Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024

Η βασιλεία των ουρανών κατέκλυσε την Κόκκινη Πλατεία.

«Η βασιλεία του Θεού», απαντά, «δεν έρχεται με τρόπο φανερό σε όλους. Δεν θα πούνε “να, εδώ είναι ήεκεί”, γιατί η βασιλεία του Θεού είναι κιόλας ανάμεσά σας» (17:20-21). Ο Απόστολος Παύλος επισημαίνει κάτι παρόμοιο στην Προς Κολοσσαείς επιστολή του: «Ο ΘεόςΠατέρας μάς λύτρωσε από τη σκοτεινή εξουσία του σατανά και μας πολιτογράφησε στη βασιλεία του αγαπητού Υιού του» (1:13). Απλώς, η βασιλεία του Θεού είναι η εν Χριστώ ζωή – όχι μια θεωρητική έννοια για τον Χριστό, όχι η προσπάθεια να συμμορφωθούμε με κανόνες που θεωρούμε χριστιανικούς, αλλά η ζωή στην παρουσία του, η επίγνωση που έχουμε για εκείνον στα πράγματα και τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, όπου κι αν είμαστε. Κατανοούμε ότι η υπακοή μας είναι για τον Χριστό και πως όλες οι απαιτήσεις που εγείρονται στη ζωή μας αξίζουν σεβασμό μόνο αν δεν συγκρούονται με τις εντολές του Χριστού.
Στη Ρωσία, και μέσα στη δίνη του πολέμου, ο ποιητής Yevgeny Yevtushenko βίωσε μια τέτοια απρόσμενη ανάδυση της βασιλείας των ουρανών. Ήταν τότε, στη μέση του πολέμου, που ο Στάλιν διαφέντευε από το Κρεμλίνο και τα χιτλερικά στρατεύματα πορεύονταν ανατολικά. Το 1944, λοιπόν, η μητέρα του ποιητή πήρε τον γιο της και πήγαν από τη Σιβηρία στη Μόσχα. Εκεί, στην Κόκκινη Πλατεία, μαζί με ένα τεράστιο πλήθος, παρακολούθησαν την παρέλαση είκοσι χιλιάδων Γερμανών στρατιωτών, αιχμαλώτων πολέμου. Διαβάζουμε στην αυτοβιογραφία του:
Τα πεζοδρόμια ήταν πλημμυρισμένα από κόσμο. Η αστυνομία και ο στρατός είχαν δημιουργήσει κλοιό. Το πλήθος αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες – Ρωσίδες γυναίκες, με χέρια τραχιά απ' τη σκληρή δουλειά, μεχείλη που ποτέ δεν τα άγγιξε κοκκινάδι, με ώμους αδύνατους, γυρτούς, αφού αυτοί σηκώσαν το μισό βάρος του πολέμου. Καθεμιά τους θα 'χε χάσει από τους Γερμανούς πατέρα ή σύζυγο, αδερφό ή γιο. Γυρισμένες προς τα 'κει, απ' όπου θα εμφανιζόταν η φάλαγγα, κοιτούσαν με μάτια γεμάτα μίσος.
Επιτέλους, φάνηκαν. Μπροστά πάνε οι στρατηγοί, με τετράγωνα προτεταμένα πιγούνια, χείλη κλειδωμένα σφιχτά, για να δείξουν την περιφρόνησή τους στους πληβείους νικητές τους. «Οι μπάσταρδοι... μυρίζουν και... κολόνια!», είπε με μίσος κάποιος απ' το πλήθος. Οι γυναίκες έσφιγγαν οργισμένες τις γροθιές τους, ενώ οι στρατιώτες και οι αστυνομικοί προσπαθούσαν με κόπο να τις συγκρατήσουν.
Ξαφνικά, κάτι συνέβη. Είδαν τους Γερμανούς στρατιώτες, ισχνούς, αξύριστους, με βρώμικους, λεκιασμένους απ' τα αίματα επιδέσμους, να περπατούν κουτσαίνοντας, στηριγμένοι στις πατερίτσες ή στον διπλανό τους, με τα κεφάλια κάτω. Απόλυτη σιωπή απλώθηκε στον δρόμο – ακούγονταν μόνο το σούρσιμο απ' τις μπότες και τα χτυπήματα απ' τις πατερίτσες.
-
Εκείνη τη στιγμή, είδα μια ηλικιωμένη γυναίκα που φορούσε κάτι ξεχαρβαλωμένες μπότες, να προχωρεί μπροστά, να αγγίζει τον ώμο ενός αστυνομικού και να του λέει: «Άφησέ με να περάσω». Κάτι επάνω της τον έκανε να παραμερίσει. Πλησίασε τη φάλαγγα, έβγαλε απ' το πανωφόρι της ένα πολύχρωμο μαντήλι και το ξετύλιξε. Ήταν ένα ξεροκόμματο μαύρο ψωμί. Το έσπρωξε
αδέξια στην τσέπη ενός στρατιώτη που κόντευε να σωριαστεί απ' την εξάντληση. Μονομιάς, από κάθε πλευρά του συγκεντρωμένου πλήθους, ξεχύθηκαν γυναίκες κι άρχισαν να τρέχουν καταπάνω τους, για να τους προσφέρουν ψωμί, τσιγάρα, ό,τι είχε η καθεμιά. Οι στρατιώτες δεν ήταν πια εχθροί, ήταν άνθρωποι.
-
Τα περισσότερα ιστορικά βιβλία προσπερνούν τέτοιες αφηγήσεις – στιγμές θαύματος, όταν το έλεος αντικαθιστά την εχθρότητα, η συμπόνια ανοίγει τον δρόμο σε έργα θεραπείας και συγχώρησης, και η απλή φτώχεια γίνεται πτωχεία του πνεύματος. Η χειρονομία μιας απλής ηλικιωμένης γυναίκας γκρέμισε αυτό που ο Απόστολος Παύλος περιγράφει ως τον «μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ» (Εφεσ. 2:14). Τα μάτια της άνοιξαν και αναγνώρισαν ταλαίπωρα παλικαράκια από τη Γερμανία, όχι δολοφόνους Ναζί στρατιώτες. Ανταποκρίθηκε ακαριαία, πρόσφερε το προσεκτικά φυλαγμένα κομμάτι της του μαύρου ψωμιού. Άραγε να σάστισε και τόπιν με την ίδια της την πρωτοβουλία και με το κύμα προσφοράς που διαδέχτηκε τη μικρή της πράξη αγάπης; Η βασιλεία των ουρανών κατέκλυσε την Κόκκινη Πλατεία.
Βιβλιογραφία JIM FOREST .Η ΚΛΊΜΑΚΑ ΤΏΝ ΜΑΚΑΡΙΣΜΩΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: