.
Εμάς, ξέρετε, ό Θεός μάς αγαπάει, όλους τρυφερά.
Άπόδειξις: Στον μεγαλύτερο εγκληματία, όταν μετανοήση, δείχνει, τόση καλωσύνη, που
γιά χάρι του ξεσηκώνει, σε πανηγύρι ολον τον ούρανόν και όλους τους άγγέλους.
Τόση άγάπη έχει ό Θεός! Πάρτε παράδειγμα τον Ληστή. Ένώ είχε διαπράξει
εγκλήματα, εισήρθε πρώτος στον Παράδεισο. Σκέψου τί κάνει ό Θεός! Δεν κάνει
ύπολογισμους ούτε εξισώσεις.
Εμείς
μόνο κρατάμε κομποδέματα. Κάτι πού μοΰ έκανες τό ξεχνώ καί δεν τό ξεχνώ, μήπως τό
ξανακάνης, γιά νά έπισφραγίσω την κακότητά σου.
Είδατε,
άναφέραμε περί τής θείας γνωριμίας, τής θείας έπιγνώσεως, έπισκοπήσεως, κατανοήσεως,
συναισθήσεως, πού άφοροΰν εις την άγάπη τού Κυρίου. Έάν, όμως, ασχολούμεθα με τήν
προσευχή καί παραγνωρίσωμε τον συνάνθρωπον, θά μάς πή ό Χριστός: «... ουδέ έμοί
έποιήσατε,
ούκ οίδα ύμάς». Θέμα σοβαρόν.
’Άν
δεν παραιτηθούμε άπό τις κακότητες αυτού τού κόσμου καί δεν ζήσωμε αύτές τις
καταστάσεις και αναβάσεις, διά της θείας έπιγνώσεως και κατανοήσεως, νομίζω δτι
κινδυνεύομε να χάσωμε την αιώνιο ζωή.
Να
φούντωσή ό θείος έρως, να άνάψη φωτιά μέσα στην ψυχή μας, ώστε νά έπιθυμήσωμε τον
Θεόν. Τότε θά μπορέσωμε νά άγαπήσωμε τον κόσμο, δηλαδή τις εικόνες τού Θεού, τους
άνθρώπους, τούς οποίους άγαπά ό Θεός και τους άναμένει όλους. Καί πρέπει νά μάς
είναι τόσον άγαπητός ό συνάνθρωπος! Είναι ό πρώτος καί μεγαλύτερος επίκουρος
στήν ζωή μας, για την σωτηρία μας. Γι’ αύτό μάς βεβαιώνει ό ίδιος ό Κύριος: Όσα
άνοίγματα θεωρίας και νά κάνετε, εάν τον πλησίον περιφρονησετε, δεν σάς
γνωρίζω.
Τώρα,
εμείς πού βρισκόμαστε; Είπαμε ότι με τό θειον άνοιγμα θά ίδωμε την άγάπη και την
δόξα τού Θεού. Καί όταν είσέλθωμε σ’ αύτή τήν δόξα, τί νά έπιθυμήσωμε άπό τονπαρόντα
κόσμο; Όποιος έγνώρισε μία στιγμή τής βασιλείας τού Θεού, με τήν Χάρι τού Αγίου
Πνεύματος, άποκτά θείαν όρασιν καί βλέπει όλον τον κόσμον, όπως συνέβη καί στον
όσιο Βενέδικτο, πού είπε: «Σε μία ακτίνα τού ήλίου ωσάν νά είχε συγκεντρωθή ολος ό κόσμος».
Ή
ψυχή μας, λοιπόν, νά ζήση τήν αγάπη Του όχι άπλώς μία φορά, άλλά νά τήν
άπολαμβάνη συνεχώς, όλο καί περισσότερο... καί περισσότερο... μέχρι νά άρπαγή ό
νους μας καί νά γίνη όλος πνευματικός. Καί μετά θά άναμένη με νοσταλγία τήν
μετάβασί του στά ούράνια.
Οί
άγιοι περίμεναν με νοσταλγία πότε θα έρθη ή ώρα νά τελειώσουν, νά φύγουν γιά
άνω, γιατί μέσα τους είχαν τήν πληροφορία της σωτηρίας καί ήθελαν καί προσωπικά
νά γευθούν τής βασιλείας τού Θεού.
’Άν
με αύτές τις έτοιμασίες προσπαθήσωμε ν’ άνεβούμε στον θειον ορίζοντα, άρχίζομε
ήδη νά άπολαμβάνωμε τον Θεόν. Απολαμβάνομε την πίστι μας. ’Άν πιστεύσαμε καί
δεν άπολαύσαμε, τότε τί κάναμε; Αναμένομε πότε θά πεθάνωμε,πότε θά γίνη ή
Δευτέρα Παρουσία, γιά νά άπολαύσωμε; Άπό τώρα νά άπολαύσωμε τήν αγάπη τού Θεού,
τον ίδιο τον Θεόν νά Τον χορτάση ή σκέψις μας. ’Όχι νά ποιήσωμε είδωλα. Μας ξέρει
ό Κύριος και μεΐς Τον γνωρίζομε.
'Άμα
Τον δούμε, θά Τον γνωρίσωμε. Χορταίνει ή ψυχή μας τήν βασιλεία Του κα παύομε να
ασχολούμεθα με τις ανθρώπινες αδυναμίες και απαιτήσεις. Είμεθα αμετάβλητοι και
ό πειρασμός δεν έχει θέσι, διότι ύπάρχει ή Χάρις τού Χριστού. Έάν ό νοϋς μας
είναι κάτωστον αδη, στήν ταπείνωσι, έκεΐ δεν πλησιάζειπειρασμός. Δεν άντέχει ό
πειρασμός τήν ταπείνωσι, διότι τήν συνοδεύει ή Χάρις τού άγιου Πνεύματος. ’Άν
άπομακρυνθοϋμε άπό κεΐ, εις μάτην προσπαθούμε να έπιτύχωμε αύτές τις θεωρίες καί
τά άνοίγματα προς τον ουράνιο κόσμο.
Ξανατονίζω
τό θέμα τής ταπεινοφροσύνης καί τού άμεταβλήτου. Τήν κάθε δυσκολία να τήν χρησιμοποιούμε
σάν σκαλοπάτι, για να άνεβαίνωμε περισσότερο. Όταν έχωμε θεία θεωρήματα, όλες
οί δοκιμασίες είναι εύκαιρίες άγιασμού. Τις παραχωρεί ό Κύριος, είτε στις
Ακολουθίες είτε στά διακονήματα, προς άγιασμόν. Νά στέλνωμε ψηλά τις θλίψεις του
πειρασμού, νά τις μεταφέρωμε στον ουρανό διά της υπομονής.
Λοιπόν,
θεία ανοίγματα! Τί νά κάνωμε, για νά προσλάβωμε τον θειο πλούτο της χαράς του Θεού,
της άγάπης και της δόξης Του; Δεν μπορούμε νά λέμε «αισθάνομαι τήν θεία έπισκόπησι
μέσα στην ψυχή μου» καί νά παραμελούμε τάς
άρετάς. Πράξίς έστι θεωρίας έπίβασις. Πρέπει νά είμεθα τηρηταί των θείων νόμων,
γιά να έτοιμάσωμε τήν σκάλα προς τήν θεωρία.
Γερόντισσα:
Κρίμα είναι νά στεκώμεθα στις μικρότητες καί νά άφήνωμε τον δρόμο πού μάς δείχνετε.
Μόνο ή άμαρτία είναι πρόβλημα. Τις άνθρώπινες άδυναμίες πρέπει να τις ξεπεράσωμε
καί νά μή σταθούμε σε μικροπρέπειες, γιατί μάς έμποδίζουν άπό τά άνοίγματα πού
είπατε. Ό διάβολος μάς φοβερίζει με ένα καλάμι, διότι στο μοναστήρι δεν ύπάρχουν
σοβαρά προβλήματα. Έάν ποιήσωμε τις εντολές τού Θεού καί τηρήσωμε τήν θεία ύπόδειξι
«Κράτει τον νούν σου εις τον αδην», κερδήσαμε τήν ταπείνωσι. ’Άν δεν έχη κανείς
ταπείνωσι, δεν έχει ύπακοή• καί αν δεν έχ ύπακοή, δεν έχει ταπείνωσι. Είναι
συνδεδεμένες αύτές οί άρετές, καί πρέπει νά τονισθούν πάρα πολύ στο μοναστήρι.
Με τό «νάναι ευλο- γημένο», βρίσκεις ειρήνη και άνάπαυσι.
Άλλ’ αν δεν έ'χης τον νούν σου εις τον αδην,
στην ταπείνωσι, δεν μπορείς νά έχης ύπακοή. Παππούς: Νά πιάσωμε την κορυφή, γιά
να έπισκοπήσωμε ολη την ζωή μας. Διά τής άναβάσεως στην θεωρία ένισχύομε τήν
πράξι, για νά ξέρωμε άκριβώς πώς θά βαδίσωμε. Φέρομε άδυναμίες καί παλεύομε•
παλεύομε διά των νηστειών, τών άγρυπνιών, τών μετανοιών. Είναι καί αύτοί τρόποι
πρακτικοί πού βοηθούν στην θεωρία. Θέλομε, όμως, νά πιάσωμε τήν κορυφή, γιά νά
είμαστε οί επίσκοποι όλων τών παθών μας, δηλαδή νά κατευθύνωμε εμείς τα πάθη καί
όχι νά κατευθύνουν αύτά έμάς.
Αυτά
τα άνοίγματα πού είπαμε, μάς άνεβάζουν στην κορυφή. Ό στρατός, όταν θέλη νάγίνη
κάτοχος καί επίσκοπος κάποιας περιοχής, προσπαθεί νά καταλάβη τό μεγαλύτερο
ύψωμα.
Τότε
έχει τήν ύπεροχή επί πάντων. ’Έτσι κι εμείς διά τών πνευματικών άναβάσεων
θέλομε νά ανέβουμε στις κορυφές, νά έγκαταλείψωμε τα πάθη, ώστε νά παραμείνουν
κάτω άτροφικά.
Διά
της θεωρίας θά απαλλαγούμε συντομώτερα άπό τα πάθη. Διότι., έάν ανεβούμε ψηλά,
μπορούμε νά άσχοληθούμε με τις μικρότητες;
Γερόντισσα:
Ή ταπείνωσις και ή υπακοή είναι οί θεμέλιοι λίθοι. Δεν μπορούμε νά χτίσωμε
χωρίς αύτούς.
Παππούς:
Εκείνο πού πρέπει νά μάς έντυπωθη, είναι ή αίσθησις της θείας έπισκοπήσεως, ότι
δηλ. είμαστε κάτω άπό τον οφθαλμόν του Θεού. Όταν έχωμε αύτήν τήν αντίληψη καί
τήν αϊσθησι τής θείας Παρουσίας καί της θείας συνομιλίας, θά μπορέσωμε
εύκολώτερα νά άπαλλαγούμε τών μικροτήτων. Αφού θα έχωμε κάνει άνοίγματα προς τά
άνω, πώς θα γυρίσωμε κάτω στά βυθίσματα;
Τονίσαμε,
λοιπόν, ότι πρέπει νά άνεβούμε ψηλά, ώστε ό νούς μας νά παραλαβή τήν καρδία ψηλά.
Καί όταν ή καρδία γεμίση, θά εύφράνη τον νούν. Τότε πλέον θά ζή ό Θεός μέσα στην
ψυχή μας.
«Ζώ
δε ούκέτι εγώ, ζή δε εν έμοί Χριστός'», είπεν ό Απόστολος Παύλος.
Γι' αύτό
έφθασε καί μέχρι τρίτου ουρανού. Είχε μέν την διακονία της Εκκλησίας ό 'Άγιος,
άλλα έδέρετο και από ούράνιες επιθυμίες, ανοίγματα και θεωρήματα ύπερκόσμια.
Επιθυμούσε «εις το άναλύσαι καί συν Χριστώ είναι».
Οί
επιθυμίες μας όλες, οι σκέψεις μας όλες στρέφονται προς τα ούράνια, προς την
θεία πεδιάδα τού Αβραάμ, προς την πεδιάδα των Μαρτύρων. Έκεί ύπάρχουν σκηνές,
όπως μας πληροφορεί ή Αγία Γραφή. Σύμφωνα με τις άποκαλύψεις αύτές, πού κάνει ό
Χριστός στη Εκκλησία Του, έχομε κάποιες παραστάσεις. Ό Θεός μάς άποκαλύπτεται
διά των ενεργειών Του.
Πριν
την παράβασι ό άνθρωπος είχε όμογλωσσον τον Θεόν, άλλά μετά την παρακοή έχασε
την οικειότητα προς τον Κύριον. Ενοιωθε μέν παρόντα τον Θεόν, άλλά σέ μεγάλη άπόστασι.
Κατόπιν, διά τής θείας οικονομίας, ό Θεός ήνωσε πάλιν τά ούράνια μέ τά επίγεια,
καί έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να συνδεθή εύκολώτατα μετ’ Αύτού. Ό Θεός
δεν είναι μία δύναμι σκορπισμένη στο σύμπαν, είναι Πρόσωπον.
Ανοίγεται
ό πιστός προς Αύτόν, που έχει την πανταχού Παρουσία καί την έπισκόπησι πάντων,
για να Του μιλήση. Πώς μπορη να μιλήση στον Θεόν; Άφράστως.
Όταν
σκεπτώμεθα τον Θεόν, ή ψυχή μας όμιλεί άφράστως. Πνευματικά» τώ τρόπω καί εν άγίω
Πνεύματι ομιλούμε στον Κύριον. Αφήνομε την ψυχή μας να όμιλή άφράστως, ενώ κατ’
εκείνες τις στιγμές ό Θεός έκπληρώνει τις επιθυμίες της. Αύτό είναι τό
«άνοιγμα». Διά τής σιγής όμιλεί ή ψυχή, καί μέσα σ’ αύτό το άνοιγμα προς τον
ούράνιο κόσμο την πλουτίζει ό Θεός.
Όταν
αίσθανθής τον Θεόν καί πιστεύσης εισέρχεσαι άμέσως στην δόξα τοϋ Θεού, τα πάντα
άνάγεις στην δόξα Του, χαίρεσαι το κόσμο ολόκληρο, την δημιουργία ολόκληρη. Το θείο
άνοιγμα σέ φέρει στην μακαριότητα, σε ελευθερώνει από την έπήρεια του παρόντοςκόσμου
καί σέ οδηγεί στον πραγματικό και αιώνιο κόσμο. Στις πνευματικές προσπάθειες τού
ανθρώπου ό Κύριος παραχωρεί ανοίγματαπρος την πραγματική αιώνιο ζωή
Καί
μετά τα ανοίγματα αύτά, είδαμε τα Σεραφίμ, καί είδαμε τα Χερουβίμ, καί είδαμε τού
Αγίους, καί είδαμε τούς Μάρτυρας, και είδαμε τούς Παραδείσους ...καί τί δεν
είδαμε!
Όλα
γίνονται διά τής πίστεως. Ή πίστις είναι τό διαστημόπλοιο μέσα στο οποίο ζούμε και
βαδίζομε. ’Άν έχης μεγάλη πίστι, έχεις θαυμάσιο διαστημόπλοιο. Ανεβαίνεις, πατάς
έκπυρσοκρότησι, «δίνεις μία»... καί φθάνεις άμέσως μέχρι εβδόμου ούρανού.
’Άς
μάς άξιώση όλους ό Κύριος νά άπολαύσωμε τήν δόξα Του! Αμήν.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΣ ΕΣΘΙΟΜΕΝΟΣ. ΑΡΧΙΜ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου