Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2025
ΜΟΝΑΧΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ο ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ.
ΜΟΝΑΧΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, Ο ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝ
Στην γειτονική καλύβη τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου κατοικοῦσε ὁ μοναχὸς
Βασίλειος ἀπὸ τὴν Πλαγιά της Μυτιλήνης. Γεννήθηκε το 1904 καὶ ἦρθε στο
Άγιον Όρος καὶ στὰ Καυσοκαλύβια το 1921. Ἐμόνασε μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Νείλο. Έγιναν μοναχοὶ στὴν καλύβη τοῦ Ἁγίου Συμεὼν ἀπὸ τὸν παππα Συμεών
καὶ μετὰ τὴν κοίμησι τοῦ Γέροντος Αβραμίου τοῦ ξυλογλύπτου το 1923 εκοινοβί-
ᾶσαν στην καλύβη τῶν Εἰσοδίων, ὅπου ὁ Νεῖλος ἐκοιμήθη το 1936.
Καλύβη Εἰσοδίων
Ὁ Βασίλειος ἔζησε ἐν τελείᾳ πτωχείᾳ, ἀνυπόδητος καὶ
μονοχίτων. Μὲ χαρὰ ἐξυπηρετοῦσε ὅλους χωρὶς ἀπαιτήσεις,
ζητοῦσε ἀπὸ ὅλους συγχώρη
σι καὶ ἔλεγε χαρακτηριστικά:
«ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται».
Ἡ ὑπερφυσική ζωή του ἔκανε ἐντύπωσι στὸν Γέροντα Παντελεήμονα. Τὸ καλύβι του εἶχε τρεῖς ὀρόφους καὶ ὁ Βασίλειος ἔμενε στὸ ισόγειο, ὅποὺ ἦταν ἡ ἀποθήκη.
Τὸ κρεββάτι του
ήταν μερικὲς σανίδες στηριγμένες πάνω σὲ κούτσουρα μὲ
λίγα παλιὰ κλινοσκεπάσματα.
Γιὰ τραπέζι εἶχε μία κασόνα, ἕνα κούτσουρο γιὰ κάθισμα δικό του καὶ ἄλλο ἕνα
ἀπέναντί του, μήπως ἔλθη κάποιος καὶ θέλει νὰ καθήση. Ἐκεῖ κάθησε πολλὲς
φορὲς ὁ Γέρ. Παντελεήμων, ὅταν τοῦ πήγαινε λίγο φαγητό, διότι ἦτο τυφλός
κανένα φροῦτο ἢ κηπευτικὰ ἀπὸ τὸν κῆπο.
Καθόταν λοιπὸν καὶ συνωμιλούσε μαζί του. Κάθε φορὰ τοῦ ἔδειχνε μὲ τὰ
λόγια του ότι κατείχετο ἀπὸ μνήμη τοῦ θανάτου κι ἐστέναζε συνεχώς, καθώς
ἐνεθυμεῖτο τὴν ἔξοδό μας ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωή.
-Ἔχω θάψει καὶ ἔχω κάνει εκταφές ούτε κι
ἐγὼ θυμᾶμαι πόσες, π. Παντελεήμον. Με την
ἄδεια τοῦ Δικαίου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐφημερίου μετροῦσα τὰ ὀστᾶ, νὰ μὴ μείνη κανένα
μέσα στον τάφο. Τὰ ἔπλενα στη γούρνα, μετά
τὰ στέγνωνα στο κοφίνι καὶ τὰ ἔβαζα στην
πλατεῖα, νὰ τὰ βλέπουν οἱ πατέρες. Καὶ μετὰ
τὸ μνημόσυνο ἔβαζα τις κάρες στὰ ὡραῖα ράφια ποὺ ἔκανε ἡ ὁσιότης σου. Τὰ ὀστᾶ τὰ ἔβαζα
στὸν χῶρο κάτω ἀπὸ τὸ ἱερό. Ἀλλὰ ὅταν ἔρχωμαι ἐδῶ στὸ καλύβι, κλαίω ἀπὸ τρόμο, γιατί ἔχω ἁμαρτίες καὶ δὲν ἔχω κάνει ἔμπρακτη μετάνοια.
Τιμωρήθηκα ἀπὸ τοὺς πατέρες, ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, ἀλλὰ ἐγὼ ἀδιόρθωτος. Ἔλεγε ὁ π. Βασίλειος καὶ καυτὰ δάκρυα έτρεχαν ἀπὸ τὰ τυφλωμένα μάτια του.
-Μὴν ἀπελπίζεσαι, γερο Βασίλειε. Καθημερινὰ μὲ ταπείνωσι νὰ ζητᾶμε τὸ ἔλεός Του, ὥστε νὰ εἴμαστε ἔτοιμοι, γιατὶ δὲν ξέρουμε τὴν
ὥρα ποὺ θὰ μᾶς καλέση ὁ Κύριος, τὸν παρηγοροῦσε ὁ Γέροντας Παντελεήμων,
Άλλη φορά, ὅταν ἦταν πλέον τυφλός, τὸν βρῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν καλύβη,
Είχε τεντωμένο ένα σχοινὶ καὶ κρατώντας το σὰν ὁδηγὸ ἔβγαινε γιὰ τὴν ἀνάγκη
του καὶ γιὰ νὰ τὸν δῆ λίγο ὁ ἥλιος,
Βγήκα νὰ μὲ χτυπήσῃ ὁ ἥλιος καὶ νὰ θυμηθῶ τὸν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης,
τὸν Χριστό μας, ποὺ τὸν φωνάζω ὅλη τὴ νύχτα καὶ τὴν ἡμέρα. «Κύριε, ἐλέησον
με. Ἴασαι τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἡμαρτόν σοι. Παράτεινον τὸ ἔλεός σου, Κύριε». Καὶ
τὸν ἔπαιρναν τα δάκρυα.
-Μακάρι νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ τὰ δάκρυά σου, γέρο Βασίλειο. Σου έφερα ψαρόσου
πα. Τα ψαράκια τα καθάρισα, δὲν ἔχουν κόκκαλα.
«Τὸ ἀξίζω αὐτό, εὐλογημένε; Ἡ Παναγία νὰ σὲ προστατεύη,
Όπως κρατούσε το σχοινί, σκόνταψε κι έπεσε. Ο γερο Παντελεήμων ἔτρεξε,
ακούμπησε το φαγητό που κρατούσε πάνω στο κασόνι, το σκέπασε καὶ βγήκε
νὰ σηκώση τον γερο Βασίλειο.
Άλλη φορά έχανε το σχοινί, έπεφτε μέσα στα
βατα καὶ τὰ χορτάρια του κήπου κι ἐφώναζε: «Είναι κανείς;» Κάποιες φορές τον
άκουγε ὁ γέρο Παντελεήμων ἀπὸ πάνω, ὅταν ἦταν στὴν ἄκρη στο πεζούλι, καὶ
ἔτρεχε νὰ τὸν σηκώση.
Παραθέτουμε τὰ ἑπόμενα,
ὅπως ἀκριβῶς τὰ διηγήθηκε ὁ Γέρ. Παντελεήμων: «Τον Φεβρουάριο
τοῦ 1978 μετὰ τὴν Λειτουργία του Ἁγίου Χαραλάμπους είχε ζητήσει νὰ μεταλάβη. Μαζὶ μὲ τὸν παππα
Θανάση πήγαμε ἀπὸ τὸ καλύ
βι μου, ὅπου εἶχαμε Λειτουργία.
Ἔκανα σχεδόν κάθε χρόνο, διότι εἶχε στὸ καλύβι Άγιο Λείψανο τοῦ
Ἁγίου Χαραλάμπους.
Ὅταν πλησιάσαμε στον χώρο
ποὺ ἔμενε, ἀκούσαμε νὰ λέη μὲ
πάθος: “Έθελξας πόθω με Χριστέ, καὶ ἀλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον, ἀλλὰ
κατάφλεξον, ἀλλὰ κατάφλεξαν" - φώναξε δυνατὰ τρεῖς φορές – “πυρὶ ἀΰλω τὰς
ἁμαρτίας μου” καὶ ἀναλύθηκε σὲ καυτερά δάκρυα. Ἔβγαλα ένα μαντήλι καὶ τὸν
σκούπισα στο πρόσωπο. Γιὰ νὰ μὴ δυσκολευτῇ ὁ παππᾶς, ἀνασηκώθηκε ἀπὸ τὸ
κρεββάτι, σταυροκοπήθηκε καὶ βάζοντας τὰ χέρια στὸ στῆθος ἐδέχθη τὴν Θεία
Μετάληψι. “καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν
μεγαλύνω, ἀγαθέ, παρουσίας σου".
Επιστρέψαμε στην καλύβη τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, γιὰ νὰ τακτοποιήση
ὁ παππα Θανάσης τὰ Ἅγια. Τσουχτερό το κρύο τοῦ Φεβρουαρίου. Ἐπέστρεψα
καὶ τὸν σκέπασα μὲ τὴν μεγάλη χονδρή τσέργα ποὺ εἶχε. Έτρεμε ἀπὸ τὸ κρύο,
δὲν εἶχε σόμπα. Ἔτσι περνούσε πάντοτε τοὺς χειμώνες κάτω ἀπὸ τὴν κορυφή
τοῦ Ἄθω ἐδῶ καὶ πενηνταπέντε χρόνια.
Τοῦ πῆγα μία ζεστή σούπα, ἔφαγε λίγο.
Τὴν ἑπομένη πῆγα καὶ τὸν βρῆκα σὲ ἄσχημη κατάστασι. «Φεύγω», μου λέει,
«φεύγω». Κρατούσε ἕνα χονδρό κομποσχοίνι στο χέρι του. Τρεμάμενο τὸ σήκω
σε δείχνοντάς μου: «Νὰ μὲ θυμᾶσαι στο κομποσχοίνι σου, π. Παντελεήμον».
«Πάντοτε είμαι δίπλα σου, π. Βασίλειε». Τὸν ἀσπάσθηκα στο κεφαλάκι του καὶ
έφυγα. Φαγητό τοῦ εἶχαν πάει καὶ ἄλλοι πατέρες, ἀλλὰ ἦταν ἄθικτο, δὲν μποροῦσε νὰ φάη.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, άγνωστο ποιά ὥρα καὶ πῶς, ἄφησε τὸ βασανισμένο σώμα
του στὴν γῆ καὶ ἡ ψυχή του πέταξε στὸν οὐρανὸ κοντὰ στὸν Κύριο, στὴν Κυρία
Θεοτόκο, ποὺ ὑπηρέτησε τόσα χρόνια στὸ ἐκκλησάκι της, στὸν ἅγιο Μάξιμο που
τὸν τίμησε μὲ τὴν ἀκτημοσύνη του καὶ στὸν ἅγιο Ἀκάκιο μὲ τὴν ἀέναη προσευχή του».
Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του...
Βιβλιογραφία.Ιερομοναχου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτη. Γέροντας Παντελεήμων Καυσοκαλυβίτης.
Εκδόσεις Ιερό Κελλίον Αγίου Αντωνίου και του Μεγάλου Κρύα Νερά Άθω. Άγιον όρος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου