Μην απογοητεύεσαι, μην αμαρτάνεις, παιδί μου.
Ή ώρα ήταν περασμένη. Ό καιρός ήταν βροχερός και κρύος. Το κρύο με χτυπούσε αλύπητα καθώς ήμουν ανεβασμένος πάνω στο μηχανάκι. Έτσουζαν τα μάτια μου, ή μύτη και τα μάγουλα μου πάγωναν. Κρύωνα πάρα πολύ, και το χειρότερο; Νύσταζα. Έκλειναν τα μάτια μου. Μια μεγάλη απογοήτευση ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου. Ξυπνάω χρόνια τώρα χαράματα, νύχτα και γυρνάω πάλι νύχτα στο σπίτι. Ζωή είναι αυτή; Γιατί να ζω; Για να δουλεύω για μια φέτα ψωμί; Γιατί καλύτερα δεν πεθαίνω, να ησυχάσω; Ποιά χαρά έχω; Ποιό ενδιαφέρον για να ζήσω; Τα μάτια μου τρέχαν από παράπονο, ούτε κοιτούσα πού πήγαινα με την μηχανή.
...Απορροφημένος από αυτές τις σκέψεις μου, από την απογοήτευση μου, ξαφνικά άκουσα μια φωνή.
Ό κάθε άνθρωπος, παιδί μου, έχει τον προορισμό του, την αποστολή του. Έρχεται σ' αυτόν τον κόσμο για να εκπληρώσει ένα χρέος και μία αποστολή. Έρχεται απεσταλμένος από τον Θεό, και μόλις Εκείνος από τον ουρανό κρίνει ότι ή αποστολή μας τελείωσε, ότι ή ζωή μέχρι αυτό το σημείο είναι αρκετή, μάς παίρνει και μάς πηγαίνει στον ουρανό. Γι' αυτό, παιδί μου, καλό και ευλογημένο, γρήγορα άνοιξε τα μάτια σου, κοίτα τον δρόμο σου και στρίψε στην άκρη του δρόμου για να μην χτυπήσεις. Άνοιξε τα μάτια σου, παιδί μου. Άνοιξε τα, κοίτα τον δρόμο σου, σε περιμένουν χαρές. Είσαι ευλογημένο παιδί. Έχεις πολλά να γευτείς ακόμη. Μην απογοητεύεσαι, μην αμαρτάνεις, παιδί μου, και δέχομαι ένα χτύπημα στην πλάτη. Ξαφνικά ανοίγουν ολάνοιχτα τα μάτια μου και συνειδητοποιώ, ότι απέναντι μου ερχόταν μια τεράστια νταλίκα. Μου ανοιγόκλεινε τα φώτα, μου κορνάριζε.
Μόλις πρόλαβα και έστριψα το τιμόνι και κάθισα στην άκρη. Έπεσα κάτω και έκλαιγα με λυγμούς. Ευχαριστούσα τον πατέρα Χριστόφορο πού με ξύπνησε. Ευχαριστούσα τον Άγιο Θεό, την Παναγία μας. Αξίζω ακόμη, φαίνεται, για να σωθώ....
* * *
Μην μάς εγκαταλείπεις, Κύριε μας, βοήθησε μας....
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Είχα πολλή πείνα. Γουργούριζε το στομάχι μου. Το φαγητό ήταν λίγο. Ό Γέροντας με πολλή δυσκολία προσπαθούσε να τα βολέψει, να τα φέρνει βόλτα τα του σπιτιού.
Ένα συνεχόμενο γουργουρητό με έκανε να μην μπορώ να κλείσω μάτι. Ήταν καλοκαίρι και θυμήθηκα στον αυλόγυρο του σπιτιού κάτι μούρα. Λες να έχει κανένα; ρώτησα τον εαυτό μου, και, χωρίς να δώσω συνέχεια στον μονόλογο μου, πετάχτηκα και πήγα. Ήταν σκοτάδι αλλά τα άστρα έκαναν αρκετό φώς και έδιναν μια πολύ όμορφη ατμόσφαιρα.
Με λαχτάρα πήγα κοντά στις μουριές, κοιτούσα, κάτι βρήκα, άπλωσα το χέρι μου να κόψω, και ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο. Σαν φτέρνισμα, σαν κλάψιμο. Καλά καλά δεν μπόρεσα να καταλάβω. Προσπάθησα σιγά-σιγά να πάω προς εκείνη την κατεύθυνση πού άκουσα τον θόρυβο. Πήγα στην πίσω μεριά του σπιτιού μας. Εκεί είδα κάτι, στις 4 το πρωί, πού με κατασυγκίνησε, πού μου έκαμε ακόμη και τώρα να το σκέφτομαι, να το θυμάμαι και να ανατριχιάζω από δέος.
Είδα μέσα στο μισοσκόταδο, ανάμεσα από τούς θάμνους, τον πατέρα μας, τον π. Χριστόφορο, γονατισμένο με τα χέρια ψηλά, να βλέπει τον ουρανό με μάτια κλαμένα, με χέρια τρεμάμενα και να λέει:
Μην μάς εγκαταλείπεις, Κύριε μας, βοήθησε μας. Βοήθησε αυτά τα ορφανά να βρουν ένα πιάτο, ένα τραπέζι με ζεστό φαγητό και λίγο ψωμάκι. Εσύ πού γνωρίζεις, εσύ πού νιώθεις, Κύριε μου, τον αγώνα μας, την αγωνία μας, τον πόνο μας, την μεγάλη μας ανάγκη. Βάλε το χέρι σου, δώσε μας δύναμη και βοήθησε μας, σε παρακαλώ πολύ. Έκλεισε με τα χέρια του το πρόσωπο του και έκλαιγε με λυγμούς....
Δεν θέλησα να τον διακόψω, να πάω κοντά του, να τον αγκαλιάσω, να τον φιλήσω, να τον πω να μην στεναχωριέται. Μου κόπηκε και ή πείνα και σταμάτησε το γουργουρητό, όλα. Πήγα στο κρεβάτι μου, έπεσα και προσπάθησα να κοιμηθώ....
Την άλλη μέρα το πρωί προτού φύγουμε για τα σχολεία μας χτύπησε ή πόρτα. Ήταν δύο γυναίκες γεμάτες από ρούχα, τρόφιμα, κρέατα. Γέμισαν το σπίτι από ότι έλειπε. Αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν μνημόσυνο σε δικά τους πρόσωπα.
'Εγώ όμως ήξερα, ότι οι προσευχές του Γέροντα ήταν. Άνοιξε ό Θεός και άπλωσε το χέρι του...
Όσο ζω ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτό πού έζησα τότε....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου