Κάθε φορά πού θα φοβάσαι, Αυτόν θα σκέπτεσαι, σ' Αυτόν θα μιλάς
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ για πολύ καιρό. Στα καλά καθούμενα ξυπνούσα το βράδυ με κλάματα, με φόβο και χωρίς να ξέρω το γιατί πήγαινα στην δασκάλα πού με φιλούσε, με παρηγορούσε και μου έλεγε, να κοιμηθώ και να μην κάνω φασαρία και ξυπνήσουν τα άλλα παιδιά.
Μία, δύο, τρεις μετά το είπα στον Γέροντα. Παππούλη μου φοβάμαι πολύ, κλαίω, ξυπνάω τα βράδια, χωρίς να ξέρω γιατί. Εκείνος με αγκάλιασε και με πήγε στο εκκλησάκι μας. Έλα εδώ, μου είπε' και εγώ φοβάμαι και εγώ τρέμω και εγώ κλαίω. Αισθάνομαι να με δέρνουν. Αισθάνομαι ότι είμαι πολύ μόνος, ότι είμαι χωρίς κανέναν, όμως είναι λάθος, πολύ μεγάλο λάθος και αμαρτία.
Γιατί, παππούλη μου, τον ρώτησα.
Γιατί, αν είμαστε μόνοι μας, τότε εδώ τί κάνει, και μου δείχνει τον Χριστό, τον Σταυρωμένο. Τον βλέπεις, παιδί μου, είναι εδώ, είναι δίπλα μας, είναι κοντά μας, είναι μέσα στην καρδιά μας, στην σκέψη μας και στο μυαλό μας.
Όσες φορές θα ξυπνάς και θα κλαις, κάθε φορά πού θα φοβάσαι Αυτόν θα σκέπτεσαι, Αυτόν θα κοιτάς, σε Αυτόν θα μιλάς. Να ξέρεις ότι πάντα θα σε ακούει, ότι πάντα θα σου μιλάει, ότι πάντα θα σε προστατεύει. Έτσι ποτέ δεν είσαι μόνη. Θα κάνεις τον σταυρό σου και όλα θα πάνε καλά. Έτσι και έγινε. Από τότε δεν ξαναφοβήθηκα, το ξεπέρασα.
Παππούλη μου καλέ, πού να είσαι τώρα, πού μάς έφυγες, που;
Ό Θεός δεν μάς άφησε από τίποτε
Μια φορά ένας φίλος μου, ό Πέτρος, πού πέθανε από αρρώστια πριν δύο χρόνια, είχε κλέψει το σακάκι από άλλο παιδί. Μαλώσανε, χτυπηθήκανε τα παιδιά, πιάστηκαν στα χέρια. Το μεσημέρι στο τραπέζι, πού ήλθε ό παππούλης, του το είπανε. Τότε εκείνος, άρχισε να χτυπάει το χέρι του με δύναμη. «Να, για να μάθεις, καλά σου κάνω», έλεγε... Εμείς μαζευτήκαμε τριγύρω του και στην αρχή απλά τον κοιτούσαμε. Κάποιος, τον ρώτησε: «Γιατί γέροντα μου χτυπάς τα χέρια σου; Τί έπαθες;» «Τί να πάθω;» μάς είπε, «Ότι χειρότερο. Έκλεψα και πρέπει να τιμωρηθώ».
«Έκλεψες;» τον ρωτήσαμε. «Πότε έκλεψες; Τί έκλεψες;»
«Το ίδιο κάνει», μάς είπε. Εγώ είμαι ό πατέρας σας, σας μεγαλώνω, όπως μπορώ, όσο μπορώ, ότι καλό κάνετε είναι σαν να το κάνω εγώ. Και ότι κακό, πάλι είναι σαν να το κάνω εγώ. Γι' αυτό χτυπώ το χέρι μου, για να μάθει να μην ξανακλέψει. Ό φίλος μου τότε άρχισε να κλαίει, και να λέει, «σταμάτα παππούλη μου, εγώ φταίω. Εγώ έκλεψα και δεν το ξανακάνω».
Εκείνος τότε γύρισε, τον αγκάλιασε, τον φίλησε στα μαλλάκια και μάς είπε: «Ότι ζητήσετε θα το έχετε.
Ό Θεός δεν μας άφησε και δεν θα μας αφήσει από τίποτε. Όμως μην το παίρνετε μόνοι σας ποτέ. Μέσα στην φυλακή πού κάθισα χρόνια βρίσκονται άνθρωποι γιατί πήραν πράγματα πού ήταν ξένα και δεν το είπαν. Γι' αυτό προσέχετε πολύ καλά». Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου